ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ

Ἰωάννης Νεονάκης  MD, MSc, PhD.

 

              Οἱ στιγμὲς ποὺ ζοῦμε εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐπώδυνες καὶ κρίσιμες καὶ προσωπικὰ γιὰ τὸν καθένα μας ἀλλὰ καὶ συλλογικὰ γιὰ τὸ λαὸ καὶ τὸ γένος μας. Ὀφείλομε νὰ προσεγγίσομε τὰ αἴτια τῆς κατάστασης καὶ νὰ προσπαθήσομε νὰ ἑρμηνεύσομε τὰ φαινόμενα. Εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ συνεχῆ καὶ ἀδιάσπαστη ἱστορικὴ παρουσία γιὰ πάνω ἀπὸ 4000 χρόνια. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συνέχεια αἵματος (ποὺ εἶναι δευτερευούσης σημασίας), ἔχομε κυρίως μίαν ἀδιάκοπη πολιτισμικὴ συνέχεια. Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἔχομε ἕνα διακριτὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους πολιτισμό, ποὺ ἔχει ὑποστεῖ μεγάλη ἱστορικὴ ὡρίμανση καὶ ἐξέλιξη. Ἀπὸ τὸν ἤδη πρὸ Χριστοῦ κοινωνικοκεντρικὸ πολιτισμό μας (μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῆς σχέσης τῶν ἀνθρώπων ὡς ἀλήθεια καὶ ὡς πρωτεῦον) προχωρήσαμε σὲ μία νέα ταυτότητα, τὴ Ρωμαίικη ταυτότητά μας. Αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ζύμωσης τοῦ πολιτισμοῦ μας μὲ δύο ἄλλες παραδόσεις: τὴ Ρωμαϊκὴ καὶ τὴν παλαιοδιαθηκικὴ Ἑβραϊκὴ παράδοση. Ὁ γόνιμος συγκερασμὸς τῶν τριῶν αὐτῶν παραδόσεων ἔγινε ὑπὸ τὸ φῶς τῆς πίστης μας στὸν ἐνσάρκως ἀναστηθέντα Χριστὸ καὶ στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀπὸ τὸ στενὸ Ἑλληνισμὸ τοῦ ἔθνους περάσαμε στὴ Ρωμηοσύνη.

              Οἱ ἔννοιες Ἑλληνισμὸς καὶ Ρωμηοσύνη δὲν εἶναι ταυτόσημες. Ὁ Ἑλληνισμὸς ἐμπεριέχεται στὴ Ρωμηοσύνη, ἀλλὰ ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι μία πολὺ πιὸ εὐρεία ἔννοια, μὲ οἰκουμενικὲς διαστάσεις, ἐνῶ ἐνέχει καὶ διαφορετικὰ αἰτήματα καὶ προτάγματα. Ἡ Ρωμαίικη ταυτότητα διαμορφώθηκε προοδευτικὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες μετὰ Χριστόν, ἔγινε ὅμως ἀπολύτως διακριτὴ ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ τετάρτου αἰώνα καὶ κυρίως μετὰ τὸ Μεγάλο Κωνσταντῖνο, τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων περὶ ἀνεξιθρησκίας καὶ τὴ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας στὴ Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη. Ὅπως ἔχομε σημειώσει καὶ στὸ παρελθόν, ἡ Ρωμανία (ἡ αὐτοκρατορία ποὺ λανθασμένα καὶ δολίως ἐπικράτησε νὰ λέγεται Βυζαντινὴ) μὲ πρωτεύουσα τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀντιλαμβάνεται πλέον τὸν ἑαυτό της ὡς τὴ μόνη, ἑνιαία, ἀδιαίρετη, οἰκουμενική, συντεταγμένη χριστιανικὴ πολιτεία ἐπὶ τῆς γῆς. Ἄξονας, ζητούμενο, λόγος ὕπαρξης καὶ πρόταγμά της καθίσταται ἡ «σάρκωση τοῦ Λόγου», ἡ βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὄχι σὲ μίαν ἀφηρημένη, ἀσαφῆ, ἐλπιζόμενη, μεταφυσικὴ διάσταση, ἀλλὰ ἐν τοῖς πράγμασι καὶ στὴν καθημερινὴ βιωτή. Τὸ ὅραμα καὶ ὁ ἄξονας αὐτὸς ἀποτελεῖ τὴ νοηματοδότηση τῆς ζωῆς τῶν Ρωμηῶν τόσο σὲ ἀτομικὸ ὅσο καὶ συλλογικὸ ἐπίπεδο.

               Γιὰ 1500 χρόνια, μέχρι περίπου τὸ 1830, τὸ γένος τῶν Ρωμηῶν, παρὰ τὶς ὅποιες ἀστοχίες καὶ παλινωδίες του, ἀγωνίστηκε ἐλεύθερα καὶ ὑπερήφανα γιὰ τὴν προάσπιση τῆς ἰδιοπροσωπίας του. Οἱ ἀμέτρητοι ἀγῶνες καὶ οἱ θυσίες τῶν προγόνων μας ζύμωσαν καὶ ταύτισαν ἐν πολλοῖς τὸ γένος μας μὲ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἐνσάρκως ἀναστηθέντος Χριστοῦ. Οἱ Ρωμηοὶ ἀγωνίζονταν καὶ θυσίαζαν τὴ ζωὴ τοὺς ἀγαπητικὰ καὶ ὑπερήφανα στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, καταθέτοντας μαρτυρία φωτὸς στὸ σκότος τοῦ κόσμου τούτου. Ἔχει μεγάλη σημασία καὶ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι στὸ πρῶτο Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος (Σύνταγμα Ἐπιδαύρου, Ἰανουάριος τοῦ 1822) ὡς Ἕλληνες χαρακτηρίζονται οἱ κάτοικοι τῆς ἐπικράτειας ποὺ «πιστεύουσιν εἰς Χριστόν».

            Τὸ Ρωμαίικο σῶμα συγκροτούμενο ἀπὸ τοὺς προαπελθόντες, τοὺς συγκαιρινοὺς καὶ τοὺς ἐρχόμενους Ρωμηοὺς κάθε ἐποχῆς συμπορεύεται ἀενάως μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγὸ πρὸς τὸ τέλος (σκοπὸ καὶ ὁλοκλήρωση) τῆς ἱστορίας. Ἡ γνώση τοῦ τέλους, ἡ συνύπαρξη καὶ ἄμεση κοινωνία μὲ τοὺς Ἁγίους, ἡ ἔνσαρκη ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ διαβεβαίωσή Του ὅτι «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν» τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπετέλεσαν καὶ ἀποτελοῦν τὴν πηγὴ τῆς ἀλύγιστης αἰσιοδοξίας καὶ τῆς πίστης τοῦ τελικοῦ νικητῆ, παρὰ τὰ ὅποια ζοφερὰ ἐπισυμβαινόμενα.

               Ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι μία διακριτὴ καὶ πλήρως ἀφοριζόμενη ἀπὸ τὶς ἄλλες παράδοση. Ἡ Ρωμηοσύνη δὲν ἀνήκει οὔτε στὴ Δύση, οὔτε στὴν Ἀνατολή. Στὴν πραγματικότητα, αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζομε ὡς Δύση καὶ ὡς Ἀνατολὴ νοηματοδοτήθηκαν καὶ ὁριοθετήθηκαν ὡς πολιτισμικὲς ὀντότητες ἀπὸ τὴ σύγκρουσή τους μὲ τὸν προϋπάρχοντα Ρωμαίικο πολιτισμό. Αὐτὸ ποὺ ἔγινε εἶναι ὅτι πολλοὶ λαοὶ ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ Ρωμανία καὶ τὸν πολιτισμό της. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δέχτηκαν τὸν πολιτισμὸ αὐτὸ καὶ μὲ βάση τὰ δικά τους ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ διαμόρφωσαν τὴ δική τους παράδοση, ὅπως εἶναι γιὰ παράδειγμα ἡ Ρώσικη Παράδοση. Ἄλλοι ὅμως λαοὶ παρότι ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ καὶ γνώρισαν τὸ Ρωμαίικο πολιτισμὸ ἐπέδειξαν ἀδυναμία νὰ τὸν κατανοήσουν καὶ ἔτσι ὄχι μόνο δὲν τὸν δέχτηκαν ἀλλὰ διαμόρφωσαν δικά τους πολιτισμικὰ κακέκτυπα, ποὺ μέχρι σήμερα ἀντιμάχονται τὸν Ρωμαίικο πολιτισμὸ καὶ βασανίζουν τὴν ἀνθρωπότητα.

              Στὴ Δύση οἱ Φράγκοι καὶ τὰ ἄλλα Γερμανικὰ φύλα, λαοὶ ἀπολίτιστοι καὶ βάρβαροι, διαμόρφωσαν ἕνα πολιτισμικὸ μόρφωμα βασισμένο στὴν ἐνστικτώδη ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτὸ καὶ τὸ ἴδιον συμφέρον. Μετέτρεψαν δὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὸ ἔκτρωμα τῆς Φράγκικης Ἐκκλησίας, αὐτῆς δηλαδὴ ποὺ λανθασμένα καὶ κάκιστα ἀποκαλοῦμε σήμερα Ρωμαιοκαθολικὴ (καθὼς οὔτε Ρωμαίικη εἶναι, ἀλλὰ οὔτε καὶ καθολική). Ἡ βαρβαρότητα τῶν Γερμανικῶν φύλων καὶ ἡ διαστρεβλωμένη Φράγκικη Ἐκκλησία μὲ τὸ πλῆθος τῶν διαφοροποιήσεων καὶ ἀποσχίσεών της (διαμαρτύρηση κλ.) διαμόρφωσαν αὐτὸ ποὺ ἱστορικὰ ἀποκαλοῦμε δυτικὸ «πολιτισμό». Ἕναν «πολιτισμὸ» βασισμένο ἀποκλειστικὰ στὸ συμφέρον, τὸ κέρδος καὶ τὸν ἐγωισμὸ τῆς δύναμης, «πολιτισμὸ» ποὺ ἔκανε καὶ κάνει τόσους αἰῶνες τὴν ἀνθρωπότητα νὰ ὑποφέρει οἰκτρά. Τί νὰ πρωτοθυμηθεῖ κανείς: τὸ σκοταδισμὸ τοῦ φεουδαλισμοῦ, τὴν καταστροφὴ τῆς Ρωμανίας τὸ 1204 καὶ τὴ Φραγκοκρατία, τὶς Ἱερὲς Ἐξετάσεις, τὸν ἀφανισμὸ τῶν λαῶν τῆς Ἀμερικῆς, τὸ δουλεμπόριο, τὴν ἀποικιοκρατία, τὸ ρατσισμὸ καὶ τὴν παντελῆ ἔλλειψη σεβασμοῦ γιὰ ὁτιδήποτε διαφορετικό, τοὺς δύο παγκόσμιους καὶ τοὺς ἀμέτρητους περιφερικοὺς πολέμους, τὴν καταστροφὴ τοῦ περιβάλλοντος καὶ τὴν ἀπάνθρωπη ζούγκλα τοῦ ἀχαλίνωτου κορπορατικοῦ καπιταλισμοῦ ποῦ ζοῦμε σήμερα; Εἶναι λοιπὸν ἀπολύτως σαφὲς ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη οὔτε ἀνῆκε, οὔτε ἀνήκει, οὔτε ἔχει ἀπολύτως καμία σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε Δύση.
              Ἡ Ρωμηοσύνη ὅμως δὲν ἔχει ἐπίσης καμία ἀπολύτως σχέση οὔτε καὶ μὲ τὴν Ἀνατολή. Τὸ Ἰσλὰμ παρότι στὴν ἀρχὴ θεωρήθηκε ὡς μία ἀκόμα αἵρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ, οὐσιαστικὰ εἶναι μία ἁπλοϊκὴ ἀλλὰ στυγνὴ νομολογία, μὲ ἰσχνότατη ἕως ἀνύπαρκτη μεταφυσικὴ καὶ μὲ ὁδηγὸ σαρκικὰ καὶ ἡδονιστικὰ ὁράματα. Στηριζόμενο στὴν ἁπλοϊκότητά του, ἐξαπλώθηκε μὲ τὴ βία, αἱματοκυλίζοντας τὸν κόσμο. Ἔκλεψε, λεηλάτησε καὶ ἀφάνισε τοὺς «ἀπίστους». Ὁδήγησε δὲ συνολικά τους ἀνθρώπους του σὲ ἕνα, συνεχιζόμενο ὡς τὶς μέρες μας, βαθύτατο σκοταδισμό.

               Ἡ Ρωμηοσύνη πάλεψε καὶ παλεύει τόσο μὲ τὴν Ἀνατολή, ὅσο καὶ μὲ τὴ Δύση, τῶν ὁποίων διαχρονικὸ αἴτημα παραμένει ὁ ἀφανισμὸς κάθε διαφορετικοῦ πολιτισμοῦ καὶ εἰδικὰ τοῦ Ρωμαίικου πολιτισμοῦ, τὸν ὁποῖον καὶ καπηλεύτηκαν καὶ διαστρέβλωσαν. Τὰ τελευταῖα περίπου 180 χρόνια ἡ κατάσταση ἔγινε πιὸ περίπλοκη καὶ δύσκολη, καθὼς ἐπῆλθε στὴ Ρωμηοσύνη ἕνας ἐσωτερικὸς ἀποπροσανατολισμὸς καὶ μία σύγχυση, ποὺ ὁδήγησαν τὴ Ρωμηοσύνη σὲ πολλαπλὲς ἀκυρώσεις καὶ τὸ γένος μας στὰ πρόθυρα τῆς πλήρους διάλυσης ποὺ βιώνουμε σήμερα. Γι᾽ αὐτὰ ὅμως θὰ μιλήσομε σὲ ἑπόμενο ἄρθρο μας.

ΠΗΓΗ: antibaro.gr