Θεολόγου
Ἡ Ὀρθοδοξία μας δὲν εἶναι ἰδεολογία, ἀλλὰ τρόπος ζωῆς. Ἀσκητικός (ὅσον ἀφορᾶ τὸ καθῆκον ἑκάστου πρὸς τὸν ἑαυτό του). Ἀγαπητικός (ὅσον ἀφορᾶ τὰ καθήκοντα ἑκάστου πρὸς τοὺς συνανθρώπους του) καὶ Εὐχαριστιακός (ὅσον ἀφορᾶ τὰ καθήκοντα ἑκάστου πρὸς τὸν Θεὸ). Ὀρθοδοξία σημαίνει ὀρθὴ δόξα δηλαδὴ ὀρθὴ γνώμη, ὀρθὴ πίστη.
Ἰδεολογία εἶναι τὸ φιλοσοφικὸ σύστημα ποὺ ἀποβλέπει στὴν μεταρρύθμιση τῆς ἐκπαιδεύσεως, τῆς ἠθικῆς καὶ τοῦ πολιτικοῦ βίου, ἐπὶ τῇ βάσει φυσιολογικῶν καὶ ψυχολογικῶν γνώσεων καὶ ἀπορρίπτει κάθε μεταφυσικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἐπίδραση.
Στόν 20ο αἰῶνα ἡ ἀνθρωπότητα βασανίστηκε ἀπὸ πολλὲς ἰδεολογίες, οἱ ὁποῖες ξεκίνησαν ὡς διανοητικὲς συλλήψεις φιλοσόφων καὶ φιλοσοφικῶν συστημάτων. Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς ἐτέθησαν σὲ ἐφαρμογὴ μὲ οἰκτρὰ ἀποτελέσματα ὅπως ἡ φιλοσοφία τοῦ Νίτσε περὶ τοῦ «ὑπερανθρώπου», ἡ ὁποία δημιούργησε τὸν Ναζισμὸ καὶ τὸν Φασισμό. Ὁμοίως ἡ ὑλιστικὴ ἰδεολογία τῶν Μὰρξ καὶ Ἔγκελς δημιούργησε τὸν Κομμουνισμὸ ἢ ἄλλως τὸν «Ὑπαρκτὸ Σοσιαλισμὸ» κ.λπ.
Κάθε ἀνθρώπινη ἰδεολογία, αὐτονομημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ δημιουργεῖ ἕναν τύπο ἀνθρώπου ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ ἰδανικὸς μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ. Ὅλες οἱ ἰδεολογίες ὡς ἀνθρώπινες συλλήψεις, τονίζουν ἕνα μέρος τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος. Εἴτε τὸ ὑλικό, εἴτε τὸ πνευματικό. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶναι διφυής, ὂν συγχρόνως ὑλικὸ καὶ πνευματικό. Ἐπιπλέον, εἶναι ἐκ γενετῆς ἄρρωστος καὶ καλεῖται ἐπίσης νὰ ζήσει σὲ κοινωνία ἀρρώστων. Στὴ θεολογικὴ γλῶσσα ἡ κατάστασή του χαρακτηρίζεται ὡς «πεπτωκυΐα», ποὺ σημαίνει «πεσμένη». Δὲν πλάστηκε ἀρχικὰ ὅπως εἶναι τώρα, ἀλλὰ ἔχει ἐκπέσει ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ εἶχε ὅταν δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ χαρακτηρίζεται «προπτωτικὴ κατάσταση». Ἡ οὐσιαστικὴ ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτέλεσμα τῆς αὐτονομήσεώς του ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι ἡ φιλαυτία δηλ. ὁ «ἐγωισμὸς» μὲ ὅλα τὰ παρακλάδια του.
Αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ὅμως ἀγνοοῦν οἱ ἰδεολογίες. Βασίζονται μόνο στὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις καὶ προσπαθοῦν νὰ φτιάξουν κοινωνίες ἐπιβάλλοντας νόμους εἴτε διὰ τῆς πειθοῦς, εἴτε διὰ τῆς βίας. Ἔχοντας ἄγνοια τῆς ψυχικῆς ἀσθένειας τοῦ ἀνθρώπου (τῆς φιλαυτίας), δὲν προσπαθοῦν νὰ ἐξυγιάνουν τὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά. Πολλάκις, ἀπολυτοποιοῦν μία ἱκανότητα ἢ ἀρετὴ (πχ. ἀνδρεία, δύναμη, φυλετικὴ καθαρότητα, διανοητικὴ ἀνωτερότητα κ.λπ.) τὴν θεωροῦν σκοπὸ τῆς ζωῆς καὶ κτίζουν ἐπάνω σὲ αὐτὴν ἕναν τρόπο ζωῆς. Ὅπως εἶναι φυσικό, ὁ τρόπος αὐτὸς εἶναι ἀναγκαστικὰ ἀνθρωποκεντρικός, αὐτονομημένος ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἰδεολογίες στὴν ἐφαρμογὴ τους ἀπέτυχαν νὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους εὐτυχισμένους, διότι στηρίχτηκαν στὴν βία καὶ στὴν στέρηση τῆς ἐλευθερίας. Οἱ ἄνθρωποι στὴν «πεπτωκυΐα» κατάσταση ποὺ βρίσκονται ἀδυνατοῦν νὰ φτιάξουν παραδείσιες κοινωνίες, διότι εἶναι γεμᾶτοι ἐγωισμὸ καὶ πάθη.
Ἀντίθετα, ὁ σαρκωθείς καὶ ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὴ ζωή του, τὰ θαύματά του, τὴ διδασκαλία του, τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε, μέσα στὴν ὁποία ἔστειλε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ συνεχίσει καὶ νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο Του, προτείνει στὴν ἀνθρωπότητα ἕναν νέο τύπο ἀνθρώπου καὶ ἕναν νέο τρόπο ζωῆς, θεοκεντρικό. Ὁ ἴδιος ἀποτελεῖ ἕνα ζωντανὸ πρότυπο. Ὅσοι ἄνθρωποι ἐμιμήθησαν τὸν Χριστὸ καὶ ἐφάρμοσαν τὶς ἐντολές Του, ἀποκαλοῦνται «ἅγιοι» ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποτελοῦν τὴν ἔμπρακτη ἀπόδειξη ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ εἶναι «ἐφαρμόσιμες». Δυστυχῶς, ἡ ἀνθρωπότητα δὲν ἔχει πεισθεῖ ἀκόμα ὅτι μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ζήσει καλύτερα. Βρίσκεται σὲ πορεία ὡριμάνσεως. Κάποτε θὰ καταλάβει τὸ πραγματικὸ συμφέρον της καὶ θὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἰδεολογία, οὔτε νὰ νοηθεῖ ὡς ἀφηρημένη ἰδέα, ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὀρθοδοξία εἶναι συντομο-γραφία ποὺ σημαίνει τὴν ὀρθὴ πίστη, τὴν ὀρθὴ πράξη, τὸν ὀρθὸ τρόπο ζωῆς. Εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ πιστοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ. Τοῦ Χριστιανοῦ ποὺ εἶναι πιστὸς μαθητὴς καὶ μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ τρόπος ζωῆς αὐτός, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι πρέπει νὰ εἶναι :
α. Ἀσκητικός (ὅσον ἀφορᾶ στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἑαυτό του):
Ἡ πνευματικὴ ἄσκηση στὸν Χριστιανὸ εἶναι τελείως ἀπαραίτητη γιὰ νὰ κάνει πνευματικὴ πρόοδο. Διότι, ὅπως στὸν ἀθλητισμὸ εἶναι ἀδιανόητο νὰ φθάσει κανεὶς σὲ ὑψηλὲς ἐπιδόσεις (γιὰ νὰ διεκδικήσει ἕνα ἔπαθλο, ἕνα μετάλλιο) χωρὶς ἔντονη καὶ πολυετῆ ἄσκηση, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς χρειάζεται νὰ ἀσκεῖται συνεχῶς γιὰ νὰ ἐπιτύχει στὸν πνευματικὸ στίβο. Ὁμοίως, ὅπως ὁ καλὸς ἀθλητὴς δὲν ἀσκεῖται ποτὲ μόνος του, ἀλλὰ πάντοτε ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη ἑνὸς καλού προπονητή, ἔτσι καὶ ὁ χριστιανὸς γιὰ νὰ προδεύσει πνευματικά, χρειάζεται νὰ ἀκολουθεῖ τὶς συμβουλὲς ἑνὸς καλοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ.
