Ο ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΩΣ ΦΥΤΩΡΙΟ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ ΙΔΕΩΔΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Στὴ μνήμη τοῦ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΤΖΗΜΑΚΑ

 

Στάθη Πελαγίδη

Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Δυτικῆς Μακεδονίας

 

            Εἶναι περίεργο ὅτι ὁ βασικὸς πυλώνας τοῦ σημερινοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα, δὲν εἶχε εὐρύτερη πολιτικὴ ὀργάνωση ἀπὸ τὸ περιορισμένο σχῆμα τῆς πόλεως – κράτους. Τὸ ἀκόμη πιὸ περίεργο εἶναι ὅτι ἔντονες διαμάχες παρατηροῦνταν ὄχι μόνο ἀνάμεσα σὲ πόλεις-κράτη ποὺ ἀπεῖχαν χιλιόμετρα μεταξύ τους (Ἀθήνα – Σπάρτη), ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες πολὺ κοντινές, ὅπως ἡ Θήβα μὲ τὴν Πλάταια, στὴν ἴδια Βοιωτικὴ πεδιάδα, ἡ Σύβαρη μὲ τὸν Κρότωνα (Κάτω Ἰταλία) κ.ἄ.

            Βεβαίως, τὸ σχῆμα πόλις-κράτος στὴν Ἑλλάδα δὲν ἀποτελοῦσε μοναδικὴ καὶ πρωτόγνωρη διοικητικὴ μορφή. Ἀντίθετα, χιλιάδες χρόνια νωρίτερα ὑπῆρχαν κράτη–πόλεις στὴ Σουμερία, στὴ Βαβυλωνία, στὴ Φοινίκη. Ἱστορικά, ἡ πόλη–κράτος ἦταν ἡ ὀργανωμένη κοινότητα-ἕδρα ἀνάπτυξης διαφόρων δραστηριοτήτων: ἀγοραπωλησιῶν, συνελεύσεων δικαιοσύνης, γιὰ ἄτομα ποὺ καλλιεργοῦσαν τὴν ἴδια γῆ, εἶχαν τὴν ἴδια καταγωγὴ καὶ λάτρευαν τὸν ἴδιο θεό.

            Πάνω, ἀκριβῶς, σ’ αὐτὴν τὴ βάση τῆς διατήρησης τῶν κοινῶν κεκτημένων δημιουργοῦνταν οἱ προστριβὲς ποὺ προκαλοῦσαν τὶς διαμάχες μεταξύ τους.

 

ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

           

Ὅμως, οἱ οἰκονομικὲς καὶ πολιτικὲς διαφορὲς ποὺ χώριζαν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὶς πόλεις–κράτη μεταξύ τους, δὲν στάθηκε δυνατὸ νὰ ἀνατρέψουν καὶ νὰ ἀκυρώσουν τὰ κοινὰ στοιχεῖα ποὺ τοὺς συνέδεαν καὶ τὸν κοινὸ ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ πολιτισμὸ ποὺ ἔχουν ἀναπτύξει, τὴν κλασική μας κληρονομιά. Θὰ λέγαμε, μάλιστα, ὅτι ἡ κατάσταση ποὺ διαμορφώθηκε στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα δίνει ἔμπρακτα τὴν εἰκόνα τοῦ ὀλυμπιακοῦ ἰδεώδους ἀνάμεσα σὲ πόλεις–κράτη, ποὺ σέβονταν τοὺς κανόνες τοῦ λόγου καὶ ἀντίλογου σὲ ἐπίπεδα διαμάχης καὶ σύμπραξης, ἀπόρριψης καὶ ἀναγνώρισης, ἀπαξίωσης καὶ καταξίωσης. Ἑπομένως, δίνει ἔμπρακτα καὶ τὴν ἰδέα τῆς ἀμφικτιονίας.

 

Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΑΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

 

            Πρῶτα-πρῶτα, εἶναι τὰ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, κοινὸ γνώρισμα ὅλων τῶν ἑλληνικῶν πόλεων (ὄχι μόνο τῆς Ἀθήνας), ἀφοῦ ὅλος ὁ ἑλλαδικὸς χῶρος, ἀπὸ τὴ Μακεδονία μέχρι τὴν Κρήτη, εἶναι κατάσπαρτος ἀπὸ ἐνεπίγραφα μνημεῖα, μάρτυρες ἑνὸς λαμπροῦ πολιτισμοῦ καὶ κήρυκες ὑψηλῶν ἀνθρωπιστικῶν ἰδεῶν, κύριου στοιχείου τοῦ ὀλυμπιακοῦ ἰδεώδους.

            Πράγματι, τὸ ἀρχαῖο νεκροταφεῖο τοῦ Κεραμεικοῦ, στὴν Ἀθήνα, μὲ τὰ αὐθεντικὰ συγκινητικὰ ἐπιτύμβια ἐπιγράμματα, ἀποκαλύπτει στὸν ἐπισκέπτη ὅ,τι ὡραιότερο καὶ ὑψηλότερο ἔχει νὰ ἐπιδείξει στοὺς αἰῶνες ὁ ἀνθρωπιστικὸς πολιτισμός.

            Ἀπομονώνω τὸ ἐπιτύμβιο τῆς  Ἀμφαρέτης: «Τέκνον ἐμῆς θυγατρὸς τόδ’ ἔχω φίλον ὅνπερ, ὅτε αὐγὰς ἡελίου ζῶντες ἐδερκόμεθα ἔχον ἐμῆς γούνασι, νῦν δὲ φθίμενον φθιμένη ‘χῶ».

            Ἕνα ἐπιτύμβιο, πηγὴ ζωῆς καὶ ἀγάπης γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁρατὴ ἔκφραση τοῦ ὀλυμπιακοῦ ἰδεώδους.

            Ἂν στὰ παραπάνω προσθέσουμε τὴν πλούσια ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία, σὲ ὅλα τὰ εἴδη (φιλοσοφία, ρητορική, ἱστορία, τραγικὴ ποίηση, ἐπικὴ ποίηση, λυρικὴ ποίηση, κωμωδία κ.ἄ.), περνᾶμε στὴν ὑπέρβαση τῶν πιὸ ὑψηλῶν καὶ διαχρονικῶν ἰδεῶν ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ συλλάβει ἀνθρώπινη διανόηση.

            Ὕψιστο ἰδεῶδες, ποὺ διαποτίζει ὅλες τὶς παραπάνω ἐκφάνσεις τῆς γραπτῆς γραμματειακῆς ἔκφρασης εἶναι ὁ ἄνθρωπος, στὴν ἀτομικὴ καὶ κοινωνική του διάσταση, ὅπως συμπυκνωμένα ἐκφράζεται στὸν λόγο τοῦ Πρωταγόρα «Πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος».

            Ὅμως, ἀπ’ ὅλη τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ Γραμματεία, ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐπικαλεστῶ τὸν μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο ὕμνο τοῦ Σοφοκλῆ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, στὴν τραγωδία του «Ἀντιγόνη»: «Καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο καὶ δυσαύλων πάγων ὑπαίθρια καὶ δύσομβρα φεύγειν βέλη, ποντοπόρος. Ἄπορος ἐπ’ οὐδὲν ἔρχεται τὸ μέλλον. Ἄδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται, νόσων δ’ ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφραστα». Μὲ ἁπλὰ λόγια, ὁ ἄνθρωπος μόνο τὸν θάνατο δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀποφύγει. Στὴν ὑπέρβαση ὅμως, γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα, μπορεῖ νὰ φτάσει: μὲ ὀργανωμένο λόγο, δυνατὴ σκέψη, ἔννομη τάξη, ἐπιβολὴ στὰ ἄγρια στοιχεῖα τῆς φύσης, πανοπλία γιὰ ὅλα τὰ ἀπροσδόκητα τοῦ μέλλοντος, ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς πιὸ ἐπικίνδυνες ἀσθένειες.

            Πόσο ὡραῖα τὸ λέει καὶ ὁ λυρικὸς ποιητής: «Κάτθανε Διαγόρα, οὐκ εἰς Ὄλυμπον ἀναβήσει».

            Αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ ὀλυμπιακὸ ἰδεῶδες; Νὰ πετύχει κανεὶς τὸν ὑψηλότερο στόχο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καὶ πάνω στὴν εὐτυχία του, ἂς πεθάνει!

            Ἂς δοῦμε, τώρα, καὶ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Ἀθηναίου ρήτορα Λυσία, σὲ πολιτικοκοινωνικὸ ἐπίπεδο.

            «Θηρίων μὲν ἔργον ἐστὶ βία ὑπ’ ἀλλήλων κρατεῖσθαι. Ἄνθρωπος δὲ προσήκει νόμῳ μὲν τὸ δίκαιον ὁρίσαι, λόγῳ δὲ πεῖσαι, ἔργῳ δὲ τούτοις ὑπηρετεῖν, ὑπὸ νόμου μὲν βασιλευομένους, ὑπὸ λόγου δὲ διδασκομένους».

            Στὴν παγκόσμια γραμματεία ἀμφιβάλω, ἂν θὰ βρεθεῖ δεῖγμα γραφῆς μὲ τόσο ὑψηλὸ ἐπίπεδο κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς ἠθικῆς ἀντίληψης. Θὰ ἔλεγα, μάλιστα, ὅτι ὁ λόγος αὐτὸς ἠχεῖ στ’ αὐτιά μας ὡς πραγματικὸ εὐαγγέλιο τοῦ «εὖ πολιτεύεσθαι» καὶ «εὖ διαλέγεσθαι», ἀκόμη καὶ σήμερα. Δὲν εἶναι ἄραγε αὐτὸς ὁ τέλειος ἠθικὸς κανόνας μιᾶς κοινωνίας, εἴτε αὐθυπόστατης, εἴτε σὲ σχέση ἀμφικτιονίας μὲ τὶς ἄλλες; Ἂν τώρα, θέλομε νὰ δοῦμε τὸ θέμα στὴν πραγματική του διάσταση, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ σταθοῦμε στὸ μεγαλειῶδες παράδειγμα τῆς Ἰλιάδας, ὅπου οἱ ἥρωες Αἴας καὶ Ἕκτωρ συμφιλιώνονται πάνω στὴν κορύφωση τοῦ πάθους, κατὰ τὴ μονομαχία, καὶ ἀγκαλιασμένοι χαρίζουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον τὸ πολυτιμότερό τους δῶρο: ὁ Αἴας τὴν πολεμική του ζώνη καὶ ὁ Ἕκτωρ τὸ ἀγαπημένο καὶ τιμημένο του ξίφος.

            Ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ ποίηση τοῦ Ὁμήρου καθρεπτίζει τὴν ἐποχή της, τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τῆς καθημερινότητας, τὴ ζωὴ στὴν κοινωνική της διάσταση, τὴ διάσταση τῆς ἁρμονίας ἀπὸ προηγούμενες τεταμένες δυσαρμονίες. Οἱ ἀξίες, οἱ ἰδέες, οἱ ἀρχὲς ποὺ εἴδαμε στὴ γραμματειακὴ παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, ἀξίες διαχρονικές, οἰκουμενικές, ὀλυμπιακές, ἀποτελοῦν τὴν πεμπτουσία τῆς κλασικῆς μας κληρονομιᾶς, ἡ ὁποία μὲ μαγικὸ τρόπο λειτουργοῦσε ὡς ἑνοποιητικὸς πολιτιστικὸς καὶ ἰδεολογικὸς δεσμὸς ἀνάμεσα στὶς πόλεις – κράτη, παρὰ τὶς οἰκονομικο-πολιτικές τους διαμάχες, ποὺ ὁδηγοῦσαν συχνὰ καὶ σὲ πολεμικὲς συγκρούσεις.

 

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΑΓΩΝΩΝ

 

            Βεβαίως, καὶ ἡ κοινὴ θρησκεία τῶν ὀλυμπίων θεῶν ἐνίσχυε τοὺς παραπάνω ἠθικοκοινωνικοὺς δεσμοὺς μεταξὺ τῶν ἑλληνικῶν πόλεων- κρατῶν, μάλιστα σὲ ἐπίπεδο λαοῦ.

            Ὅμως, τὸν σημαντικότερο ρόλο πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση θεωρῶ ὅτι διαδραμάτιζαν οἱ τέσσερις πανελλήνιοι ἀθλητικοὶ ἀγῶνες: Ὀλύμπια (πρὸς τιμὴν τοῦ Δία), Πύθια (πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνα), Ἴσθμια (πρὸς τιμὴν τοῦ Ποσειδώνα), Νέμεα (πρὸς τιμὴν τοῦ Νεμέου Διός).

            Οἱ Ἕλληνες πήγαιναν σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες, ὄχι τόσο γιὰ νὰ τιμήσουν τοὺς θεούς, ὅσο γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνες ἐκλεκτῶν ἀθλητῶν καὶ τὴν οἰκουμενικὴ σύναξη διαφόρων Ἑλλήνων, μὲ τοὺς ὁποίους πιθανὸν προηγουμένως νὰ βρίσκονταν σὲ πολεμικὴ σύγκρουση. Ἦταν ἡ εὐκαιρία τῆς μεγάλης συναδέλφωσης, καταξίωσης καὶ ἀναγνώρισης.

            Ἦταν ἡ μέρα τῆς μεγάλης περηφάνειας γιὰ τὸν νικητή, γιὰ τὴν πόλη του καὶ γιὰ ὅλους τοὺς θεατὲς τῶν ἀγωνισμάτων. Ἡ πλήρης ὁλοκλήρωση τοῦ ὀλυμπιακοῦ ἰδεώδους σὲ ἀθλητικὸ καὶ ἠθικὸ ἐπίπεδο. Μὲ μοναδικὸ βραβεῖο τὸν κότινο, τὸν κλάδο ἀπὸ ἄγρια ἐλιά.

            Τὸ 480 π.Χ., ὅταν στὶς Θερμοπύλες πολεμοῦσαν οἱ 300 τοῦ Λεωνίδα, καὶ ἡ ὑπόλοιπη Ἑλλάδα παρακολουθοῦσε τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες, μάλιστα τὴν ἡμέρα τῆς μάχης ὁ Θεαγένης, ἀπὸ τὴ Θάσο, κέρδισε τὸν κότινο στὸ παγκράτιον, ἕνας Πέρσης στρατιώτης εἶπε στὸν στρατηγό του: «Τί εἴδους ἄνθρωποι εἶναι αὐτοί; Ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίζονται μεταξύ τους ὄχι γιὰ χρήματα, ἀλλὰ γιὰ τὴν τιμή;».

            Στὸν ἀθλητισμό, λοιπόν, καὶ στὸ ἀθλητικὸ ἰδεῶδες ποὺ καλλιεργοῦν οἱ Πανελλήνιοι Ἀγῶνες, κυρίως τὰ Ὀλύμπια, ἐντοπίζομε τὴν πραγματικὴ θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων: τὴ λατρεία τῆς ὑγείας, τῆς ὡραιότητας καὶ τῆς δύναμης. Ὁ Σιμωνίδης ὁ Κεῖος ἔλεγε: «Τὸ καλύτερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ὑγεία. Τὸ ἑπόμενο εἶναι νὰ ἔχει σχῆμα καὶ φύση ὡραία. Τὸ τρίτο εἶναι νὰ ἔχει πλοῦτο κτηθέντα χωρὶς ἀπάτη. Τὸ τέταρτο, νὰ εἶναι στὸ ἄνθος τῆς νεότητας μεταξὺ φίλων».

            Πάνω σ’ αὐτό, ἀκριβῶς, τὸ ἰδεῶδες ἀναπτύχτηκε ἡ κλασικὴ τέχνη τῆς γλυπτικῆς, ἔργα τῆς ὁποίας καμαρώνομε σήμερα στὰ ἀρχαιολογικὰ μουσεῖα τῆς χώρας, στὴν Ὀλυμπία, στοὺς Δελφοὺς (ὁ Ἡνίοχος τῶν Δελφῶν) καὶ ἀλλοῦ, ἀλλὰ καὶ στὰ μεγάλα μουσεῖα τοῦ κόσμου.

            Θὰ λέγαμε, μάλιστα, ὅτι μεταξὺ Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων καὶ γλυπτικῆς ὑπῆρχε μία ἀξιοθαύμαστη διαλεκτικὴ σχέση δοῦναι καὶ λαβεῖν. Ὁ Ὀλυμπιονίκης δίνει στὸν καλλιτέχνη τὴν ἔμπνευση καὶ τὸ ζωντανὸ πρότυπο τῆς  γλυπτικῆς του δημιουργίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀντλεῖ ἀπὸ τὰ κλασικὰ ἔργα τοῦ καλλιτέχνη, τὴν ὁρμὴ καὶ τὸ πάθος, γιὰ τὴν ἁρμονία, τὸ κάλλος τοῦ σώματος καὶ τὴν «ὡραία φύση» τοῦ Σιμωνίδη.

 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ 5ου π.Χ. ΑΙΩΝΑ

 

            Τὰ μεμονωμένα παραδείγματα ποὺ ἐπικαλέστηκα παραπάνω δίνουν τὴν εἰκόνα ἑνὸς θαύματος. Τὸ θαῦμα, ὅμως, αὐτὸ ἀπογειώνεται, κυρίως, στὸν 5ο  π.Χ. αἰώνα, ὄχι μόνο γιὰ τὴν ποιοτικὴ πληρότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν καθολικὴ λειτουργικότητά του. Διότι τὰ παραδείγματα αὐτὰ ἐντάσσονται μέσα στὸ εὐρύτερο πνεῦμα καὶ κλίμα ἀλλαγῶν, ποὺ σημαδεύουν, ἀπὸ τὶς ἀρχές του, τὸν 5ο  π.Χ. αἰ.

            Πράγματι, ὅλες οἱ μορφὲς τοῦ κλασικοῦ μας πολιτισμοῦ, οἱ ὁποῖες μας παραδίδονται εἴτε μέσῳ τῆς γραμματειακῆς, εἴτε μέσῳ τῆς μνημειακῆς παράδοσης, σημαδεύονται μὲ μία σαφῆ καὶ ἐμφανῆ στροφὴ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸ εὐρύτερο φυσικὸ καὶ ἀνθρώπινο περιβάλλον. Ἀποκτοῦν δηλαδὴ καθαρὰ ἀνθρωποκεντρικὸ χαρακτήρα.

            Ὁ ἀνθρωποκεντρισμὸς αὐτὸς εἶναι ὁρατὸς σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τοῦ πνευματικοῦ καὶ κοινωνικοπολιτικοὺ βίου τῆς κλασικῆς ἐποχῆς. Ἡ φυσικὴ φιλοσοφία τοῦ Θαλῆ τοῦ Μιλήσιου, τοῦ Ἀναξίμανδρου καὶ τοῦ Ἀναξιμένη (6ος π.Χ. αἰ.) ἀνεβαίνει στὴν ἀνθρωποκεντρικὴ φιλοσοφία τοῦ Σωκράτη καὶ τῶν Σοφιστῶν (5ος  π.Χ. αἰ.). Τὴν ἴδια περίοδο, μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα παρατηροῦνται ἀνάλογες ἐπαναστατικὲς ἀλλαγὲς στὴν Τραγωδία καὶ στὴν Τέχνη. Στὴν πρώτη, ὁ 50μελής ὅμιλος τῶν χορευτῶν ὀπαδῶν τοῦ Διόνυσου μετουσιώνεται στὴ γνωστὴ τραγωδία, ὅπου πρωταγωνιστοῦν δυό-τρεῖς ὑποκριτές, μὲ συγκεκριμένο ρόλο καὶ πρόσωπο. Ἡ ἀνώνυμη δηλαδὴ θρησκευτικὴ ὁμάδα μεταμορφώνεται σὲ ὁρισμένα ὑπευθύνως δρῶντα πρόσωπα. Στὴ δεύτερη (τέχνη), εἰδικότερα στὴν ἀγγειογραφία, ὁ ἐρυθρόμορφος ρυθμὸς τοῦ 5ου  π.Χ. αἰ., ποῦ διαδέχεται τὸν μελανόμορφό τῆς  προηγούμενης περιόδου, δίνει σαφῆ καὶ λεπτομερῆ ἀνθρωπομορφικὰ γνωρίσματα στὰ εἰκονιζόμενα πρόσωπα. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ ὡς προσωπικότητα, δὲν ἰσοπεδώνεται, ἀλλὰ προβάλλεται μέσα στὸ περιβάλλον.

            Ἂν οἱ παραπάνω ἀνθρωποκεντρικὲς καινοτομίες συνδυαστοῦν μὲ τὴν πολὺ πιὸ σημαντικὴ ὑπέρβαση τοῦ ἀθηναϊκοῦ πολιτεύματος, τὸ ὁποῖο ἀνεβαίνει, ἀπὸ τὴν ὀλιγαρχία τοῦ 6ου  π.Χ. αἰ., στὴ δημοκρατία τοῦ Περικλῆ (βλ. Ἐπιτάφιο Περικλέους), νομίζω ὅτι θὰ προβάλουν μπροστά μας οἱ ἰδανικότερες πνευματικὲς καὶ κοινωνικο-πολιτικὲς συνθῆκες, τὸ ἰδανικότερο φυτώριο, γιὰ τὴν καλλιέργεια καὶ ἀνάπτυξη τοῦ ὀλυμπιακοῦ ἰδεώδους καὶ τοῦ οἰκουμενικοῦ ἑλληνισμοῦ.

 

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ

 

            Τὸ ὀλυμπιακὸ ἰδεῶδες καὶ ὁ οἰκουμενικὸς ἑλληνισμὸς καλλιεργοῦνται, ἀναπτύσσονται καὶ καρποφοροῦν μόνο στὶς κοινωνίες, ὅπου πρυτανεύουν οἱ ἀρχὲς καὶ ἀξίες τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ πολιτισμοῦ. Ἂν ληφθεῖ ὑπ’ὄψιν ὅτι αὐτές, ἀκριβῶς, οἱ ἀρχὲς καὶ ἀξίες συνιστοῦν τὴν οὐσία τοῦ κλασικοῦ πολιτισμοῦ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, εἶναι αὐτονόητο ὅτι τὸ ὀλυμπιακὸ ἰδεῶδες καὶ ὁ οἰκουμενικὸς ἑλληνισμὸς λειτουργοῦν ὡς οὐσιαστικοὶ πρεσβευτὲς τῆς κλασικῆς μας κληρονομιᾶς σὲ ὅλα τὰ πλάτη καὶ μήκη τῆς γῆς.

 

 

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ζ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠ. 2011