Οἱ Κερκυραῖοι, τότε καὶ τώρα

EΛΑΧΙΣΤΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑΣ Κ.Κ ΝΕΚΤΑΡΙΟΝ,
ΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ

Τελικὰ δὲν νίκησα τὸν πειρασμὸ τοῦ νὰ γράψω συγκρίνοντας τὸ τότε καὶ τὸ τώρα, σχετικῶς μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος, ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, πολιούχου Κερκύρας. 

«Μεγαλύνομέν Σε Ἱεράρχα Χριστοῦ, Τριμυθοῦντος ὧ Σπυρίδων, τό καύχημα, καὶ Κερκύρας ἀντιλήπτορα θερμόν».

«Σῶμα σου κατέχει, ὡς θησαυρὸν καὶ πλοῦτον, ἡ Κερκυραίων πόλις».

Ἡ μεγαλύτερη εὔνοια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ νησὶ τῶν Φαιάκων (Κέρκυρα) εἶναι ἐκτὸς τῶν ἄλλων,ἡ ἄφιξις καὶ διαμονὴ τῶν δύο πανιέρων λειψάνων τῶν τε Ἁγίων Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος καί Θεοδώρας τῆς Αὐγούστης. Ἡ παρουσία των, εὐλογία καὶ χάρις, παρηγορία καὶ ἀστείρευτος πηγὴ ἰαμάτων καὶ εὐεργεσιῶν διὰ τὸν τόπον, ἅμα δὲ ἐνίσχυσις καὶ προφυλακή, δίκην τείχους, τῆς ἀμωμήτου ὀρθοδόξου πίστεώς μας, ἐκ τῶν γειτονευόντων αἱρέσεων καὶ τῶν ἐξ αὐτῶν ἐπιδράσεων…

Τὸ νησί, πέρασε πολλὰ δεινὰ ἀπὸ ξένους εἰσβολεῖς καὶ κατακτητάς, τόσον κατὰ τοὺς π.Χ. χρόνους, ὅσο καὶ κατὰ τοὺς μ.Χ. χρόνους,ἀπὸ θεομηνίες, λοιμούς, λιμοὺς καὶ πολλὰ ἄλλα.

Μετὰ τὴν ἄφιξη τῶν πανιέρων λειψάνων, προστάτης, πολιούχος καὶ ἔφορος, ἔνεκεν ἀπείρων θαυμάτων καὶ εὐεργεσιῶν πρὸς τοὺς Κερκυραίους, κατέστη, ὁ μέγας Σπυρίδων.

Ἔτσι, ὅταν τότε, τὰ Χριστούγεννα τοῦ ἔτους 1629, ἔπληξε τὸν τόπο βαρὺ θανατικό, θερίζοντας τὸν κόσμο χωρὶς ἔλεος, τὸ πῶς ἀντιμετώπισαν τὴν φοβερὴ αὐτὴ κατάσταση οἱ πρόγονοί μας, ἄς ἀφήσουμε νὰ μᾶς τὸ περιγράψει,ὁ ἔντιμος συμπολίτης μας (κύριος Σπύρος Κατσαρός), ὅπως τὸ ἔχει καταγράψει εἰς τὸ βιβλίον του, « Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων ».

Ἡ πρώτη καὶ ἡ πιὸ μεγάλη Λιτανεία
κάθε χρονιᾶς

Κυριακὴ τῶν Βαΐων

Ἡ Ἱστορία δὲν ἔχει συναισθηματισμούς. Ἀφήνει νὰ ξετυλίγονται τὰ ἱστορικὰ γεγονότα πάνω στὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἀδιαφορεῖ ἄν φέρνουν τὸ καλὸ καὶ τὴν εὐτυχία, ἤ τὸ κακὸ καὶ τὴν συμφορὰ καὶ τὴν δυστυχία.

Κατόπιν ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀπὸ πάνω του πέρασαν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα. Καὶ πιάνοντας τὶς συμφορὲς καὶ τὶς εὐτυχίες, καθαγιάζει τὴν θεραπεία τῶν πρώτων καὶ τὴν πηγὴ τῶν δευτέρων, ἀποδίδοντας ὅλα στὴν Θεία Δύναμη.

