του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου,
Τις τελευταίες δεκαετίες, παράλληλα με τις λιμπεραλιστικές πολιτικές μετατροπής των ευρωπαϊκών χωρών σε «ανοικτές πολυπολιτισμικές κοινωνίες», γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα πλέγμα θεωριών, πού να τροφοδοτούν με «επιστημονικό» κύρος, τα πολιτικά επιχειρήματα του εγχειρήματος. Κοινωνιολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, οικονομολόγοι, εγκληματολόγοι, ιστορικοί, θεωρητικοί της τέχνης, φιλόσοφοι, θεολόγοι, γλωσσολόγοι, διεθνολόγοι, έως και θετικοί επιστήμονες, επελέγησαν με βάση το έργο τους ή ωθήθηκαν, ώστε να αναπτύξουν έργο, κατάλληλο στο να στηρίξει τις θεωρίες μιας αναπόδραστης πολυπολιτισμικής νομοτέλειας. Απόψεις και μελέτες που επικέντρωναν στην αμφισβήτηση και αποδόμηση παραδοσιακών αντιλήψεων, θρησκευτικών δογμάτων ή εθνικών ιστορικών αφηγημάτων, αγαπήθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν με ιδιαίτερη θέρμη από τις ελίτ των ευρωπαϊκών κρατών και των οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίστοιχη αγάπη και συνδρομή απήλαυσαν θεωρίες και μελέτες που προέβαλαν την ευεργετική επίδραση κάθε ξένου στοιχείου στους ευρωπαϊκούς εθνικούς πολιτισμούς και στις εθνικές κοινωνίες, τόσο στο παρελθόν, όσο και στο παρόν και στο μέλλον.
Αυτή η κατάσταση με τα χρόνια δεν δημιούργησε μόνο μια κάστα, που απολάμβανε προνομιακής μεταχείρισης. Πήγε ακόμα παραπέρα. Δημιούργησε θεωρίες πού ανήχθησαν σε δόγματα, τα οποία στεφόμενα την τιάρα του αλάθητου της πολιτικής ορθότητας, έπαψαν να υπόκεινται στη βάσανο του επιστημονικού ελέγχου. Κάθε είδους μελέτη που θα μπορούσε να αμφισβητήσει στο ελάχιστο τα «επιστημονικά» δόγματα του πολιτικώς ορθού, κινδύνευε να χαρακτηριστεί με κάθε είδους επίθετο, που θα έφερε την κατάληξη …-φοβική. Από εκείνη την στιγμή, οι επιστήμονες που θα την στήριζαν ήταν εκτεθειμένοι σε ένα ετερόκλητο πλήθος επιθέσεων από όλων των ειδών τα κατεστημένα: πολιτικά, ακαδημαϊκά, δημοσιογραφικά, συνδικαλιστικά κ.ο.κ. Στην δε περίπτωση της χώρας μας, κάθε καθηγητής που θα τολμούσε να στηρίξει μελέτες, χαρακτηρισμένες ως «μη πολιτικώς ορθές», έθετε σε κίνδυνο όχι μόνο την έδρα του, αλλά και την ίδια την σωματική του ακεραιότητα, κάθε φορά πού θα βρισκόταν εντός του… ασύλου των ελλαδικών πανεπιστημίων.
Η επιστήμη της ιστορίας αποτέλεσε ένα προνομιακό πεδίο ανάπτυξης θεωριών, που είχαν την τύχη να λάβουν πιστοποιητικά… εγκυρότητας, από τους ελεγκτές του «πολιτικώς ορθού». Κάποιες από αυτές, ιδιαιτέρως αγαπητές στους κύκλους που περιγράψαμε παραπάνω, ήταν και οι θεωρίες των οφειλών του ευρωπαϊκού πολιτισμού, απέναντι στο Ισλάμ. Θεωρίες που ξεκίνησαν από μελέτες, οι οποίες αναδείκνυαν την προσφορά του μεσαιωνικού ισλαμικού διαφωτισμού στη φιλολογία και στις θετικές επιστήμες, για να καταλήξουν σε εξαιρετικά μαξιμαλιστικές ερμηνείες σχετικά με το έργο του μεσαιωνικού Ισλάμ, σε συνδυασμό με εξαιρετικά μινιμαλιστικές ερμηνείες σχετικά με το αντίστοιχο πολιτισμικό έργο της χριστιανικής Ευρώπης κατά τους Μέσους Χρόνους.
Αυτές οι θεωρίες, όχι μόνον αγαπήθηκαν και έτυχαν αρωγής των ευρωπαϊκών πολιτικών και ακαδημαϊκών ελίτ, αλλά φτάσαμε να περιβάλλονται και με ένα προκλητικό δίκτυ προστασίας, από κάθε είδους αμφισβήτηση.[1] Ακόμα και απλά συγγράμματα, που αναδείκνυαν φιλολογικά και τεχνολογικά επιτεύγματα της μεσαιωνικής Ευρώπης έφτασαν να χαρακτηρίζονται ως… ισλαμοφοβικά, την ώρα που ευρωπαίοι πολιτικοί εγκαινιάζουν εκθέσεις ανάδειξης των ισλαμικών επιστημών, τονίζοντας πως δίχως τα φώτα που μετέφεραν οι Άραβες μουσουλμάνοι, μέσω της κατάκτησης ευρωπαϊκών εδαφών, οι χριστιανοί της Ευρώπης θα έμεναν για πάντα στα σκοτάδια της άγνοιας[2]…
Μια έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Νοέμβριο του 2002[3], η οποία καλεί τα κράτη-μέλη να προσαρμόσουν τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας, ώστε να αποδίδουν με δίκαιο τρόπο τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο Κόσμος του Ισλάμ στην πολιτιστική αφύπνιση της Ευρώπης, είναι απότοκος αυτής ακριβώς της προσπάθειας θεσμοθέτησης ενός πολιτικώς ορθού «επιστημονικού» δόγματος, από τις ελίτ της Κομισιόν. Η «μουσουλμανική κληρονομιά της Ευρώπης», αποτελεί πλέον κεφάλαιο ενταγμένο στην σχολική ύλη ιστορίας, των περισσοτέρων κρατών της Ε.Ε.
Οι μύθοι των «αδιαμφησβήτητων» οφειλών του ευρωπαϊκού πολιτισμού στο Ισλάμ, συνθέτουν την παρακάτω βασική δομή μιας στρεβλής –κατά την γνώμη μας– ιστορικής εικόνας. Σύμφωνα με αυτήν:
Α) Μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η λεκάνη της Μεσογείου και ολόκληρη η Ευρώπη, βρέθηκαν να περνούν σε αιώνες απόλυτου σκοταδισμού, όπου η φιλοσοφία, οι επιστήμες και η κλασική παιδεία χάθηκαν κάτω από τη επέλαση των βαρβαρικών φύλων και τον φανατισμό του χριστιανικού δόγματος.
Β) Η γέννηση του Ισλάμ και η κατάκτηση από τους Άραβες Μουσουλμάνους της μισής Μεσογείου μαζί με πολλά ευρωπαϊκά εδάφη, έφερε σταδιακά το τέλος αυτής της περιόδου. Κυρίως κατά τούς χρυσούς αιώνες του ισλαμικού χαλιφάτου των Αββασιδών (8ος και 9ος μ.Χ. αιώνας), οι Μουσουλμάνοι λόγιοι ανακάλυψαν και πάλι (αδιευκρίνιστο πώς) την χαμένη αρχαία ελληνική γραμματεία, μεταφράζοντας μεγάλους αρχαίους φιλοσόφους και επιστήμονες (Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Γαλλινό, Πτολεμαίο κ.ά.), δημιουργώντας μία πολιτιστική επανάσταση. Οι δε Μουσουλμάνοι επιστήμονες προέβησαν σε κομβικές εφευρέσεις, που όχι μόνον άλλαξαν τον τρόπο ζωής, αλλά έθεσαν και τις βάσεις της σύγχρονης επιστήμης.
Γ) Μέσω των ευρωπαϊκών εδαφών που είχε το ακμάζων Ισλάμ υπό την κατοχή του (κυρίως μέσω της Ισπανίας), ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας κι ένα πλήθος αρχαίων συγγραμμάτων μεταφράστηκαν από τα Αραβικά στα Λατινικά, κάνοντας γνωστή τη ελληνική φιλοσοφία και γραμματεία στους Χριστιανούς της Ευρώπης που έως τότε την αγνοούσαν πλήρως. Παράλληλα τα μεγάλα επιστημονικά επιτεύγματα των Αράβων έγιναν σταδιακά κτήμα των Ευρωπαίων, ξαναγεννώντας την έως τότε νεκρή επιστημονική έρευνα. Τα δύο αυτά ιστορικά γεγονότα συνέθεσαν την σπίθα που άναψε το φυτίλι της Αναγέννησης κι εν συνεχεία του Διαφωτισμού, που αμφότερα κατάφεραν, επιτέλους, να βγάλουν την Ευρώπη από τα σκοτάδια του χριστιανικού Μεσαίωνα.
Η παραπάνω στρεβλή –κατά την γνώμη μας– ανάγνωση βασίζεται στην σκόπιμη αγνόηση των παρακάτω τεσσάρων βασικών δεδομένων:
Α) Στην διατύπωση των παραπάνω θεωριών, υπάρχει σχεδόν πάντα μία τεράστια χωροχρονική μαύρη τρύπα. Πρόκειται για τον χώρο και τον χρόνο που δημιουργήθηκε, έζησε, ήκμασε, παρήκμασε κι έσβησε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που σήμερα έχει επικρατήσει από τους περισσότερους να ονομάζεται «βυζαντινή».
Πρόκειται για πολλούς αιώνες ιστορίας, σε μεγάλη έκταση Ευρωπαϊκών, Ασιατικών και Αφρικανικών εδαφών, που κατά βάσιν σχεδόν αγνοούνται από τις αναλύσεις των παραπάνω ιστορικών αφηγημάτων.
B) «Ως την λατινική κατάκτηση, η Κωνσταντινούπολις ήταν η αναμφισβήτητη πρωτεύουσα του ευρωπαϊκού πολιτισμού» επισημαίνει ο κορυφαίος βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν[4]. Όταν μιλάμε για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό των μέσων χρόνων, είναι δείγμα κραυγαλέας αντιεπιστημονικότητας το να μην αναφερόμαστε στην βυζαντινή Αυτοκρατορία. Όχι μόνον διότι υπήρξε ένα βασίλειο που για πολλούς αιώνες κατείχε ευρωπαϊκά εδάφη, αλλά διότι για πολλούς αιώνες υπήρξε το κέντρο του Πολιτισμού της Ευρώπης.
Αν δεχόμαστε τον κλασικό ορισμό του Valery με βάση τον οποίο οι πυλώνες του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, το ρωμαϊκό δίκαιο κι ο Χριστιανισμός, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε η βάση αυτών των πυλώνων για τουλάχιστον επτά αιώνες. Στις βιβλιοθήκες, στα πανεπιστήμια, στα μοναστήρια και στα νοσοκομεία του Βυζαντίου συνεχίστηκαν να αντιγράφονται, να μελετώνται και να σχολιάζονται τα συγγράμματα των αρχαίων φιλοσόφων, μετά την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εκεί υπήρξαν οι Νομικές σχολές, που συνέχισαν να επεξεργάζονται και να αναπτύσσουν το Ρωμαϊκό δίκαιο, με αποκλειστικό προνόμιο στην εκπαίδευση και παραγωγή νομικών του συγκεκριμένου δικαίου. Εκεί έγιναν όλες οι οικουμενικές Σύνοδοι που καθόρισαν το χριστιανικό δόγμα μέχρι το σχίσμα των δύο εκκλησιών.
Ακόμα κι αν κινηθούμε στην βάση πολιτισμικών ερμηνειών, που θέτουν τον Ορθόδοξο – Βυζαντινό πολιτισμό εκτός του ευρωπαϊκού[5], θα πρέπει με κάποιον τρόπο να εξηγήσουμε το πώς η Ευρώπη δανείστηκε τους πυλώνες του πολιτισμού της, από μια Αυτοκρατορία που βρισκόταν εκτός αυτής. Και σαφώς αυτός ο τρόπος –πού πιθανώς να υπάρχει– δεν είναι το να υποδυθούμε πως αγνοούμε τη ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Γ) Αυτό που σήμερα ονομάζουμε «κλασική παιδεία», ουδέποτε χάθηκε στην βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ακόμα και τους αιώνες της σκληρής σύγκρουσης Χριστιανών και Εθνικών, η αρχαία ελληνική ποίηση και φιλοσοφία αποτελούσε βασικό στοιχείο της παιδείας. Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά η γλωσσική συνέχεια αλλά και η επικράτηση της άποψης ότι η «θύραθεν παιδεία» κρύβει μορφωτικούς θησαυρούς για τους νέους, οι οποίοι δεν πρέπει να αγνοούνται[6].