Ὁ Χριστιανὸς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ του ἀσκεῖται γιὰ νὰ νικήσει τὰ πάθη του καὶ νὰ ἀποκτήσει τὶς ἀντίστοιχες ἀρετές. Ἡ κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν δὲν ἀποτελοῦν σκοπό ἀλλὰ μέσον στὴν πορεία πρὸς τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἔτσι, θὰ λέγαμε ὅτι ἡ κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο στὴν πορεία τελειώσεως, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τέλος, ὡς πρὸς τὸ ἐπίπεδο τελειώσεως. Τὰ ἄλλα δύο στάδια, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι «ὁ φωτισμός» καὶ ἡ «θεωρία». «Θεωρία» ὀνομὰζουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τὶς θεοπτικές εμπειρίες, τὶς ὁποῖες μόνο λίγοι ἄνθρωποι ἀξιώνονται, ἐνόσῳ ζοῦν νὰ γευθοῦν, ὅσον ὁ Θεὸς ἐπιτρέψει. Τὸ τέλος τῆς πορείας εἶναι ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεό, ἡ μετοχὴ στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ποὺ καλεῖται «θέωση».
Πρώτη κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες προϋπόθεση γιὰ τὴν θέωση εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν πραγματικὴ κατὰ Θεὸν αὐτογνωσία. (Μέγας Βασίλειος: «Ταπείνωση εἶναι ἡ ἐξ ὑψηλοῦ ἐπάρματος καὶ οἰήματος διακένου καὶ φρονήματος ἀλαζονικοῦ πρὸς τὴν ἴδιαν ἀξίαν ἐπάνοδος»). Ἡ ταπείνωση καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο διαφανή στή χάρη τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται ταπείνωση στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐτέθη ἀπὸ τὸν Δημιουργό, τὴν στιγμὴ τῆς Δημιουργίας. Ὁ Θεὸς προίκισε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα»[1] καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ νὰ φθάσει στὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», δηλ. μὲ τὸν πνευματικό του ἀγῶνα νὰ προσπαθήσει νὰ ὁμοιάσει ἠθικὰ στὸν Θεό.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐγωκεντρικά, ἀνθρωποκεντρικά, αὐτόνομα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του, ὡς κέντρο τοῦ κόσμου τῆς ζωῆς του, δὲν μπορεῖ νὰ κάνει πρόοδο, νὰ ἐπιτελέσει τὸν προορισμό του. Ἐπαναλαμβάνει τὸ λάθος ποὺ ἔκανε ὁ Ἀδὰμ (τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα). Πίστεψε πὼς μὲ τὶς δικές του μόνο δυνάμεις μποροῦσε νὰ γίνει Θεός, νὰ ὁλοκληρωθεῖ. Μὲ τὴν αὐτονόμησή του ἀπὸ τὸν Θεό, ἔχασε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε ὑποχείριο τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων. Ἔτσι, ἀντὶ νὰ θεοποιηθεῖ, δαιμονοποιήθηκε. Πρακτικὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὁ θάνατος «ἵνα μὴ τὸ κακὸν αἰώνιον γένηται».
Τὸ λάθος ὅλων τῶν οὐμανιστῶν ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν ἰδεολογιῶν εἶναι ὅτι δὲν θεωροῦν ἀπαραίτητη τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἱστορία ἔχει νὰ ἐπιδείξει πολλὰ παραδείγματα πρὸς ἀποφυγήν.
Ἔτσι, χρειάζεται ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ πόσο ἄρρωστος εἶναι, πόσο ἐμπαθής, γεμᾶτος ἀδυναμίες, μικρότητες καὶ πάθη. Ἂν ἐπιτυγχάνει κάποια πρόοδο πρέπει νὰ πιστεύει ὅτι τὸ ὀφείλει στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι στὶς δικές του δυνάμεις. Ἂν πιστέψει στὶς δικές του δυνάμεις θὰ πέσει σὲ ὑπερηφάνεια καὶ θὰ χάσει ὅ,τι κέρδισε μὲ πολὺ κόπο καὶ ἀγῶνα. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἅγιοι ἀκόμα καὶ θαυματουργοί, εἶχαν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους πολὺ μικρὴ ἰδέα. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους πιστεύουν καὶ ζοῦν ὡς οἱ χειρότεροι τῶν ἁμαρτωλῶν. Αἰσθάνονται ἔντονα τὴν ἁμαρτωλότητά τους, διότι ἀντιπαραβάλλουν τὴν ἀτέλειά τους, μὲ τὴν τελειότητα τοῦ Θεοῦ.
