Γιαννακά Ζαχαρία
Φιλολόγου
Θα μπορούσε εύλογα να ισχυριστεί κάποιος ότι η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια διαρκής πάλη των ισχυρών της γης για δύναμη και εξουσία και από αυτόν τον αδήριτο ιστορικό νόμο δεν θα μπορούσε να ξεφύγει βέβαια ούτε η αρχαία Ελλάδα, η οποία ολοκληρώνοντας τον κύκλο της ακμής και προσφοράς της έδωσε τη σκυτάλη της διαδοχής σε μια νέα μεγάλη αυτοκρατορία, τη Ρωμαϊκή. Το τέλος των ελληνιστικών χρόνων σηματοδοτεί την αρχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και συνάμα μια περίοδο νέων γεωγραφικών ανακατατάξεων, και μεγάλων κοινωνικών μετασχηματισμών. Η πόλη που πλέον δεσπόζει στο ιστορικό προσκήνιο δεν είναι η Αθήνα, αλλά η Ρώμη, η οποία συγκεφαλαιώνει και ανανεώνει την ελληνική πολιτιστική παρακαταθήκη, καλλιεργεί το περίφημο ρωμαϊκό δίκαιο, τη σιδηρά στρατιωτική πειθαρχία και το γνωστό σε όλους ρωμαϊκό πάνθεον.
Παρά τα σπουδαία στρατιωτικά επιτεύγματα και την αξιόλογη ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών, η νέα αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να ξεφύγει από το φαύλο κύκλο της ειδωλολατρίας και έτσι κοντά στην πληθώρα των ειδωλολατρικών θεοτήτων που ενσωμάτωσε σε ένα είδος πρωτότυπου συγκρητισμού, τώρα καθιερώνεται και η λατρεία του ρωμαίου αυτοκράτορα ως θεού. Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο κάνει την εμφάνισή της η νέα αποκαλυπτική θρησκεία της αγάπης, με αρχηγό τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, κήρυκες του ευαγγελίου τους Αποστόλους του, και οπαδούς κάποιες χιλιάδες ανθρώπων που συγκροτούν τους πρώτους ομολογιακούς πυρήνες σε περιοχές της ρωμαϊκής επικράτειας.
Η μη αναγνώριση εκ μέρους των χριστιανών θεϊκής εξουσίας σε κανένα ανθρώπινο πρόσωπο, εκτός από αυτό του Θεανθρώπου, θα έχει ως συνέπεια η νέα αυτή θρησκεία να μπει γρήγορα στο στόχαστρο της κοσμικής εξουσίας. Οι χριστιανοί, άνθρωποι φιλήσυχοι, ειρηνικοί και νομοταγείς θα υποστούν ανηλεείς διώξεις, φυλακίσεις, εξευτελισμούς, και φρικτά βασανιστήρια που φτάνουν μέχρι την κατασπάραξη τους από άγρια θηρία στις ρωμαϊκές αρένες μπροστά σε αλαλάζοντα και αιμοδιψή πλήθη. Η εκκλησία κυριολεκτικά θεμελιώθηκε πάνω στο αίμα των εκατομμυρίων μαρτύρων των πρώτων αιώνων, οι οποίοι οδηγούνταν σαν πρόβατα επί σφαγή μιμούμενοι καρτερικά το παράδειγμα του Χριστού.