Οι νέοι μαθητές από την ηλικία των επτά ετών μάθαιναν γραφή κι ανάγνωση με τον Όμηρο, τον Πίνδαρο, τον Ευριπίδη κ.ά. Αργότερα οι λόγοι του Δημοσθένους, του Ισοκράτους κ.ά. μελετούνταν από τους μαθητές, προκειμένου να αποκτήσουν γνώση της Ρητορικής. Η φιλοσοφία και τα μαθήματα της «τετρακτίος» (αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία) ακολουθούσαν για να συμπληρώσουν έναν θαυμαστό κύκλο μόρφωσης, με βάση την αρχαία γραμματεία.
Στην συνέχεια, οι σχολές και τα Πανεπιστήμια της Αυτοκρατορίας, στα οποία είχαν δυνατότητα πρόσβασης φοιτητές όλων των κοινωνικών τάξεων, αναλάμβαναν τον ρόλο της ανώτερης παίδευσης στην Φιλοσοφία, στην Νομική, στην Ιατρική κ.ά.[7] Αν λάβουμε υπόψιν ότι μέχρι την καταστροφή της Πόλης το 1204, στις βιβλιοθήκες της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας βρισκόταν ποσότητα αρχαίων συγγραμμάτων, σχεδόν τριπλάσια από αυτή πού έχει σωθεί παγκοσμίως μέχρι σήμερα[8], μπορούμε να καταλάβουμε το μέγεθος της γνώσης που μπορούσε να έχει ένας απόφοιτος π.χ. της Φιλοσοφικής σχολής της Κωνσταντινούπολης.
Υπ’ αυτά τα δεδομένα, δύσκολα θα μπορούσαμε να πούμε πως οι Χριστιανοί της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας περίμεναν το Ισλάμ για να τους δώσει τα φώτα της αρχαιοελληνικής γραμματείας.
Δ) Όταν οι Μωαμεθανοί Άραβες κατέκτησαν την νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσσογείου και σχεδόν όλη την Ισπανία, ιδρύοντας το πρώτο μεγάλο Χαλιφάτο των Ομευαδών (7ος αιώνας), είναι σαφές πως αγνοούσαν την ελληνική φιλοσοφία και γλώσσα καθώς και τα άλλα πολιτισμικά αγαθά που συνέβαλαν μετέπειτα στην άνθιση του αραβικού Διαφωτισμού κατά τον 8ο και 9ο αιώνα. Σ’ επαφή με τα παραπάνω αγαθά ήρθαν κυρίως μέσω των βυζαντινών εδαφών που κατέκτησαν.
Στις βυζαντινές βιβλιοθήκες και στα χριστιανικά μοναστήρια (Ορθόδοξα, Νεστοριανά ή Μονοφυσιτικά) βρήκαν τα συγγράμματα που μεταφράστηκαν μετέπειτα στην Αραβική[9]. Οι μεταφράσεεις ξεκίνησαν και στηρίχθηκαν, κυρίως, σε Σύριους Χριστιανούς που συνέχιζαν την παράδοση της βυζαντινής παιδείας που είχαν οικειωθεί[10].
Οι Άραβες εκείνης της εποχής υπήρξαν μαθητές των Βυζαντινών, και η αλήθεια είναι πως υπήρξαν πολύ καλύτεροι μαθητές, σε σχέση με τις φυλές που κατοικούσαν τότε την Δυτική Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση όμως, αν θέλουμε να μιλάμε στην βάση των πραγματικών δεδομένων της εποχής που εξετάζουμε, μία σαφώς ακριβέστερη διατύπωση είναι πως οι Άραβες παρέλαβαν την γνώση της αρχαίας φιλοσοφίας από το τότε κέντρο της χριστιανικής Ευρώπης (που ήταν το Βυζάντιο), για να την μεταφέρουν αργότερα στις τότε επαρχίες της χριστιανικής Ευρώπης (που ήταν τα Δυτικοευρωπαϊκά φέουδα και κρατίδια). Και εκεί όμως δεν συνάντησαν εντελώς άγονο έδαφος. Λατινικές μεταφράσεις του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και άλλων αρχαίων φιλοσόφων, γινόντουσαν απευθείας από Βυζαντινά χειρόγραφα, τουλάχιστον δυο αιώνες πρωτού ξεκινήσουν οι αντίστοιχες μεταφράσεις από τα Αραβικά[11].