Ἔχοντας τὴν ταπείνωση, ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος μὲ συνεχῆ μετάνοια καὶ ὑπομονὴ τὸν καθημερινὸ ἀγῶνα στὴν «ἐν Χριστῷ ζωή». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει χαρακτηριστικὰ «δι᾿ ὑπομονῆς τρεχόμενον τὸν προκείμενον ὑμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν». Ὅπως ὁ δρομέας τοῦ Μαραθωνίου ἔχει πάντα μπροστά του τὸ στάδιο καὶ τὸ σημεῖο τοῦ τερματισμοῦ του, τὸ ἴδιο καὶ ὁ Χριστιανὸς ἀποβλέπει στὸν Χριστό, πού θὰ στεφανώσει τὸν ἀγῶνα του…
Ἡ καθημερινὴ ἄσκηση τοῦ χριστιανοῦ συνίσταται πρῶτα στὴν ἐφαρμογή τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. «Τήρησον τὰς ἐντολάς» εἶπε πρῶτα στὸν πλούσιο νέο ὁ Χριστός. Μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει νὰ ὑπακούει στὸν Θεὸ καὶ καθαρὶζεται ἀπὸ τὰ πάθη. Οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι, μέσα στίς ἐντολές Του κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός, κι ὅταν ὁ χριστιανὸς ἀπὸ ἀγάπη καὶ πίστη στὸν Χριστὸ τὶς τηρεῖ, τότε ἑνώνεται μαζί Του (πρβλ. «τί μὲ καλεῖτε Κύριε, Κύριε καὶ οὐ ποιεῖτε ἃ λέγω»).
Ὁ ἀγῶνας γιὰ νὰ ξεριζωθοῦν τὰ πάθη ἀπὸ μέσα μας δὲν εἶναι καθόλου εὔκολος. Χρειάζεται ὑπομονὴ καὶ κόπος πολὺς γιὰ νὰ καθαρισθεῖ ὁ ἀγρὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὶς πέτρες καὶ τὰ ἀγκάθια τῶν παθῶν, νὰ ὀργωθεῖ ἀπὸ τὴν θεία χάρη, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ πέφτει ὁ σπόρος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καρποφορεῖ. Ἀπαιτεῖται μεγάλη καὶ συνεχὴς βία στὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ γίνει αὐτό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος εἶπε: «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν» (Ματθ. ια΄ 12).
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν «Δῶσε αἷμα καὶ λάβε πνεῦμα» δηλαδὴ γιὰ νὰ λάβεις τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πρέπει νὰ δώσεις τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς σου, γιὰ νὰ καθαρισθεῖς ἀπὸ τὰ πάθη, νὰ μετανοήσεις πραγματικὰ καὶ σὲ βάθος. Τὸ νὰ ἀποκτήσεις τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κατά τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ.
β. Ἀγαπητικός (ὅσον ἀφορᾶ τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τοὺς συνανθρώπους του):
Ὅλες οἱ ἀρετὲς εἶναι ὄψεις τῆς μίας καὶ μεγάλης ἀρετῆς, τῆς ἀγάπης. Δικαίως, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ἔβαλε στὴν κορυφὴ ὅλων τῶν ἀρετῶν, τὴν ἀρετὴ[2] τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη, εἶναι ἡ δυσκολότερη ἀρετή. Εἶναι αὐτὴ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ὅμοιο μὲ τὸν Θεό. Διότι, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ κατεξοχὴν Θεία ἰδιότητα. Ὅταν ὁ χριστιανὸς ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη, ἔχει ὅλες τὶς ἀρετές. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ποὺ διώχνει ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὴν αἰτία ὅλων τῶν κακιῶν καὶ ὅλων τῶν παθῶν, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες εἶναι ἡ φιλαυτία ἤ ἀλλιῶς ὁ ἐγωισμός. Ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ ἀρρωστημένη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ ἀγάπη ποὺ «ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Ἀντίθετα, ἡ ἀγάπη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ γνήσια χριστιανικὴ ἀγάπη «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς».
Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει τοὺς συνανθρώπους του «ἀγαπητικά», τότε ἡ συμβίωση μαζί τους γίνεται πολὺ εὐκολότερη. Στήνει γέφυρες ἐπικοινωνίας, ξεπερνᾶ διαφορὲς κοινωνικῶν τάξεων, φυλῆς, χρώματος, ἔθνους, θρησκείας, μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, νοοτροπίας, πολιτισμοῦ κ.λπ., διότι ἀντιμετωπίζει τοὺς ἄλλους σὰν ἀδελφούς, παιδιὰ τοῦ ἴδιου Πατέρα τοῦ Θεοῦ, παιδιὰ ἐξίσου ἀγαπημένα, ψυχὲς «ὑπὲρ ὡς Χριστὸς ἀπέθανε». Ἔτσι, ὅπου ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἐπικρατεῖ, οἱ ἄνθρωποι συμφιλιῶνονται, ὁμονοοῦν, συνεργάζονται, ἀλληλοσυμπληρώνονται. Τότε, οἱ κοινωνίες τους προοδεύουν καὶ οἱ ἴδιοι αἰσθάνονται ἀσφαλεῖς καὶ εὐτυχισμένοι. Τέτοια παραδείγματα ὑπάρχουν πολλὰ σὲ κοινότητες πρωτόγονων ἀνθρώπων ποὺ ἀσπάστηκαν τὸν Χριστιανισμό. Εἶναι ἐμφανὴς ἡ πρόοδος ποὺ ἐπιτυγχάνουν.
Ἡ ἀγαπητικὴ συμπεριφορὰ εὐνοεῖ τὴν ἐπιείκεια καί τήν συγχωρητικότητα σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν παραβατικὴ συμπεριφορά. Ἡ ἐκδίκηση καὶ οἱ ἀντεκδικήσεις μεταξὺ ἀντιμαχόμενων πολλαπλασιάζουν τὸ κακό. Ἀκόμα καὶ ἡ ἀναμενόμενη ἢ θεωρούμενη νόμιμη τιμωρία (οἱ ποινές), ἐκ μέρους τῆς κοινωνίας πρὸς ἄτομα ποὺ πταίουν ἢ ἐγκληματοῦν, δὲν ἔχει πάντα καλὰ ἀποτελέσματα. Ἡ ἐπιείκια, συνοδευόμενη μὲ ἀγάπη καὶ κατάλληλη νουθεσία ἔχει πάντα καλύτερα καὶ πιὸ μόνιμα ἀποτελέσματα. Ἡ ἀγάπη ἀποδεικνύεται ὡς ἡ καλύτερη παιδαγωγικὴ μέθοδος. Εὔγλωττο παράδειγμα, ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ συλληφθείσης μοιχευομένης γυναικός, ἀπὸ τὸν Χριστό. Σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἔπρεπε νὰ λιθοβοληθεῖ. Ἦλθαν λοιπὸν οἱ κατήγοροί της, κρατώντας πέτρες στὰ χέρια τους, ἕτοιμοι νὰ τὴν λιθοβολήσουν. Ὁ Κύριος τούς εἶπε: «Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλλέτω» καὶ ἔσκυψε στὴ γῆ γιὰ νὰ μὴν τοὺς βλέπει, κάνοντας σχήματα στὸ χῶμα. Ἕνας-ἕνας ἔφυγαν ὅλοι καὶ ἄφησαν μόνη τὴν γυναῖκα. Ὁ Κύριος τῆς ἀπηύθυνε τὸν λόγο λέγοντας: «Οὐδεὶς σὲ κατέκρινε;» Αὐτὴ ἀπήντησε: «Οὐδεὶς Κύριε». Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησε: «Οὐδὲ ἐγὼ σὲ κατακρίνω. Πορεύου καὶ μηκέτι ἁμάρτανε». Ἂς τονίσουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἀμνήστευσε τήν μοιχεία. Προσπάθησε μὲ ἀγάπη, ἐπιείκεια καὶ προπάντων φιλότιμο νὰ διορθώσει τὴν μοιχαλίδα. Καὶ τῆς ἔδωσε ἕνα μάθημα ποὺ δὲν ἐπρόκειτο νὰ τὸ ξέχασει ποτέ.