Κάθε χρόνο, τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ἀπ’ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς Κερκυραϊκῆς γῆς κι ἀκόμα ἀπ’ ὅλες τὶς γειτονικὲς πρὸς τὴν Κέρκυρα Ἑλληνικὲς πατρίδες, συρρέουν στὴν πόλη Κέρκυρα, πλήθη Χριστιανῶν, γιὰ νὰ συμμετάσχουν στὴν ἐκδήλωση λατρείας τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν Λιτάνευσή Του αὐτὴ τὴν ἡμέρα.

Κάθε χρόνο, μυριάδες χείλη Κερκυραίων καὶ ἐπισκεπτῶν, ψιθυρίζουν τὶς ἴδιες εὐχὲς μὲ σκυμμένα εὐλαβικὰ τὰ κεφάλια, καθὼς ἡ Χάρη Του διαβαίνει.

Καὶ οἱ καρδιὲς χτυποῦν παρακλητικά. Μιὰ ἀτμόσφαιρα εὐλαβικῆς κατανύξεως αἰωρεῖται μέσα καὶ πάνω ἀπὸ τὴν πόλη.

Καὶ καθὼς οἱ  καμπάνες σκορπίζουν τοὺς θριαμβικοὺς ἤχους τους γιὰ τὸν θρίαμβο τοῦ Καλοῦ Ἁγίου πάνω στὸ κακό, ὁ οὐρανὸς δέχεται γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὶς δεήσεις καὶ τὶς εὐχαριστίες τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ἐκφράζουν τὴν ἀκατάλυτη δύναμη τῆς πίστεως.

Χριστούγεννα τοῦ 1629

Ἡ ἐπιδημία

Ἁπλή εἶναι ἡ ἱστορία ποὺ ὁδήγησε στὴν ἐπίσημη καθιέρωση τῆς Λιτανείας τῶν Βαΐων. Ἁπλή, ὅπως ἁπλὲς ὅμως, γεμᾶτες δόξα καὶ ποίηση καὶ περισσὸ μεγαλεῖο, εἶν’ ὅλες οἱ ἱστορίες τῆς Θρησκευτικῆς μας ζωῆς.

Βαρὺ «θανατικὸ» ἅπλωσε ξαφνικά τὰ μαῦρα φτερά του τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1629 πάνω ἀπ’ τὴν πόλη καὶ ἄρχισε νὰ θερίζει τὸν κόσμο δίχως ἔλεος.

Μὲ τὰ πρῶτα κι ὅλας κρούσματα, ἡ Διοίκηση τοῦ Νησιοῦ, ξοδεύοντας τὸ τεράστιο ποσὸν τῶν χιλίων δουκάτων, ἔλαβε ὅλα τὰ μέτρα γιὰ τὸν περιορισμὸ τῆς ἐξάπλωσης καὶ τὴν καταστολὴ τῆς φοβερῆς ἀρρώστιας.

Μάταιος κόπος. Κάθε μέρα τὸ θανατικὸ καὶ περισσότερους θέριζε κι ὅλο ἁπλωνόταν πρὸς τὶς ἐξοχές. Ὁ Χάρος δὲν ἔκανε διάκριση. Χτυποῦσε ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. Παιδιά, νέους, γέρους. Πλούσιους καὶ φτωχούς.

Οἱ εἰκόνες ἦσαν τρομαχτικές. Θλιβερὲς πομπὲς διασχίζανε μέρα καὶ νύχτα τοὺς ἔρημους ἀπὸ κόσμο δρόμους, μεταφέροντας πάνω σὲ ἀλογοσυρόμενα κάρα σωροὺς ἀπὸ πτώματα, ποὺ ἐνταφίαζαν ὅπως – ὅπως, συχνὰ δίχως παππᾶ, σὲ μεγάλους ὁμαδικοὺς τάφους στὰ περίχωρα τῆς πόλης, στοὺς λόγγους καὶ στὶς ῥεματιές.

