Τοῦ Πισιδίας Σωτηρίου
(τοῦ ἀπὸ Κορέας)
Τὰ χρόνια ποὺ βρίσκομαι στὴν Κορέα -τρισήμισυ καὶ πλέον δεκαετίες- ἀντιμετώπισα κι ἀντιμετωπίζω ἀκόμα ἀρκετὲς φορὲς τὰ ἐρωτήματα: πῶς πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὴν ἱεραποστολή; Καὶ ποιὰ ἦταν ἡ προετοιμασία καὶ τὰ σχέδιά μου γιὰ τὴ διακονία μου στὴν Κορέα;
Εὔλογα τὰ ἐρωτήματα. Ἀπογοητευτικές, μᾶλλον, οἱ ἀπαντήσεις μου. Καὶ ἰδοὺ γιατί: Ἀπόφαση νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὴν ἱεραποστολὴ δὲν πῆρα ποτέ. Στὴν τελευταία τάξη τοῦ ὀκταταξίου τότε Γυμνασίου, κι ἐνῷ ἑτοιμαζόμουν νὰ σπουδάσω ἰατρική, σὲ ὥρα Θ. Λειτουργίας αἰσθάνθηκα τὴν κλήση ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γίνω ἱεροκήρυκας. Ἔτσι σπούδασα θεολογία. Μόνιμη ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς μου ἦταν νὰ μεταδίδω τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου γενικότερα στὸν κόσμο καὶ εἰδικότερα στὰ παιδιά. Κι αὐτὸ ἔκανα μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ σὲ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος, ὅπου ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωνε νὰ ὑπηρετῶ ὡς κληρικὸς τὴν Ἐκκλησία Του. Ὥσπου, τὸ 1974, ἕνας ἱερέας ποὺ εἶχε περάσει πρόσφατα ἀπὸ τὴν Κορέα, μοῦ φέρνει στὸ Γραφεῖο τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίας Σκέπης Παπάγου ἕνα γράμμα, ποὺ τοῦ εἶχε στείλει ὁ Πρόεδρος τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Σεούλ, ἀείμνηστος τώρα, Κώστας Κίμ. Τὸ γράμμα αὐτὸ ἔλεγε: «Παρακαλοῦμε θερμῶς κάποιος θεολόγος ἱερεὺς ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα νὰ ἔλθη εἰς τὴν Κορέαν νὰ μᾶς βοηθήση, διότι αἰσθανόμεθα ὡσὰν ὀρφανοί». Μέσα στὸ γράμμα εἶχε καὶ μία φωτογραφία μὲ μικρὰ Κορεατόπουλα, ντυμένα μὲ τὶς παραδοσιακὲς ἐνδυμασίες τους, μπροστὰ στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Δάκρυσαν τὰ μάτια μου. Ξαναδιάβασα τὴ φράση «αἰσθανόμεθα ὡσὰν ὀρφανοί». Καὶ εἶπα: «Θὰ πάω ἐγὼ νὰ βοηθήσω». Ἔτσι ἁπλᾶ. Ἔτσι ξαφνικά. Καί, φυσικά, «γιὰ λίγο». Ἕνα «λίγο», ποὺ ἄρχισε τὸ 1975 καὶ διαρκεῖ μέχρι σήμερα!
Τὴν προετοιμασία μου γιὰ τὴν καινούργια σελίδα τῆς ζωῆς καὶ διακονίας μου στὴν Κορέα, ἐπιεικῶς τὴ χαρακτηρίζω στοιχειώδη. Εἶχα πλήρη σχεδὸν ἄγνοια γιὰ τὸ τί θὰ ἀντιμετωπίσω ἐκεῖ. Ἀντάλλαξα κάποιες ἐπιστολὲς μὲ τὸν Κώστα Κίμ, ὁ ὁποῖος, παλαιότερα, εἶχε σπουδάσει θεολογία στὴν Ἀθήνα. Οἱ λακωνικὲς ἀπαντήσεις του στὰ ἐρωτήματά μου ὑπεγράμμιζαν μὲ ἔμφαση τὴν «ἀπόλυτον ἀνάγκην πνευματικῆς ἐνισχύσεως τῶν πιστῶν» καὶ τὰ προβλήματα ὑγείας τοῦ ἡλικιωμένου Κορεάτου ἱερέως π. Βόριδος, ποὺ τὸν ἐμπόδιζαν νὰ ἀνταποκρίνεται στὰ καθήκοντά του. «Λεπτομερῶς θὰ ἐνημερωθῆτε δι’ ὅλα, ὅταν ἔλθετε», ἐπαναλάμβανε ὁ Κώστας Κίμ.
