ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΟΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ;

 

Αρχιμ. Κύριλλος Κεφαλόπουλος

 

 

 (β) ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΜΕΣΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

(συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού, δημιουργία του ελληνοχριστιανικού βυζαντινού πολιτισμού).

 

Σε αυτήν την κατάσταση παρακμής και πνευματικής στασιμότητας συνάντησε ο χριστιανισμός τον ελληνισμό της ύστερης αρχαιότητας. Αρχικά, οι αξιακές αντιλήψεις του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου με τον χριστιανισμό υπήρξαν αντιθετικές, και τόσο ο ελληνορωμαϊκός κόσμος με τους φιλοσόφους και την αρχαία θρησκεία όσο και το επίσημο ρωμαϊκό κράτος αντιμετώπισαν με καχυποψία, περιφρόνηση, αλλά και σκληρούς διωγμούς την νέα πίστη. Σιγά σιγά ο χριστιανισμός επεβλήθη με την ηθική του ανωτερότητα, το μεγαλείο της πίστεως αλλά και το θάρρος των εκατομμυρίων χριστιανών μαρτύρων που οδηγούντο στον θάνατο χαμογελαστοί, χαρούμενοι, ψάλλοντας ύμνους στον Θεό. Η χριστιανική πίστη ήρθε να προσφέρει στον παραπαίοντα ελληνισμό εκείνα τα ηθικά και πνευματικά στοιχεία που τον αναζωογόνησαν και του επέτρεψαν να επιβιώσει κάτω από μία νέα διπλή και διφυή ταυτότητα, αυτή του ελληνοχριστιανικού βυζαντινού πολιτισμού.

Οφείλουμε ωστόσο να αναγνωρίσουμε πως η επίτευξη αυτής της συνυπάρξεως και διασυνδέσεως για τους πρώτους τέσσερις μετά Χριστόν αιώνες υπήρξε εν πολλοίς προβληματική, συγκρουσιακή  εκατέρωθεν. Άλλωστε, πάντα έτσι συμβαίνει σε κάθε μεταβατική ιστορική περίοδο μέχρι να εξισορροπήσει η κατάσταση και να εξομαλυνθούν οι εντάσεις και οι αντιπαλότητες. Η ιστορική πραγματικότητα αποδεικνύει πως μέσα στην υπερχιλιετή ζωή της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του Βυζαντίου όπως κακώς και κατά συνθήκην επεκράτησε να ονομάζεται η περίοδος αυτή, επετεύχθη η μεγάλη συνάντηση και διασύνδεση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό. Μέσα από το Βυζάντιο διασώθηκε και επιβίωσε ο ελληνισμός, υπό νέο σχήμα και νέα ταυτότητα βεβαίως.

Η ανατολική ρωμαϊκή χριστιανική αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται, υπήρξε η συνέχεια και μετεξέλιξη της Ρώμης στους Μέσους Χρόνους. Στην διάρκεια της άνω των ένδεκα αιώνων ιστορίας της απετέλεσε πνευματικό φάρο πολιτισμού και ανθρωπισμού, παράγοντα εκπολιτισμού και εκχριστιανισμού των γειτονικών λαών, υπερασπιστή της ορθοδόξου πίστης και της ευρωπαϊκής ελευθερίας από τις επιδρομές βάρβαρων λαών, απίστων εχθρών, ισλαμικών απειλών.

Την ίδια στιγμή που το δυτικό ρωμαϊκό κράτος υπέκυπτε στις επιδρομές των γερμανικών λαών (476 μ.Χ.), και έδινε την θέση του στα διάφορα βαρβαρικά βασίλεια που οργανώθηκαν στην Δυτική Ευρώπη με την σκληρή φεουδαρχία που οι υποτελείς δουλοπάροικοι δεν είχαν καμία προστασία, καθώς νόμος ήταν η διαταγή των αρχόντων φεουδαρχών ιπποτών, την στιγμή λοιπόν που η υπόλοιπη Ευρώπη βυθιζόταν στο μαύρο σκότος του Μεσαίωνα, το Βυζάντιο αποτελούσε την φωτεινή εξαίρεση ενός οργανωμένου κράτους με υπηρεσίες, νομοθεσία, πολιτισμική και τεχνολογική πρόοδο. Η Κων/πολη, η Βασιλεύουσα Πόλις των πόλεων, η κατ’ εξοχήν Πόλις, ήταν το στολίδι της Οικουμένης με πληθυσμό άνω του ενός εκατομμυρίου κατοίκων, κέντρο πλούτου, εμπορίου, πνεύματος, που προξενούσε τον θαυμασμό και τον φθόνο των επισκεπτών της.