Ὅπως εἶναι γνωστό, Νεκροταφεῖα τότε δὲν ὑπῆρχαν. Οἱ νεκροὶ θάπτονταν εἴτε μέσα στοὺς ναούς, εἴτε στὰ περιβόλια ὁλόγυρά τους. Μὰ οἱ  χῶροι αὐτοί, μόλις ἐπαρκοῦσαν γιὰ τοὺς φυσιολογικοὺς ἀραιοὺς θανάτους. Ἔτσι ἡ ἀνάγκη ὁδηγοῦσε σὲ λύσεις ἀπελπισίας. Καὶ τέτοια λύση ἐδῶ, ἦταν ὁ ὁμαδικὸς τάφος, μακρυὰ ἀπὸ τὴν κατοικημένη περιοχή.

Μέσα σ’ ἐκείνη τὴν κοσμογονικὴ συμφορὰ ποὺ ἔπληττε τὸν τόπο ἐπὶ ὁλόκληρους μῆνες κι ἀφοῦ ἡ μόλυνση εἶχε λάβει τόσο τεράστια ἔκταση ὥστε ἡ Ἐπιστήμη νὰ σηκώνει τὰ χέρια της ἀνίσχυρη, τὰ βλέμματα τῶν Κερκυραίων στράφηκαν πρὸς τὸν προστάτη τους Ἅγιο. Ἦταν παραμονὲς τοῦ Πάσχα, τοῦ 1630.

Καὶ ξημερώνοντας Σάββατο τοῦ Λαζάρου, πλήθη Κερκυραίων ποὺ μὲ τὸ χάραμα εἶχαν θάψει τοὺς νεκρούς τους – ἑκατοντάδες νεκροὺς – συνέρρευσαν στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια δεήθηκαν στὸν Ἅγιο νὰ σώσει ἀπὸ τὸν φοβερὸ κίνδυνο τὸ Νησί, ποὺ ὁ κόσμος του τὸν τιμοῦσε καὶ τὸν εἶχε μόνη ἐλπίδα καὶ προστασία του.

Ἦταν δέ, τόση ἡ πίστη τοῦ κόσμου ἐκείνου, ὥστε ἀπὸ τὴν ἴδια κι ὅλας ἡμέρα, οἱ θάνατοι λιγόστεψαν. Ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν μολυνθεῖ, εἶδαν στὸν ὕπνο τους τὸν Ἅγιο νὰ τοὺς ὑπόσχεται τὴν γιατρειά. Καὶ θεραπεύτηκαν σὰν ἀπὸ Θεία Δύναμη.

Ἐν τῶ μεταξύ, τὶς φοβερὲς ἡμέρες ποὺ ἡ ἐπιδημία βρισκόταν στὴν μεγαλύτερη ἔντασή της, πάνω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου, φαινόταν νὰ λάμπει κάτι σὰν φῶς ὑπερκόσμιας κανδύλας. Καὶ τὸ παράξενο αὐτὸ καὶ θαυμαστὸ φαινόμενο, ποὺ ἔμοιαζε σὰν τὸ ἀκοίμητο μάτι τοῦ Ἁγίου, εἶδαν καὶ μαρτύρησαν, οἱ φρουροὶ τοῦ Κάστρου ποὺ ἔβλεπαν ἀπὸ ψηλὰ τὴν ἐκκλησία. Τὸ κατέγραψε δὲ ὁ σύγχρονός τους ἱστορικὸς τῆς Κέρκυρας,  Ἀνδρέας Μάρμορας,  στὴν ἱστορία του.

Πάσχα τοῦ 1630

Ἡ θεραπεία

Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Κερκυραϊκὸς Λαὸς συγκεντρώθηκε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου καὶ δεήθηκε γιὰ τὴν σωτηρία του, τὰ κρούσματα ἄρχισαν νὰ ἑλαττώνονται.

Ἡ ἀρρώστια ἄρχισε νὰ ὑποχωρεῖ. Καὶ τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων τοῦ 1630, σταμάτησε νὰ σκοτώνει καὶ ἔσβησε ὁλότελα.

Τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας τοῦ τόπου ἀπὸ τὴν φοβερὴ ἐπιδημία ποὺ ἐρήμαξε κυριολεκτικὰ τὸ Νησί, φυσικὸ ἦταν νὰ γιορταστεῖ καὶ νὰ τιμηθεῖ ὁ Προστάτης καὶ σωτήρας Ἅγιος.

Τὴν ἴδια ἡμέρα τῶν Βαΐων, μὲ αἵτηση τῶν Συνδίκων τῆς Κερκυραϊκῆς Κοινότητας πρὸς τὶς Βενετσιάνικες Ἀρχές, λιτανεύτηκε γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία του, τὸ Ἅγιο Λείψανο. Πλήθη χαροκαμένου, μὰ χαρούμενου γιὰ τὴν σωτηρία λαοῦ, ὑμνολογοῦσαν τὸ Ἅγιο Λείψανο.

Ἐνῶ οἱ Κερκυραῖοι ἀνταποδίδοντας στὸν Ἅγιο τὴν μεγάλη του εὐεργεσία, συγκέντρωσαν μὲ ἕρανο τὸ ποσὸ τῶν πέντε χιλιάδων δουκάτων, τὰ ὁποῖα παρέδωσαν στὴν Ἐγχώρια Διοίκηση, γιὰ νὰ ἐξωραϊσθεῖ  ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου.

Ἀλλά, «ἵνα ἐν παντὶ χρόνῳ καὶ εἰς ἕνα ἕκαστον, οἱασδήποτε ἡλικίας ὄντα καὶ ἐπόμενον, τηρηθῆ ἐν τῇ μνήμῃ τὸ μέγα θαῦμα τοῦ εὐλογημένου Ἁγίου» ἡ Κοινότητα τῆς Κέρκυρας ἐκφράζοντας τὴν κοινὴ ἐπιθυμία, μὲ ἀναφορὰ πρὸς τὴν Βενετσιάνικη Διοίκηση, ἐζήτησε νὰ καθιερωθεῖ ἡ λιτανεία τοῦ Ἁγίου, ὥστε, νὰ ἑορτάζεται κάθε χρόνο ἡ ἀνάμνηση τοῦ πράγματος. Φυσικὰ ἡ Βενετσιάνικη Διοίκηση δὲν εἶχε λόγο ν’ ἀρνηθεῖ. Καὶ μὲ Θέσπισμά της τῆς 21ης Ἰουνίου 1630, διέταξε, «ἵνα κατ’ ἔτος καὶ ἐπὶ παντὸς τελεῖται ἡ λιτανεία πανδήμως».

Ἔτσι, ἀπὸ τὸ 1631, πῆρε ἀρχὴ ἡ λιτανεία τῶν Βαΐων. Ἔθιμο ποὺ γεννήθηκε πρὶν 350 ὁλόκληρα χρόνια κι ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ καὶ νὰ  μένει ἀθάνατο.

Τὸ δρᾶμα «Σαραντάρη»

Τὸ πῶς μεταδόθηκε στὴν Κέρκυρα ἡ πανοῦκλα τοῦ 1629 ποὺ ῥήμαξε ὁλόκληρα χωριὰ καὶ ἐξαφάνισε χιλιάδες οἰκογένειες, δὲν εἶναι ἀκριβῶς γνωστό. Ὑπάρχει ὅμως πάνω σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα, μιὰ ἐξήγηση σκοπιμότητας, ποὺ θὰ πρέπει νὰ τὴν ἀναφέρουμε γιὰ νὰ κάνουμε πιὸ πλῆρες τοῦτο τὸ Χρονικό.

Τὰ πρῶτα τέσσερα κρούσματα τῆς ἀρρώστιας, φανερώθηκαν τὴν νύχτα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1629. Ἀμέσως τότε ἡ Ὑγειονομική Ἀρχή, προσπάθησε,ἐρευνῶντας, νὰ ἀνακαλύψει τὴν πηγὴ τοῦ κακοῦ. Καὶ οἱ μεθοδικὲς ἔρευνες ὁδήγησαν στὴν διαπίστωση, ὅτι τὴν ἀρρώστια ἔφερε ἡ Οἰκογένεια Σαραντάρη.

Ὁ Ὁδηγητριανὸς Σαραντάρης, Εὐγενὴς καὶ Δικηγόρος, ἦταν καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς Προβλεπτὲς τῆς Ὑγείας. Διαπιστώθηκε λοιπόν, εἶπαν, πὼς ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες του ἀνέβηκε σ’ ἕνα Τούρκικο πλοῖο ποὺ βρισκόταν στὸ λιμάνι τῆς Κέρκυρας κι ἀφοῦ εἶχε περάσει το προβλεπόμενο χρονικὸ διάστημα τῆς καραντίνας. Ὁ ὑπηρέτης πῆρε ἀπὸ τὸ Τούρκικο πλοῖο δύο μαντήλες, τἰς ὁποῖες  χάρισε στὴν κυρά του.

Ἐκείνη, τὶς ἔδωσε σὲ μία ἀπὸ τὶς θυγατέρες της νὰ τὶς φυλάξει. Ἡ κόρη τὶς ἔκλεισε σ’ ἕνα μπαοῦλο καὶ ξαφνικὰ ἀμέσως μετά, ἔνοιωσε ἀδιαθεσία, ἐνῶ ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα, πέθανε.

Οἱ φίλοι καὶ συγγενεῖς ποὺ ἔτρεξαν στὸ σπίτι τοῦ Σαραντάρη γιὰ νὰ συλλυπηθοῦν καὶ κυρίως οἱ γυναῖκες ποὺ ἀγκάλιαζαν καὶ φιλοῦσαν τὴν νεκρή,προσβλήθηκαν ἀπὸ πανοῦκλα, ποὺ τάχιστα μεταδόθηκε σ’ ὁλόκληρη τὴν πόλη καὶ σ’ ὁλόκληρο τὸ Νησί, γιὰ νὰ σκορπίσει τὴν συμφορὰ καὶ τὸ πένθος, ἀφανίζοντας τὸν ὄμορφο τοῦτο τόπο.

Μὲ τὸν θάνατο λοιπὸν τῆς κόρης του, ἀρχίζουν τὰ τραγικά βάσανα τοῦ Ὁδηγητριανοῦ Σαραντάρη. Αὐτός, ἡ γυναίκα του καὶ τὰ πέντε παιδιά του ποὺ τὸ μεγαλύτερο ἦταν μόλις 14 χρονῶν, μεταφέρθηκαν στὸ Λαζαρέτο. Ἐκεῖ ὀ ἄτυχος Σαραντάρης, χωρὶς κἄν νὰ περάσει ἀπὸ μιὰ τυπικὴ δίκη, μπροστὰ στὰ μάτια τῆς γυναῖκας του καὶ τῶν ἀνήλικων παιδιῶν του, τουφεκίστηκε. Τὸ πτῶμα του κάηκε στὴν πυρά. Καὶ ἡ στάχτη σκορπίστηκε στὸν ἄνεμο, νὰ μὴ μείνει τίποτε ἀπ’ αὐτὸν στὰ ἐγκόσμια.

Ἀλλά, γιὰ τὸ ἐὰν ἦσαν τὰ δύο μαντήλια ποὺ ἔφεραν τὴν πανοῦκλα στὴν Κέρκυρα, ὑπάρχουν σοβαρὲς ἀντιρρήσεις. Κατ’ ἀρχὴν τὸ Τούρκικο πλοῖο εἶχε περάσει ἀπὸ αὐστηρὴ καραντίνα καὶ δὲν παρουσιάστηκε κρούσμα ἀρρώστιας σ’ αὐτό. Ὕστερα, οὔτε ὁ ὑπηρέτης ποὺ τὰ πῆρε στὰ χέρια του πρῶτος  οὔτε ἡ Σαραντάραινα ποὺ τὰ παρέλαβε, προσβήλθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια.