Ἔτσι, φρόντισα νὰ πάρω μαζί μου τὰ Λειτουργικὰ βιβλία, κατηχητικὰ βοηθήματα καὶ κάποιο ἐποπτικὸ ὑλικό, μαζὶ μὲ μερικὰ ἱερὰ σκεύη, ποὺ μὲ ἐνημέρωσε ὅτι χρειάζονται.
Περισσότερα εἶχα μάθει γιὰ τὴ χώρα καὶ τὶς συνθῆκες ζωῆς, μᾶλλον τὶς δυσκολίες καὶ τὰ προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς: βαρύτατος καὶ μακρὺς χειμώνας, καταρρακτώδεις βροχὲς τὸ καλοκαίρι καὶ ζέστη ὑγρή, ἀνυπόφορη, διαφορετικὰ εἴδη διατροφῆς κ.λπ. Αὐτά, μοῦ τὰ περιέγραφαν μὲ ἔμφαση ἐνορίτες τῆς Ἁγίας Σκέπης Παπάγου, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑπηρετήσει στὸ Ἐκστρατευτικὸ Σῶμα τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸν κορεατικὸ πόλεμο (1950-1953). Σκοπός τους ἦταν νὰ μὲ ἀποτρέψουν νὰ πάω στὴν Κορέα, βέβαιοι ὅτι «ἐσεῖς, μὲ τόσο εὔθραυστη ὑγεία, σὲ τέτοιες συνθῆκες δὲν θὰ ἀντέξετε οὔτε τρεῖς μῆνες».
Ἐδῶ, ἀξίζει νομίζω νὰ καταθέσω δυὸ δυνατὲς ἐκπλήξεις ποὺ ἔζησα, σὲ σχέση μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ εἶχα πρὶν πάω στὴν Κορέα καὶ μὲ τὸ τί βρῆκα ἐκεῖ.
Ἡ πρώτη: Εἶχα ζητήσει ἀπὸ τὸν Κώστα Κὶμ καὶ μοῦ ἔγραψε τὸν ἀριθμὸ τῶν Ὀρθοδόξων Κορεατῶν, τῶν οἰκογενειῶν, τῶν νέων, τῶν παιδιῶν, ὥστε νὰ πάρω μαζί μου κάτι νὰ τοὺς προσφέρω. Φθάνοντας στὴ Σεούλ, κοίταζα τὶς Κυριακὲς τὸ ἐκκλησίασμα κι ἀναρρωτιόμουν «ποῦ νὰ εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι;».
«Κάποιο ἐμπόδιο θὰ τοὺς ἔτυχε σήμερα» σκεπτόμουν. Πέρασε κάμποσος καιρός, ἡ ἀπορία μου ἔμενε χωρὶς ἀπάντηση. Ὁπότε, ρώτησα σχετικὰ τὸν Κώστα Κίμ. Συγκλονιστικὴ ἡ ἀπάντησή του: «Πάτερ, σᾶς παρακαλῶ πολὺ νὰ μὲ συγχωρήσετε. Ἄν σᾶς ἔγραφα πόσο λίγοι εἴμαστε, φοβόμουν ὅτι δὲν θὰ ἐρχόσαστε στὴν Κορέα». Κι εἶχε σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ τὰ μάτια γεμάτα δάκρυα…
Ἡ δεύτερη ἔκπληξή μου εἶχε σχέση μὲ τὴν κορεατικὴ γλώσσα. Πρὶν κινήσω γιὰ τὴν Κορέα, εἶχε ἔλθει στὴν Ἀθήνα γιὰ σπουδὲς ἕνας Ὀρθόδοξος Κορεάτης. Τοῦ ζήτησα διάφορες πληροφορίες καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων τὸν ρώτησα ἂν εἶναι δύσκολα τὰ κορεατικά. «Ἄ, μπά· καθόλου. Θὰ τὰ μάθετε γρήγορα», μοῦ ἀπαντᾶ. «Πόσο γρήγορα;». «Σὲ μερικοὺς μῆνες, ἂν κάνετε κανονικὰ μαθήματα». Κι ἄρχισε, μάλιστα, νὰ μοῦ μαθαίνει διάφορες λέξεις, ποὺ ὄντως μοῦ φαίνονταν τόσο εὔκολες. Ὅταν, ὅμως, στὴ Σεοὺλ πῆγα σὲ κανονικὸ φροντιστήριο, μὲ ρώτησε ὁ διευθυντής, ποὺ ἦταν κι αὐτὸς ἀπὸ εὐρωπαϊκὴ χώρα: «Πάτερ, σὲ πόσο καιρὸ θέλετε νὰ μάθετε τὰ κορεατικά, γιὰ νὰ ἐπιλέξω τὸ καθημερινὸ πρόγραμμα μαθημάτων σας;». «Σὲ μερικοὺς μῆνες» ἀπαντῶ. Σκάει στὰ γέλια. «Τί λέτε, πάτερ;». Αἰσθάνθηκα ὅτι μὲ προσέβαλε ὡς Ἕλληνα. Δηλαδὴ τί μᾶς περνάει, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ μάθουμε τὰ κορεατικά, ποὺ εἶναι τόσο εὔκολη γλώσσα; Μοῦ λέει: «Ἐγώ, πάτερ, ἔκανα ἐντατικὰ μαθήματα τέσσερα χρόνια. Καὶ μένω μόνιμα στὴν Κορέα ἄλλα τόσα. Ἀκόμα, ὅμως, δὲν τὰ μιλάω καλά-καλά. Κι ἐσεῖς θέλετε νὰ τὰ μάθετε σὲ μερικοὺς μῆνες;».
Ἀνώμαλη ἡ προσγείωσή μου…
Στὴν Κορέα πῆγα μὲ τριετῆ ἀπόσπαση τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Σκέπης Παπάγου τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Γιὰ τρία χρόνια ἦταν καὶ ὁ διορισμός μου ὡς ἱερατικοῦ προϊσταμένου τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγ. Νικολάου Σεούλ, ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη Νέας Ζηλανδίας μακαριστὸν Διονύσιον, Ἔξαρχον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴν Κορέα. Ὅταν στὴν Ἀθήνα πῆρα τὸν διορισμό, εἶπα: «Τρία χρόνια μόνος μου στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, πῶς θὰ ἀντέξω;». Φράση, ποὺ δὲν βγῆκε ποτὲ ξανὰ ἀπὸ τὰ χείλη μου καὶ συναίσθημα, ποὺ δὲν ξανάνιωσα ποτέ. Γιατί στὴν Κορέα, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἐκεῖ ζωῆς μου, «προορώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός» (Πράξ. 2,25).
Παρουσία Θεοῦ ὁλοφάνερη. Χειροπιαστή. Ἀδιάκοπη. Καθοδηγοῦσε. Ἐνέπνεε. Ἐπέβλεπε. Ὁλοκλήρωνε. Ἄνοιγε νέους δρόμους εὐαγγελισμοῦ, ποὺ κανείς μας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διανοηθεῖ. Ἕνα παράδειγμα: Περπατάει ὁ Κορεάτης ἱερέας π. Δανιὴλ σὲ δρόμο τῆς Σεούλ, φορώντας τὸ ζωστικό του. Τὸν σταματάει κάποιος. «Μὲ συγχωρεῖτε. Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε τί εἶστε; Πρώτη φορὰ βλέπω τέτοια ἐνδυμασία». «Εἶμαι ὀρθόδοξος ἱερέας», ἀπαντᾶ ὁ π. Δανιήλ. «Ἄ! Ὑπάρχει ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐδῶ; Ἔχω διαβάσει γι’ αὐτὴν κι ἔχω δεῖ φωτογραφίες τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Πολὺ θά θελα νὰ ἰδῶ τὸν ναὸ τῆς Σεούλ». Τοῦ δίνει ὁ π. Δανιὴλ τὴ διεύθυνση. «Ἐλᾶτε ὅποτε θέλετε». «Ξέρετε, εἶμαι ἀπὸ τὸ Τσοντζοὺ (πόλη ποὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴ Σεοὺλ 250 χιλιόμετρα). Ἦρθα σήμερα γιὰ μία δουλειὰ καὶ φεύγω αὔριο πολὺ πρωί. Μήπως μπορῶ νὰ ἔρθω πρὸς τὸ βράδυ;». «Εὐχαρίστως. Θὰ σᾶς περιμένω ὁ ἴδιος», ἀπαντᾶ πρόθυμα ὁ ἱερέας.
Πῆγε. Ἐνθουσιάστηκε. Ζήτησε ὀρθόδοξα βιβλία. Ρώτησε γιὰ μαθήματα κατηχήσεως. «Εἶμαι καθηγητής, μπορῶ νὰ ἔρχομαι στὴ Σεοὺλ στὶς διακοπὲς τῶν σχολείων. Ἴσως καὶ μερικὲς Κυριακὲς καὶ νὰ φεύγω αὐθημερόν».