Η πνευματική ακτινοβολία του Βυζαντίου οφείλεται στο γεγονός ότι κατάφερε να συνδυάσει με επιτυχία τον ελληνικό πολιτισμό με τον χριστιανισμό και αν δημιουργήσει ένα νέο πολιτισμό, αμάλγαμα του ελληνικού ανθρωπισμού και της χριστιανικής αγάπης, μεταμορφώνοντας τον ελληνικό κόσμο της ανατολής σε ελληνοχριστιανική κοινοπολιτεία. Το πνεύμα του χριστιανισμού διαπότισε την βυζαντινή κοινωνία σε όλα της τα επίπεδα, την φιλανθρωπία και την κοινωνική πρόνοια, τους πολιτειακούς θεσμούς και την νομοθεσία του κράτους, τις διεθνείς σχέσεις με τους άλλους λαούς και μέσω της ιεραποστολής, την εκπαίδευση, την φιλοσοφία, την γραμματεία, την τέχνη.

 

  Η ελληνική παιδεία και ο πολιτισμός στο Βυζάντιο.

 

Στην βυζαντινή παιδεία η Εκκλησία κατείχε σημαντικό ρόλο. Τα πρώτα γράμματα τα μικρά παιδιά τα μάθαιναν σε σχολεία που διατηρούσε η Εκκλησία (ανάγνωση, γραφή, γραμματική, ψαλμούς, μουσική, ιερά ιστορία). Μετά την βασική αυτή εκπαίδευση ακολουθούσε η γενική εγκύκλιος παιδεία, όπου τα μεγαλύτερα παιδιά διδάσκονταν γραμματική, ρητορική, ποιητική, ιστορία, φιλοσοφία και μαθηματικά. Από τους αρχαίους συγγραφείς διδάσκονταν Όμηρο, Ησίοδο, Πίνδαρο, κείμενα του Δημοσθένους, Λυσίου, βασικές φιλοσοφικές αρχές του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, παράλληλα με κείμενα από την Αγία Γραφή ( Ψαλτήριο, Παροιμίαι Σολομώντος κ.ά.) και τους Πατέρες.

Όσοι επιθυμούσαν ανώτερες σπουδές, μπορούσαν να φοιτήσουν σε πανεπιστημιακά ιδρύματα που διατηρούσαν το κράτος και η Εκκλησία. Οι αυτοκράτορες μερίμνησαν ιδιαιτέρως για τις ανώτερες σπουδές. Ήδη από τον Μέγα Κωνσταντίνο είχε ιδρυθεί και λειτουργούσε στην Κων/πολη ανώτερο εκπαιδευτήριο, το οποίο επί Θεοδοσίου Β’ (425) αναδιοργανώθηκε και έμελλε να αποτελέσει κορυφαίο εκπαιδευτικό ίδρυμα πανεπιστημιακού επιπέδου, γνωστό ως Πανδιδακτήριον, με συνεχή λειτουργία ως την Άλωση της Πόλεως. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν την ίδρυση του Πανδιδακτηρίου, υπήρχαν σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας ανώτερες σχολές φημισμένες όπως οι σχολές φιλοσοφίας και ρητορικής στην Αθήνα, το ΄΄Μουσείον΄΄ της Αλεξάνδρειας, η Νομική Σχολή της Βηρυττού, η Αντιόχεια, όπου δίδασκε ο μέγας διδάσκαλος της ρητορικής Λιβάνιος.

