Γράφει ο Δημήτρης Σπηλιώτης, Εφέτης ΔΔ
Στο άρθρο 2 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπεται ότι «Η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών». Η διάταξη αυτή, η οποία αφορά την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, είναι κατευθυντήρια και θέτει τις βάσεις διαμόρφωσης των διεθνών σχέσεων της Χώρας. Οι βάσεις αυτές είναι η συμμόρφωση προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, η εμπέδωση της ειρήνης, η εμπέδωση της δικαιοσύνης και η ανάπτυξη φιλικών σχέσεων μετά των άλλων λαών και μεταξύ των κρατών.
Η διάταξη αυτή απηχεί μια πλουραλιστική θεώρηση των διεθνών σχέσεων της Χώρας, καθώς κάνει λόγο για κανόνες του διεθνούς δικαίου, για ειρήνη, για δικαιοσύνη και για συνεργασία μεταξύ των λαών και των κρατών. Ωστόσο, δεν αποκρούει την παραδοσιακή θεώρηση των διεθνών σχέσεων της Χώρας, αυτήν δηλαδή του κλασσικού ή πολιτικού ρεαλισμού. Θεώρηση, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ των άλλων, το κράτος λειτουργεί με βάση το εθνικό του συμφέρον και επιδιώκει τη στρατιωτική του ισχύ, έχοντας υπόψη ότι οι κανόνες του διεθνούς δικαίου δεν καθορίζουν αποτελεσματικά τις διεθνείς σχέσεις μεταξύ των κρατών, αλλά εξυπηρετούν συνήθως τα συμφέροντα των ισχυρών. Η θεώρηση αυτή προκύπτει από την ερμηνεία των όρων «εμπέδωση της ειρήνης» και «[εμπέδωση] της δικαιοσύνης». Επίσης, η εν λόγω διάταξη δεν αποκρούει και την πολιτισμική θεώρηση των διεθνών σχέσεων της Χώρας, (θεώρηση) η οποία συνάγεται από την ερμηνεία του όρου «φιλικών σχέσεων» με τους άλλους λαούς, ιδίως τους γειτονικούς.
Η ρήση του Βιργίλιου «αν θέλεις ειρήνη, να προετοιμάζεσαι για πόλεμο» αποδίδει μια αλήθεια, η οποία αποδεικνύεται συνεχώς και διαχρονικά στην ιστορία των κρατών. Με τον όρο «εμπέδωση της ειρήνης» ο συνταγματικός νομοθέτης κατευθύνει την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της Ελλάδας να μεριμνά συντονισμένα για τη μεγιστοποίηση της ισχύος της Χώρας (ιδίως του κύρους του Κράτους και των Ενόπλων Δυνάμεων), έτσι ώστε, δια της ισορροπίας της ισχύος, να επιτυγχάνεται η εδραίωση της ειρήνης στην περιοχή, όπου, δυστυχώς, υπάρχουν λαοί και κράτη εχθρικώς διακείμενοι προς τους Έλληνες και την Ελλάδα. Στην περίπτωση δε που κάποιο κράτος εκδηλώνει συστηματικώς επιθετική και, συνεπώς, παράνομη – ως προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου – συμπεριφορά έναντι της Ελλάδας, αμφισβητώντας εμπράκτως την εδαφική ακεραιότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματά της, με εμφανή σκοπό την επέκταση της κυριαρχίας του σε βάρος της, τότε η Ελλάδα θα πρέπει, κατά την έννοια της εν λόγω συνταγματικής διάταξης, όχι να προσφύγει σε μεθόδους ειρηνικού διακανονισμού (όπως πχ αλυσιτελή διαπραγμάτευση με το εχθρικώς διακείμενο κράτος), αλλά, όντας σε κατάσταση άμυνας, να προκαλέσει σε βάρος του κράτους αυτού συντριπτικό πλήγμα, πειθαναγκάζοντάς το να συμμορφωθεί προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και να στέρξει στην ειρήνη. Διαφορετικά, η επιθετική συμπεριφορά του άλλου κράτους θα συνεχίζεται και θα αυξάνεται, ωσότου επιτευχθούν οι στόχοι που έχει θέσει κατά της Ελλάδας, με αποτέλεσμα η ως άνω «εμπέδωση της ειρήνης» να σημαίνει στην πραγματικότητα «ειρηνικός ακρωτηριασμός της Ελλάδας», προοπτική την οποία ο συνταγματικός νομοθέτης ουδόλως ανέχεται.
