Γεωργίου Βιλλιώτη
Φιλολόγου-Θεολόγου
Ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τέμνει στὰ δύο τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Τὸ Εὐαγγέλιο ἀσκεῖ σωτηριώδη ἀνακαινιστικὴ ἐπίδραση γιὰ τὴ ζωή, τὴ σκέψη καὶ ἐν γένει γιὰ τὸ πολιτισμικὸ οἰκοδόμημα τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ ἐπέπρωτο νὰ διατυπωθεῖ στὴν Ἑλληνική. Ἡ Ἑλληνιστικὴ Κοινή, ἡ γλώσσα τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ διαμορφώθηκε τὴν ἐποχὴ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐξακτινώθηκε σὲ ὅλον τὸν τότε γνωστὸ κόσμο, τὸν ἑλληνικὸ καινούριο κόσμο, τὸν μέγα· «Καὶ τὴν Κοινὴν Ἑλληνικὴ Λαλιὰ/ ὥς μέσα στὴν Βακτριανὴ τὴν πήγαμεν, ὣς τοὺς Ἰνδούς[1]» σεμνύνεται στεντορείᾳ τῇ φωνῇ ὁ Ἀλεξανδρινός. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη[2] μεταφράστηκε στὰ Ἑλληνικὰ ἀπὸ δίγλωσσους Ἑβραίους στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ προοριζόταν ἀρχικὰ γιὰ τοὺς ἐξελληνισμένους Ἰουδαίους τῆς Αἰγύπτου ποὺ δὲν ἤξεραν πιὰ τὰ ἑβραϊκά· διαδόθηκε ὅμως γρήγορα σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς Ἑβραίους τῆς δυτικῆς διασπορᾶς ποὺ εἶχαν ὡς πρώτη γλώσσα τὰ ἑλληνικά[3]. Τὸ δὲ σοφιολογικὸ βιβλίο τῆς Σοφίας Σολομῶντος ἔχει γραφεῖ πρωτοτύπως στὴν ἑλληνική! Ὁ Φίλων ὁ Ἀλεξανδρεὺς καὶ ὁ Φλάβιος Ἰώσηπος, Ἑβραῖοι συγγραφεῖς ἀμφότεροι, γράφουν τὰ ἔργα τους ἑλληνιστί. Στὴ Ρώμη οἱ μορφωμένες τάξεις μιλοῦσαν κυρίως ἑλληνικὰ ἐνῷ ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν πιὸ συντηρητικὴ θρησκευτικὴ ὁμάδα τῶν Φαρισαίων, χειρίζεται τὴν ἑλληνικὴ μὲ τέτοια ἄνεση καὶ χάρη, ποὺ θὰ ζήλευαν πολλοὶ Ἕλληνες τοῦ κλεινοῦ ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν. Ἀπὸ τὰ παραπάνω συνάγεται αὐτοδήλως ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ κυριάρχησε urbi et orbi[4], στὸ ρωμαϊκὸ imperium, ὡς lingua franca καὶ Kultursprache.
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ὁ Χριστὸς δίδαξε μόνο προφορικά, στὴν Παλαιστίνη, ποὺ παράλληλα μὲ τὴν ἀραμαϊκὴ ὁμιλεῖτο καὶ ἡ ἑλληνική, σὲ πολλὲς δὲ περιοχὲς (Γαλιλαία, Τιβεριάδα) ἡ τελευταία ἦταν ἐπικρατέστερη. Θεωρεῖται σχεδὸν βέβαιο ὅτι ὁ Χριστὸς μίλησε καὶ ἑλληνικά. Οἱ διάλογοι ποὺ διημήφθησαν μὲ τὸν Πιλᾶτο, τὸν ἑκατόνταρχο καὶ τοὺς Ἕλληνες (Ἰω.ιβ΄10) καθιστοῦν εὔλογη τὴν παραπάνω ἄποψη[5].
