Ὅταν ζοῦσε ἀκόμη ὁ σύγχρονός μας Ἅγιος Πορφύριος ὁ Μπαϊρακτάρης (=σημαιοφόρος) ὁ Καυσοκαλυβίτης πηγαίναμε, νεαροὶ τότε 1982-1984, στὸ Μήλεσι Ἀττικῆς ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένος σὲ ἕνα παλιὸ τροχόσπιτο –πάνω σε τσιμεντόλιθους- πρὶν καν ὁ Ἅγιος (1906-1991) χτίσει τὸ τεράστιο ἡσυχαστήριο τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Σωτῆρος.
Τὸ ἱερὸ ἡσυχαστήριο χτίστηκε καὶ ὁλοκληρώθηκε ἀπὸ τὸ 1985-1991 κτιριακὰ ἐνῶ ἀκόμη καὶ τώρα σταδιακὰ ὁλοκληρώνεται: ἁγιογραφίες κλπ.
Τότε λοιπόν, τὴν περίοδο 1982-1984 μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση πὼς πήγαιναν καὶ πολλοὶ ἀρραβωνιασμένοι καὶ παντρεμένοι καὶ τὸν παρακαλοῦσαν ἀπὸ τὴ μιὰ νὰ εὐλογήσει τὴ μνηστεία τους ἢ τὴν οἰκογένειά τους, ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ξεπεράσουν διάφορα προβλήματα μὲ τὸν/τὴν σύντροφό τους ἢ τὸν/τὴν σύζυγό τους. Ἀπόρησα, σὰν τελείως ἄπειρος στὰ πνευματικά, τί ξέρει ἕνας ἄγαμος καὶ ὀλιγογράμματος ἀρχιμανδρίτης γιὰ ἔρωτες, ἀρραβῶνες καὶ γάμους καὶ οἰκογένειες καὶ παιδιὰ καὶ τὰ παρόμοια.
Ἡ ἀπορία μου λύθηκε ὅταν τὸ 1994 ὁ νῦν σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος Βλάχος –τότε ἀρχιμανδρίτης- στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Νικολάου Ἀχαρνῶν, μᾶς εἶπε -σὲ μιὰ παρέα ἔκπληκτων νέων (25 χρονῶν κατὰ μέσον ὄρο)- τὸ ἑξῆς καταπληκτικό: θυμόταν, μᾶς ἔλεγε ὁ κ. Ἰερόθεος, ὅ,τι τοῦ ἔλεγε ὁ ἄλλος σύγχρονος ἅγιος, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης (1924-1994) ὁ Ἐζνεπεκίδης ἢ Ἐζνεπίδης ὅτι δουλειὰ τοῦ ὀρθοδόξου μοναχοῦ -ὅταν ἐπικοινωνεῖ μὲ λαϊκοὺς ἔγγαμους ἢ ἄγαμους- εἶναι νὰ τοὺς διορθώνει τὸν ‘’λογισμὸ’’ δηλαδὴ νὰ τοὺς τὸν ‘’ἰσιώνει’’ ὅταν ‘’στραβώνει’’ –ὅταν φυσικὰ ἔχει τέτοιο χάρισμα!
Σταδιακά, ὠριμάζοντας περισσότερο πνευματικά, διαπίστωσα ὅτι καὶ ἄλλοι σύγχρονοι ἔγγαμοι καὶ ἄγαμοι ἁγιαζόμενοι συνάνθρωποί μας ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ εἶχαν τὸ χάρισμα νὰ θεολογοῦν ὀρθοδοξότατα τὰ περὶ Γάμου καὶ νὰ συμβουλεύουν, νὰ καθοδηγοῦν, νὰ στηρίζουν, νὰ διορθώνουν, νὰ σώζουν ὅσους ἐρωτευμένους, λογοδοσμένους, ἀρραβωνιασμένους καὶ ἔγγαμους εἶχαν προβλήματα στὴν ἀνδρόγυνη συνύπαρξή τους!