Με τον όρο «[εμπέδωση] της δικαιοσύνης» ο συνταγματικός νομοθέτης δεν εννοεί μόνο την εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου – στον βαθμό που οι τελευταίοι είναι εφαρμόσιμοι. Και τούτο, διότι (α) λίγοι από τους κανόνες αυτούς αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο (jus cogens), (β) οι δράσεις των αρμόδιων οργάνων των Ηνωμένων Εθνών (μέτρα του Συμβουλίου Ασφαλείας, ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης κ.ά.), ακόμη και αν συντελούν στη συμμόρφωση προς τους εν λόγω κανόνες, δεν συνιστούν μοχλούς εμπέδωσης των κανόνων αυτών στους λαούς και τα κράτη που ρέπουν στην τέλεση διεθνώς παράνομων πράξεων και (γ) η ευθύνη του κράτους από παραβίαση διεθνούς υποχρέωσής του συνίσταται κυρίως στην υποχρέωση επανόρθωσης της ζημίας. Με τον πιο πάνω όρο ο συνταγματικός νομοθέτης εννοεί κυρίως την εμπέδωση της ιδέας της δικαιοσύνης και, ειδικότερα, την «απόδοση της ιστορικής δικαιοσύνης» από μέρους της Ελλάδας προς τους άλλους λαούς και τα κράτη που εμπλέκονται στη διαμόρφωση της νεότερης ιστορίας του Ελληνισμού (ήτοι από το 1204 και μετά). Με τον όρο αυτόν ο συνταγματικός νομοθέτης κατευθύνει την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της Ελλάδας να μεριμνά συντονισμένα, αξιοποιώντας κάθε στρατηγική του διεθνούς συστήματος, για την ανάκτηση της εθνικής αξιοπρέπειας των Ελλήνων, για την ανταπόδοση στους υπευθύνους (εχθρούς και συμμάχους) των πολιτικών πρακτικών που μετήλθαν για να προκαλέσουν την κακοποίηση και τη θλιβερή μετάλλαξη της Ελλάδας, για την ανάδειξη της ιδιοπροσωπίας του νέου Ελληνισμού έναντι της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης, για την τιμωρία όλων εκείνων που αδίκησαν την Ελλάδα, κατά τη νεότερη ιστορία του Ελληνισμού, προκαλώντας εκατομμύρια θύματα από εγκληματικές ενέργειες (σκλαβιά, γενοκτονία, σφαγές, λεηλασίες, παιδομαζώματα, διώξεις, καταστροφές, αρπαγές, παντοειδή αδικήματα …), και, τέλος, όταν οι διεθνείς συνθήκες το επιτρέψουν, κατά τη Θεία Πρόνοια και τους πνευματικούς νόμους, για την ολοκλήρωση της εθνικής παλιγγενεσίας του 1821, ήτοι την ανάκτηση των απολεσθέντων, την επιστροφή δηλαδή των Ελλήνων στην κοιτίδα και φυσική πρωτεύουσα της Ρωμιοσύνης, την Κωνσταντινούπολη, ταυτόχρονα με την αναλαμπή και την κατίσχυση της Ορθοδοξίας, προοπτική την οποία ο συνταγματικός νομοθέτης ουδόλως αποκρούει.
Εξάλλου, για την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων των Ελλήνων με τους άλλους λαούς, ιδίως τους γειτονικούς, απαιτείται συνάφεια πολιτισμού, κουλτούρας, πίστης, ηθικού κώδικα. Με λαό, η θρησκεία του οποίου θεωρεί «απίστους» εκείνους που ασπάζονται άλλη θρησκεία και ωθεί τους οπαδούς της να τους φονεύουν, δεν είναι δυνατό οι Έλληνες να αναπτύξουν φιλικές σχέσεις. Όταν μάλιστα ο λαός αυτός είναι εκείνος που επί σχεδόν 10 αιώνες εκδηλώνει συστηματικά τη βάρβαρη ιδιοσυγκρασία του έναντι των Ελλήνων, ασελγώντας βάναυσα στο σώμα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, τότε οι μόνες σχέσεις που μπορούν να αναπτυχθούν είναι οι σχέσεις επαναφοράς των πραγμάτων στη φυσική τους διάσταση και αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας στην περιοχή.
Δημήτρης Σπηλιώτης
Εφέτης ΔΔ