Αν με το μάτι της ψυχρής ανθρώπινης λογικής η νέα θρησκεία ήταν καταδικασμένη σε σύντομο και άδοξο τέλος, τα σχέδια του Θεού αποδείχτηκαν διαφορετικά, αναδεικνύοντας περίτρανα ότι πίσω από το προσκήνιο της ιστορικής πραγματικότητας υπάρχει ένα αθέατο παρασκήνιο, χώρος κατεξοχήν δράσης της Θείας Πρόνοιας. Τρεις αιώνες περίπου μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για την ιστορική δικαίωση της νέας θρησκείας. Το 312 μ.Χ, σε μια διηρημένη σε ανατολική και δυτική περιφέρεια ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ο βασιλιάς της δύσης Κωνσταντίνος πολιορκεί τη Ρώμη και ετοιμάζεται για την τελική αναμέτρηση με τον Μαξέντιο, γιο του Αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Είναι τότε που αποκαλύπτεται σε αυτόν η θεϊκή βούληση, όταν είδε σε όραμα τον Σταυρό του Κυρίου με τη φράση <<Εν τούτω νίκα>>, ενώ λίγο αργότερα ο ίδιος ο Κύριος του υπέδειξε ότι με το σημείο του Σταυρού θα καταστούν ο ίδιος και ο στρατός του ανίκητοι. Πράγματι, η θεϊκή υπόσχεση πραγματοποιήθηκε και η θριαμβευτική είσοδος του Κωνσταντίνου στη Ρώμη θα σημάνει την απαρχή κοσμογονικών εξελίξεων.
Το 313 μ.Χ στα Μεδιόλανα, σημερινό Μιλάνο της Ιταλίας, θα υπογραφεί το περίφημο διάταγμα των Μεδιολάνων, το οποίο καθιερώνει ανεξιθρησκία για τους πολίτες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ανακουφίζει για πρώτη φορά μετά από αιώνες τους κατατρεγμένους χριστιανούς. Λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος θα γίνει μονοκράτορας και απερίσπαστος πλέον στη διοίκηση της αυτοκρατορίας θα προβεί σε μία κίνηση στρατηγικής ιδιοφυίας μεταφέροντας την πρωτεύουσα από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, περιοχή του Βοσπόρου, αποικία στην αρχαιότητα των Μεγαρέων, και κομβικό σημείο συνάντησης Ανατολής-Δύσης. Ο Αυτοκράτορας θα δώσει στη νέα πόλη το όνομα του και στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ θα γίνουν τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας, της Κωνσταντινούπολης, που γρήγορα θα εξελιχθεί σε παγκόσμιο οικονομικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο.
Η Κωνσταντινούπολη, ή αλλιώς <<Βασιλεύουσα>>, <<Πόλη>>, <<Επτάλοφος της Ανατολής>> και <<Νέα Ρώμη>>, για να αναφέρουμε μερικές από τις προσωνυμίες που της έχουν αποδοθεί, ταυτίζει την ιστορία της με την ιστορία της βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Θα αποτελούσε ατόπημα αν προσπαθούσαμε να περικλείσουμε στις λίγες αυτές σειρές το μεγαλείο και τη λάμψη της βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από πού ν’ αρχίσει κάποιος την απαρίθμηση των επιτευγμάτων και που να σταματήσει. Κυριολεκτικά δεν υπήρχε έκφανση του ανθρώπινου βίου που να μην παρατηρήθηκε πρόοδος και δημιουργική πνοή. Στον οικονομικό τομέα έχουμε άνθιση του εμπορίου με ανοίγματα και συναλλαγές σε Ανατολή και Δύση, οι επιστήμες εξελίσσονται και ίσως είναι άγνωστο στους περισσότερους ότι οι Βυζαντινοί επέδειξαν ιδιαίτερα επιτεύγματα στην ιατρική.
Η καλλιέργεια των τεχνών και των γραμμάτων βρίσκει μεγάλη διάδοση και οι Βυζαντινοί θεωρούνται άξιοι διάδοχοι και συνεχιστές του έργου των αρχαίων Ελλήνων, το πνεύμα των οποίων γονιμοποιείται τώρα από τη χριστιανική κοσμοθεωρία που κυριαρχεί στην Αυτοκρατορία. Η πίστη των Βυζαντινών πηγάζει από τον εσωτερικό τους κόσμο και αντανακλάται στις καλλιτεχνικές τους δημιουργίες. Η Αγία Σοφία, δημιούργημα της εποχής του Ιουστινιανού, αντανακλά τη δόξα του Βυζαντίου, το θρίαμβο της ορθοδοξίας και αποτελεί ένα ανεπανάληπτο μνημείο συγκερασμού καλλιτεχνικής ιδιοφυίας, ορθόδοξης πνευματικότητας και αρχιτεκτονικής αρμονίας.