Σκέφθηκα λοιπὸν νὰ καταθέσω περιληπτικά το ‘’ζουμὶ’’ τῶν ἁγιοπνευματικῶν δογματικῶν ἐμπειριῶν τοὺς περὶ ὀρθοδόξου Γάμου. Στὸ δίτομο ἔργο τοῦ σεβασμιοτάτου Ναυπάκτου κ. Ἰεροθέου Βλάχου [1] ἀναφέρεται ἡ θεόπνευστη ρήση–θεσή του μακαριστοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη (1924-2001): ‘’Οἱ Ἅγιοι ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ κάθε ἐποχῆς, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων μέχρι τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ βίωναν, βιώνουν καὶ θὰ βιώνουν ἄμεσα, ρεαλιστικά, ‘’ἐπιστημονικότατα’’ τὴν Ἄκτιστη Θεία Ἐνέργεια, τὸ Ἄκτιστο Φῶς, τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ διὰ κτιστῶν διανοητικῶν ρημάτων –λόγων- κατέγραφαν, καταγράφουν καὶ θὰ καταγράφουν αὐτὴ τὴν κοινή τους ἐμπειρία, τὴν κοινή τους Δογματικὴ Ὀρθόδοξη, ἐμπειρική, βιωματικὴ συνείδηση. Ἡ ἔκφραση τῆς ἴδιας καὶ κοινῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας καταγράφεται ἀπαράλλαχτη στὴν ἀλληλουχία τῶν αἰώνων καὶ ἀποτελεῖ τὴν κοινή μας ὀρθόδοξη Δογματικὴ παράδοση (Ἁγία Γραφή, δογματικοὶ κανόνες καὶ ὄροι Ἁγίων Οἰκουμενικῶν ὀρθοδόξων Συνόδων) καὶ πολλὰ πατερικὰ ὀρθόδοξα κείμενα (ποιμαντικά, λατρευτικὰ κλπ). Αὐτὴ ἡ ἔκφραση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας περιλαμβάνεται καὶ σὲ ὅλες τὶς ὀρθόδοξες ἀκολουθίες τῶν Ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων π.χ. τοῦ Γάμου ἢ τῆς βάπτισης ἢ τῆς θείας Λειτουργίας κλπ. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ φαινομενικὰ ‘’παράδοξο φαινόμενο’’ τοὺς καλύτερους λόγους περὶ Γάμου νὰ τοὺς ἔχει ἐκφωνήσει ὁ ἄγαμος Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (345-407 μ.Χ.) καὶ τοὺς καλύτερους λόγους περὶ Μοναχισμοῦ ὁ ἔγγαμος Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (335-395 μ.Χ.)
Ἐπίσης περὶ Ὀρθοδόξου Γάμου ἔχουν μιλήσει ὀρθόδοξοι Ἅγιοι, ὅπως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς (580-662 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (1845-1920 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης (1906-1991), ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης (1924-1994), ὁ ἅγιος Γέροντας Ἀναστάσιος ὁ Κουδουμιανὸς στὴν Κρήτη (1925-2013 μ.Χ.) καὶ πολλοὶ ἄλλοι ποὺ θὰ κουράσω πολὺ νὰ τοὺς ἀναφέρω καὶ σίγουρα θὰ ξεχάσω καὶ μερικούς.
Συγχωρέστε μὲ λοιπὸν καὶ ἀνεχθεῖτε μὲ νὰ καταγράψω μιὰ ‘’κουταλίτσα’’ ἁγιοπνευματικὸ ὀρθόδοξο ‘’ζουμάκι’’ περὶ Ὀρθοδόξου Γάμου.
Στὸν πλανήτη μας, στὴ Γῆ μας, τὸν πρῶτο Ἅγιο Γάμο τὸν ἱερούργησε ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Τριάδα –πρὶν τὴν Σάρκωση τοῦ Θεοῦ-Λόγου– ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια μέσα στὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ, στὸν κτιστὸ καὶ νοητὸ παράδεισο. Μάλιστα στὸ πρότυπο Ἑβραϊκὸ κείμενο ὁ πρωτόπλαστος Ἄνδρας ὁ Ἀδὰμ ἑβραϊκὰ ὀνομάζεται ΙΣ (=Ἄνδρας) καὶ ἡ Εὕα ΙΣΑ (=Ἀνδρίδα) [2]. Ὁ ἴδιος ὁ Ἁγιοτριαδικὸς Θεός μας, λοιπόν, -πρὶν ἀκόμη σαρκωθεῖ ὁ Λόγος (τὸ δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας)-πλάθει καὶ ἐμψυχώνει τὸ πρῶτο ἀνδρόγυνο ζεῦγος ἐπὶ τοῦ πλανήτη μας καὶ τοὺς ἱερουργεῖ καὶ τὸν Γάμο τους. Τὸ φθονερὸ ταγκαλάκι (=ὁ Διάβολος), ὅμως, ἀρχίζει καὶ διαβάλει (=συκοφαντεῖ) τὸν Ἁγιοτριαδικὸ μοναδικὸ Θεό μας στοὺς πρωτοπλάστους σὰν ψεύτη. Ὑποκινεῖ τοὺς ἀπονήρευτους πρωτόπλαστους μὲ πονηρές του σκέψεις (λογισμοὺς) σὲ παρακοὴ πρὸς τὴν Ἁγία μας Τριάδα καὶ τὰ καταφέρνει. Οἱ πρωτόπλαστοι βλακωδέστατα παρακούουν στὸν Ἁγιοτριαδικὸ μᾶς Θεὸ χάνουν τὴν ἄκτιστη Θεία Χάρη, Θεία Ἐνέργεια, ποὺ τοὺς Ἁγιοποιοῦσε μέχρι τότε καὶ ψυχοσωματικὰ ἀρρωσταίνουν καὶ ἀρχίζουν νὰ ‘’ἁμαρτοποιοῦνται’’, νὰ ‘’δαιμονοποιοῦνται’’. Ἀπὸ τότε κληροδοτοῦν σὲ ἐμᾶς τοὺς ἀπογόνους τους –μέσω τοῦ ἄρρωστου DNA- τὰ λεγόμενα ἀδιάβλητα (=ἀκατηγόρητα) πάθη, τοὺς ‘’δερματίνους χιτῶνες’’ μας: πείνα, δίψα, ἀρρώστιες, σωματικὸ θάνατο καὶ ἄρρωστη κυτταρικὴ μνήμη –μέσω τῶν 24.000 περίπου γονιδίων μας, τοῦ DNA μᾶς-. Ὁ Θεὸς μέσα σὲ αὐτὸ τὸ DNA ἐπιτρέπει καὶ τὶς σωματικὲς ροπὲς πρὸς τὰ διαβλητὰ (=κατηγορητέα) πάθη, δηλαδὴ ροπὲς (τάσεις) πρὸς φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία, ἀλκοολισμό, σοδομισμό, ἔκφυλη διεστραμμένη φιλοσαρκία, νευρικὲς παθήσεις κλπ.
Παράλληλα κληρονομήθηκε καὶ ἡ τάση τῆς ψυχῆς μας νὰ παρασύρεται ἡ προσοχή της, ἡ αἴσθησή της, τὸ μάτι της, ὁ Νοῦς της, λόγω τῆς σωματικῆς μας μεταπτωτικῆς παχύτητας στὴν διανοητικὴ φαντασία μας. Μέσω τῆς μεταπτωτικῆς μας φαντασίας οἱ Δαίμονες προσπαθοῦν καί, δυστυχῶς, τὰ καταφέρνουν ‘’θαυμάσια’’ νὰ μᾶς παρασέρνουν καὶ νὰ μᾶς πείθουν νὰ κάνουμε ἀνυπακοὴ στὸ Θεῖο Θέλημα. Νὰ μὴν δεχόμαστε τὴν αἰώνια προτροπὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀγαπητικᾶ μὲ ὑπομονὴ καὶ σεβόμενος τὴν θεοδώρητη ἐλευθερία μᾶς (Θεοειδὴ εἰκόνα μᾶς) θέλει νὰ μᾶς ἁγιάζει αἰώνια χωρὶς ἴχνος κακίας, τιμωρίας καὶ ἐκδικήσεως ἐκ μέρους Του! Ἔτσι ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὴν κοιλίτσα τῆς μάνας μᾶς συντομότατα ἀρχίζει σταδιακὰ νὰ ἀλλοιώνεται, νὰ ‘’ἁμαρτοποιεῖται’’, νὰ ‘’δαιμονοποιεῖται’’, νὰ ‘’χαλάει’’. Ἔτσι ὅλη μας ἡ ψυχοσωματικὴ ὕπαρξη γίνεται ὅσο μεγαλώνουμε ἁμαρτωλή, διεστραμμένη, φιλήδονη, φιλάργυρη, φιλόδοξη τόσο ποὺ ὄχι μόνον μισοῦμε καὶ νιώθουμε σὰν ‘’κόλαση’’ Τὸν ὅλο τέλεια, ἄτρεπτη, ταπεινή, ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη Θεὸ μᾶς ἀλλὰ ταυτόχρονα νιώθουμε σὰν κόλαση καὶ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ τὴν κτήση δηλαδὴ τὴν Θεοπλάστη δημιουργία, τὴν Ἄλογη κτήση, ποὺ μᾶς περιβάλλει, δηλαδὴ τὸν κόσμο (=κόσμημα).