Με όλα αυτά δεν σκοπεύουμε να υποτιμήσουμε το έργο των Αράβων φιλοσόφων και επιστημόνων του Μεσαίωνα. Ούτε να μειώσουμε την αίγλη των πράγματι χρυσών αιώνων του Αραβικού Διαφωτισμού. Υπήρξε, πράγματι, αυτή η εποχή και παρήγαγε σημαντικά πολιτισμικά επιτεύγματα που επηρέασαν σημαντικά την Μέση Ανατολή, την Αφρική αλλά και την Ευρώπη.
Στόχος μας εδώ είναι να αναδείξουμε επιγραμματικά τις υπερβολές που οδηγούν σε ιστορική υποτίμηση των αντίστοιχων πολιτισμικών επιτευγμάτων του χριστιανικού κόσμου εκείνης της εποχής. Υπερβολές που οδηγούν μέχρι και σε κραυγαλέες παραλείψεις, με το σβήσιμο από την ιστοριογραφία σχεδόν μίας χιλιετίας ιστορίας της Ανατολικής Ευρώπης και της μισής Μεσογείου. Των περιοχών δηλαδή που κατείχε ή επηρέαζε άμεσα πολιτισμικά η βυζαντινή Αυτοκρατορία.Όπως επισημαίνει η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ[12], πρόκειται για θέσεις που έχουν πια εδραιωθεί σε επιστημονικούς και μη κύκλους της Ευρώπης και της Αμερικής και οι οποίες στηρίζονται σε άκριτες και βιαστικές προσεγγίσεις, που χρήζουν άμεσου επιστημονικού ελέγχου και διορθώσεων.
[1] Βλέπε την περίπτωση του Γάλλου ιστορικού Συλβαίν Γκουγκενέμ, της πολεμικής που υπέστη για το έργο του Ο Αριστοτέλης στο Μον – Σαιν – Μισέλ, και της πολύμηνης απομάκρυνσής του από την έδρα της Μεσαιωνικής Ιστορίας του πανεπιστημίου της Λυών, ακριβώς επειδή αμφισβήτησε πως η αρχαία ελληνική γραμματεία έγινε γνωστή στη Δυτική Ευρώπη μόνο μέσα από τα Αραβικά χειρόγραφα.
[2] «Clearly, the scientific revolution of the Abbasids would not have taken place if not for Islam – in contrast to the spread of Christianity over the preceding centuries, which had nothing like the same effect in stimulating and encouraging original scientific thinking», μας «πληροφορεί» ο Jim Al-Khalili (http://www.muslimheritage.com/article/its-time-herald-arabic-science-prefigured-darwin-and-newton), επιστημονικός σύμβουλος της εκπαιδευτικής έκθεσης – καμπάνιας «Χίλιες και μια εφευρέσεις» του Ισλάμ, η οποία από το Λονδίνο, κάνει γύρο σε δεκάδες χριστιανικά ή μουσουλμανικά κράτη, εγκανιαζόμενη από πρωθυπουργούς, υπουργούς και πρίγκηπες (http://www.1001inventions.com/Productions)
[3] Luís María de Puig, Rapport du 8 novembre 2002, commission de la Culture, de la Science et de l’Education, Assemblée Européenne, Coopération culturelle entre l’Europe et les pays du Sud de la Méditerranée, document no 9626.
[4] Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδόσεις Γαλαξία, 1969, σελ. 312.
[5] Σάμουελ Χάντιγκτον, Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης, εκδόσεις Τερζόπουλος, Αθήνα 2001.
[6] Μεγάλου Βασιλείου, Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1989 / Δρ. Ευάγγελος Πονηρός, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, εκδόσεις Γεωργιάδη, Αθήναι 2010, σελ. 126 -171.
[7] Σχετικά με την Βυζαντινή παιδεία και εκπαίδευση βλέπε: Στ. Ράνσιμαν, αυτόθι, σελ. 251 – 269 / Charles Diehl, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Ηλιάδη, τόμος Β΄, σελ. 294 – 300 / Τζούντιθ Χεριν, Η άνοδος και η πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2017, σελ. 240 – 261 / Κίμωνος Εμμανουήλ Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος και πολιτισμός των βυζαντινών, εκδοτικός οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 107 -182/κ.α.
[8] «Ενδεικτικά, ως ελάχιστο παράδειγμα αναφέρουμε ότι μέχρι την πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως υπό των σταυροφόρων, στις βιβλιοθήκες της βασιλεύουσας διασώζοντο ακέραιες οι τραγωδίες των τριών μέγιστων τραγικών μας ποιητών. Του Αισχύλου (100), του Σοφοκλέους (123), του Ευριπίδου (92). Απέμειναν 7 του Αισχύλου, 7 του Σοφοκλέους, 18 του Ευριπίδου. Εκατοντάδες άλλοι τραγικοί ποιηταί εχάθησαν για πάντα» (Άννα Τζιροπούλου, Η καταστροφή των ελληνικών βιβλιοθηκών, εκδόσεις Πελασγός, Β΄ έκδοση, Αθήνα 2017, σελ. 116)
[9] Βλέπε σχετικά: Soliman Sameh Farouk, Τα Ελληνικά Γράμματα εις τας Ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου κατά τους δύο πρώτους αιώνας της Αραβοκρατίας (Ζ’&Η’), Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Φιλολογίας, Τομεύς της Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας, Αθήνα 2007, http://chs.harvard.edu/CHS/article/display/3976 /
[10] Γρηγόρης Ζιάκας, Τα ελληνική γράμματα και ο Αριστοτέλης στην Αραβική παράδοση, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2007, σελ. 63 κ.ε. / Συλβαίν Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ, εκδόσεις Ολκός, Γ΄ έκδοση, Αθήνα 2008, σελ. 90 – 112.
[11] Ακόμα κι αν εξαιρέσουμε την βυζαντινή Ιταλία, τα πνευματικά κέντρα της οποίας αποτελούσαν πάντα προσβάσιμες πηγές ελληνικών χειρογράφων, βυζαντινά χειρόγραφα αριστοτελικών έργων φτάνουν μέσω του Πάπα Παύλου Α΄ στα χέρια του Φράγκου βασιλιά Πιπίνου του Βραχέως, ήδη από τα μέσα του 8ου αιώνα. Ο ευνούχος Ελισαίος βρίσκεται ακολούθως να διδάσκει «τα τε των Γραικών γράμματα και την γλώσσαν» (Θεοφάνους Χρονογραφία, μετάφραση Αρχιμ. Ανανία Κουστένη, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2007, σελ. 1238) σε αξιωματούχους και κληρικούς στην αυλή του Καρόλου. Μεταφράσεις Αριστοτελικών κειμένων και μία κάποια αποσπασματική γνώση της αριστοτελικής φιλοσοφίας, βρίσκουμε στην Αυλή του Καρλομάγνου, υπό την εποπτεία του Αλκουίνου, ήδη από τα τέλη του 8ου αιώνος. (Συλβαίν Γκουγκενέμ, αυτόθι, σελ 39). Ο τελευταίος ήταν γνώστης της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, μέσω των σχολών που είχε ιδρύσει στο μακρινό Canterbury της Αγγλίας, ο βυζαντινός μοναχός Θεόδωρος μαζί με τον προερχόμενο από την βυζαντινή Αφρική μοναχό Ανδριανό ήδη από τον 7ο αιώνα (Kenneth M. Setton, Το Βυζαντινό υπόβαθρο της Ιταλικής Αναγέννησης, εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 2008, σελ. 18 / Διονυσίου Α. Ζακυθηνού, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία 324 -1071, εν Αθήναις 1969, σελ. 43).
[12] Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2012, σελ 251 – 252.Από το περιοδικό “Απειρος Χώρα” τεύχος 2ο, σελ. 65-72.Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, τοιχογραφία του Apollonio di Giovanni, Φλωρεντία, περ. 1440.