Ἡ συγχωρητικότητα εἶναι τόσο σημαντικὴ ἀρετή, ὥστε ἐτέθη ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς προϋπόθεση τῆς συγχωρήσεώς μας ἀπὸ τὸν Θεό: «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος. Ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ στ΄ 14,15).
Ἡ ἀγάπη εἶναι διδακτή. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται καθημερινὰ σὲ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ Μεγάλο Κεφάλαιο τοῦ μέλλοντος. Εἶναι μία νέα πολιτική, τὴν ὁποία ἡ ἀνθρωπότητα δὲν ἔχει ἀκόμα δοκιμάσει, διότι εἶναι ἀνώριμη. Ὅταν καταλάβει τὴν ἀξία της καὶ τὴν ἐφαρμόσει θὰ δεῖ πόσο ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἄλλη πολιτικὴ εἶναι. Ἔτσι, ἀντὶ τὴν παγκοσμιοποίηση τῆς οἰκονομίας καὶ τοῦ χρήματος, μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει τὴν Παγκοσμιοποίηση τῆς Ἀγάπης διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν Ἐκκλησιοποίηση τοῦ κόσμου.
«Καὶ γεννήσεται μία ποίμνη καὶ εἷς ποιμὴν» ὁ Χριστός, προβλέπει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Μόνο μία τέτοια παγκοσμιοποίηση τῆς Ἀγάπης, ἐνεργούμενη δι᾿ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ νὰ ἔχει μέλλον. Ὅλες οἱ ἄλλες Παγκοσμιοποιήσεις ποὺ θὰ πραγματοποιηθοῦν ἀπὸ ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους θὰ εἶναι θνησιγενεῖς. Μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ ἑνώσει εἰρηνικὰ καὶ μόνιμα μέσα στὴν Ἐκκλησία Του ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα.
γ. Εὐχαριστιακός (ὅσον ἀφορᾶ τὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ):
Ὁ πιστὸς χριστιανός, ἀφότου ἀνακαινισθεῖ μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, λαμβάνει κατὰ χάριν μερικῶς καὶ τὰ ἀξιώματα «τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ (δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ) ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος» (Ἰωὰν α΄ 16), δηλαδὴ ὅτι «ἀπ᾿ τὸ δικό του πλοῦτο (δηλαδὴ τὸν πλοῦτο τοῦ Χριστοῦ) πήραμε ὅλοι ἐμεῖς τὴν μία δωρεὰ πάνω στὴν ἄλλη».
Ὁ Χριστὸς κατὰ τοὺς Πατέρες, κατέχει τὸ τριπλὸ ἀξίωμα «Βασιλεύς, Προφήτης, καί Ἱερεύς.[3] Ἔτσι ὁ χριστιανὸς μετὰ τό βάπτισμά του κατέχει τὴν «γενικὴ ἱερωσύνη» ἀποτελεῖ ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος «Βασίλειον Ἱεράτευμα» δηλαδὴ ἱερατεῖον τοῦ Βασιλέως (Θεοῦ).
Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ, πρέπει νὰ ἔχει «εὐχαριστιακὸ χαρακτήρα». Πρῶτον, βεβαίως τὸ σῶμα του καὶ τὸ πνεῦμα του νὰ ἀποτελοῦν «θυσίαν ζῶσαν» γιὰ τὸν Θεό. Ἔπειτα, νὰ ἀπολαμβάνει ὅλων τῶν ἀγαθῶν ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεός, ἀνταποδίδοντας εὐχαριστία εἰς Αὐτόν.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προειδοποιεῖ τοὺς χριστιανοὺς ὅτι σὲ ὕστερους καιροὺς θὰ ἐμφανιστοῦν ψευδοπροφῆτες πλανημένοι, ποὺ θὰ ἐμποδίζουν τὸν γάμο καὶ θὰ διδάσκουν ἀποχὴ ἀπὸ κάποια φαγητὰ: «Τὸ δὲ Πνεῦμα ρητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστὴσονται τινὲς τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων, ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυτηριασμένων τὴν ἰδίαν συνήδεισιν, κωλυόντων γαμεῖν, ἀπέχεσθαι βρωμάτων ἃ ὁ Θεὸς ἔκτισε εἰς μετάληψιν μετ᾿ εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν. Ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλὸν καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον. Μετ᾿ εὐχαριστίας λαμβανόμενον. Ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου καὶ ἐντεύξεως», δηλαδὴ, «Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσῳ τῶν προφητῶν λέγει ὅτι στοὺς ἔσχατους καιροὺς θὰ ἀποστατήσουν μερικοὶ ἀπὸ τὴν πίστη καὶ θὰ προσκολληθοῦν σὲ πνεύματα παραπλανητικὰ καὶ σὲ διδασκαλίες δαιμονίων. Θὰ παρασυρθοῦν ἀπὸ ἀπατεῶνες καὶ ὑποκριτὲς ποὺ ἔχουν πωρωμένη τὴν συνήδεισή τους. Αὐτοὶ ἀπαγορεύουν τὸν γάμο καὶ ἐπιβάλλουν ἀποχὴ ἀπὸ φαγητὰ ποὺ τὰ ἐδημιούργησεν ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὰ τρῶνε καὶ νὰ τὸν εὐχαριστοῦν ὅσοι πίστεψαν καὶ κατανόησαν τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Γιατί κάθε τί ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός, εἶναι καλὸ καὶ τίποτα δὲν εἶναι ἀπόβλητο καὶ ἀπαγορευμένο, ὅταν τὸ χρησιμοποιοῦμε εὐχα-ριστώντας τὸ Θεό. Ἐπειδὴ ἐξαγιάζεται μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν προσευχὴ» (Α΄ Τιμ. δ΄ 1-6).
(1) Τὰ χαρίσματα τοῦ «κατ᾿ εικόνα» εἶναι:
α. ὁ λογικός νοῦς δηλαδὴ οἱ διανοητικὲς ἱκανότηες τοῦ ἀνθρώπου β. ἡ συνείδηση, πού εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχει μέσα του καὶ τὸν εἰδοποιεῖ γιὰ τὴν ἠθικὴ ποιότητα κάθε πράξεώς του. γ. τό αὐτεξούσιο, δηλαδὴ ἡ ἐλευθερία νὰ πράττει αὐτὸ ποὺ ἐπιλέγει. δ. ἡ προσωπική αὐτοσυνειδησία, δηλαδὴ ἡ ἱκανότητα νὰ αὐτοπροσδιορίζεται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς μεταβολὲς τοῦ περιβάλλοντος. ε. ἡ δημιουργικότητα τοῦ ἀνθρώπου, πού ἀποτελεῖ ἀφενὸς ἐκδήλωση τῶν διανοητικῶν ἱκανοτήτων του, ἀφετέρου ἀπόκριση στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ: «ἐργάζεσθε αὐτὸν (ἐννοεῖ τὸν Παράδεισο) καὶ φυλάττειν» στ. ἡ τάση πρός τό θεῖο «τὸ ἄνω θρώσκειν» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ποὺ δηλώνει τὴν αὐθόρμητη τάση καὶ ἀνάταση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ Θεό. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ εἶναι ἡ ἔμφυτη θρησκευτικότητα ποὺ παρατηρεῖται σὲ ὅλους τούς λαοὺς τῆς γῆς ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ ποὺ ἐκφράστηκε ἀπὸ τὸν Ἕλληνα Πλούταρχο μὲ τό: «εὕροις δ᾿ ἂν ἐπιῶν πόλεις ἀγραμμάτους, ἀτειχίστους… κ.λπ.
2. Ἀρετή κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο εἶναι : ἡ ἀκριβής τῶν δογμάτων γνῶσις καί ἡ περί τοῦ βίου ὀρθότης.
([3]) Προφήτης ἐδῶ σημαίνει ὄχι μόνο ὅτι προλέγει τά μέλλοντα, ἀλλά καί μεταφέρει τό λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἱερεύς, εἶναι αὐτός πού προσφέρει στό Θεό μέρος ἀπό τά δῶρα πού Ἐκεῖνος τοῦ χάρισε λέγοντάς Του «εὐχαριστῶ» (πρβλ «τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα»).