ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΘΕΡΜΑΝΣΗΣ

Σαμαρᾶ Κωνσταντίνου

Χατζηποστόλου Χρυσόστομου

Ἀρχιτεκτόνων – Μηχανικῶν

Ὁ χειμώνας κρύος σὰν τὸν φετεινό. Τὰ χρόνια δύσκολα σὰν τὰ τωρινά. Οἱ ἀνάγκες φανταζόμαστε πολλές, οἱ δυσκολίες μεγάλες. Πῶς ἀντιμετώπιζε ἡ ἑλληνικὴ οἰκογένεια, καὶ ὁ ἄνθρωπος γενικότερα, τὸ κρύο στὸν 20ο αἰώνα καὶ παλαιότερα; Ἂς προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε παρακάτω, τοὺς τρόπους καὶ τὶς μεθόδους ποὺ χρησιμοποίησε στὸ παρελθὸν ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ κρύο στὸ μέρος ὅπου ζοῦσε καὶ τὰ «ἐργαλεῖα» ποὺ χρησιμοποίησε καὶ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει ἀκόμη καὶ σήμερα. Ἡ λέξη θέρμανση ἔχει δύο ἔννοιες. Πρῶτον, τὴν ἄνοδο τῆς θερμοκρασίας σ᾿ ἕνα σῶμα καὶ δεύτερον τὴ χρήση θερμότητας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο γιὰ ν᾿ ἀντιμετωπίσει τὸ κρύο στὸ μέρος ποὺ ζεῖ καὶ ἐργάζεται.

Ὡς πρωταρχικοὺς τρόπους, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ὀνομάσουμε «ἀρχιτεκτονικὰ μυστικὰ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων» τὰ ὁποῖα ἐντυπωσιάζουν ἀκόμη μέχρι καὶ σήμερα, εἶναι τὰ ἑξῆς: Θερμομόνωση: Οἱ τοῖχοι τῶν σπιτιῶν φτειάχνονταν συνήθως ἀπὸ λάσπη καὶ ἀπὸ πέτρες. Μιᾶς καὶ δὲν εἶχε ἀνακαλυφθεῖ ἀκόμα τὸ τσιμέντο (ὁπλισμένο σκυρόδεμα) γιὰ μαζικὴ χρήση, χρησιμοποιοῦσαν γιὰ καλύτερο «δέσιμο» καὶ ἀντο χὴ τῆς λάσπης, ἄχυρο, ἀβγὰ καὶ μαλλιὰ ἀπὸ κατσίκες. Σήμερα μποροῦν καὶ κατασκευάζονται οἱ τοῖχοι μὲ τοῦβλα καὶ μονωτικὸ ὑλικό, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐπένδυση ἀπὸ πέτρα γιὰ μεγαλύτερη ἀποτελεσματικότητα θερμομόνωσης. Ὁ βόρειος τοῖχος γινόταν παχύτερος καὶ μὲ τὰ ἐλάχιστα δυνατὰ ἀνοίγματα. Ἡ εἴσοδος συνήθως βρισκόταν στὴν ἀνατολικὴ καὶ σπανιότερα στὴ νότια πλευρά.

Χρήση φυτῶν γιὰ κλιματισμό: Στὴ βόρεια πλευρὰ τοῦ σπιτιοῦ συνήθως φύτευαν κάποια ἀειθαλῆ δέντρα, ὅπως ἐλιές, ὥστε μὲ τὸ φύλλωμά τους νὰ ἐμποδίζουν τὸ χειμωνιάτικο κρύο, βόρειο ἄνεμο νὰ πέσει ἀπ᾿ εὐθείας πάνω στὸ σπίτι. Στὴ νότια πλευρὰ συνήθως ὑπῆρχαν φυλλοβόλα δένδρα, ποὺ τὸν χειμῶνα χωρὶς φύλλα δὲν ἐμπόδιζαν τὸν ἥλιο ἀπὸ τὸ νὰ ζεστάνει τὸ σπίτι, ἀλλὰ τὸ καλοκαίρι ὅμως, προσφέρανε ὅλη τους τὴ σκιά. Μία ἄλλη ἔξυπνη ἐναλλακτικὴ κίνησή τους ἦταν ἡ χρήση κληματαριᾶς συγκεκριμένου ὕψους καὶ πλάτους. Ἔτσι, πετύχαιναν σχεδὸν τὰ ἴδια ἀποτελέσματα καὶ τρώγανε καὶ τὰ σταφύλια! Μόνο ὅσος ἥλιος χρειάζονταν: Χρησιμοποιοῦσαν πάνω ἀπὸ τὶς νότιες πόρτες καὶ παράθυρα μία προέκταση τῆς σκεπῆς μὲ προσεκτικὰ σχεδιασμένο μέγεθος. Τὸ μέγεθος αὐτῆς τῆς προέκτασης ἦταν ὑπολογισμένο μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ τὸ καλοκαίρι ὁ ἥλιος ἐμποδιζόταν ἀπὸ τὸ νὰ πέσει μέσα στὸ σπίτι, ἀλλὰ τὸ χειμώνα ποὺ ἔχει χαμηλότερη τροχιά, αὐτὴ ἡ προέκταση δὲν τὸν ἐμπόδιζε ἀπ᾿ τὸ νὰ ζεσταίνει καὶ τὸ ἐσωτερικό τοῦ σπιτιοῦ. Θερμοανακλαστικὸ χρῶμα: Φυσικά, ὅπως μποροῦμε νὰ δοῦμε μέχρι καὶ σήμερα στὰ περισσότερα παραδοσιακὰ ἑλληνικὰ σπίτια, τὸ χρῶμα παραμένει λευκό! Αὐτὸ συναντᾶται κυρίως στὰ ἡλιόλουστα νησιὰ καὶ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ἐλαχιστοποιήσει τὴ ζέστη ἀπ᾿ τὸν ἥλιο.

Στὴ συνέχεια θὰ προσεγγίσουμε ἀπὸ μία ἄλλην πλευρὰ τὸ θέμα κάνοντας μίαν ἀναδρομὴ καὶ καταγραφὴ πηγῶν θέρμανσης καὶ καύσιμης ὕλης. Φωτιά εἶναι ἡ ταυτόχρονη ἀνάπτυξη καὶ παραγωγὴ θερμότητας καὶ φλόγας-φωτὸς κατὰ τὴν καύση. Τὶς κρύες μέρες καὶ νύχτες τοῦ χειμῶνα, ὅλη ἡ οἰκογένεια μαζευόταν γύρω ἀπὸ τὸ ἀναμμένο τζάκι. Ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο μέχρι τὸν Ἀπρίλιο τὸ τζάκι ἦταν ἀναμμένο καὶ δὲν ἔσβηνε σχεδὸν ποτέ. Χοντρὰ μεγάλα ξύλα ἀπὸ κορμοὺς δένδρων ἔκαιγαν ὅλη μέρα. Στὴν ἑστία τοῦ τζακιοῦ ὑπῆρχε ὁ τρίποδας ἢ πυροσιὰ ὅπου πάνω σ᾿ αὐτὴν ἔβαζαν τὴν κατσαρόλα τοῦ φαγητοῦ ἢ τὴν τσαγιέρα ἢ τὸ τσουκάλι. Δίπλα ἀπὸ τὸ τζάκι κρεμόταν ἀπὸ ἕνα καρφί, τὸ γκαζοκάντηλο (μικρὴ τενεκεδένια λάμπα χωρὶς λαμπογυάλι), ποὺ περισσότερο κάπνιζε, παρὰ ἔφεγγε. Αὐτὸ ἐχρησιμοποιεῖτο γιὰ νὰ φωτίζεται τὸ σπίτι καὶ νὰ κινοῦνται μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ σπάσει. Τὸ τζάκι ἔκανε τὴν ἐμφάνισή του στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη τὸν 12ο αἰῶνα. Ἐμφανίζονται λοιπὸν τὰ τζάκια ἡμικυκλικοῦ σχήματος, κτισμένα μέσα στὸν τοῖχο ποὺ πλαισιωνόταν ἀπὸ μία λιτὴ διακόσμηση.

Τὸν 13ο αἰώνα οἱ διαστάσεις τῶν τζακιῶν αὐξάνονται, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ζεσταίνουν μεγαλύτερους χώρους. Ἀπὸ τὸν 15ο ἕως τὸν 18ο αἰώνα τὸ τζάκι στὴν Εὐρώπη ἀκολουθεῖ τὴν ἐξέλιξη τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς. Τὸν 19ο αἰώνα στὰ σπίτια τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης κατὰ κανόνα ὑπάρχει καὶ ἕνα τζάκι. Αὐτὴ ἡ τάση ὅμως σταδιακὰ ἐγκαταλείπεται, καθὼς ἀρχίζουν νὰ χρησιμοποιοῦνται, οἱ ξυλόσομπες καὶ ἀργότερα ἡ κεντρικὴ θέρμανση λόγῳ τῆς ἀνάπτυξης τοῦ μεταλλουργικοῦ τομέα. Ἔτσι λοιπὸν μετὰ τὸ 1965 εἰσέβαλαν στὸ ἐμπόριο οἱ σόμπες, γιὰ νὰ πάρουν σύντομα τὴν θέση τῶν τζακιῶν. Σόμπες μὲ ξύλα, μόνο γιὰ θέρμανση ἢ καὶ παρασκευὴ φαγητοῦ, ὅπως οἱ λεγόμενες μασίνες, οἱ ὁποῖες εἶχαν τὴν ἑστία τῆς φωτιᾶς καὶ δίπλα τὸν φοῦρνο γιὰ τὴν παρασκευὴ τοῦ φαγητοῦ. Αὐτὲς τὶς τοποθετοῦσαν κυρίως στὴν κουζίνα-καθιστικὸ καὶ στὸ ὑπόλοιπο σπίτι θὰ ὑπῆρχε καὶ μία ἄλλη σόμπα, μόνο γιὰ τὴ θέρμανση τοῦ χώρου. Ἡ θέρμανση τῶν ἀρχαίων οἰκιῶν γινόταν μὲ τὸ μαγκάλι. Μία συσκευὴ ἀπὸ σίδερο καὶ χαλκὸ ὅπου τοποθετοῦνται ξυλάνθρακες γιὰ θέρμανση μικρῶν χώρων. Στηριζόταν στὴν κατάκτηση τῆς ἀρχῆς γιὰ τὴ δημιουργία ρεύματος ἀέρα. Τὰ φορητὰ μαγκάλια μὲ ξυλοκάρβουνα ἦταν ἡ βασικὴ συσκευὴ θέρμανσης τῆς ἀρχαιότητας.

Τὰ μαγκάλια αὐτὰ τὰ ἀνάβανε ἔξω καὶ μεταφέρονταν στὸ ἐσωτερικό τῆς οἰκίας, ἀφοῦ ἡ φωτιὰ ἄναβε πρῶτα γιὰ τὰ καλά. Τό ταντούρι. Ταντούρι «καλεῖται οὕτω, ἴδια ἐν Ἀνατολῇ, τράπεζα καλυπτομένη μέχρι τοῦ ἀρκούτων, ὑπὸ παχέος σκεπάσματος συνήθως ἐφαπλώματος καὶ ἔχουσα κάτωθεν αὐτῆς μαγγάλιον. Περὶ τὴν τράπεζαν ταύτην κάθηνται συνήθως αἱ γυναῖκες θερμαίνουσαι τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας των». Τὸ μαγκάλι καὶ τὸ ταντούρι τὸ συναντᾶμε στὶς πόλεις, ὅπου ἡ ἔλλειψη τῆς καύσιμης ὕλης καὶ ἡ ἀκρίβεια δὲν ἐπιτρέπουν τὸν λαὸ νὰ καίει τζάκι ἢ σόμπα. Τὸ ποδαρούλι. Ποδαρούλι «Σιδηροῦν κοῖλον διὰ τὸ ζέσταμα τῶν στρωμάτων, γιὰ τὸ ζέσταμα τῶν ποδιῶν, αἴθρονος καὶ σιδερωτήριον τῶν βελούδων». Ἡ φουφού. Φορητὴ μεταλλικὴ ἢ πήλινη κυλινδρικὴ συνήθως κατασκευὴ μὲ τρία ἢ τέσσερα στηρίγματα μέσα στὴν ὁποία βάζουν κάρβουνα.

Ἡ ἐνδοδαπέδια θέρμανση. Στὴν ἐνδοδαπέδια θέρμανση τὸ δάπεδο εἶναι τὸ θερμαντικὸ σῶμα τοῦ χώρου καὶ ἡ θερμότητα ἐκπέμπεται πρὸς τὰ ἄνω, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ δάπεδο πρὸς τὸν χῶρο. Ἕνα σύστημα ἐνδοδαπέδιας θέρμανσης ἀναπτύχθηκε ἐπίσης γιὰ τὴ θέρμανση δημόσιων χώρων στηριζόμενο στὸ φαινόμενο ὅτι ὁ θερμὸς ἀέρας ἀνέρχεται πρὸς τὰ ἄνω. Ἔτσι λοιπὸν ζεσταίνοντας σὲ μία πηγὴ τὸν κρύο ἀέρα τοῦ περιβάλλοντος καὶ διοχετεύοντάς τον μὲ σωλῆνες κάτω ἀπὸ ἕνα ξύλινο ἢ μαρμάρινο δάπεδο, ἀνάλογα διαμορφωμένο, ἐπιτυγχάνουμε τὴν θέρμανση αὐτοῦ τοῦ χώρου. Ἕνα τέτοιο δάπεδο εἶναι τὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα (Σαράι) στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καθὼς καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα κτήρια ἀνὰ τὸν κόσμο. Ἀπὸ τὰ κλασσικὰ χρόνια οἱ Ἕλληνες ἀπολάμβαναν ζεστὸ μπάνιο σὲ δημόσια λουτρά. Οἱ Ρωμαῖοι ὅμως ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἐπινόησαν τὰ ὑπόκαυ­στα, ἕνα προηγμένο καὶ ἔξυπνο σύστημα θέρμανσης τῶν λουτρῶν.

Τὰ ὑπόκαυστα ἦταν χαμηλοί, ὑπόγειοι χῶροι κάτω ἀπὸ τὰ δάπεδα τῶν λουτρῶν, ὅπου κυκλοφοροῦσαν τὰ καυτὰ ἀέρια ποὺ παράγονταν ἀπὸ μία φωτιὰ ποὺ ἔκαιγε στὴν ἑστία. Σύμφωνα μὲ τὸν Βετρούβιο τὰ ὑπόκαυστα δημιουργοῦνταν μὲ τὴν ὑπερύψωση τῶν δαπέδων κατὰ τὴν ἕδρασή τους πάνω σὲ στυλίσκους, τῶν ὁποίων τὸ ἰδανικὸ ὕψος ἦταν 0,60 μ. Τὸ σύστημα θέρμανσης τῶν δωματίων συμπλήρωσαν στὸ 2ο μισό τοῦ 1ου π.Χ. αἰώνα οἱ θερμαινόμε­νοι θόλοι, ὅπου τὰ θερμὰ ἀέρια κυκλοφοροῦσαν μέσα σὲ πήλινους σωλῆνες κυκλικῆς ἢ τετράγωνης διατομῆς, ποὺ ἐφάπτονταν στοὺς τοίχους, ἢ μέσα ἀπὸ κενὰ ποὺ δημιουργοῦνταν μὲ πήλινα πλακίδια στερεωμένα σὲ ἀνάλογη ἀπόσταση ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς τοίχους.

Ἡ κατασκευὴ καλυπτόταν συνήθως ἀπὸ ὀρθομαρμάρωση, ἐνῷ μὲ μάρμαρο ἦταν στρωμένα καὶ τὰ δάπεδα. Μήπως ἐν τέλει δὲν εἶναι ἡ ζέστη πού λείπει ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἑλληνικὴ κοινωνία; Μήπως μᾶς λείπει ἡ ζεστασιὰ τῆς ψυχῆς μας; Καὶ πῶς θὰ ἔλθει αὐτή; Θὰ ἔλθει μὲ ἁπλότητα στὶς ἀνάγκες μας, στὴ σκέψη μας. Μὲ τὴν ἐπαναδημιουργία τῆς οἰκογένειας. Σόμπα θὰ πρέπει νὰ γίνουμε ὅλοι μας γονεῖς, ἱερεῖς, διδάσκαλοι… Ὅταν ἡ ψυχή μας βγάλει ἀγάπη, τότε θὰ ζεσταθεῖ ὅλη ἡ Ἑλλάδα μας καὶ θὰ ξαναβρεῖ τὸν δρόμο της, μὲ ἕναν διαφορετικὸ μυστηριακὸ τρόπο.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα