ΜΝΗΜΗ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Μὲ  ἀφορμή τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του(10 Ἰουνίου)

 

Τὸ 356 π.Χ., στὴν Πέλλα τῆς Μακεδονίας, γεννήθηκε ὁ Μ. Ἀλέξανδρος. Γονεῖς του ἦταν ὁ Φίλιππος ὁ Β΄, βασιλιὰς τῆς Μακεδονίας, καὶ ἡ Ὀλυμπιάδα.

Ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία γεννήθηκε ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν, ὅπως ἄλλωστε συνέβαινε συχνὰ στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο, περίοδος ἔντονων πολιτικῶν καὶ πολεμικῶν ἀντιπαραθέσεων. Ὅπως ἔγραφε ὁ Ἰσοκράτης, «ἡ Ἑλλάδα καλύπτεται καὶ κατέχεται ἀπὸ πόλεμο, ἐπαναστάσεις, σφαγὲς καὶ ἀναρίθμητα δεινά».

Τὸ μακεδονικὸ βασίλειο ἦταν ὑποχρεωμένο νὰ λειτουργεῖ κυρίως στρατιωτικά, προκειμένου νὰ ἀνθέξει τὶς ἀναρίθμητες ἐπιδρομές καὶ νὰ κατορθώσει νὰ ἐπιβιώσει. Ὁ στρατὸς ἦταν ἄψογα ὀργανωμένος καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸν ἀναδεικνύονταν οἱ περισσότερες λειτουργίες ἑνὸς ὀργανωμένου βασιλείου, διοικούμενο ἀπὸ τὸν Βασιλιὰ καὶ τοὺς διοικητές, τὸ συμβούλιο καὶ τὴ συνέλευση.

Ἕνα βασίλειο μὲ μεγάλη πολιτικὴ δύναμη καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη στρατιωτικὴ ἰσχύ, ἡ ὁποία ὄχι μόνο αὐξανόταν διαρκῶς ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ παράγει καὶ νέα ὅπλα καὶ νέες μορφές πολεμικῆς σύγκρουσης.

Ὁ Φίλιππος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς βασιλείας του, ἕνα χρόνο πρὶν τὴ γέννηση τοῦ Ἀλέξανδρου, ἀντιμετώπισε τὶς ἐξωτερικὲς ἀπειλὲς μὲ στρατιωτικὴ πειθὼ καὶ διπλωματία καὶ κατόρθωσε νὰ κερδίσει στρατιωτικὲς καὶ πολιτικὲς νίκες. Οἱ νίκες ἐναντίον τῶν Ἰλλυριῶν, τῶν Παιόνων καὶ ἄλλων συνδυάστηκαν μὲ τὶς συμμαχίες του μὲ τοὺς Μολοσσούς -ἀπὸ τή φυλή τῶν ὁποίων παντρεύτηκε τὴν Ὀλυμπιάδα, τὸ 357- ἐνῷ δημιούργησε κι ἄλλες συμμαχίες.

Ἡ ἰσχυρὴ προσωπικότητα τοῦ Φιλίππου συνέχισε τὴν πολιτικὴ τῆς ἐπίθεσης ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς βασιλείας του. Μὲ τὴ μέθοδο τῆς πίεσης ὁδήγησε ὅλες τὶς πόλεις – κράτη στὴν ὑποταγή. Ὅπου αὐτό δὲν κατέστη δυνατό, χρησιμοποιήθηκε ἡ στρατιωτικὴ ἰσχύς.

Μὲ τὴ νίκη του στὴ Χαιρώνεια τῆς Βοιωτίας τὸ 338, ὁ Φίλιππος ὁλοκληρώνει τὴν κατάκτηση τοῦ ἑλλαδικοῦ ἠπειρωτικοῦ χώρου καὶ καθιστᾶ τὴ Μακεδονία τὴ μόνη ἡγετική δύναμη στὴν Ἑλλάδα. Ὁ Ἀλέξανδρος συμμετέχει στὴν ἐπίθεση ἐναντίον τῶν Θηβῶν καὶ ἡγεῖται τῆς ἐπίθεσης ἐναντίον τοῦ φημισμένου Ἱεροῦ Λόχου. Στὴν Ἀθήνα τίθεται ἐπικεφαλῆς τῆς τιμητικῆς φρουρᾶς, ποὺ μεταφέρει τὴν τέφρα τῶν Ἀθηναίων πεσόντων καὶ τοὺς αἰχμαλώτους.

Ὁ Φίλιππος δημιουργεῖ τὸ 337 τὸ «Κοινὸν τῶν Ἑλλήνων» καὶ θεσμοθετεῖ τὸ Κοινὸ Συμβούλιο. Τὸ «Κοινόν», μὲ πολιτικὸ καὶ στρατιωτικὸ κέντρο τὴ Μακεδονία καὶ πολιτισμικὸ κέντρο τὴν Ἀθήνα, ἀποτελοῦσε μιὰ ἰσχυρὴ ἕνωση – ὁμοσπονδία, ποὺ εἶχε τὴ δύναμη νὰ ἐπιβάλει τὶς ἀπόψεις μὲ πολιτικὸ καὶ διπλωματικὸ τρόπο καὶ, ὅπου ἀπαιτεῖτο, μὲ στρατιωτικὴ δύναμη ἀπὸ 15.000 ἱππεῖς, 200.000 πεζοὺς καὶ 160 τριήρεις μὲ πληρώματα 30.000 ἀνδρῶν.

Ἀπὸ τὸ «Κοινὸν» θεσμοθετήθηκε τὸ «Κοινὸν Συμβούλιον», τοῦ ὁποίου τὰ μέλη ἐκπροσωποῦσαν μιά ἢ περισσότερες πόλεις, ἀνάλογα μὲ τὴ στρατιωτικὴ καὶ ναυτική τους ἰσχύ. Τὸ Συμβούλιο ἦταν κυρίαρχο, οἱ ἀποφάσεις του στέλνονταν στὶς πόλεις γιὰ ἐφαρμογή, ἐνῷ οἱ δικαστικές καὶ οἰκονομικὲς δυνατότητες ἦταν μεγάλες, ὅπως καὶ ἡ πειθαρχία ποὺ ἐπέβαλε σὲ κάθε πόλη ποὺ ξέφευγε ἀπὸ τὸν ἔλεγχο.

Τὸ ἴδιο ἔτος τὸ «Κοινὸν» κηρύττει τὸν πόλεμο στοὺς Πέρσες καὶ ὁ Φίλιππος τίθεται ἐπικεφαλῆς.

Σὲ λίγο καιρὸ θὰ ἄρχιζε μιὰ ἐκστρατεία ποὺ ὅμοιά της δὲν εἶχε ξαναγίνει. Οἱ κίνδυνοι πολλοί, ὁ Φίλιππος εἶχε ἤδη τραυματιστεῖ ἑπτὰ φορές, ἀλλὰ γνώριζε ὅτι θὰ εἶχε μαζί του τὸν γιό του Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος ἤδη εἶχε δείξει τὶς ἐξαιρετικές του δυνατότητες τόσο στὸν πόλεμο ὅσο καὶ στὴν εἰρήνη. Μάλιστα στὸν καιρὸ τῆς εἰρήνης τὸ περιστατικὸ μὲ τὴν ἵππευση τοῦ Βουκεφάλα ἀποτέλεσε ἕνα χαρακτηριστικὸ δεῖγμα τῆς ἀξίας τοῦ διαδόχου τοῦ Μακεδο-
νικοῦ θρόνου.

Ὁ Βουκεφάλας, ἀπείθαρχο καὶ ἄγριο ἄλογο, δὲν ὑπάκουε σὲ κανέναν. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: «Τί ἄλογο χάνουν! Δὲν μποροῦν νὰ τὸ ἡμερέψουν, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν κατανόηση καὶ θάρρος». Ὁ Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ πρόσεξε ὅτι ἡ σκιὰ τοῦ ἀλόγου δημιουργοῦσε τὸ πρόβλημα, ἔστρεψε τὸ κεφάλι πρὸς τὸν ἥλιο καὶ ἀμέσως τὸ ἵππευσε πρὸς ἔκπληξη ὅλων.

Τότε ὁ Φίλιππος φώναξε δυνατά: «Γιέ μου, ζήτα βασίλειο ἀντάξιό σου. Ἡ Μακεδονία δὲν σὲ χωρεῖ».

Ὁ γάμος τοῦ πατέρα του μὲ τὴν Κλεοπάτρα (337) προκάλεσε διαμάχη ὄχι μόνο μεταξὺ Φιλίππου καὶ Ὀλυμπιάδας, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ Φιλίππου καὶ Ἀλέξανδρου. Ἡ ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων καὶ ἡ συμφιλίωσή τους ἔγινε πρὶν τὴν ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν. Ἡ ἐμπροσθοφυλακὴ τῶν Μακεδόνων μὲ τὸν Παρμενίωνα, τὸν Ἄτταλο καὶ τὸν Ἀμύντα εἶχε ἤδη ἐπιτυχίες καὶ κάθε ἐσωτερικὴ διαμάχη, ἰδιαίτερα τοῦ βασιλιᾶ μὲ τὸν διάδοχο καὶ γιό του, θὰ μποροῦσε νὰ δημιουργήσει τεράστια ἐμπόδια.