Κατηχήθηκε. Βαπτίστηκε. Ἐπίμονα παρακάλεσε νὰ πηγαίνουμε στὴν πόλη του γιὰ κατήχηση τῶν ἀδελφῶν του, τῶν οἰκογενειῶν τους, τῆς μητέρας του. Ἔτσι ἄρχισε ἡ ἱεραποστολικὴ ἐργασία στὴν πόλη Τσοντζού, ποὺ κατέληξε στὴ δημιουργία τῆς τέταρτης Ἐνορίας τῆς Κορέας. Καὶ νὰ ὑψωθεῖ ἐκεῖ ὁ τέταρτος ἱερὸς ναὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ἦταν, ἄραγε, «τυχαία», ἐκείνη ἡ παράξενη, ἀναπάντεχη συνάντηση, σ’ ἕναν δρόμο τῆς Σεούλ, τοῦ π. Δανιὴλ μὲ τὸν συγκεκριμένον κάτοικο τοῦ Τσοντζού;
Ἄλλοτε, πάλι, ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ ἀξιοποίησε προβληματικὲς καταστάσεις, γιὰ νὰ ὁδηγήσει στὴν Ἐκκλησία Του ψυχές, ποὺ ἀναζητοῦν τὴν Ἀλήθεια. Ὅπως ἡ ἀκόλουθη περίπτωση.
Ἕνας νέος Κορεάτης φοιτοῦσε σὲ προτεσταντικὴ σχολή, στὴ δεύτερη πόλη τῆς Κορέας, τὸ Πουσάν. Συνέβαινε ἐκεῖ, ὅταν ἐτίθετο πρὸς μελέτη ἕνα θέμα, νὰ προκύπτουν ἔντονες διαφωνίες μεταξὺ μελῶν προτεσταντικῶν παραφυάδων, ποὺ τώρα στὴν Κορέα ἔχουν φθάσει τὶς 300. Σύγχυση, φωνές, ἐπιθέσεις τῶν μὲν ἐναντίον τῶν ἄλλων κ.λπ. Ἔρχεται αὐτὸς ὁ φοιτητὴς στὸν ναό μας στὸ Πουσὰν καὶ μοῦ λέει: «Πάω νὰ τρελαθῶ ἐκεῖ πέρα. Θὰ χάσω τὴν πίστη μου στὸν Θεό. Ἀποφάσισα νὰ μελετήσω τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Θέλω νὰ γνωρίσω τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Βοηθεῖστε με, σᾶς παρακαλῶ».
Ἄρχισε νὰ κατηχεῖται. Ἡ θεία Λατρεία τὸν συνεκλόνιζε. Ἠρέμησε. Ἐνθουσιάστηκε. Βαπτίστηκε. Στὴ συνέχεια παρακολούθησε καὶ τελείωσε τὸ θεολογικό μας σεμινάριο. Ζήτησε κι ἦρθε στὴν Ἑλλάδα νὰ μείνει ἕνα διάστημα σὲ Μονή, γιὰ νὰ «μαθητεύσει βιωματικά» στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Κι ἔγινε ἱερέας. Χρόνια τώρα, ὑπηρετεῖ μὲ ζῆλο καὶ σοβαρότητα τὴν Ἐκκλησία μας.
Ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὴ εἶναι καὶ ἡ περίπτωση τοῦ ἀειμνήστου Σάββα Λή. Μέσα ἀπὸ δυὸ ἀρνητικὰ περιστατικά, ὁ Θεὸς ἐξασφάλισε στὴν ἐν Κορέᾳ Ἐκκλησία Του τὴν ἀνεκτίμητη καὶ πολυτιμότατη εἰκοσαετῆ μεταφραστικὴ -καὶ ὄχι μόνο- διακονία του, πάνω στὴν ὁποία μέχρι σήμερα, ἀλλὰ καὶ γιὰ καιροὺς ἀκόμη, ἀναπτύσσεται καὶ θὰ καρποφορεῖ ἡ ὀρθόδοξη παρουσία στὴν Κορέα. Ἀξίζει νὰ τὴν καταθέσω.