Καὶ θέλουν νὰ ποῦν, πὼς ἡ βεβιασμένη ἐκείνη καὶ χωρὶς δίκη ἐκτέλεση τοῦ ἄτυχου Σαραντάρη, ἦταν ἕνα καθαρὸ ἔγκλημα συγκεκαλυμμένο. Δεινὸς ῥήτορας καὶ ἄξιος Δικηγόρος ὁ Σαραντάρης, εἶχε γεννήσει μὲ τὶς ἐπιτυχίες του ὁλόγυρά του τὸν φθόνο στοὺς συναδέλφους του, καὶ τὸ μίσος στοὺς ἀντιδίκους του. Οἱ ὁποῖοι καὶ βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν ξεκάνουν καὶ ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν παρουσία του.

Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη ἐκδοχή. Ποὺ εἶναι καὶ ἡ πιὸ πιθανή. Ἡ ὀργὴ τοῦ ὄχλου στὶς τραγικὲς γιὰ τὴν ὕπαρξή του στιγμές, ζητάει νὰ βρεῖ ἐνόχους, πάνω στοὺς ὁποίους θὰ δώσει διέξοδο στὸ πάθος τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀγωνίας ποὺ τὸν διακατέχει. Μὴ ξέροντας σὲ ποιόν νὰ  ξεσπάσει ὁ ὄχλος, τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ ἔνστικτο σκόρπισε τὴν λογική, ζήτησε ἕνα θῦμα κι ἔγινε ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, αἴτιος τῆς ἀδικίας τοῦ θανάτου. Ἕνα ἐξιλαστήριο θῦμα ἦταν ὅπως φαίνεται, ὁ τραγικὸς Κερκυραῖος Δικηγόρος Σαραντάρης.

…καὶ σὰ στὸ Μαραθιά !

Μιὰ ἄλλη τραγικὴ σελίδα τῆς φοβερῆς ἐκείνης ἐπιδημίας τοῦ 1629, εἶναι τὸ μικρὸ χωριὸ Μαραθιᾶς τῆς Λευκίμμης.

Ἐκεῖ ἡ πανούκλα ἔπεσε ξαφνικὰ καὶ μέσα σὲ  2 – 3 ἡμέρες,ἔκοψε ὅλους τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ. Οὔτε ἕνας ἔμεινε, γιὰ νὰ εἰδοποιήσει τὰ γύρω. Τὸ χωριὸ  τὸ ῥήμαξε ὁλότελα.

Καὶ ἀπόμεινε ἀπὸ τότε ἡ κατάρα : Στάχτη καὶ όιάργυρο καὶ σὰ στὸ Μαραθιᾶ…

Ὁ Ἅγιος της Κορακιάνας

Μὲ τὴν ἐπιδημία τῆς πανούκλας τοῦ 1629, εἶναι συνδεδεμένη καὶ μιὰ ὡραία παράδοση τῆς Κορακιάνας. Ὁ τότε Πρωτοπαππᾶς τῆς περιοχῆς Κορακιάνας Σαββανῆς, ἦταν ἕτοιμος ν’ ἀρχίσει τὸ χτίσιμο μιᾶς ἐκκλησιᾶς, στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας.

Ξαφνικὰ ἔπεσε ἡ πανούκλα, ἡ ὁποία ἔπληξε βαρειὰ τὸ γειτονικὸ χωριὸ τοῦ  Ἁγίου Μάρκου. Καὶ φυσικὰ ἀπειλοῦσε νὰ ἐπεκταθεῖ καὶ πρὸς τὴν Κορακιάνα.

Τότε ὁ Πρωτοπαππᾶς Σαββανῆς μαζὶ μὲ πλῆθος λαοῦ, λιτάνεψαν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, ζητῶντας του προστασία γιὰ τὸ ἀπειλούμενο χωριό τους. Ἡ λιτανεία κατέβηκε ὡς κάτω, στὰ σύνορα τῶν δύο χωριῶν.

Ἐκεῖ, ὑπάρχει μιὰ μεγάλη πλάκα, ἡ ὁποία ἔχει πάνω της ἕνα βαθὺ σημάδι ποὺ μοιάζει μὲ πέλμα. Ἡ παράδοση τῆς Κορακιάνας λέει, πὼς ἡ πανούκλα εἶχε φθάσει ὡς ἐκεῖ.