Η ορθόδοξη πίστη και ευσέβεια των Βυζαντινών αγκαλιάζει το σύνολο των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων και οι Αυτοκράτορες, όχι όλοι, αυτό είναι αλήθεια, αποτελούν πρότυπα αρετής και μίμησης για το λαό. Καθιερώνονται νόμοι εμπνευσμένοι από το Ευαγγέλιο και το άλλοτε σκληρό και άτεγκτο ρωμαϊκό δίκαιο εξανθρωπίζεται και σταδιακά η νομοθετική σκέψη εμπλουτίζεται με την έννοια της επιείκειας. Στην άσκηση της κοινωνικής πολιτικής κυριαρχεί η έννοια της φιλανθρωπίας και είναι συγκλονιστικά τα λόγια του αυτοκράτορα Ρωμανού του Α΄ του Λεκαπηνού,ο οποίος το 934 μ.Χ στην εισαγωγή μιας νεαράς, δηλαδή νόμου, γράφει τα εξής σχετικά με τη διευθέτηση κτηματικών διαφορών μεταξύ πλουσίων και φτωχών: «Οι άνθρωποι πρέπει να καλλιεργούν την ψυχή τους, για να μοιάσουν με τον Δημιουργό. Όσοι παραγνωρίζουν αυτό το καθήκον, είναι μοιραίο να γίνουν σκλάβοι των παθών τους. Απ’ αυτό ξεπηδούν οι απειράριθμες αδικίες, απ’ αυτό η μεγάλη και αιώνια μιζέρια των φτωχών, οι ατελείωτοι βόγγοι τους, που η ηχώ τους αφυπνίζει τον Κύριο. Αν ο Θεός ξεσηκώνεται για να εκδικηθεί τους πόνους τους, πως εμείς μπορούμε να παραγνωρίζουμε τα παράπονά τους;
Όταν ενεργούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν οδηγούμαστε από το μίσος η τον φθόνο εναντίον των Δυνατών, αλλά από την αγάπη μας για τους φτωχούς, από την πρόθεσή μας να τους προστατεύσουμε και από την επιθυμία μας να σώσουμε την αυτοκρατορία, γιατί αυτοί στους οποίους η Θεία Πρόνοια έδωσε δύναμη και πλούτο δεν φροντίζουν για τους φτωχούς, αλλά αντίθετα τους βλέπουν σαν λεία και δύσκολα συγκατατίθενται να μη τους αρπάξουν αμέσως τα κτήματά τους».
Ποιο πειστικότερο τεκμήριο από το παραπάνω θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποιος, για ν’ αποδείξει την έμπρακτη ευσέβεια πολλών εκ των βυζαντινών Αυτοκρατόρων; Η ευσέβειά τους εκφράστηκε ποικιλοτρόπως και απέναντι στην Εκκλησία, την οποία στήριζαν στο πλούσιο πνευματικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό της έργο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία την περίοδο αυτή κυριολεκτικά κατέστη θεματοφύλακας της ευαγγελικής Αλήθειας και των αποστολικών εντολών, αφού μέσα από τις οικουμενικές συνόδους θεμελίωσε τα σωτηριολογικά δόγματα, πολέμησε τις αιρέσεις και κακοδοξίες, και ανέδειξε πλήθος αγίων. Ο μοναχικός βίος, η ανάδειξη πατερικών μορφών, η ιεραποστολή αγάπης σε άγριους μέχρι τότε λαούς, ο φωτισμός των Σλάβων από τους Κύριλλο και Μεθόδιο, οι απαράμιλλες σε εκφραστικότητα βυζαντινή αγιογραφία και μουσική, είναι μερικά ψήγματα μόνο της ανεκτίμητης προσφοράς της Εκκλησίας.