Ἀπὸ φόβο γιὰ τὴν ἀλλοίωση τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ νὰ καταστοῦν οἱ Κυριακοὶ λόγοι «κτῆμα ἐς ἀεὶ» γράφτηκαν τὰ 27 βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅλα στὴν Ἑλληνική, ἀκόμα καὶ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ποὺ παλαιότερα πιστευόταν ὅτι ἀποτελεῖ μετάφραση ἀπὸ τὸ ἀραμαϊκὸ πρωτότυπο. Ἂν ἐπιβεβαιωθοῦν οἱ ἰσχυρισμοὶ τοῦ Γερμανοῦ παπυρολόγου Κάρστεν Πῆτερ Θίντε ποὺ ἀφοροῦν τὸν πάπυρο Magdalen GR 17, τὸ κατὰ Ματθαῖον θὰ εἶναι τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης[6].
Τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀποτελοῦν σταθμὸ στὴν ἱστορία τῆς γλώσσας μας. Ἡ Κ.Δ. εἶναι τὸ vade mecum τῶν Χριστιανῶν, βιβλίο ἀναφορᾶς, ποὺ ἐπηρέασε in toto (ἐξ ὁλοκλήρου) τὴ γραμματειακὴ παραγωγὴ τοῦ βυζαντικοῦ κόσμου καὶ ἐπηρεάζει in perpetuum (εἰς τὸ διηνεκὲς) τὴν ἑλληνικὴ γραμματεία. Ὁ Γερμανὸς κλασικὸς φιλόλογος Walther Kranz ἀναφέρει μὲ θαυμασμὸ τὴ «συγκλονιστικὰ ἁπλὴ καὶ σοβαρὴ» διήγηση τῆς ἄρνησης τοῦ Πέτρου. Πράγματι, ποτὲ δὲν ὑπῆρξε στὸν ἀνθρώπινο λόγο , πρὶν ἢ ἔπειτα ἀπὸ τὰ Εὐάγγέλια, κάτι ἰσάξιο σὲ βάθος καὶ σὲ ἐκφραστικὴ δύναμη μὲ τὶς εὐαγγελικὲς ἀφηγήσεις τοῦ μυστικοῦ δείπνου, τῆς σύλληψης καὶ δίκης τοῦ Ἰησοῦ, τῆς ἄρνησης τοῦ Πέτρου, τῆς προδοσίας, μεταμέλειας καὶ αὐτοκτονίας τοῦ Ἰούδα, τῆς σταύρωσης καὶ ἀνάστασης τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς ἀπιστίας τοῦ Θωμᾶ[7].
Στὰ κείμενα τῆς ΚΔ ἐγκαινιάζεται ἕνα καινούριο ὕφος, μιὰ καινὴ γλώσσα γιὰ νὰ ἐκφράσει τὰ ἄρρητα ρήματα. Δὲν ὑπάρχει ἴχνος ἐντυπωσιασμοῦ· τίποτα τὸ περιττό. Ἀκόμα καὶ οἱ περιγραφὲς ποὺ ἀφοροῦν τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα τῆς σύλληψης, τῆς φραγγέλωσης καὶ τῆς Σταύρωσης περιορίζονται σὲ λίγα μόνο ρήματα, χωρὶς ἐπίθετα καὶ φορτικὰ σχήματα λόγου! Ἡ γλώσσα ἁπλῶς ὑπηρετεῖ τὴν ἀλήθεια.
Ἡ συναρπαστικὰ ἁπλὴ αὐτὴ «γλώσσα τῶν ψαράδων[8]» ἔμελλε νὰ ἐπηρεάσει τὴν ἑλληνικὴ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς γλώσσας. Ἑστιάζω στὸ λεξιλόγιο. Ἐν προκειμένῳ προσιδιάζουν οἱ ὅροι ἀναδόμηση καὶ μεταμόρφωση. Οἱ συγγραφεῖς ἔχοντας συνείδηση, ἀφενὸς ὅτι πρέπει νὰ χρησιμοποιήσουν κτιστὲς λέξεις γιὰ νὰ δηλώσουν τὴν ἄκτιστη πραγματικότητα, καὶ ἀφετέρου ὅτι ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος τῆς παρανόησης, δημιουργοῦν γλώσσα καινή· ἀνα-σημασιολογοῦν, μετα-σημασιολογοῦν τὶς λέξεις, δημιουργοῦν νέους ὅρους, ἀξιοποιοῦν τοὺς ὑπάρχοντες, παραλαμβάνουν φράσεις ἀπὸ τὴν τρέχουσα χρήση χωρὶς νὰ ὑποδουλώνονται στὸ πρόσλημμα, ἐξουσιάζουν τὶς λέξεις[9]. Ἡ ἀγάπη ἀπὸ ἐκδήλωση ἀγαθῶν αἰσθημάτων μεταμορφώνεται σὲ «ὁρισμὸ» τοῦ Θεοῦ («ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» Α΄ Ἰωανν.δ΄,16). Ἡ ἐκκλησία δὲν εἶναι πιὰ τοῦ δήμου, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ πολίτευμά (Φιλιππ.γ΄20) της δὲν διέπεται ἀπὸ μεταβλητοὺς νόμους, ἀλλὰ ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, διότι ἡ πόλις (Ἑβρ.ιγ΄14) τους δὲν εἶναι ἡ μένουσα, ἀλλὰ ἡ μέλλουσα[10]. Οἱ ἐπίσκοποι δὲν εἶναι οἱ τοπικοὶ ἄρχοντες ποὺ κατακυριεύουσιν τῶν ἐθνῶν (Ματθ.κ΄,25), ἀλλὰ πάντων διάκονοι (Μαρκ.θ΄,35). Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐπειδὴ ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο (α΄,Ἰωάνν. 1,14). Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι ἀφηρημένη ἰδέα, ἀλλὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάνν.14,6) ποὺ εἶναι ἡ ζωή. Ὅποιος ἐμμένει στὴν ἁμαρτία ποὺ εἶναι συνώνυμο τοῦ θανάτου (Ρωμ.6,23), Ζῆ στὸν κόσμο (Ἰωάνν,α΄10), τὴ μὴ ἀναγεννημένη ἀνθρωπότητα.
Ἀπὸ τὶς 4900 λέξεις τῆς Καινῆς Διαθήκης, οἱ 2280 χρησιμοποιοῦνται καὶ σήμερα, ἐνῷ οἱ 2200 εἶναι γενικὰ κατανοητὲς – μόνο περίπου 400 λέξεις τῆς ἀρχαίας κοινῆς ἑλληνικῆς εἶναι σήμερα ἐντελῶς ἄγνωστες[11]. Περίπου 500 ρήσεις ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐπιβιώνουν[12] αὐτούσιες ἢ ἐλαφρῶς παραλαγμένες στὴν Νεοελληνική. Πολλὲς δὲ λέξεις μὲ βαρὺ βιωματικὸ φορτίο εἶναι βιβλικές. Δικαιώνεται ἀπολύτως ἡ εὐθύβολη παρατήρηση τοῦ Ἀδαμάντιου Κοραῆ ὅτι ἡ Βίβλος «ἔβαψε τρόπον τινὰ τὴν κοινῶς λαλουμένην γλῶσσαν»[13].
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Ἐπειδὴ ἡ θεολογία τῆς ἐνανθρωπήσεως εἶναι σταυρὸς γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογική, λύκοι βαρεῖς ξεπήδησαν μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπέδραμαν, ἄλλοτε ἐναντίον τῆς θείας φύσεως τοῦ Κυρίου (Ἀρειανισμός, Νεστοριανισμός), καὶ ἄλλοτε τῆς ἀνθρώπινης (Μονοφυσιτισμός). Δεινοὶ χειριστὲς τοῦ ἕλληνος λόγου καὶ ἐπαΐοντες τῆς πλατωνικῆς καὶ ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας ἔθεσαν τὸ εὐαγγέλιο στὴν προκρούστεια κλίνη τῶν αἱρετικῶν τους φιλοσοφημάτων. Ἡ Ἐκκλησία κλήθηκε νὰ περιφρουρήσει τὴν ἀλήθεια ποὺ παρέλαβε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἐπωμίστηκαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ξεχωριστὴ θέση στὸ πάνθεον τῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας κατέχει ἡ θεμελιακὴ τετράδα τῶν Πατέρων: ὁ Μέγας Βασίλειος, οἱ δύο Γρηγόριοι, ὁ Θεολόγος καὶ ὁ Νύσσης καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος[14] . Λαμπροὶ ρήτορες, κομψοὶ ἐπιστολογράφοι, θεόπνευστοι ποιητές, κατὰ κυριολεξίαν θεολόγοι, ἐγκρατεῖς γνῶστες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας[15], τρόφιμοι τῶν μεγάλων σχολῶν τῆς ἐποχῆς τους κατέχουν ἐξέχουσα θέση στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ὁ μνημειώδης λόγος τους καθόρισε ἕνα πρότυπο ποὺ υἱοθετήθηκε ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς συγγραφεῖς γιὰ τὰ ἑπόμενα χίλια χρόνια.
Οἱ Πατέρες ἔχουν ἀπόλυτη συνείδηση ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν ἐξαντλεῖται στὴ διατύπωσή της· ἀνάμεσα στὴ γλώσσα καὶ τὴν ἀλήθεια ὑπάρχει σαφὴς ἀπόσταση «ἡ γὰρ ἀληθὴς τοῦ Θεοῦ δύναμις[…] οὐκ ἐν συλλαβαῖς τὸ εἶναι ἔχει[16]». Ἦταν λοιπὸν ἑπόμενο νὰ μὴν ἐγκλωβιστοῦν σὲ ὅρους, ἡ γλώσσα τους νὰ μὴν ὑποδουλωθεῖ στὸ πρόσλημμα.
Οἱ Πατέρες ἔχουν ἀνοιχτὴ γλωσσικὴ ἀντίληψη· προσαρμόζουν τὴ γλώσσα τους ἀνάλογα μὲ τὸ ἀκροατήριο ἢ τοὺς ἀναγνῶστες. Κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ὁμιλίας τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μιὰ ἡλικιωμένη τὸν διέκοψε καὶ τοῦ παραπονέθηκε ὅτι δὲν τὸν κατανοεῖ. Ἀμέσως ὁ ἱερὸς Πατὴρ προσάρμοσε τὸν λόγο του στὸ μορφωτικὸ ἐπίπεδο τῆς ἀκροάτριάς του, ὥστε νὰ γίνει κατανοητός. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ -ἡ γλωσσικὴ δηλαδὴ εὐελιξία καὶ προσαρμόστικότητα- ἀποτελεῖ τὴν ἀξιωματικὴ γλωσσικὴ σταθερὰ τῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, γι’αὐτὸ καὶ ὁ λόγος τους ἀποτελεῖ ἕνα ὑπέροχο ψηφιδωτὸ ποὺ συντίθεται ἀπὸ ἁγιογραφικὲς φράσεις, ἀπὸ ὁμηρικὰ λεξήματα, ρητορικὰ ἀττικὰ σχήματα, δημώδεις λέξεις καὶ ρήσεις τῶν μεγάλων τραγικῶν.
Ὁ ἀττικισμὸς τῶν Πατέρων συνίσταται στὴ σαφήνεια καὶ τὴ λιτότητα, ὅπως σημειώνει ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης[17], καὶ διακρίνεται καισαρικὰ ἀπὸ τὸν ἀττικιστικὸ ζῆλο τῶν γλωσσαμυντόρων ποὺ δὲν δίσταζαν νὰ ἀντικαθιστοῦν τὶς εὐαγγελικὲς λέξεις μὲ ἀττικές. Εἶναι γνωστὸ τὸ ἱστορικὸ ἀνέκδοτο μὲ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα ποὺ ἐγκατέλειψε τὴ σύναξη, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος Τριφύλλιος μετέγραψε ἐπὶ τὸ ἀττικότερον[18] τὸ εὐαγγελικὸ χωρίο «ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει» (Μάρκ. 2, 10), λέγοντας ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ τὸ νὰ ντρέπεται κανεὶς νὰ χρησιμοποιήσει τὴ γλῶσσα, ποὺ δὲν ντράπηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, νὰ χρησιμοποιήσει[19]. Εἶναι λοιπὸν χωρὶς ἐρείσματα οἱ αἰτιάσεις ἐναντίον τῶν μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων ὅτι ἐγκατέλειψαν τὴ δημώδη γλώσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ διολίσθησαν στὶς ἀγκάλες τῆς καθαρογλωσσίας τῶν Ἀττικιστῶν μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνουν οἱ προπάτορες τοῦ γλωσσικοῦ διχασμοῦ. Ὄντως τὰ κείμενα τῶν Πατέρων εἶναι γραμμένα σὲ γλώσσα λογιότερη τῆς βιβλικῆς, γιὰ λόγους ὅμως ἀπολογητικοὺς –δὲν ἔπρεπε νὰ ὑστεροῦν ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς ἢ τοὺς αἱρετικοὺς- , ἀλλὰ καὶ ἀντιρρητικοὺς –καθὼς οἱ αἱρετικοὶ χρησιμοποιοῦσαν τὴ φιλοσοφικὴ ὁρολογία-. Οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦν τὴ φιλοσοφικὴ ὁρολογία γιὰ νὰ διατυπώσουν τὶς δογματικὲς ἀλήθειες. Σὲ ὅλες τὶς γλώσσες ὑπάρχουν δύο ἐπίπεδα λόγου, τὸ ὑψηλὸ καὶ τὸ χαμηλό. Ἡ φιλοσοφικὴ σκέψη χρησιμοποιεῖ πάντοτε ἀνώτερης μορφῆς καὶ εὐρύτερης ἐκφράσεως γλωσσικὸ ὄργανο. Ὅσον ἀφορᾶ δὲ στὴ μομφὴ γιὰ τὴ διγλωσσία δέον νὰ ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ βυζαντινὴ διγλωσσία εἶναι οὐσιαστικὰ ἕνα λογοτεχνικὸ φαινόμενο, ἐνῷ αὐτὴ τῆς νεότερης Ἑλλάδας εἶναι πολιτικὴ καὶ ἐκπαιδευτική[20]. Ἕνα πατερικὸ κείμενο γραμμένο σὲ λογιότερη γλώσσα δὲν θὰ ἐνοχλοῦσε καθόλου τὸν Βυζαντινὸ ποὺ ἦταν ἐθισμένος νὰ διαβάζει μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη τοὺς Βίους τῶν Ἁγίων, ποὺ ἦταν γραμμένοι στὴν ὁμιλουμένη κοινή, καὶ ἕνα ἔργο τοῦ Πλάτωνα.
Τὰ ἔργα τῶν Πατέρων εἶναι ἀπὸ τὰ μνημειωδέστερα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ἐμπεριέχουν πλῆθος νέων λέξεων καὶ ὅρων. Ἡ συμβολή τους εἶναι ἀνυπολόγιστη. Μποροῦμε ἀνενδοίαστα νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ πατερικὴ γλώσσα, ποὺ ὁ κλασικὸς φιλόλογος, ὁ ἐπαρκὴς γνώστης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἀδυνατεῖ νὰ τὴν ἐννοήσει, ἂν δὲν ἐντρυφήσει σ’αὐτήν.
ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ
Ἡ σπουδὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ὑμνογραφίας καὶ ποιήσεως ἀποκτᾶ βαρύνουσα σημασία ὄχι μόνον διότι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἔφτασε στὸν κολοφώνα τῆς δόξας της, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ εἶναι τὸ μοναδικὸ εἶδος λόγου ποὺ ἐκφέρεται ἀναλλοίωτο ἕως τοῦ νῦν καὶ -ἐλπίζουμε- ἕως τοῦ αἰῶνος. Ὁ εὐσεβὴς λαὸς ἀπαγγέλλει, ψάλλει, τραγουδᾶ τροπάρια, κοντάκια, παρακλητικοὺς κανόνες, προσευχὲς σὲ ἔμμετρο λόγο.
Περιορίζομαι σὲ συντομογραφικὲς παρατηρήσεις.
Οἱ ἀπαρχὲς τῆς Ὑμνογραφίας εὑρίσκονται στὰ χείλη τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Μαθητῶν. Ἔκτοτε ἀποτελεῖ ἀναπόστατο τμῆμα τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ. Τὸ κοντάκιο[21], ὁ ἀρχαιότερος ὕμνος, ξεκίνησε ἀπὸ ἁπλὸ στιχουρχικὸ εἶδος καὶ μεταμορφώθηκε σὲ ὑψηλὴ ποίηση ἀπὸ τὸν ἅγιο Ρωμανὸ τὸν Μελωδό[22], ποὺ ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς «τρεῖς κολόνες ποὺ συγκροτοῦν τὶς καμπύλες τῶν ἁψίδων ἀπὸ τὶς προσόψεις τοῦ ἑνιαίου ἑλληνικοῦ λόγου[23]». Ἐξαιρετικῆς αἰσθητικῆς κοντάκιο εἶναι ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, τμῆμα τοῦ ὁποίου, οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας εἶναι ἐνσωματωμένο στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου.
Ξεχωριστὴ θέση στὸ βασίλειο τῆς χριστιανικῆς ποιήσεως κατέχει ὁ Κανόνας[24], ποίημα ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἐννέα ὠδὲς καὶ ὑποκατέστησε τὸ κοντάκιο. Οἱ σημαντικότεροι ἐκπρόσωποι τοῦ εἴδους ἅγιοι Ἀνδρέας Κρήτης, Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, Ἰωάννης Δαμασκηνός, ποιητὲς μεγάλου ἐκτοπίσματος, ἀναπαρθενεύσανε τὸν ποιητικὸ λόγο.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα γιὰ νὰ πραγματώσει τὴν κυριακὴ ἐντολὴ «μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κη΄, 19). Ὁ γάμος τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ἀπέδωσε ἀγλαοὺς καρπούς. Οἱ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς ἀνανέωσαν τοὺς ἐκφραστικοὺς πυρῆνες τῆς Ἑλληνικῆς, οἱ μοναχοὶ διέσωσαν ὅλην τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία, οἱ ἱερεῖς στὴν Τουρκοκρατία μεταλαμπάδευαν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα στὰ σκλαβωμένα ἑλληνόπουλα κρατώντας ἄσβεστη τὴ φλόγα τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς, τὰ ἔργα τῶν μεγάλων μας λογοτεχνῶν εἶναι ποτισμένα ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ λόγο, ἡ Ἐκκλησία σήμερα συντηρεῖ ἐκατοντάδες ἑλληνικὰ σχολεῖα στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ νὰ μὴν λησμονήσουν οἱ Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς τὴ γλώσσα τῶν πατέρων τους, οἱ ἱεραπόστολοι μαζὶ μὲ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Σάρκωσης τοῦ Λόγου διδάσκουν βασικὰ στοιχεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, οἱ ἑλληνόφωνες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες φυλάσσουν Θερμοπύλες ἀντιστεκόμενες σθεναρὰ στὶς σειρῆνες τῆς μετάφρασης τῶν λειτουργικῶν κειμένων. Οἱ Ἕλληνες εἶναι προνομιοῦχοι μέσα στὸν χριστιανικὸ κόσμο, διότι «ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι εἰς τὴν Ἑλληνικὴν καὶ ἂν δὲν σπουδάξῃς εἰς τὸ Ἑλληνικόν, ἀδελφέ μου, δὲν ἠμπορεῖς νὰ καταλάβῃς ἐκεῖνα ὅπου ὁμολογᾶ ἡ Ἐκκλησία μας[25]»
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011
[1] Κ.Π. Καβάφη, Τὰ Ποιήματα, τ.Β΄, Ἀθήνα19996, ἐκδ. Ἴκαρος, σελ.94.
[2] Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη γράφτηκε προτοτύπως στὴν Ἑβραϊκή. Λόγῳ τῆς νηπιότητας τῶν ἀνθρώπων χρησιμοποιήθηκε παιδαγωγικὰ ἡ ἁπλὴ ἑβραϊκή, μέχρις ὅτου ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ , ὡς νέος Ἰσραήλ, χρησιμοποιήσει ὡς τελειότερη -ἀλλὰ πάντοτε ἀτελῆ- γλώσσα τὴν Ἑλληνική. Γρηγόριος Νύσσης, P.G.45,997. Ἔτσι «ἡ ἑβραϊκὴ παρέρχεται ὡς σκιὰ καὶ δίνει τὴ θέση της στὴν Ἑλληνικὴ Κοινή», π.Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Λόγος ὡς Ἀντίλογος, Ἀθήνα 1992, ἐκδ. Ἁρμός, σελ.103.
[3] Mark JANSE, Τὰ Ἑλληνικὰ τῆς Καινῆς Διαθήκης στὸν συλλογικὸ τόμο: Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν [Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], σελ.480 καὶ Nicholas DE LANGE, Ἰουδαϊκὴ Ἑλληνική, σελ.473.
[4] Ὁ Καῖσαρ ξεψύχησε μὲ τὴν παροιμιώδη πλέον φράση «Καὶ σὺ τέκνον, Βροῦτε», ὁ Αὔγουστος πέθανε μὲ ἕνα στίχο τοῦ Μενάνδρου στὰ χείλη, ὁ Ὀράτιος ὁμολογεῖ «Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti Latio»,( «ἡ κατακτημένη Ἑλλάδα κατέκτησε τὸν ἄξεστο νικητὴ καὶ ἔφερε τὶς τέχνες στὸ ἀγροτικὸ Λάτιο»), Ὀρατίου, Ἐπιστολὲς ΙΙ, 1, 156
[5] Λουκᾶ Φίλη, Ἡ «Κοινὴ» ὡς Γλώσσα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν 27 βιβλίων τῆς Κ.Δ., τ.Α΄, Ἀθήνα 1993, ἐκδ. Συμμετρία, σελ.187-250.
[6] The Jesus Papyrus, Weidenfeld & Nicolson, London,1996.
[7] Στυλιανοῦ Ἀλεξίου, Ἑλληνικὴ Λογοτεχνία, 2010, ἐκδ. Στιγμή, σελ.226-227.
[8] Λακτάνιος, Divinae institutionew 5.2.17.
[9] «Οἶδε ἡ σοφία τοῦ μεγάλου Παύλου πρὸς τὸ δοκοῦν κεχρῆσθαι κατ’ἐξουσίαν τοῖς ῥήμασι καὶ τῷ ἰδίῳ τῆς διανοίας εἱρμῷ προσαρμόζειν τὰς τῶν ρημάτων ἐμφάσεις, κἂν πρὸς τὰς ἄλλας τινὰς ἐννοίας ἡ συνήθεια τὴν κατάχρησιν τῶν λέξεων φέρῃ», Γρηγόριος Νύσσης P.G. 44,1324 (Διότι γνωρίζει ἡ σοφία τοῦ μεγάλου Παύλου νὰ χρησιμοποιεῖ μὲ τὴ δική της ἀντίληψη μὲ ἐξουσιαστικότητα τὶς λέξεις καὶ νὰ προσαρμόζει στὸν εἱρμὸ τῆς δικῆς του σκέψεως τὶς σημασίες τῶν λέξεων καὶ στὶς περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ συνήθης χρήση χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις γιὰ νὰ δηλώσει ἄλλες ἔννοιες). Ἐξαιρετικὴ ἀνάλυση ἐπὶ τοῦ θέματος κάνει ὁ Κ.Γεωργούλης στὴν Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, Ἀθήνα 1994, ἐκδ. Παπαδήμα, σελ.557-583.
[10] Ἰωάννου Ζηζιούλα, Οἱ καταβολὲς τῆς Ὀρθοδοξίας στὴ γένεση τοῦ Χριστιανισμοῦ ,στὸν συλλογικὸ τόμο «Ὁ Θησαυρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἀθήνα 2000, ἐκδ.Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν.
[11] Ἐπετηρὶς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 1908/96 σελ. 141.
[12] Γεωργίου Λούπαση, Ἐπιδράσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς φρασεολογίας στὴ Νεοελληνικὴ γλώσσα, Ἀθήνα 2003, ἐκδ. Σμίλη.
[13] Κοραῆς, Προλεγόμενα. Τομ.Α΄,329.
[14] Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τους παραπέμπω τὸν ἀναγνώστη στὴ «Βυζαντινὴ Φιλολογία» τοῦ Θεοχάρη Δετοράκη, τ.Α΄, Ἡράκλειο Κρήτης, 1995 καὶ στὴν «Πατρολογία Β’» τοῦ Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου, Ἀθήνα 19992.
[15] Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει στὸν φιλόσοφο καὶ ρήτορα Σταγείριο «Ἀττικὸς σὺ τὴν παίδευσιν, ἀττικοὶ καὶ ἡμεῖς», P.G. 37,308.
[16] Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Β’ 291, Jaeger, I2,σελ.312, P.G.45, 1009. Θαυμάσια ἀνάλυση γιὰ τὸν γλωσσικὸ ἀποφατισμὸ τῶν Πατέρων διαλαμβάνεται στὸ βιβλίο τοῦ Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου «Θεολογία καὶ Γλώσσα», Ἀθήνα 19972, ἐκδ. Παρουσία, σελ.39-43.
[17] Ἐπιστολαί, 242.
[18] «ἆρον τὸν σκίμποδά σου καὶ περιπάτει».
[19] Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, PG 67, 889.
[20] Robert Browning, Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα Μεσαιωνικὴ καὶ Νέα, Ἀθήνα 1995, ἐκδ. Παπαδήμα, σελ.185.
[21] Γιὰ τὸ κοντάκιο βλ.Νικολάου Τωμαδάκη, «Ἡ Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία καὶ Ποίησις», Θεσσαλονίκη, ἐκδ. Π.Πουρνάρα, σελ.53-59.
[22] Γιὰ τὸν Ρωμανὸ τὸν Μελωδὸ βλ. Στυλιανοῦ Ἀλεξίου, μνημ. ἔργ.σελ.268-272
[23] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἐν λευκῷ, Ἀθήνα 20066, ἐκδ. Ἴκαρος, σελ.45
[24] Νικολάου Τωμαδάκη, μνημ. ἔργ.σελ.59-67
[25] Ἁγίου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ, Διδ. Β’2, Ἰωάννη Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αιτωλοῦ Διδαχές και Βιογραφία, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2007 σελ.209