Τὸ 336 ὁ Φίλιππος προετοίμαζε τὴν ἐκστρατεία του μὲ μεγάλες γιορτές. Ἔτσι τὸν Ὀκτώβριο στὴν πρωτεύουσα Αἰγὲς (σημερινὴ Βεργίνα) ἡ ἐπίδειξη τῆς δύναμης καὶ τοῦ πλούτου ἀπὸ τὸν Φίλιππο εἶχε μεγάλη σημασία. Ὅταν τελείωσε ἡ παρέλαση, ὁ Φίλιππος μπῆκε στὸ θέατρο καὶ στάθηκε στὸ κέντρο, ὅπου ἀποθεώθηκε ἀπὸ τὸ πλῆθος. Ἡ παρέλαση ἦταν παράθεση ἀμύθητου πλούτου.

Γράφει σχετικὰ ὁ Χάμοντ στὸ βιβλίο του «Μέγας Ἀλέξανδρος. Ἕνας ἰδιοφυής»: «Μπροστὰ  πήγαιναν πλούσια  διακοσμημένα  ἀγάλματα τῶν δώδεκα Ὀλύμπιων θεῶν καὶ ἕνα ἐξίσου μεγαλοπρεπὲς ἄγαλμα τοῦ Φιλίππου, «ἀντάξιο θεοῦ, ἀφοῦ παρουσίαζε τὸν βασιλι μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα θεούς». Στὴ Μακεδονία θεωροῦσαν ὅτι οἱ βασιλιάδες τους εἶχαν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὸν Δία, οἱ πιὸ διακεκριμένοι λατρεύονταν μετὰ θάνατον ὡς θεοὶ καὶ φαίνεται ἀπὸ μεταγενέστερες περιπτώσεις ὅτι «θεῖες τιμὲς» ἀπονέμονταν σὲ ἰδιαίτερες περιπτώσεις σὲ βασιλιάδες ἀπὸ τοὺς Μακεδόνες. Ἡ καλύτερη ἐξήγηση γι᾿ αὐτὸ τὸ ἄγαλμα ἦταν ὅτι θὰ τοῦ ἀπονεμόταν «θεῖες τιμὲς» καὶ ὅτι ὁ ἴδιος ἐπέλεξε νὰ ἐπιδείξει αὐτὴν τὴν ἐξαιρετικὴ τιμή.

Ὅταν τελείωσε ἡ παρέλαση, μερικοὶ Ἑταῖροι τοῦ Φιλίππου μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἀλέξανδρο ὡς ἐπιλεγμένο του διάδοχο καὶ τὸν ἄλλο Ἀλέξανδρο, βασιλιὰ τῶν Μολοσσῶν, μπῆκαν ἀπὸ τὴν πάροδο καὶ πῆραν τὶς προκαθορισμένες τους θέσεις στὴν πρώτη κερκίδα. Μετὰ μπῆκαν οἱ Ἑταῖροι ποὺ τοποθετήθηκαν στὰ ἄκρα τῆς ὀρχήστρας. Ὁ Φίλιππος μπῆκε μόνος, φορώντας λευκὸ ἔνδυμα καὶ στάθηκε στὸ κέντρο τῆς ὀρχήστρας καὶ δέχτηκε τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους. Οἱ ἑπτὰ σωματοφύλακες ποὺ μπῆκαν μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν βρίσκονταν σὲ κάποια ἀπόσταση. Ξαφνικὰ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Παυσανίας, ὅρμησε μπροστά, μαχαίρωσε τὸν βασιλιὰ κι ἔτρεξε μέσα ἀπὸ τὴν πάροδο. Τρεῖς σωματοφύλακες ἔσπευσαν στὸ πλευρὸ τοῦ βασιλιᾶ. Ἄλλοι τρεῖς, ὀνομαστικὰ ὁ Λεοννάτος, ὁ Περδίκας καὶ ὁ Ἄτταλος, ἔτρεξαν πίσω ἀπὸ τὸν Παυσανία ποὺ σκόνταψε κι ἔπεσε».

Οἱ σωματοφύλακες τοῦ Φιλίππου τὸ μόνο ποὺ πρόφθασαν ἦταν νὰ σκοτώσουν τὸν δολοφόνο τοῦ βασιλιᾶ λίγα μέτρα πιὸ πέρα. Οἱ Ἑταῖροι συσπειρώθηκαν γύρω ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Λυγκηστής, γιὸς τοῦ Ἀερόπου, ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ τὸν ἀναγνώρισε ὡς διάδοχο τοῦ θρόνου, φωνάζοντας «Ἀλέξανδρος, γιὸς τοῦ Φιλίππου». Ὁ Ἀλέξανδρος ἐκλέχτηκε βασιλιὰς καὶ ἐπικεφαλῆς τοῦ βασιλείου καὶ κήδεψε μὲ τιμὲς τὸν πατέρα του.