της Μαρίας Κορνάρου
Είναι πράγματι θαυμαστό, ότι ο Θεός δεν επιλέγει να μας αποκαλύπτεται μόνο θαυματουργικά και προσωπικά. Αποκαλύπτεται και μέσα από τους ανθρώπους. Δεν μπορούμε να Τον συναντήσουμε μονάχα με την ησυχία και την προσευχή. Χρειαζόμαστε και ένα πρόσωπο μέσα από το οποίο να μας αποκαλυφθεί το θέλημα του Θεού. Αυτό φάνηκε στη ζωή των Αποστόλων, οι οποίοι χρειάστηκε να αγωνιστούν, να κηρύξουν, και να κατηχήσουν τους Χριστιανούς, παρ’ όλο που ο Κύριος είχε μόλις νικήσει το θάνατο και αναληφθεί στους ουρανούς. Εάν ο Χριστός δεν επιθυμούσε την συμμετοχή των ανθρώπων στο έργο της σωτηρίας, θα μπορούσε να μην είχε αναληφθεί, αλλά άφθορος πια να δίδασκε την αλάνθαστη διδαχή του στα πέρατα της γης. Όμως ο Χριστός, ο «άνω τω πατρί συγκαθήμενος και ώδε ημίν αοράτως συνών», έδωσε τη σκυτάλη στους φτωχούς και αδύναμους ανθρώπους. Κλήθηκαν ως ποιμένες, να οδηγήσουν τους πιστούς στην Εκκλησία.
Μαζί με το μεγάλο έργο που ανέθεσε, έδωσε και μεγάλη βοήθεια: το Άγιο Πνεύμα. Ο βίος των Αποστόλων πριν και μετά την ημέρα της Πεντηκοστής είναι ο αντίθετος. Οι ίδιοι άνδρες που φοβούνταν μην έχουν το ίδιο φρικτό κατάντημα με τον Εσταυρωμένο Χριστό, ακόμη και όταν τον είδαν Αναστημένο, δεν ξέχασαν το φόβο τους. Ενδιαφέρονταν πρωτίστως να γλιτώσουν το σαρκίο τους, παρά να διδάξουν «όσα εώρακαν και ακήκοαν». Έτσι, την ημέρα της Πεντηκοστής ήταν κρυμμένοι στο ανώγειο «δια τον φόβον των Ιουδαίων». Τότε άλλαξαν όλα. Η χάρις του Θεού παρακίνησε τους Αποστόλους να κηρύξουν το μήνυμα της Αναστάσεως, πρώτα στα έθνη και τους Ιουδαίους της Ιερουσαλήμ, έπειτα στα έθνη και τους Ιουδαίους στα πέρατα της οικουμένης. Ήταν το Άγιο Πνεύμα που τους έδωσε το θάρρος, τους έδωσε τη ρητορική και τη σοφία, τους έδωσε τη βεβαιότητα για τη νίκη του Χριστού επί του θανάτου. Δεν δίστασαν να τον δοκιμάσουν και αυτόν, για το κήρυγμα του Χριστού. Το κήρυγμα που έδιναν για τη δόξα Του και μόνο, θυσιάζοντας κάθε άνεση και ανάπαυση. «Καλόν γαρ μοι μάλλον αποθανείν ή το καύχημά μου ίνα τις κενώση», έγραφε ο Παύλος. Δηλαδή, προτιμά να κηρύττει το Ευαγγέλιο μέσα σε στέρηση, που να βεβαιώνει την αλήθεια του κηρύγματος, παρά να έχει ανέσεις, που μπορεί να αδειάσουν από νόημα το κήρυγμά του.