Αὐτὸ τὸ πανανθρώπινο μεταπτωτικὸ βίωμα τὸ ἐξέφρασε παραστατικότατα ὁ ὑπαρξιστὴς ἀπελπισμένος Γάλλος φιλόσοφος, ὁ Jean-Paul Sartre [3] ὅταν ὑποστηρίζει: ‘’κόλαση εἶναι οἱ ἄλλοι’’ (1905-1980) [4].
Ὅλα αὐτὰ τὰ συνοψίζει ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὴν θεολογία τοῦ περὶ γάμου καὶ ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα νὰ ἔχουν ἡδονὴ καὶ ὀδύνη στὸ σῶμα. Ἡ ἡδονὴ ἦταν ἀρχικὰ Θεϊκὴ χορηγία καὶ δύναμη τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ κινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Μετὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀπογύμνωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ἡ ἡδονὴ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν ψυχὴ στὸ σῶμα καὶ τότε ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθει ἡ ὀδύνη γιὰ νὰ χαλιναγωγηθεῖ καὶ νὰ θεραπευτεῖ ἡ ἡδονή. Ἑπομένως, κάτι ποὺ εἰσήγαγε στὸ σῶμα τὸ γνωμικὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου δηλαδὴ τὴν ἡδονή, ὁ Θεὸς τὸ οἰκονόμησε μέσα στὸν γάμο γιὰ νὰ εἶναι ἡ κινητήρια δύναμη τῆς συμπληρωματικῆς ἑνώσεως τῶν δυὸ φύλων καὶ τοῦ καρποῦ τῆς ἀγάπης τῶν δυὸ ποὺ εἶναι ἡ παιδοποιία. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ὁ δελεασμὸς τῆς ἡδονῆς, κανεὶς ἴσως, δὲν θὰ ἤθελε νὰ εἰσέλθει μέσα στὴν ἰσόβια βάσανο-ὀδύνη τῶν περαιτέρω προβλημάτων τοῦ γάμου καὶ τῆς παιδοποιίας.
Ὁ Θεὸς ὅμως ἔθεσε καὶ κανόνες λειτουργίας τοῦ μεταπτωτικοῦ γενετησίου αὐτοῦ φαινομένου καὶ αὐτοὶ οἱ κανόνες ὀνομάζονται ἄσκησις καὶ ἐγκράτεια, δηλαδὴ ὁ γάμος δὲν εἶναι ἀχαλιναγώγητη καὶ ἀπειθάρχητη μορφὴ ζωῆς. Ὁ ἐν Χριστῷ γάμος πραγματώνει ἀρχικά το σκοπό του μὲ τὸ νὰ διασώζει τὴν μεταπτωτικὴ φυσιολογικότητα καὶ στοχεύει μέσω τῶν κανόνων λειτουργίας, ποὺ ἔθεσε ὁ Θεός, στὸν ἐσχατολογικὸ σκοπό του ποὺ εἶναι ἡ ἐπάνοδος τῆς ἡδονῆς ἀπὸ τὸ σῶμα στὸ νοῦ-ψυχή, ὅπως ἦταν ἡ ἀρχικὴ χορηγία τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ. Αὐτό, γιὰ νὰ τὸ ἀναλύσουμε πιὸ πρακτικά, εἶναι κατασταλαγμένη ἀγάπη τῶν συζύγων ποὺ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε ἐμπαθὲς στοιχεῖο καὶ βιώνεται σὰν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ τους μὲ ἀπόλυτα ἀδελφικὸ τρόπο. Αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν γράφει ὅ,τι μέσα ἀπὸ τὴν διαρκῆ ἄσκηση τοῦ γάμου οἱ ἄνδρες ὑπερβαίνουν σταδιακὰ κάθε ἔννοια ἐρωτικῆς σαρκικότητας καὶ ἀπολαμβάνουν ἐν Χριστῷ τὴν ἀπόλυτη ψυχικὴ ταύτιση καὶ τὸν ἁγιοπνευματικὸ σύνδεσμο ἀγάπης μὲ τὶς γυναῖκες τους: ‘’ἴνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναίκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι’’ (Ἃ’ Κορ.7,29)