Όπως όλες όμως οι αυτοκρατορίες στη ροή του ιστορικού <<γίγνεσθαι>> έχουν το αποκορύφωμά της ανάπτυξής τους και στη συνέχεια εισέρχονται σε φάση φθοράς και σταδιακής παρακμής, έτσι και η βυζαντινή Αυτοκρατορία, στην κοσμική της διάσταση, αντιμετώπισε πολλές εξωτερικές επιβουλές και εσωτερικές αντινομίες που την κατέστησαν ευάλωτη και άνοιξαν το δρόμο για την τελική της πτώση. Θα ήταν μέγα ιστορικό ατόπημα ν΄αναφερθούμε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, αν προηγουμένως δεν κάναμε αναφορά στην πρώτη άλωση που έλαβε χώρα το 1204 και μάλιστα όχι από βάρβαρους λαούς της Ανατολής, αλλά από χριστιανούς της Δύσης.
Μετά το σχίσμα των εκκλησιών το 1054 η ψυχρότητα της δυτικής εκκλησίας απέναντι στην ανατολική άρχισε να μετατρέπεται σε φανερή εχθρότητα, τα έκδηλα σημάδια της οποίας δεν άργησαν να φανούν. Μετά τη μάχη του Ματζικέρτ το 1071 και την ήττα των Βυζαντινών από τους Σελτζούκους Τούρκους, αλλάζουν τα οικονομικά και γεωστρατηγικά δεδομένα και παρά τις προσπάθειες των Κομνηνών για ανασυγκρότηση του κράτους, το τελευταίο, ευάλωτο πια, αρχίζει να υποχωρεί στην οικονομική ισχύ των Ιταλικών πόλεων, ανοίγοντας την όρεξη στους Φράγκους για μεγαλύτερες κατακτήσεις.
Η αφορμή δεν άργησε να δοθεί καθώς το 1201 οργανώνεται η Δ΄ Σταυροφορία που λίγο νωρίτερα είχε ευλογηθεί από τον Πάπα Ιννοκέντιο τον Γ΄ με σκοπό, και πρόσχημα όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, την υπεράσπιση των Αγίων Τόπων. Οι σταυροφόροι γρήγορα φανέρωσαν τις αληθινές τους προθέσεις έκθαμβοι μπροστά στη σαγηνευτική ομορφιά της Κωνσταντινούπολης που όπως επισημαίνει ο ιστορικός Γ. Βιλεαρδουίνος, μέλος κι αυτός της εκστρατείας, <<δεν μπορούσαν να φανταστούν πως υπήρχε στον κόσμο τόσο ισχυρή πόλη>>. Η τελική επίθεση πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1204 και η βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Λατίνοι ήταν πρωτοφανής. Φόνοι, εμπρησμοί, καταστροφές, βασανισμοί αθώων ανθρώπων, λεηλασίες και κλοπές θησαυρών συνθέτουν το σκηνικό της φρίκης, στο οποίο πρωταγωνιστές δυστυχώς υπήρξαν χριστιανοί της Δύσης. Τα τραύματα που άνοιξε η Άλωση του 1204 ήταν πολύ σοβαρά και, όπως φάνηκε από την ιστορική συνέχεια, δεν έκλεισαν μέχρι το τελειωτικό χτύπημα από τους Οθωμανούς 250 περίπου χρόνια αργότερα. Αυτή η πρώτη Άλωση τραυμάτισε θανάσιμα το σώμα της Αυτοκρατορίας, διάνοιξε όμως τους πνευματικούς οφθαλμούς πολλών ανθρώπων, οι οποίοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται πλέον τον επικίνδυνο εκτροχιασμό της παπικής εκκλησίας και τη μετατροπή της σε μία κοσμική δύναμη μακριά από το πνεύμα του Ευαγγελίου.