Αναπόφευκτα έρχεται ο νους μας και στη σύγχρονη εποχή, τους σύγχρονους Αποστόλους και το δικό τους κήρυγμα. Δεν είναι το ίδιο, όμως ούτε και εμείς ζητάμε το ίδιο. Οι συνθήκες δεν μπορούν να είναι οι αυτές με την εποχή των πρώτων χρόνων μετά την Πεντηκοστή και την εδραίωση της Εκκλησίας. Τότε οι χριστιανικές κοινότητες ήταν κάτι ανεπίσημο, πρωτόγνωρο και διαμορφούμενο. Δεν περιμένουμε να είναι ίδιες οι δραστηριότητες ενός σύγχρονου Επισκόπου, ο οποίος είναι αρμόδιος για την Εκκλησία που υπέχει θέση «επικρατούσας θρησκείας» και κουβαλά μακραίωνη ιστορία δοκιμασίας και προσφοράς στον τόπο. Ασφαλώς, ο Επίσκοπος σήμερα θα ασχοληθεί και με τα σπουδάγματα, και με τα διοικητικά καθήκοντα, και με τα ευαγή ιδρύματα και τις οργανωμένες φιλανθρωπίες, με την παραγωγή λογίων έργων και την συνεπικουρία των μοναστικών κοινοτήτων. Αυτά δεν μπορούσαν να αποτελούν ασχολίες των πρώτων Αποστόλων, γιατί η Εκκλησία ήταν εν τη γενέσει και είχε άλλες ανάγκες και δυνατότητες. Τα μέσα σήμερα διαφέρουν. Ο σκοπός, όμως, είναι πάντοτε ο αυτός: να ποιμαίνουν τα πρόβατα του Κυρίου, όπως παρήγγειλε ο Ίδιος στον Πέτρο.
Αυτό που θέλουμε από τους σημερινούς διαδόχους των Αποστόλων, είναι το φρόνημα των Δώδεκα. Ήταν φρόνημα θυσιαστικό. Ζωή ομολογίας, κήρυγμα με παρρησία. Ο Απόστολος Παύλος, αυτά που σήμερα φαίνονται τόσο «εκτός εποχής» να τα κηρύξει κανείς, τα δίδασκε σε μία χούφτα πρώην ειδωλολάτρες και νεοφώτιστους Ιουδαίους. Δεν είχε καμία παράδοση να στηρίζει τη νέα πίστη. Οι δε νέοι χριστιανοί πλήρωναν το τίμημα να γίνουν όνειδος της κοινωνίας των ειδωλολατρών, με την υπακοή τους στο νέο κήρυγμα της Βασιλείας των Ουρανών. Όμως δίδασκε ο Απόστολος Παύλος, χωρίς εκπτώσεις. Εμείς σήμερα βυθιστήκαμε στην οικονομία της εκμηδένισης του κηρύγματος. Δεν τολμά η Εκκλησία να ομολογήσει την εν Χριστώ ζωή, για να μην προσβληθεί το «ποίμνιο», που υποτίθεται ότι ζει σε μία κοινωνία Χριστιανική εξ αρχαιοτάτων χρόνων!
Το έργο των Αποστόλων δεν τελείωσε με τη θεμελίωση της Εκκλησίας. Απλώς παρεδόθη η σκυτάλη της συντηρήσεως και κραταιώσεώς της στους επόμενους. Είναι φανερό ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες, ούτε πνευματικά κεκτημένα στην εποχή μας: έτσι, μία κοινωνία που ήταν Χριστιανική στην πράξη, έγινε μία κοινωνία που είναι Χριστιανική μόνο τυπικά. Θεωρεί την πίστη στην θεότητα του Χριστού ως ενδιαφέρουσα πληροφορία, ή μωρία και πρόληψη. Εν τω καθεύδειν την Εκκλησίαν, όπως άλλοτε οι Μαθητές εκοιμώντο και εκάθευδον, το ποίμνιο αποχριστιανίστηκε σε λίγες δεκαετίες. Επέστρεψε σιγά-σιγά το κήρυγμα στα περιθώρια που βρισκόταν τότε που πρωτοξεκινούσε! Χρειάζεται, λοιπόν, να επιστρέψει και ο ζήλος των πρώτων ανδρών που κήρυξαν. Τον βλέπουμε μερικές φορές σε απλούς μοναχούς που αγωνίζονται για την αλήθεια, ακτήμονες όπως οι Απόστολοι, το βλέπουμε και σε λίγους Επισκόπους που σηκώνουν το σταυρό της κλήσης τους…