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύει τὸ θαῦμα τῆς Κανά, ὅταν τὸ γλυκόπιοτο κρασὶ δόθηκε τελευταῖο μετὰ ἀπὸ θαυμαστὴ παρέμβαση τοῦ Κυρίου ὅ,τι αὐτὸ συμβολίζει τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ πνευματικοῦ σκοποῦ τοῦ γάμου, ποὺ ἡ ψυχικὴ ἕνωση τῶν συζύγων μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Χριστὸ ὑπερβαίνει κάθε μεταπτωτικὴ ἐπιρροὴ καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ γλυκεία περίοδος τῆς συζυγής τους διαβιώσεως.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑποστηρίζουν ὅτι καὶ ὁ γάμος καὶ ἡ ἀγαμία, ὅταν εἶναι ἐν Χριστῷ, ἀποβλέπουν μὲ ἀσκητικὴ πρακτικὴ νὰ θεραπεύσουν τὴν ἡδονὴ στὰ τρία μεγάλα μεταπτωτικὰ ἐκβλαστήματα τῆς φιλαυτίας, ἤτοι τὴν φιληδονία, τὴν φιλαργυρία καὶ τὴν φιλοδοξία. Οἱ μοναχοὶ -μὲ τὸν θεάρεστο πνευματικὸ ἀγώνα τὸν ὁποῖο ἀναλαμβάνουν- θεραπεύουν τὸ θεμελιακὸ πάθος τῆς σαρκικότητος μὲ τὸν ἰσόβιο ἀγώνα γιὰ διατήρηση τῆς ψυχοσωματικῆς τους παρθενίας, τὴν φιλαργυρία μὲ ἀπόλυτη ἀκτημοσύνη καὶ τὴν ὑπερηφάνεια-φιλοδοξία μὲ τὴν συντριβὴ τοῦ ἐγώ, ποὺ δημιουργεῖ ἡ εὐλογημένη ὑπακοή.
Οἱ ἔγγαμοι τώρα ὀφείλουν καὶ ἐκεῖνοι νὰ γίνουν ἀσκητὲς μὲ ἄλλο τρόπο, νὰ θεραπεύσουν τὰ ἴδια πάθη μιμούμενοι τοὺς μοναχοὺς ὄχι ὡς πρὸς τοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴν οὐσία τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Ἐκεῖ ποὺ οἱ μοναχοὶ ἔχουν ἀκτημοσύνη γιὰ νὰ δαμάσουν τὴν φιλοκτημοσύνη καὶ τὴν πλεονεξία, οἱ ἔγγαμοι βάζουν τὴν λιτότητα, αὐτάρκεια καὶ ἐλεημοσύνη. Στὴν θέση τῆς μοναχικῆς ὑπακοῆς οἱ ἔγγαμοι, τοποθετοῦν τὴν συζυγικὴ ἀνοχὴ καὶ τὴν ὑπακοὴ -σὲ μιὰ εὐρύτερη ἔννοια- ποὺ ὀφείλουν νὰ ἔχουν σὲ κάποιον ἔμπειρο καὶ διακριτικὸ πνευματικὸ πατέρα. Καὶ τέλος, ὁ ἀγώνας τῶν μοναχῶν γιὰ ἰσόβια παρθενία ἀντικαθίσταται ἀπὸ τοὺς ἐγγάμους ἀπὸ τὸν γάμο ὅπως μᾶς τὸν περιγράφει ὁ ἅγιος Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ: ‘’…ὁ καθαγιασμένος γάμος, ὁ πειθαρχημένος, ὁ χωρὶς διαστροφή, διατηρεῖ τὸν ἄνθρωπο φυσικὰ καὶ ἠθικά, ἐνῶ κάθε ἄλλη μορφὴ σαρκικῆς ἀπολαύσεως ἔστω καὶ ὑπὸ ὀνειρώδη μόνον μορφὴ διαφθείρει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα …ἐκτός του εὐλογημένου γάμου κάθε ἄλλη μορφὴ σαρκικῆς ζωῆς εἶναι πνευματικῶς ἢ κατώτερη (=ὁ Γέροντας ἐννοεῖ ἐφάμαρτη) ἢ παρὰ φύση’’ [5]. Ὅταν κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀσκοῦνται πνευματικὰ καὶ οἱ ἔγγαμοι, μετέχουν προοδευτικὰ ὅλο καὶ περισσότερο στὴν ἁγιαστικὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ὑπολείπονται στὴν μεταμορφωτικὴ διαδικασία τοῦ νοὸς αὐτῶν τῶν ἀφθάρτων ἀγαθῶν της μοναχικῆς τελειώσεως.