Διδασκόταν στο Πανδιδακτήριον ελληνική και λατινική ρητορική, γραμματική και φιλολογία, η νομική επιστήμη και η φιλοσοφία (στα πλαίσια της οποίας εντασσόταν και η ιατρική, οι ιατροφιλόσοφοι). Η νομοθεσία προέβλεπε κτηριακή υποδομή, κρατική μισθοδοσία των καθηγητών, τίτλους και προνόμια κοινωνικά. Η επιλογή των καθηγητών γινόταν με αυστηρά κριτήρια επιστημονικής γνώσης και ήθους. Μεγάλες μορφές σπούδασαν και εδίδαξαν ως καθηγητές του Πανδιδακτηρίου, όπως ο Μέγας Φώτιος, ο Λέων ο Φιλόσοφος και Μαθηματικός (9ος αι), ο Μιχαήλ Ψελλός, ο μετέπειτα Πατριάρχης Ιω. Ξιφιλίνος (11ος αι), ο Ευστάθιος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (12ος αι), οι γεώργιςο Ακροπολίτης και Θεοδ. Μετοχίτης, αμφότεροι Μεγάγοι Λογοθέτες του κράτους, ο Γεώργιος Σχολάριος, για να αναφέρουμε μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα.

Η μέριμνα των αυτοκρατόρων για την διαρκή αναβάθμιση του Πανδιδακτηρίου, που με την αδιάκοπη λειτουργία του από τον 4ο ως τον 15ο αι. ελάμπρυνε την πνευματική ζωή του Βυζαντίου, υπήρξε συνεχής. Προστίθενται και νέες έδρες. Τον 9ο αι. το Πανδιδακτήριο μεταφέρεται στο ανάκτορο της Μαγναύρας και υπό την εποπτεία του Λέοντος του Μαθηματικού δίδεται νέα ώθηση στην διδασκαλία των μαθηματικών, της γεωμετρίας, της αστρονομίας. Τον 11ο αι. ιδρύεται ιδιαίτερη Νομική Σχολή στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας. Παράλληλα, με την παρότρυνση και την ενίσχυση των αυτοκρατόρων ιδρύονται δημόσιες βιβλιοθήκες στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας. 

Το επίπεδο της μόρφωσης στο Βυζάντιο παρέμεινε πάντοτε υψηλό. Η φήμη του Πανδιδακτηρίου ως ανωτέρου μορφωτικού ιδρύματος ξεπερνούσε τα όρια της αυτοκρατορίας. Στην ύστερη περίοδο του Βυζαντίου πολλοί Δυτικοευρωπαίοι, κυρίως Ιταλοί, έρχονται στην Κων/πολη για να συμπληρώσουν τις σπουδές τους, ενώ πολλοί λόγιοι του Βυζαντίου, καθηγητές και δάσκαλοι πανεπιστημιακοί, καταφεύγουν στην Δύση και διδάσκουν στις ακαδημίες της Ρώμης, της Φλωρεντίας, της Πάδοβας, του Παρισίου. Έτσι, λίγο πριν την Άλωση, το Πανδιδακτήριο καθίσταται γέφυρα γνώσεως και ανθρωπιστικής παιδείας μεταξύ Δύσεως και Ανατολής.

Αυτή η γόνιμη σύζευξη ελληνισμού και χριστιανισμού υπήρξε μία ευτυχής συνάντηση για τον πολιτισμό αλλά και για την διαμόρφωση μίας νέας ελληνικότητας των Μέσων Χρόνων. Οι Μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες του 4ου αι. είχαν φοιτήσει στις περίφημες εθνικές σχολές των Αθηνών και τα έργα τους είναι γεμάτα από παραπομπές σε κλασικούς συγγραφείς. Μάλιστα, ο Μέγας Βασίλειος έγραψε ειδική πραγματεία για την ωφέλεια την προερχόμενη από την ελληνική γραμματεία (΄΄ Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο γραμμάτων”, P.G. 31, 564-589).