Η πνευματική αφύπνιση των Ρωμηών θα πάρει σάρκα και οστά κατά τη Σύνοδο της Φερράρας Φλωρεντίας το 1438, όταν πλέον ήταν ορατός ο κίνδυνος κατάρρευσης της Αυτοκρατορίας και μέσα στους κόλπους τους πλήθαιναν οι φωνές που ζητούσαν συμμαχία με τη Δύση, για την αντιμετώπιση της επιθετικότητας των Οθωμανών. Η βυζαντινολόγος και πρύτανης του πανεπιστημίου της Σορβόννης, Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ επισημαίνει τα εξής χαρακτηριστικά για την περίοδο αυτή:<< Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της όρθια. Ο Μανουήλ έτρεχε να δει τους Καρόλους, ο Ιωάννης πήγε στη Φερράρα. Είναι η εποχή των επαιτών αυτοκρατόρων. Πήγαιναν επαίτες στη Δύση, έστω και αν τους δέχονταν εκεί με τιμές και δόξες.>>.
Πρόσωπα όπως ο Γεννάδιος, Γεώργιος Σχολάριος, και πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, ο φιλόσοφος και γραμματικός Πλήθων Γεμιστός, ο μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς και ο Μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός, αν και σε πολλά θέματα οι απόψεις τους δεν ταυτίζονταν, εντούτοις υπεράσπισαν με σθένος τη διατήρηση της πνευματικής ανεξαρτησίας του Βυζαντίου, μακριά από κάθε υποτέλεια στη Δύση και τον παπισμό. Έβλεπαν με διορατικότητα ότι ο κίνδυνος των Οθωμανών ήταν εξωτερικός και μια ενδεχόμενη σκλαβιά θα μπορούσε να αποτιναχτεί σε βάθος χρόνου από μια πνευματική αφύπνιση και αναγέννηση των Ελλήνων. Αντίθετα, τα δραματικά γεγονότα του 1204 σε συνδυασμό με τη διογκούμενη αλαζονεία της παπικής εκκλησίας και την πρωτοφανή διαστρέβλωση των θείων Γραφών από του Δυτικούς καθιστούσαν μια ενδεχόμενη συμφωνία για ένωση των Εκκλησιών πράξη όχι μόνο υποτέλειας, αλλά και πνευματικής αυτοχειρίας. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια που αποδίδονται στο Λουκά Νοταρά σύμφωνα με τα οποία<< είναι προτιμότερο το τουρκικό καφτάνι από τη λατινική τιάρα>> και αν και κατηγορήθηκε για φιλοτουρκισμό, η κατηγορία αυτή σύντομα κατέρρευσε, καθώς βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Τούρκους μετά την Άλωση.
Έτσι λοιπόν θα πορευθεί η Αυτοκρατορία τον μοναχικό και συνάμα μαρτυρικό της δρόμο λίγο πριν <<το κύκνειο άσμα της>>. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, έμελλε να είναι ο τελευταίος Αυτοκράτορας και υπερασπιστής της Βασιλεύουσας. Αντίπαλος του μια μεγάλη προσωπικότητα και ανερχόμενος ηγέτης ο νεαρός σουλτάνος Μωάμεθ ο Β΄, ο αποκαλούμενος και Πορθητής, εξαιτίας του μεγάλου κατορθώματος που πέτυχε, να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Η Πολιορκία της Πόλης είχε αρχίσει μήνες πριν την τελική έφοδο και την άλωση από τους Τούρκους, και ο Μωάμεθ στις 21 Μαΐου του 1453 γνωρίζοντας πλέον τη θέση ισχύος του στρατού του και τη δυσμενή θέση των Βυζαντινών πρότεινε στον Κωνσταντίνο συνθηκολόγηση με πολύ ευνοϊκούς όρους τόσο για τον ίδιο όσο και για τους κατοίκους της Πόλης. Η απάντηση του Αυτοκράτορα ήταν αφοπλιστική και ενδεικτική του μεγαλείου της ελληνικής ψυχής: <<Το δε την Πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εστιν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών>>. Η τελική επίθεση δεν άργησε να διαδεχτεί την ηρωική αυτή απάντηση και έτσι στις 29 Μαΐου του 1453 διατάχτηκε γενική έφοδος του πολυάριθμου και πανίσχυρου τουρκικού στρατού απέναντι στους λίγους Έλληνες και ξένους στρατιώτες που με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο μάχονταν με συγκινητική αυτοθυσία και αυταπάρνηση στην πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των εχθρών και ο Κωνσταντίνος θανατώθηκε στα πεδία των μαχών σαν απλός στρατιώτης. Την επομένη της Άλωσης ο Μωάμεθ εισήλθε στην Πόλη θριαμβευτικά κατευθύνθηκε στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, την οποία αμέσως μετέτρεψε σε τζαμί και προσευχήθηκε. Οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε σφαγές του άμαχου πληθυσμού, λεηλασίες και καταστροφές εξωτερικεύοντας το μένος που έτρεφαν για την αντίσταση που βρήκαν από τους λίγους και τελευταίους υπερασπιστές της Βασιλεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Ρωμηών πέρασε στην Ιστορία. Για αιώνες, μέχρι και στις μέρες μας, πέρα από τα ιστορικά βιβλία συνεχίζει να βρίσκεται ζωντανή στα παραμύθια της γιαγιάς, στους θρύλους και τους μύθους για το μαρμαρωμένο βασιλιά, την κόκκινη μηλιά και τη θεία Λειτουργία που δεν ολοκληρώθηκε και θα τελειώσει, όταν ο παππάς που είναι κρυμμένος μέσα στο Άγιο Βήμα θα βγει με το άγιο δισκοπότηρο, την εποχή που θα αναστηθεί το Ρωμέηκο.
Η πνευματική παρακαταθήκη του Βυζαντίου δεν περιορίστηκε μόνο στη λαογραφική παράδοση, γιατί τότε θα ήταν μάταιο να μιλάμε για προσδοκία. Ο πόθος της αποτίναξης του τουρκικού ζυγού και της ανάστασης του γένους δεν έπαψε να πυρπολεί τις καρδιές τόσο των υπόδουλων Ελλήνων, όσο και του ελληνισμού της διασποράς. Η διαμόρφωση της ιδέας σχηματισμού ανεξάρτητων κρατών κατά το 18ο και 19ο αιώνα στην Ευρώπη δεν ήταν δυνατό να αφήσει ασυγκίνητους τους απανταχού Έλληνες. Οι διδαχές του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού λειτουργούσαν ως βάλσαμο στις καρδιές των σκλαβωμένων Ελλήνων και αποτελούσαν ισχυρό ανάχωμα στην προσπάθεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για βίαιους εξισλαμισμούς. Λίγο αργότερα με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 θα αποδειχθεί περίτρανα ότι οι Έλληνες ποτέ δεν αποκόπηκαν από το παρελθόν τους, έστω κι αν κάποιοι τους ήθελαν υποτελείς στους Τούρκους ή δέσμιους και άβουλες μαριονέτες στα χέρια των δυτικών-προστάτιδων δυνάμεων.
Ένας από τους πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, με το γνήσιο λαϊκό του αισθητήριο, την άδολη καρδιά και την ειλικρινή αγάπη για την πατρίδα είχε διακρίνει, σε αντίθεση δυστυχώς με τους σημερινούς πολιτικούς, τα πραγματικά κίνητρα όλων εκείνων που παρουσιάζονταν με το προσωπείο των φίλων και προστατών της μαχόμενης για ανεξαρτησία Ελλάδας. Από τα απομνημονεύματα του αντλούμε τα εξής χαρακτηριστικά σχόλια για τους αρχαίους Έλληνες και τους Ευρωπαίους της εποχής του:<< Αυτήνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Εντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωγή και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη, και γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας. Κάνουν και οι μαθηταί τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς – γύμναση της κακίας και της παραλυσίας. Τέτοια αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας, δίνουν>>. Η επαναστατημένη Ελλάδα θα βρει σιγά σιγά το βηματισμό της προς την ελευθερία και την ανεξαρτησία και σε αυτό καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσουν κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος συνδύαζε σπάνια πολιτικά χαρίσματα με εθνικούς οραματισμούς και μια βαθειά πίστη στο Θεό και την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο 21ος αιώνας, ο αιώνας των μεγάλων ανακατατάξεων, όπως έχει χαρακτηριστεί, βρίσκει την Ελλάδα εμπλεκόμενη σε δύο βαλκανικούς, δύο παγκοσμίους πολέμους και αντιμέτωπη με την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Κορυφαίοι πολιτικοί, τουλάχιστον στις πρώτες δεκαετίες αυτού του αιώνα, δεν έπαψαν να εμφορούνται στην άσκηση της εξωτερικής τους πολιτικής από το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, όχι με την έννοια του εθνικισμού και της βίαιης αλλαγής των συνόρων, αλλά με την ικανοποίηση των δίκαιων και ιστορικά αναγνωρισμένων δικαιωμάτων του Ελληνισμού. Δυστυχώς, όμως, το αιώνιο σαράκι που κατατρώει τις σάρκες των Ελλήνων, οι πολιτικές έριδες και ο διχασμός, έκαναν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους κατά τον προηγούμενο αιώνα με τη μορφή πολλών εκτροπών, όπως ο εμφύλιος πόλεμος, οι δικτατορίες, οι πολιτικές διώξεις και δολοφονίες, και πλήθος άλλων θλιβερών γεγονότων.
Με το πέρασμα των δεκαετιών και ιδιαίτερα από τη μεταπολίτευση και έπειτα η Ελλάδα άρχισε να ορθοποδεί κοινωνικά και οικονομικά με αποκορύφωμα την ένταξή της, πριν από τρεις περίπου δεκαετίες, στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση. Πολλοί βιάστηκαν να πανηγυρίσουν πιστεύοντας ότι η χώρα μας θα βίωνε έναν επίγειο παράδεισο, και σχεδόν κανένας δεν άκουγε τις φωνές έντιμων πολιτικών από όλους τους χώρους, σοβαρών διανοουμένων και φωτισμένων μορφών της ορθόδοξης Εκκλησίας που προειδοποιούσαν ότι αυτά τα πακέτα στήριξης μοιάζουν με το κουτί της Πανδώρας και κάποια στιγμή θα απελευθερώνονταν δυνάμεις με ανεξέλεγκτες συνέπειες για τη χώρα. Οι άνθρωποι αυτοί, δικαιωμένοι πλέον σήμερα από τις εξελίξεις, αποδείχτηκε ότι γνώριζαν πολύ καλά την ιδιαίτερη φύση και ψυχοσύνθεση των Ελλήνων, αλλά και τα μακροπρόθεσμα σχέδια των Ευρωπαίων δανειστών, οι οποίοι, όπως φαίνεται, δεν σκόπευαν σε μια ειρηνική ένωση των λαών, αλλά στη δημιουργία ενός μηχανισμού οικονομικής στήριξης, ουσιαστικά Δούρειου Ίππου για την οικονομική άλωση και μεταγενέστερα την κοινωνική και εθνική υποδούλωση των λαών.
Δυστυχώς, στην παγίδα αυτή δεν έπεσαν μόνο πολιτικοί παράγοντες, πολλοί εκ των οποίων σήμερα αποδεικνύονται διεφθαρμένοι αλλά και το σύνολο των νεοελλήνων που στο βωμό του χρήματος θυσίασαν τα πάντα, προκειμένου να απολαύσουν μια πρόσκαιρη και χιμαιρική ευημερία, τους πικρούς καρπούς της οποίας γεύονται τώρα και άγνωστο για πόσο ακόμα.
Όμως, εύλογα θα διερωτηθεί κάποιος: Αυτό τελικά είναι το πεπρωμένο του ελληνισμού; Ο εξευτελισμός, η υποτέλεια και ο διεθνής διασυρμός που υφίσταται σήμερα; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Συλλογική η ευθύνη για τα αμαρτήματα του πρόσφατου παρελθόντος συλλογική και η μετάνοια που πρέπει να επιδείξουμε ως λαός, ώστε να αλλάξουμε ρότα στη ζωή μας. Ο Νέος Ελληνισμός που θα προκύψει από τη σημερινή δοκιμασία δεν θα έχει καμία σχέση με το σύγχρονο ελλαδικό κρατικό μόρφωμα και τα επιγεννήματά του. Η δύναμη του θα έρχεται από το μακρινό παρελθόν, από την Ιστορία των Ρωμηών και θα κτιστεί πάνω σε δύο πυλώνες:α) Τον απόδημο Ελληνισμό και β) την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο απόδημος Ελληνισμός διασώθηκε και μεγαλούργησε απανταχού της γης, γιατί διαφύλαξε παραδοσιακές αρετές των Ελλήνων, όπως το φιλότιμο, η εργατικότητα, η προσαρμοστικότητα στις δυσκολίες και το κοινοτικό πνεύμα, κύριος εκφραστής του οποίου είναι οι ορθόδοξες ενορίες της διασποράς. Η Ορθοδοξία θα μεγαλουργήσει στα χρόνια που έρχονται, σύμφωνα και με διαπιστώσεις σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων του περασμένου αιώνα όπως ο Στήβεν Ράνσιμαν, κορυφαίος Βρετανός ακαδημαϊκός και βυζαντινολόγος, ο οποίος έβλεπε στην Ορθοδοξία τη γνήσια και αυθεντική Εκκλησία των Αγίων, των θείων μυστηρίων και των αποκαλυπτικών νοημάτων. Κύριοι εκφραστές της Ορθοδοξίας, πέρα από τις τοπικές Εκκλησίες, θα αναδειχθούν το Άγιο Όρος με την ασκητική του παράδοση, τη νηπτική θεολογία και τις αγιασμένες μορφές που συνέχεια αναδεικνύει, καθώς και το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στο οποίο συντελείται σήμερα ένα μεγαλειώδες θαύμα, αφού καταφέρνει και συντηρείται σε ένα μουσουλμανικό κράτος, με συνεχείς εσωτερικές και εξωτερικές απειλές, και με ένα ολιγάριθμο πλήθος Ελλήνων πιστών, αλλά με μια τεράστια οικουμενική ακτινοβολία, αναγνώριση και αποδοχή που διαρκώς επεκτείνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης.
Δεν γνωρίζουμε αν <<πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ναι>>, όπως λέει η παροιμιώδης αυτή λαϊκή φράση αναφερόμενη στα μεγαλεία του παρελθόντος. Ο Θεός είναι αυτός που έχει τον τελικό λόγο και <<βάζει την υπογραφή του σε κάθε σελίδα της ιστορίας>>. Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι, γιατί έχουμε βιωματική εμπειρία, είναι το γεγονός ότι πάντοτε τη θυσία την ακολουθεί η δικαίωση και το σταυρό η Ανάσταση. Στις δύσκολες μέρες που διανύουμε ας μην ξεχνάμε ότι ο ελληνικός λαός, όσο κι αν κάποιοι λυσσομανούν να του ξεριζώσουν την αξιοπρέπεια, είναι περήφανος λαός, πλούσιος σε μαρτυρικούς αγώνες και θυσίες που έχουν γραφεί με χρυσά γράμματα στο βιβλίο της παγκόσμιας ιστορίας. Είμαστε σίγουροι πως αν οι καιροί το απαιτήσουν δεν θα φανούμε κατώτεροι των περιστάσεων και των προσδοκιών των προγόνων μας. Ας έχουμε αυτά στο νου μας για τις ημέρες που έρχονται και ας είμαστε προετοιμασμένοι ακόμα και για μαρτύριο, με την πεποίθηση ότι μετά τη βαρυχειμωνιά έρχεται η άνοιξη, η Ανάσταση και η μετάβαση στην αληθινή ζωή.