Αὐτὴ ὅλη ἡ ἄρρωστη κοινή μας μεταπτωτικὴ κατάσταση –ὅπως ἀναφέραμε καὶ παραπάνω- ‘’ἀνάγκασε’’ τὸν Ἁγιοτριαδικὸ μᾶς Θεὸ νὰ ἐπιτρέψει νὰ ἔχουμε ἔντονη ζωώδη [6] γενετήσια ὁρμὴ ἀπὸ παιδιά, γιὰ νὰ συνεχίζεται ἡ διαιώνιση τοῦ ἀνθρωπίνου εἴδους -ἀφοῦ λόγω μεταπτωτικοῦ ἐγωισμοῦ, φιλαυτίας καὶ χρησιμοθηρίας κλπ- θὰ μισοῦσαν οἱ Ἄνδρες τὶς Γυναίκες [7] καὶ δὲν θὰ ἤθελαν νὰ ἀλληλοσυμβιώσουν στὸν κοινὸ συζυγικὸ ζυγὸ –ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ μεταπτωτικὴ σεξουαλικὴ γενετήσια ὀρμή- [8].
Ὅλα αὐτὰ τὰ μεταπτωτικὰ ψυχοσωματικὰ ἀσθενήματα εἶναι, δυστυχῶς, κοινὰ σὲ ὅλους μας ἐγγάμους καὶ ἀγάμους καὶ ὅλοι ἀπὸ αὐτὰ ὑποφέρουμε. Τὰ προβλήματα μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν Γάμο -καὶ πρὶν καὶ μέσα σὲ αὐτὸν- εἶναι συμπτώματα, ‘’παράπλευρες ἀπώλειες’’, τῆς ψυχοσωματικῆς μας ἁμαρτωλότητας ποὺ ξεκινᾶ, τρέφεται καὶ ἀναπτύσσεται ἀπὸ ἐτούτη τὴν ζωὴ καὶ αἰώνια. Τὰ μεταπτωτικὰ αὐτὰ ψυχοσωματικὰ ἀσθενήματα συνεχίζουν νὰ ἐνεργοῦν στὴν παροῦσα καὶ αἰώνια ζωὴ ἂν δὲν μᾶς θεραπεύσει, ‘’ἁγιοποιήσει’’ ὁ Θεάνθρωπος Χριστός μας μὲ τὴν ἀσκητικὴ καὶ μυστηριακὴ ὀρθόδοξη ζωή μας εἴτε εἴμαστε ἔγγαμοι εἴτε εἴμαστε ἄγαμοι!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ …
1.‘’Ἐμπειρικὴ Δογματική της Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς παραδόσεις’’ τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη (2011), ἔκδοση: Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου της Θεοτόκου, Ἀκραίφνιο Βοιωτίας
2.Βλέπε: Γένεσις (κείμενο, μετάφραση, ἀνάλυση, σχόλια) ὑπὸ Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτου Γόρτυνος καὶ Μεγαλουπόλεως κ.Ἱερεμία Φούντα (2004), ἔκδοση: Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας
3.‘’Τὸ εἶναι καὶ τὸ μηδέν’’ (ἐπίτομο), δοκίμιο φαινομενολογικῆς ὀντολογίας (2008), Sartre Jean-Paul, ἔκδοση: Παπαζήση
4.Βλέπε καὶ ‘’Χριστιανισμὸς καὶ Ἀνθρωπισμὸς’’ Νικολάου Π.Βασιλειάδη, ἔκδοση: Ἀδελφότητας Θεολόγων ‘’Ὁ Σωτήρ’’
5.Βλέπε: ’Ἄσκηση καὶ Θεωρία’’ σέλ.61-62. Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ, ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Essex-England
6.‘’…καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμὴ ὧν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοῖς’’ (Ψάλμ.48,21)
7.Περὶ διαχύσεως τοῦ νοῦ σὲ λογισμοὺς καὶ φαντασίες βλέπε: ‘’Ψυχικὴ ἀσθένεια καὶ ὑγεία’’ (διάλογος), ἃ΄ἔκδοση 1987, Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτου κ.Ἰεροθέου Βλάχου, ἔκδοση: Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου της Θεοτόκου, Ἀκραίφνιο Βοιωτίας
8.Βλέπε Λόγοι περὶ Γάμου καὶ Ἑρμηνεία στὴν Γέννεση, Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ), ἐπιμέλεια καθηγητὴ Παναγιώτη Χρήστου, Θεσσαλονίκη