Η εκτίμηση της παιδείας και η ενασχόληση με αυτήν ήταν φυσικό να οδηγήσει σε μία τεράστια παραγωγή έργων θεολογικών, φιλοσοφικών, λογοτεχνικών, με πηγή εμπνεύσεως την χριστιανική διδασκαλία και πρότυπο φιλολογικό την αρχαιοελληνική γραμματεία, Μπροστά στην ανάγκη της Εκκλησίας να υπερασπισθεί την ορθή πίστη από τις αιρετικές κακοδοξίες  και τις κατηγορίες των εθνικών, αναπτύχθηκε μία εκκλησιαστική γραμματεία που κάλυπτε πολλούς τομείς: απολογητική, αντιρρητική, αντιαιρετική, δογματική, ερμηνευτική των Αγίων Γραφών, ομιλητική, κηρυγματική, ρητορική, υμνολογία, ποιητική, αγιολογική, συναξαριακή, λόγοι επίσημοι, εγκωμιαστικοί, πανηγυρικοί, ποιμαντικές επιστολές κ.ά.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν ευρεία μόρφωση, θεολογική και φιλοσοφική, ευρύτερα ανθρωπιστική, και αυτό φαίνεται τόσο από τις σπουδές τους όσο και από τα γραφόμενά τους. Είναι γνωστόν π.χ. ότι ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είχαν φοιτήσει στην Αθήνα, και είχαν διδάσκαλο τον φημισμένο ρήτορα και φιλόσοφο Λιβάνιο, και παράλληλα είχαν γνώσεις ιατρικής, αστρονομίας, γεωμετρίας. Στα κείμενά τους υπήραχει πλήθος παραπομπών σε αρχαίους συγγραφείς, η δομή τουους θυμίζει ρητορικά σχήματα των ρητόρων της αρχαιότητας (όχι τυχαίως ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος απεκλήθη ως ΄΄ο χριστιανός Δημοσθένης΄΄). Ο Μέγας Βασίλειος ΄΄Εις την Εξαήμερον΄΄ περιέχει πολλά στοιχεία που φανερώνουν βαθειά επιστημονική γνώση της κοσμολογίας και της αστρονομίας. Ο Συνέσιος, επίσκοπος Πτολεμαϊδος της Κυρήνης, βαθύς γνώστης της πλατωνικής φιλοσοφίας, της αριθμητικής και της γεωμετρίας, διατηρούσε επαφή και αντήλλασσε απόψεις με την εθνική Υπατία, την μεγάλη μαθηματικό  της Αλεξάνδρειας.  

Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός έγραψε χιλιάδες στίχους σε άπταιστη ομηρική γλώσσα και σε ομηρικό δακτυλικό εξάμετρο, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης στα έργα του φανερώνεται βαθύς γνώστης της φιλοσοφικής και ανθρωπολογικής υποστάσεως των ανθρώπων. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας στα δογματικά και ερμηνευτικά του υπομνήματα χρησιμοποιεί πλήθος παραπομπών σε Έλληνες συγγραφείς.

Μορφωμένοι και λόγιοι ιεράρχες μερίμνησαν ιδιαιτέρως για την διάσωση και την διάδοση της ελληνικής παιδείας. Μπορούμε να αναφέρουμε τον Πατριάρχη Μέγα Φώτιο, τον πανεπιστήμονα αυτόν, τον βυζαντινόν Αριστοτέλη, όπως τον αποκαλεί ο Krumbacher, ο οπίος με την ΄΄Μυριόβιβλό΄΄ του διασώζει αποσπάσματα απωλεσθέντων έργων κλασικών συγγραφέων, που τα παρουσιάζει και τα αξιολογεί φιλολογικά, και μας πληροφορεί για τον κάθε συγγραφέα.

Το έργο του Φωτίου συνέχισε ο μαθητής του Αρέθας, επίσκοπος Καισαρείας (9ος αι), ο οποίος οργάνωσε ειδικό επιτελείο και με συνεργάτες του επιδόθηκε στην συλλογή ελληνικών χειρογράφων, την αντιγραφή τους και παράλληλα τον υπομνηματισμό και την φιλολογική κριτική των κειμένων. Κώδικες με σχόλια του Αρέθα αναφερόμενα στο σύνολο σχεδόν της ελληνικής γραμματείας και οι σημειώσεις του στα χειρόγραφα αποδεικνύουν την ευρεία κλασική παιδεία και το γνήσιο φιλολογικό ενδιαφέρον για τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Την ίδια εποχή (9ος αι) στην Μονή Στουδίου ο Θεόδωρος ο Στουδίτης οργανώνει ειδικό εργαστήριο περισυλλογής και αντιγραφής αρχαίων χειρογράφων (βιβλιοθήκη, scriptorium), και το ίδιο συμβαίνει σε πολλές μονές (Πάτμου, Αγίου Όρους, Μετεώρων, Αγίας Αικατερίνης Σινά, μονές που σήμερα κατέχουν τις μεγαλύτερες διασωθείσες συλλογές ελληνικών χειρογράφων).

Τον 12ο αι. δεσπόζει η μορφή του αγίου Ευσταθίου, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Κάτοχος σε βάθος της κλασικής παιδείας, συνεχίζει την φιλολογική παράδοση των προκατόχων του λογίων ιεραρχών. Τα σχόλιά του, τα προλεγόμενα και οι παρεκβολές του στα Ομηρικά Έπη διατηρούν την επιστημονική τους αξία ως τις μέρες μας και μελετώνται από τους σύγχρονους φιλολόγους, ενώ σημαντικό για φιλολογική επιστήμη είναι το λεξικογραφικό έργο του Σουϊδα (10ος αι).

Αλλά και οι μεγάλες πόλεις διαθέτουν δημόσιες βιβλιοθήκες. Η μεγαλύτερη και πλουσιότερη ήταν αυτή της Κωνσταντινουπόλεως. Αξιόλογες ατομικές συλλογές χειρογράφων διέθεταν και οι λόγιοι της εποχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά ελληνικά χειρόγραφα καταστράφηκαν με την Άλωση της Πόλεως από τους Σταυροφόρους (1204).

Αλλά και η πλειοψηφία των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου είχαν αξιόλογη παιδεία και πολλοί εξ αυτών συνέγραψαν δικά τους έργα.

Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις, αυτοκράτωρ της Νικαίας (1254-1258), συνέγραψε θεολογικές και φιλοσοφικές μελέτες, ενώ το αριστούργημά του είναι ο Μέγας Παρακλητικός Κανών στην Υπεραγία Θεοτόκο.

Ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός (1341-1355) συμμετείχε ενεργά στην ησυχαστική έριδα της εποχής, στις θεολογικές συζητήσεις που εγίνοντο, ενώ συνέγραψε πραγματεία υπέρ των ησυχαστικών απόψεων και κατά της κακοδοξίας του Βαρλαάμ, λόγους αντιρρητικούς κατά Ιουδαίων και Μωαμεθανών, Βυζαντινή Ιστορία σε 4 βιβλία. Εγκατέλειψε τον αυτοκρατορικό μανδύα για να ενδυθεί το μοναχικό ράσο. Θεωρείται ο θεολογικώτερος των αυτοκρατόρων.

Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος (1391-1425) συνέγραψε και αυτός θεολογικές πραγματείες (Περί του Αγίου Πνεύματος) και αντιρρητικούς κατά του μωαμεθανισμού, καθώς και ύμνους, τροπάρια, προσευχές.

Βλέπουμε λοιπόν ότι στο Βυζάντιο επικρατεί το πρότυπο του πεπαιδευμένου βασιλέως, του αυτοκράτορος φιλοσόφου, του ηγεμόνος που εκτός από τα διοικητικά του καθήκοντα έχει και άλλα ενδιαφέροντα κοινωνικά και ανθρωπιστικά. Δίπλα στους αυτοκράτορες στέκονται ισότιμα στο πλευρό τους αξιόλογες αυτοκράτειρες με ανάλογα πνευματικά ενδιαφέροντα. Ακόμη και λίγα χρόνια πριν την Άλωση, υπάρχουν αυτοκράτορες Παλαιολόγοι με ανθρωπιστικά ενδιαφέροντα και θεολογικές προσεγγίσεις διαλεγόμενοι με την δυτική σκέψη και το Ισλάμ. Το πρότυπο του ηγεμόνος ανθρωπιστή, προστάτη των τεχνών και των γραμμάτων, που θα επικρατήσει στην Ιταλική Αναγέννηση με τους Μεδίκους, Σφόρτσα κ.ά., έχει προηγηθεί ιστορικά κατά πολλούς αιώνες ενσαρκούμενο στους βυζαντινούς Ρωμαίους αυτοκράτορες και μάλιστα σε δύσκολες ιστορικά περιόδους.

Να υπενθυμίζουμε απλώς συγκριτικά ότι στην Δύση ηγεμόνες και βασιλείς μεγάλων κρατών μετά δυσκολ’ίας ήξεραν πολλές φορές γραφή και ανάγνωση. Όταν στην Ανατολή υπήρχαν πεπαιδευμένοι λόγιοι αυτοκράτορες, στην Δύση επικρατούσε το πυκνό σκοτάδι, κοινωνικό και πνευματικό, των μαύρων χρόνων του Μεσαίωνα.

Στην έως τώρα παρουσίαση διαφόρων τομέων της βυζαντινής κοινωνίας, διαπιστώσαμε ότι αυτή διακρινόταν από αξιοζήλευτικη πνευματική και πολιτιστική ζωτικότητα και δημιουργικότητα σε ολόκληρο το φάσμα της. Ακόμη και στην ύστερη φάση της αυτοκρατορίας, που εδαφικά, οικονομικά και στρατιωτικά ήταν εξασθενημένη, εμφάνιζε αξιόλογη πνευματική ικμάδα, μία τελευταία Παλαιολόγεια αναγέννηση. Με την Άλωση της Πόλεως (1453), που σηματοδότησε τον θάνατο της αυτοκρατορίας, δεν σήμανε ταυτόχρονα και το τέλος του πολιτισμού της. Το Πατριαρχείο Κων/πόλεως και το Άγιον Όρος απετέλεσαν το συνεκτικό σημείο αναφοράς των υπόδουλων , που με το θρησκευτικό τους κύρος και την πνευματική τους ακτινοβολία εξακολουθούν να επηρεάζουν τον ορθόδοξο κόσμο. Το Βυζάντιο εξακολούθησε να υπάρχει και μετά την Άλωση ως πολιτισμός, ως πίστη, ως τρόπος ζωής, ώστε δικαίως ο Ρουμάνος ιστορικός N. Iorga να μιλάει για ΄΄το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο΄΄ (Byzance apres Byzance).

Αλλά και στην Δύση το ύστερο Βυζάντιο μετέδωσε την τελευταία του πνευματική αναλαμπή. Λόγιοι λίγο πριν την Άλωση κατέφυγαν φυγάδες στην Δύση μεταφέροντας μαζί τους χειρόγραφα με αρχαιοελληνικά κείμενα, αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον των Δυτικών για την μελέτη των κλασικών συγγραφέων της ελληνικής αρχαιότητας στην σκέψη του Πλάτωνος και την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Λόγιοι όπως οι Μανουήλ Χρυσολωράς, Πλήθων Γεμιστός, Βησσαρίων, Δημ. Χαλκοκονδύλης, Ιω. Αργυρόπουλος, Ιανός Λάσκαρις, δίδαξαν σε Πανεπιστήμια της Ρώμης, της Πάδοβας, της Φλωρεντίας, του Παρισίου, την αρχαία ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία, συνέβαλαν στην ίδρυση της Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας, συμμετείχαν στην συγκέντρωση χειρογράφων, την αντιγραφή τους και την μετάφραση σε άλλες γλώσσες.

Έτσι λοιπόν οι λόγιοι αυτοί ΄΄φυγάδες, καθώς σκορπίσθηκαν στις χώρες της Δύσεως, έγιναν οι φορείς του ελληνικού πνεύματος και οι πρόδρομοι του κοσμοπολίτικου ιδεώδους. Στην ευρωπαϊκή σύνθεση το Βυζάντιο, πραγματική ΄΄Πρωτο-Ευρώπη΄΄, προσέφερ στην Δύση με το θάνατό του τα ανθρωπιστικά εκείνα στοιχεία που διαμόρφωσαν τα κύρια χαρακτηριστικά του νεότερου κόσμου΄΄ (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. Ι’, σελ. 357), βοηθώντας την Δύση να ανακαλύψει ξανά την πολιτιστική της ταυτότητα στην κληρονομιά του αρχαίου ελληνικού ανθρωπισμού και να προχωρήσει στην Αναγέννηση των Γραμμάτων και των Τεχνών αφήνοντας πίσω της τον σκοτεινό Μεσαίωνα.

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα