Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ

EIKONA

 

Ἀνέστη Κεσελόπουλου

                                                  Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

 

            ῾Η κρίση στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ φυσικὸ περιβάλλον φαίνεται νὰ ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα τὸν σύγχρονο κόσμο καὶ νὰ προκαλεῖ ἐκδηλώσεις ποὺ ἐκφράζουν ἀνησυχία. Εἶναι ὅμως ἐξαιρετικὰ περίεργο τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνῷ βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ φαινόμενα ποὺ μαρτυροῦν βιασμὸ τῆς φύσεως ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, δὲν ὑπάρχει τὶς περισσότερες φορὲς ἡ παραμικρὴ ὑποψία ὅτι ἡ κρίση δὲν εἶναι μόνο ἐπιστημονικὴ ἢ τεχνολογική, ἀλλὰ πρωτίστως καὶ προπάντων εἶναι κρίση πνευματική. Γι’  αὐτὸ καὶ οἱ λύσεις, ποὺ κατὰ καιροὺς προτείνονται, γιὰ νὰ ἀποτελέσουν ἀνάσχεση καὶ νὰ ὁδηγήσουν σὲ ὑπέρβαση τῆς κρίσεως, κινοῦνται συνήθως ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση κάποιας «ἀρτιότερης τεχνολογίας» μέχρι μίαν ρομαντικοῦ χαρακτήρα «ἐπιστροφὴ στὴ φύση».  Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ δὲν εἶναι ἄνευ σημασίας τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ὀρθόδοξη θεολογία τονίζεται μὲ ἔμφαση ἡ πνευματικὴ διάσταση τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως καὶ προβάλλεται ἀνάλογη θεώρηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς γιὰ τὴν ὑπέρβασή της.

 Πρέπει ἐξαρχῆς νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐννοήσουμε σωστὰ τὴ σύγχρονη οἰκολογικὴ κρίση καὶ νὰ μιλήσουμε οὐσιαστικὰ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση ἢ τὴν ὑπέρβασή της, ἂν δὲν λάβουμε ὑπόψη τὶς ἀπαρχές της, ποὺ ἐπισημαίνονται στὸν χῶρο τῆς βιβλικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς πατερικῆς θεολογίας. Γι’  αὐτὸν τὸν λόγο στὶς λίγες αὐτὲς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν  ὑπογραμμίζουμε τὴν πρωταρχικὴ κρίση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ πολλαπλὴ διάστασή της, γιὰ νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐξετάσουμε στὴ συνέχεια μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς διδασκαλίας τῆς  Ὀρθόδοξης  Ἐκκλησίας τὴν περαιτέρω ἐξέλιξή της ὣς τὴν οἰκολογικὴ κρίση ποὺ ζοῦμε στὶς ἡμέρες μας.

 Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, ἦταν ἐντολὴ τῆς σχέσεώς του μὲ τὸ φυσικὸ περιβάλλον:  «Ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῆ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ»[1]. Μὲ τὴν πτώση καὶ τὴν παρακοὴ τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν διαφοροποιεῖ ἁπλῶς τὴ στάση τοῦ ἀπέναντι στὴν ὑπόλοιπη δημιουργία, ἀλλὰ κυρίως ἐναντιώνεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γὶ  αὐτὸ καὶ στὴ βάση τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως βρίσκεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνει θεὸς χωρὶς τὸν Θεό. Θέλει νὰ «τελειωθεῖ» καὶ νὰ τελειοποιήσει τὴ ζωὴ τοῦ κάνοντας τὰ πάντα καὶ χρησιμοποιώντας τὰ πάντα. Κινεῖται ἀγνοώντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀρνούμενος νὰ ἐπωμισθεῖ τὴν προσωπικὴ εὐθύνη γιὰ τὶς πράξεις του.  Ὁ χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ βρίσκεται στὴ βάση τῆς ἀπομακρύσεώς του ἀπὸ τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸ φυσικὸ περιβάλλον ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Γι’  αὐτὸ σὲ τελευταία ἀνάλυση τὸ ἁμάρτημα αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν  πρωταρχικὴ αἰτία καὶ τὸν κεντρικὸ ἄξονα τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως.

  Ἡ εὐθύνη καὶ ἡ ὑπαιτιότητα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν πτωτικὴ αὐτὴ κατάσταση, ποὺ συμπεριέλαβε ὁλόκληρη τὴν κτίση καὶ σήμερα παρουσιάζεται ὡς οἰκολογικὴ κρίση, τονίζεται ἐντονότερα στὴν Καινὴ Διαθήκη.  Ὁ  Ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει ἰδιαίτερα ὅτι ἡ κτίση ὑποτάχθηκε ἄθελα στὴ ματαιότητα καὶ τὴ δουλεία: “Τῇ γάρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα”[2]. Στὸ χωρίο αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ ὄχι μόνο ὅτι ἡ κτίση καὶ ὁ ἄνθρωπος βρίσκονται σὲ ἀλληλεπίδραση καὶ ἀλληλεξάρτηση κατὰ τὴν πορεία τους στὸν χρόνο καὶ τὴν ἱστορία, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ συνήθως ἀποκαλούμενη «ἄψυχη» καὶ θεωρούμενη «ἄβουλη»  φύση ὑποτάχθηκε στὴν κατάσταση αὐτὴ χωρὶς τὴ δική της θέληση.

  Ἔχοντας αὐτὸ τὸ βιβλικὸ ὑπόβαθρο καὶ οἱ Πατέρες τῆς  Ἐκκλησίας ἐπισημαίνουν ὅτι ἡ ὑπόδουλη κατάσταση τῆς κτίσεως δὲν ἀποτελεῖ φυσική της ἐξέλιξη. Στὰ κείμενά τους ἡ κτίση παρουσιάζεται ὡς θύμα, ἀφοῦ ἐξαιτίας τοῦ ἀνθρώπου χάνει τὴν κοσμικὴ θέση καὶ τὸν ἀρχικό της κανόνα, ἔστω καὶ ἂν ἀπὸ κάποιους αὐτὸ θεωρεῖται ὡς φυσική της κατάσταση. Γι’  αὐτὸ ἄλλωστε ἡ κτίση ἀρνεῖται νὰ ὑποταγεῖ στὸν παραβάτη ἄνθρωπο. Περιγράφοντας ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος τὴν μετὰ τὴν πτώση σχέση καὶ στάση τῆς κτίσεως πρὸς τὸν ἄνθρωπο, λέει:  «Ὅλη ἡ κτίση ποὺ πλάσθηκε ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν εἶδε τὸν  Ἀδὰμ νὰ ἀποστασιοποιεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν παράδεισο, δὲν ἤθελε πιὰ νὰ ὑποταγεῖ στὸν παραβάτη· ὁ ἥλιος δὲν ἤθελε νὰ λάμψει, ἡ σελήνη δὲν ἀνεχόταν νὰ φέγγει, τὰ ἄστρα προτιμοῦσαν νὰ μὴ φανοῦν στὰ μάτια  του, οἱ πηγὲς δὲν εἶχαν σκοπὸ νὰ ἀναβλύζουν νερό. Τὰ ποτάμια δὲν ἤθελαν νὰ κυλοῦν, ἐνῷ ὁ ἀέρας μελετοῦσε νὰ συσταλεῖ καὶ νὰ μὴ δώσει ἀναπνοὴ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐπαναστάτησε κατὰ τοῦ Θεοῦ· τὰ θηρία καὶ ὅλα τὰ ζῶα τῆς γῆς, ὅταν τὸν εἶδαν γυμνὸ ἀπὸ τὴν προηγούμενη δόξα του, τὸν περιφρόνησαν καὶ σκληρύνθηκαν ὅλα ἀμέσως ἐναντίον του.  Ὁ οὐρανὸς μὲ τὸ δίκιο τοῦ ἔκανε νὰ κινηθεῖ γιὰ νὰ πέσει πάνω του καὶ ἡ γῆ δὲν δεχόταν νὰ τὸν κουβαλάει πάνω  στοὺς ὤμους της»[3].

            Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἐξαρχῆς ἡ σωστὴ χρήση τῆς κτίσεως συνδέθηκε μὲ τὴ νηστεία. Στὴν  ὀρθόδοξη παράδοση ἡ νηστεία χαρακτη­ρί­σθη­κε ὡς «ἐν­το­λή ζωῆς, συνηλικιῶτις οὖσα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»[4]. Καί ἡ κεντρική θέση ποὺ κατέχει ἡ νηστεία στὴν παράδοση τῆς  Ὀρθόδοξης  Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τυχαία οὔτε ἄσχετη μὲ τὸ θέμα ποὺ ἐξετάζουμε.  Ἡ νηστεία δὲν εἶναι κάποια τυπικὴ ἢ συμβατικὴ πράξη, ἀλλὰ ἑκούσια στέρηση ἀπὸ τροφή, ποὺ ἐνεργοποιεῖ τὴ συνείδηση τῆς ἐκ τῶν ἔξω ἐξαρτήσεως τοῦ ἀνθρώπου.  Ἡ συνείδηση αὐτὴ ἔχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Μὲ τὴ νηστεία ποὺ ἀσκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀποδεχόμενος τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἐκφράζει τὴν ὑπακοή του καὶ δηλώνει τὴ συγκατάθεσή του νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ ἀναγνωρίζοντας τὴν κτιστότητά του. Ἀντίθετα ἡ ἄκριτη χρήση ποὺ συνδέεται μὲ τὴν παρακοὴ ἀποτελεῖ τὴν ἔμπρακτη ἀμφισβήτηση τοῦ δεδομένου τῆς κτιστότητας. Εἶναι αὐτὴ πού, ὄχι μόνο ὁδήγησε τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπομάκρυνση καὶ ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καταδίκασε καὶ ὁλόκληρη τὴν κτίση, ποὺ  «συστενάζει και συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν»[5].

            ᾿Εδώ ὡστόσο εἶναι ἀνάγκη νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι ἡ ἀληθινὴ νηστεία δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται ὡς περιφρόνηση ἡ ἀδιαφορία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ὑλικὴ δημιουργία. Μία τέτοια στάση θὰ σήμαινε σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ συσχηματισμὸ μὲ τὸν κόσμο, ποὺ δυστυχῶς ὄχι λίγες φορὲς χαρακτηρίζει κάποιες χριστιανικὲς κοινωνίες.  Ὁ κόσμος σήμερα, παρὰ τὶς ἄφθονες διακηρύξεις γιὰ τὸν ὑλισμό του, εἶναι στὸ βάθος του τόσο ἰδεαλιστικός, ὥστε στὴν οὐσία νὰ μισεῖ καὶ νὰ περιφρονεῖ τὸν κόσμο καὶ τὴν ὕλη. Μία ἀδικαιολόγητη ὑπερηφάνεια τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὴν ὑπόλοιπη δημιουργία καὶ ἕνα σύμπλεγμα ἀνωτερότητας τοῦ ὑπαγορεύουν νὰ βλέπει ὅ,τι ὑπάρχει γύρω ἀπὸ αὐτὸν ὡς μέσο καὶ ἁπλὸ χρηστικὸ ἐργαλεῖο, ποὺ τὸν βοηθᾶ νὰ κατακτήσει τοὺς σκοπούς του.

 Αὐτὸς ὁ βαθὺς ἰδεαλισμὸς ἰδιαίτερα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ποὺ τὸν ἔχει ἀποκόψει ἀπὸ τὶς σωματικές του ρίζες, τὸν ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν αὐθαιρεσία ἐναντίον ἐκείνων τῶν πραγμάτων, ποὺ ὑποδηλώνουν τὴν ὑλικότητά του. Βρίσκεται ὄντως σὲ ἕνα τραγικὸ φαῦλο κύκλο, στὸν ὁποῖο προσπαθώντας ἐναγώνια νὰ τονίσει καὶ νὰ προαγάγει τὸν ὑλικό του χαρακτήρα, καταστρέφει τὴν ἴδια του τὴν ὑλικότητα, ἀφοῦ κατατρώει τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα ἢ καλύτερα τὴν πρέκταση τοῦ σώματός του, ποὺ εἶναι ἡ κτίση.  Ἔτσι ὅμως αὐτοκαταναλώνεται καὶ αὐτοκαταστρέφεται. Καὶ μόνο ὅταν καμμιὰ φορὰ ἀφυπνίζεται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ γεγονότα καὶ συνειδητοποιεῖ ὅτι μὲ τὴν καθημερινή του ζωὴ φθείρει τὰ θεμέλια τῆς ὑπάρξεώς του καὶ κόβει ὁ ἴδιος κλωνάρι ποὺ πατάει, ἀφήνει νὰ ἀκουστοῦν οἱ κραυγὲς τῆς ἀγωνίας τοῦ (καταστροφὴ τοῦ περιβάλλοντος, ὑπερεκμετάλλευση τῶν φυσικῶν πόρων, μόλυνση τῶν ποταμῶν καὶ τῶν θαλασσῶν, ρύπανση τῆς ἀτμόσφαιρας κ.λπ.).

  Ὅμως τὸ τραγικὸ στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ὅτι δὲν θίγονται καθόλου οἱ πνευματικὲς βάσεις καὶ δὲν ἀμφισβητοῦνται τὰ «θεολογικὰ» κριτήρια τοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ ἔθρεψε καὶ ἐπέβαλε αὐτὴν τὴ στάση ζωῆς ἀπέναντι στὸν κόσμο.  Ἡ οἰκολογικὴ κρίση ἀποτελεῖ ὡς φαινόμενο περίτρανη ἀπόδειξη τῆς ἀλλοτριώσεως τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄκτιστο Θεὸ καὶ ἀποτέλεσμα τῆς ἀποκοπῆς τῶν ὄντων καὶ τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν ὄντως  Ὄντα καὶ τὴν ὄντως Ζωή. ᾿Εδῶ βρίσκεται ἄλλωστε ἡ αἰτία κάθε ἀνθρώπινου προβλήματος, ἡ πηγή κάθε κρίσεως καὶ κάθε κακοῦ. ῾Ο Μ. Βασίλειος σημειώνει: «Τοῦτό ἐστι τό κακόν, ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις»[6]. Αὐτὴ φέρνει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸν κόσμο καὶ πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἑπόμενο, γιατί ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως καὶ ὁ κόσμος.

  Ἡ σωστὴ στάση ἀπέναντι στὸν κόσμο ἢ ἡ παράχρησή του δὲν εἶναι γιὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση λεπτομέρεια, ἀλλὰ ἡ λυδία λίθος, ποὺ ἀνακρίνει καὶ ἐξετάζει ὁλόκληρο τὸ ἦθος τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Πατέρες τῆς  Ἐκκλησίας ἐπιμένουν νὰ ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται ὡς ἐνάρετος ἢ φαῦλος ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη σχέση καὶ χρήση «εὔλογη ἡ παράλογη» τῶν πραγμάτων τῆς δημιουργίας ποὺ φανερώνει στὴ ζωή του. «Ἐκ γὰρ τοῦ εὐλόγως ἡ παραλόγως τοῖς πράγμασι χρήσασθαι ἐνάρετοι ἡ φαῦλοι γινόμεθα»[7]. Τὰ συναξάρια καὶ οἱ βίοι τῶν ἁγίων της Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα ἐκεῖνα ποὺ συνιστοῦν τὴ νηπτικὴ καὶ μοναστικὴ παράδοση, εἶναι γεμάτα ἀπὸ παροτρύνσεις αὐτῶν τῶν ἁγίων γιὰ ἀγάπη καὶ προστασία τῆς κτίσεως, ἀλλὰ καὶ ἀποκαλύπτουν τὴ δική τους ἀσκητικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ σχέση μὲ τὰ πράγματα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ διηγήσεις τῶν Γερόντων στὰ διάφορα Γεροντικά, στὸ Λειμωνάριο, στὸ Λαυσαϊκὸ κ.ἄ.  μαρτυροῦν τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ἡ στάση αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ ρομαντικὴ ἰδιορυρυθμία μήτε διάθεση φυσιολατρίας, ὅπως ἄλλωστε καὶ οἱ συμβουλὲς καὶ παροτρύνσεις τους γιὰ τὴν προστασία τῆς κτίσεως δὲν ἀποτελοῦν ποιμαντικὴ πολυτέλεια.

Δειγματοληπτικὰ ἐδῶ θὰ περιορισθοῦμε σὲ παραδείγματα τῆς πρόσφατης συναξαριακῆς παράδοσης ποὺ ἀναφέρονται σὲ ἁγίους Γέροντες τοῦ προηγουμένου αἰώνα, κάποιους ἀπὸ τοὺς ὁποίους γνωρίσαμε καὶ προσωπικά. Ὁ ὅσιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ Γέροντας Σωφρόνιος, διακρινόταν ἀπὸ μία ἀσυνήθιστη γιὰ τέτοιου εἴδους ἀνδρείους ἀνθρώπους εὐσπλαχνία γιὰ κάθε κτίσμα τοῦ Θεοῦ καὶ δίδασκε ὅτι οὔτε τὰ φύλλα τοῦ δέντρου δὲν πρέπει νὰ κόβουμε  χωρίς να ὑπάρχει ἀνάγκη[8]. Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου περιδιαβαίνοντας τὸ νησὶ τὰ καλοκαίρια κατὰ τοὺς μῆνες τῆς ξηρασίας πότιζε ὁ ἴδιος τὰ δέντρα ποὺ εἶχαν φυτευτεῖ καθ’ ὑπόδειξη ἐκείνου ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ πήγαιναν νὰ ἐξομολογηθοῦν[9]. Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος Τσαλίκης ἔδειχνε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἐλαιώνα τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Δαυίδ, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ δίνει ἐλεημοσύνη καὶ «εὐλογίες» σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ἀνάγκη, ἐνῷ μὲ τὴν ἴδια εὐαισθησία ἀλλὰ καὶ δοξολογικὴ διάθεση στέκεται καὶ ὁ Γέροντας Πορφύριος μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο της δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Φρόντισε νὰ φτιάξει δεξαμενὴ ἀνάμεσα στὰ πεῦκα καὶ νὰ βάλει ἕνα ντεπόζιτο μὲ δύο κυβικὰ νερὸ γιὰ νὰ πίνουν τὰ ἀηδόνια. Πίστευε ὅτι οἱ ὀμορφιὲς τῆς φύσεως εἶναι οἱ μικρὲς ἀγάπες ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὴ μεγάλη Ἀγάπη, τὸν Χριστό[1]. Τέλος ὁ Γέροντας Παΐσιος διαμαρτυρόταν ὅταν ἔβλεπε ἢ ἄκουγε νὰ κόβουν στὸ Ἅγιον Ὄρος δέντρα γύρω ἀπὸ πηγές. Ἔλεγε ὅτι ὅπου δὲν ὑπάρχουν δέντρα δὲν γίνονται καὶ βροχές, ἐνῷ τὰ μέρη αὐτὰ ἀρχίζουν νὰ μοιάζουν μὲ τὴν ἔρημο, ὅπου δὲν βρέχει ποτέ.

  Συμπερασματικὰ θὰ θέλαμε νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἂν δὲν ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸ ταχύτερο σὲ σωστὴ σχέση μὲ τὸν κόσμο καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ποὺ οἰκοδομεῖται στὴ σωστὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει οὐσιαστικὴ ἀλλαγὴ στὴν οἰκολογία.  Ἡ παράδοση τῆς  Ὀρθόδοξης  Ἐκκλησίας ὄχι μόνο μὲ κείμενα, ἀλλὰ προπάντων μὲ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴ βίωση τοῦ εὐχαριστιακοῦ καὶ ἀντικαταναλωτικοῦ ἤθους μπορεῖ νὰ προσφέρει στὸν σημερινὸ ἄνθρωπο χειραγωγία γιὰ διέξοδο ἀπὸ τὴν κρίση.

 

 

ΕΙΚΟΝΑ. ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΚΕΛΛΙΝΟΥ, ΡΩΜΗ, 3ος ΑΙ.

 ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ. ΒΑΤΟΠΑΙΔΙ. 1997.

 

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ι΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2012

 



[1] . Γεν. 2, 16-17.

[2] . Ρωμ. 8,20.

[3] . Βλ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Λόγοι Ἠθικοί Α′, κεφ. 2, SC122, σ. 190.

[4] . Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 13, PG 151, 157C.

[5] . Ρωμ. 8,22.

[6] . Ὅτι οὐκ ἔστι αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός 8, PG31,148A.

[7] . Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί Ἀγάπης 1, PG90, 981B

[8] . Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ἐκδ. Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 19956, σ. 117.

[9] . Βλ. Ἀρχιμ. Ἰγνατίου Τριάντη (νῦν Μητροπ. Βερατίου), Ὁ Γέροντας τῆς Πάτμου Ἀμφιλόχιος Μακρῆς, ἐκδ. Ἱ.Μ. Εὐαγγελισμοῦ, Πάτμος 1993, σ. 138 κ.ἑ.