Ε.ΡΩ.
Ὁ Παντοκράτορας Χριστός, ὅπως πάντοτε, ἔτσι καί στίς μέρες μας, πού ὅλα δείχνουν νά ἔχουν ἁλωθεῖ ἀπό τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, ἐξακολουθεῖ νά ἐνεργεῖ μεγάλα καί θαυμαστά διά μέσου τῶν ἁγίων τῆς στρατευομένης καί τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Στούς τελευταίους ἀνήκει καί ἕνας ἄγνωστος σέ μας ὅσιος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ Σβίρ. Ὁ βίος του εἶναι θαυμαστός, ὅπως συμβαίνει μέ πολλούς Ἁγίους. Αὐτό πού ἐκπλήσσει ὅμως στόν Ἅγιο Ἀλέξανδρο εἶναι ἡ κατάσταση στήν ὁποία διατηρεῖται, ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, τό Λείψανό του. Ὅποιος ἀξιωθεῖ νά βρεθεῖ στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου ἀντιμετωπίζει, πλησιάζοντας στή Λάρνακά του, ἕνα ἀπροσδόκητο θέαμα, ἕνα μόνιμο θαῦμα: Τό ἄψυχο σῶμα τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ δέν ἔχει χάσει τό φυσικό του χρῶμα, οὔτε τήν ἐλαστικότητά του καί, ἀπ’ ὅτι φαίνεται, διατηρεῖ ἀκόμα καί τούς μῦς, τό λίπος καί τόν ὑποδόριο ἱστό! Δέν μπορεῖς νά πιστέψεις στά μάτια σου, ἀλλ’ οὔτε καί στ’ αὐτιά σου πού ἀκοῦνε ὅτι ἔχει πεντακόσια χρόνια πού χωρίστηκε ἀπό τήν ψυχή. Τόν προσκυνᾶς σάν ζωντανό, αἰσθανόμενος τή ζωοποιό Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού παρουσιάζει ἐμπρός σου τόσο ἁπτή ἐγγύηση τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως.
Ὁ καλόκαρδος Καθηγούμενος τόν πιάνει εὐλαβικά ἀπό τά πόδια γιά νά μᾶς δείξει, ἀνασηκώνοντάς τα, τά «ζωντανά» πέλματα πού διατηροῦν σταγόνες ἀπό εὐῶδες μύρο, τό ὁποῖο συχνά εἶναι τόσο πολύ πού ἔχει σέ κάποια σημεῖα παρασύρει τήν ἐπιδερμίδα. Ἀφοῦ μέ τήν κίνηση αὐτή διαπιστώνουμε καί τή θαυμαστή εὐκαμψία τῶν μελῶν, ὁ ἡγούμενός μᾶς πληροφορεῖ ὅτι πρίν ἀπό λίγο καιρό ὁ Ἅγιος σήκωσε μέ τά χέριά του ἕνα βρέφος πού ἔπεσε ἀπό τή μητέρα του στή λάρνακα καί τό ἔβαλε στήν ἀγκαλιά της, μπρός στά ἔκπληκτα μάτια μοναχῶν καί προσκυνητῶν.
Ὅλα αὐτά τά πρωτοφανῆ, πού ἀντικρίζουμε κι ἀκοῦμε, μᾶς παρακινοῦν νά μεγαλύνουμε τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται φανερά μέσα ἀπό τό ὁλοζώντανο, θαρρεῖς, σῶμα, ἐνῷ παράλληλα γεννᾶ μέσα μας τήν ἀπορία καί τήν ἐπιθυμία νά μάθουμε ὅσα μποροῦμε γιά τόν ὄντως θεοφόρο ὅσιο τοῦ Βορρᾶ.
Μόνο ὁ Θεός γνωρίζει τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ἔδωσε στόν ἅγιο Ἀλέξανδρο τό μοναδικό αὐτό χάρισμα τῆς ἀφθαρσίας. Ἐμεῖς, ἀπό τήν ἀνθρώπινη σκοπιά, θά ἀναζητήσουμε κάποιους ἀπό αὐτούς στά στοιχεῖα πού συλλέξαμε ἀπό τή βιογραφία του καί ἀπό νεότερες ἐπιστημονικές ἔρευνες.
Γεννήθηκε ὡς καρπός προσευχῆς τῶν εὐλαβῶν γονέων του τό 1449 στό χωριό Μαντέρα τῆς Βορειοδυτικῆς Ρωσίας, ὅπου κατοικοῦσε ἡ Φιλανδική φυλή τῶν Βέπ στήν ὁποία, ὅπως ἀπέδειξαν οἱ ἀνθρωπολόγοι πού ἐξέτασαν τό Λείψανο, ἀνῆκε καί ὁ Ἅγιος.
Ἀπό μικρό παιδί ὁ Ἀμώς (αὐτό ἦταν τό βαπτιστικό του ὄνομα) ξεχώριζε γιά τήν ἐγκράτεια, τή φιλοπτωχία καί τήν ἁπλότητά του. Ἔτρωγε μόνο ψωμί καί ἀγρυπνοῦσε συστηματικά. Σέ νέα ἡλικία ἔφυγε ἀπό τούς γονεῖς του ἀναζητώντας τήν ὁλοκληρωτική ἀφιέρωση στόν Θεό. Καθώς ξεκουραζόταν κοντά στόν ποταμό Σβίρ, ἄκουσε μία φωνή νά τοῦ λέει: « Ὁ δρόμος σου ὁδηγεῖ στή Μονή Βαλαάμ· πήγαινε ἐκεῖ νά ἀγωνιστεῖς ἐν εἰρήνῃ γιά τόν Κύριο καί ἀργότερα θά ἐπιστρέψεις στόν τόπο αὐτό, ὅπου θά κτίσεις μοναστήρι καί πολλοί θά σωθοῦν ἀπό ἐσένα». Συγχρόνως τόν περιέλουσε οὐράνιο φῶς καί ἀπό τά μάτιά του ἄρχισαν νά τρέχουν σάν βρύσες τά δάκρυα.
Ἕνας ἄγγελος τόν ὁδήγησε στό μακρινό Βαλλάμ, ὅπου ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Ἀλέξανδρος καί ἔζησε μέ ὑποδειγματική ὑπακοή καί ἄσκηση. Ἔπειτα ἀπό ἀρκετά χρόνια ἄκουσε τήν ἴδια φωνή πού τόν προέτρεπε νά ἐπιστρέψει στό Σβίρ, ἐνῷ μία φωτεινή ἀκτίνα τοῦ ἔδειξε τήν κατεύθυνση. Μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγούμενου ἀναχώρησε γιά νέους ἀγῶνες, σέ νέο στάδιο. Ἐκεῖ ἀξιώθηκε πολλῶν θείων ἐπισκέψεων καί ἔγινε πόλος ἕλξεως γιά πολλούς μοναχούς καί λαϊκούς.
Ὕστερα ἀπό 23 χρόνια ἐρημικῆς ζωῆς, τό 1508, τοῦ ἐμφανίστηκαν τρεῖς λαμπροί νέοι καί μιλώντας του σέ πρῶτο πρόσωπο τοῦ συνέστησαν νά κτίσει μοναστήρι καί τοῦ εἶπαν: «Ὅπως βλέπεις τόν ἕναν νά σοῦ μιλᾶ μέ τρία πρόσωπα, φτιάξε μία ἐκκλησία στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Ἁγίας Τριάδος «ἐν μιᾷ τῇ οὐσίᾳ». Συγχρόνως ὁ ἕνας τόν σήκωσε πιάνοντάς τον ἀπό τό χέρι, τόν ἐνεθάρρυνε καί ἀπομακρύνθηκαν σχεδόν πετώντας, ἀφήνοντάς τον σέ ἀνέκφραστη χαρά. Ἔτσι μέ τήν ὑπόδειξη ἀγγέλου πάλι, ἔμαθε πού νά κτίσει τόν Ναό καί ὀργάνωσε τό νέο μοναστήρι, ὅπου ὁ Ἅγιος ὑπηρετοῦσε τούς πολλούς μοναχούς του μέ πολλή ταπείνωση στίς πνευματικές καί σωματικές τους ἀνάγκες.
Ἀργότερα, ὅταν ὁ Κύριος ἔνευσε τήν καρδιά του νά κτίσει δεύτερη Ἐκκλησία ἀφιερωμένη στή Σκέπη τῆς Θεοτόκου, εἶδε τήν ἴδια σέ ὅραμα νά τοῦ ὑποδεικνύει πού θά κτιστεῖ. Συγχρόνως τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά παρέχει ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τή ζωή τους καί θά προστατεύει τούς μοναχούς καί τή Μονή του πάντοτε.
Ἐκοιμήθη στίς 30 Αὐγούστου τοῦ 1533, ἀφοῦ ἔλαβε τήν ὑπόσχεση τῶν ἀδελφῶν ὅτι θά τοῦ κάνουν ὑπακοή σέ ὅλα, ἐκτός ἀπό τήν παράκλησή του: «νά δέσετε τό ἁμαρτωλό σῶμα μου ἀπό τά πόδια μέ σχοινί, νά τό ρίξετε πάνω στά βρύα τοῦ βάλτου καί νά τό τσαλαπατήσετε μέ τά πόδια σας».
Τό ἅγιο λείψανό του ἔγινε πηγή πολλῶν θαυμάτων, μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Κομμουνισμοῦ, ὅποτε τό ἀπήγαγαν καί τό ἔκλεισαν στό ἐπιστημονικό ἐργαστήριο τῆς Ἀκαδημίας πολέμου στήν Πετρούπολη. Ἐκεῖ τό ὑπέβαλαν σέ πολλές ἔρευνες προσπαθώντας νά ἀνακαλύψουν τό μυστικό τῆς ἀφθαρσίας του, ὥστε νά χρησιμοποιήσουν τήν ἴδια μέθοδο στό πτῶμα τοῦ Στάλιν. Ὅμως «οὗ φέρει τό μυστήριον ἔρευνα». Ἡ Χάρη λειτουργεῖ μέ τούς δικούς της νόμους, «ὅπου θέλει πνεῖ». Μία ἡλικιωμένη, σήμερα, γιατρίνα ἡ ὁποία συμμετεῖχε σ’ ἐκείνη τήν ἐρευνητική ὁμάδα, ὁμολογεῖ: «Καθώς βρισκόμουν πάνω ἀπό τό λείψανο καί ἔπαιρνα δείγματα γιά ἐξέταση, ἄκουσα νά μοῦ λέει: ‘πάψε νά ἁμαρτάνεις’, καί γνώριζα καλά τί ἐννοοῦσε. Τόν τύλιξα τότε σέ ἕνα σεντόνι καί Τόν πέταξα σέ μία ἀποθήκη, ὅπου ἔμεινε γιά εἴκοσι χρόνια. Ὅμως συνέχισα νά ἀκούω τά ἴδια λόγια, μέχρι πού πῆρα ἕνα αἰχμηρό ἐργαλεῖο καί τοῦ ἔβγαλα τά μάτια!». Ὅμως ἡ ὑπομονή τοῦ Ἁγίου στό τέλος νίκησε, καί διαμέσου τοῦ νεκροῦ σώματος ἀναστήθηκε ἡ ψυχή ἐκείνη μέ τή μετάνοια.
Τό θαυμαστό λείψανο ἐπεστράφη στήν Ἐκκλησία τό 1998, ὅποτε ἄρχισε πάλι νά θαυματουργεῖ καί νά μυροβλύζει. Σήμερα βρίσκεται ἤδη στό μοναστήρι του καί παρηγορεῖ μέ τή Χάρη του τούς μοναχούς καί τούς περίοικους, ἐνῷ δέν στερεῖ ὁ Ἅγιος τή βοήθειά του ἀπό ὅσους τόν ἐπικαλοῦνται, σ’ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς.
Μετά τή σύντομη αὐτή ἀναφορά, ἐνδεικτικά, σέ κάποια γεγονότα τῆς ζωῆς του, ἴσως ἡ ἀπορία μας, ὅσον ἀφορᾶ τήν ζωντάνια τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου εἶναι τώρα μικρότερη, ἀφοῦ μάλιστα εἴδαμε ὅτι μετά τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ, αὐτόν μόνο ἀξίωσε νά τόν ἐπισκεφτεῖ μέ τήν ἴδια μορφή ἀλλά καί νά τόν πιάσει ἀπό τό χέρι ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Τριάδα, ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, πρός Τόν Ὁποῖο πρεσβεύει μέ παρρησία γιά ὅσους τόν παρακαλοῦν.