Εἶχε πατήσει τὴν πλάκα – σύνορο τῶν δύο χωριῶν, στὴν ὁποία ἀποτυπώθηκε τὸ πέλμα της. Βλέποντας ὅμως τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου δὲν προχώρησε. Καὶ ἡ Κορακιάνα δὲν προσβλήθηκε ἀπὸ τὸ θανατικὸ τοῦ 1629 ποὺ εἶχε ἀφανίσει τὴν Κέρκυρα ὁλόκληρη.

Γι’ αυτὸν τὸν λόγο καὶ ὁ Πρωτοπαππᾶς Σαββανῆς, χτίζοντας ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκκλησία του, δὲν τὴν ἀφιέρωσε στὴν Παναγία ὅπως ἀρχικὰ εἶχε ἀποφασίσει, ἀλλὰ ἐτίμησε, τὸν Προστάτη Ἅγιο Σπυρίδωνα. Ἡ δὲ μικρὴ αὐτὴ ἐκκλησία τῶν Σαββανῆ, σώζεται καὶ σήμερα στὴν Κορακιάνα, ἀνέπαφη.

Λιτανεία τοῦ Πρωτοκύριακου

(Πρώτης Κυριακῆς τοῦ Νοεμβρίου)

Τέταρτη καὶ τελευταία στὴν σειρὰ τῶν ἐτήσιων λιτανειῶν τοῦ Ἁγίου, ἡ λιτανεία, τῆς Πρώτης Κυριακῆς τοῦ Νοεμβρίου. Καθιερώθηκε μὲ Ἀπόφαση τῆς Βενετσιάνικης Ἀρχῆς τοῦ Νησιοῦ, γιὰ νὰ θυμίζει κάθε χρόνο στοὺς Κερκυραίους καὶ ὅλους τοὺς Χριστιανούς, ὅτι μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Προστάτη Ἁγίου, σώθηκε ἡ Κέρκυρα ἀπὸ τὴν φοβερὴ πανούκλα, ποὺ γιὰ δεύτερη φορὰ ἐκεῖνο τὸν χρόνο εἶχε σκιάσει μὲ τὰ μαῦρα φτερά της κι εἶχε μετατρέψει σὲ πένθος τὴν χαρούμενη ζωὴ τοῦ τόπου.

Μὲ ἁπλᾶ  λόγια μᾶς ἐξιστοροῦν οἱ Συναξαριστὲς τὸ ἱστορικὸ τῆς τραγικῆς ἐκείνης ἐποχῆς. Ὅταν ἀναλογιστοῦμε τὶς φοβερὲς συνθῆκες μέσα στὶς ὁποίες διαβιοῦσε ὁ κόσμος ἐκείνης τὴς ἐποχῆς καὶ ὅταν μετρήσουμε τὴν ὑποτυπώδη ὑγειονομικὴ προστασία ποὺ ὑπῆρχε, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβουμε πὼς ὅλο, μὲ μιᾶς, τὴν χρονιὰ ἐκείνη – μιὰ ἀπὸ τὶς ἡμέρες τοῦ 1673 – βαρὺ θανατικὸ ἔπληξε τὴν πόλη τῆς Κερκύρας.

Τὰ πρῶτα κρούσματα παρουσιάστηκαν στὸ Προάστειο τῆς Γαρίτσας. Σύντομα ὅμως τὸ μίασμα προχώρησε σὲ ὅλες τὶς συνοικίες καὶ ἁπλώθηκε ἀνυποχώρητο σ’ ὁλόκληρη τὴν πολιτεία.

Ὁ θάνατος θέριζε ἀνελέητα τὸν ὑγειονομικὰ ἀνυπεράσπιστο κοσμάκη. Κάθε νύχτα θλιβερὲς θεωρίες διέσχιζαν τοὺς ἔρημους καὶ σκοτεινοὺς δρόμους. Μπροστὰ ἕνας ἄνθρωπος κρατῶντας ἕνα φανάρι, σκόρπιζε ἀσβέστη.

Πίσω οἱ νεκροθάφτες σήκωναν τὸ ξυλοκρέββατο μὲ τὸν πεθαμένο, τυλιγμένον σ’ ἕνα ἄσπρο σεντόνι, καὶ περιχυμένον μὲ ἀσβέστη. Τὴν μακάβρια συνοδεία ἔκλεινε ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος, ποὺ σκόρπιζε κι αὐτὸς ἀσβέστη.

Οὔτε παππᾶς νὰ ψιθυρίσει τὶς νεκρώσιμες εὐχές. Οὔτε συγγενεῖς νὰ κλαῖνε μαυροφορεμένοι. Οὔτε ἄλλος κανείς. Κι ἔτσι σιωπηλὴ καθὼς πρόβαινε ἡ συνοδεία μέσα στὸ σκοτάδι, εἶχε κάτι ἀπὸ τὰ ταξείδια τοῦ Χάροντα,  στὴν  σκοτεινὴ Ἀχερουσία.

Στὸν τόπο ποὺ εἶχε ἐπιλεγεῖ γιὰ τὴν ταφὴ (κάποιος ἔρημος τόπος, γιατί ὀργανωμένα Νεκροταφεῖα δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμα κι οἱ χώροι τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ θάπτονταν οἱ νεκροί, δὲν ἐπαρκοῦσαν), μὲ τὴν ἴδια θλιβερὴ σιωπή, τὸ μολυσμένο πτῶμα, ριχνόταν σ’ ἕνα πρόχειρα σκαμμένο λάκκο καὶ σκεπαζόταν βιαστικά.

Οἱ συνοδοὶ Νεκροθάφτες, ἔπαιρναν τότε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς,γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸ μακάβριο ἔργο τους.

Οἱ Συναξαριστές, δὲν μᾶς λένε ἐδῶ, πότε ἀκριβῶς ἄρχισε καὶ πόσο κράτησε τὸ κακό. Σημειώνουν μονάχα ὅτι ἡ φοβερὴ ἐπιδημία σταμάτησε ἀπότομα τὶς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Ὀκτώβρη.

Τότε, ἐπὶ τρεῖς νύχτες, στὴν κορυφὴ τοῦ καμπαναριοῦ τῆς ἐκκλησιᾶς Του, ἕνα ὑπερκόσμιο σταθερὸ φῶς ἔκανε νὰ διακρίνεται ὁ Θαυματουργὸς Ἅγιος αἰωρούμενος, κρατῶντας τὸν Σταυρὸ στὸ χέρι καὶ καταδιώκοντας τὸ θανατικὸ ποὺ ἔμοιαζε μὲ κατάμαυρο φάντασμα, καὶ προσπαθοῦσε ν’ ἀποφύγει τὸν Ἅγιο καὶ νὰ σωθεῖ.

Πολλοὶ μάλιστα μαρτύρησαν ὅτι ἄκουσαν τὶς τρομαγμένες οἰμωγὲς τοῦ μαῦρου φαντάσματος, ποὺ καθὼς ἔφευγε ἀπὸ τὴν ἀνυποχώρητη καταδίωξη τοῦ Ἁγίου, ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὴν πόλη.

Ἡ λαϊκὴ φαντασία τροφοδοτούμενη ἀπὸ τὴν θερμὴ πίστη, στὰ μακρυνὰ ἐκεῖνα χρόνια, συνέθεσε τοὺς πιὸ ὡραίους θρησκευτικοὺς μύθους, ποὺ ἀποτέλεσαν γιὰ τὶς μεγάλες μάζες, τὸ προπύργιο τῆς Χριστιανικῆς πίστης.

Ἡ Βενετσιάνικη Διοίκηση, Ὑπακούοντας στὴν λαϊκὴ Κερκυραϊκὴ ἐπιθυμία, ὥρισε μὲ Ἀπόφασή της, νὰ λιτανεύεται κάθε χρονιά, τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου, τὸ Ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου, σὲ ἀνάμνηση τοῦ Θαύματος.

https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/40908-oi-kerkuraioi-tote-kai-tora