Ἦταν καλοκαίρι τοῦ 1978. Ἄρχιζε ἡ κατασκήνωση τῶν κοριτσιῶν, ὅπου εἴχαμε διερμηνέα μία ἀγγλομαθῆ κατηχήτριά μας. Θὰ ἀκολουθοῦσε ἡ κατασκήνωση τῶν ἀγοριῶν. Ὁ ἀγγλομαθὴς ὀρθόδοξος Κορεάτης ποὺ περίμενα γιὰ διερμηνέα, δὲν μποροῦσε νὰ ἔρθει, «λόγῳ κακῆς συνεννόησης». «Τί θὰ κάνω τώρα;», πολὺ ἀνησυχοῦσα. Πρὶν φύγω γιὰ τὴν κατασκήνωση τῶν κοριτσιῶν, ζήτησα ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ συμβούλιο νὰ ἀναζητήσουν ἐπαγγελματία διερμηνέα, ὅπου βροῦν.
Ἐκεῖνο τὸ διάστημα, ἡ ἑταιρεία στὴν ὁποία ἐργαζόταν ὁ ἑλληνομαθὴς Σάββας ἔκλεισε ξαφνικά, λόγῳ κάποιας χρηματιστηριακῆς διαταραχῆς. Πατέρας τριῶν μικρῶν παιδιῶν ὁ Σάββας, ἀναζητοῦσε νέα ἐργασία.
Τὴν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως, ἦρθαν ἀπὸ τὴ Σεοὺλ πολλοὶ πιστοὶ στὴν κατασκήνωση νὰ λειτουργηθοῦν. Δὲν ὑπῆρχε, τότε, ἄλλος ἱερέας, ὁ π. Βόρις (πεθερὸς τοῦ Σάββα) εἶχε πεθάνει. Μετὰ τὴ Θ. Λειτουργία μὲ πλησιάζει ὁ Σάββας καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ, ἐγὼ αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἔχω λίγο χρόνο. Ξέρω ὅτι ἔχετε δυσκολία νὰ βρῆτε διερμηνέα. Θέλετε νὰ σᾶς βοηθήσω ἐγὼ στὴν κατασκήνωση;».
Ἂν ἤθελα! Τέτοιο δῶρο Θεοῦ στὴ γιορτή μου! Δόξα Σοι, Κύριε! Ἀπερίγραπτη ἡ ἐπιτυχία τῆς κατασκηνώσεως. Θαυμάσια τὰ ἑλληνικὰ τοῦ Σάββα. Εὐγενέστατος ὁ ἴδιος. Βαθειὰ ἡ εὐσέβειά του. Μεγάλη ἡ πίστη του κι ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό. Πατέρας καὶ φίλος μαζὶ γιὰ τὰ παιδιά. Φωτεινὴ ἡ σκέψη του. Ὑποδειγματικὴ ἡ σύνεσή του. Κι ἄλλα πάμπολλα χαρίσματα, ἐκλεκτά, σπάνια. «Θεέ μου, ποῦ κρυβόταν αὐτὸς ὁ θησαυρός;».
Μετὰ τὴν κατασκήνωση εἶδα κι ἔπαθα νὰ τὸν πείσω νὰ μὴν ἀναζητήσει ἄλλη ἐργασία, νὰ μείνει κοντά μας. Ἀδύνατον νὰ δεχθεῖ «μισθό». «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μητέρα μας. Ἐμεῖς πρέπει νὰ τῆς προσφέρουμε, ὄχι νὰ λαμβάνουμε ἀπ’ αὐτήν», ἔλεγε. Καὶ τὸ πίστευε. «Σύμφωνοι. Ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιά σου εἶναι κατ’ οἶκον ἐκκλησία. Πρέπει κι αὐτὰ νὰ ζήσουν», τοῦ ἀντέτασσα. «Θὰ βοηθάω στὸν ἐλεύθερο χρόνο μου». «Ποιὸν ἐλεύθερο χρόνο, μὲ τὰ διψήφια ἀσιατικὰ ὡράρια ἐργασίας;».
Τελικά, ἔμεινε. Μεγάλη εὐλογία Θεοῦ. Ἄ, παρέλειψα νὰ πῶ ὅτι ὁ Σάββας εἶχε μάθει τὰ ἑλληνικὰ τὸν καιρὸ τοῦ κορεατικοῦ πολέμου, ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τοῦ ἐκστρατευτικοῦ σώματος στὴν Κορέα. Ἦταν ἀπὸ τὴ Βόρειο Κορέα. Μὲ ἄλλους νέους ποὺ ἔφευγαν τότε κρυφὰ γιὰ τὰ νότια τῆς χώρας, εἶχε ἔρθει -μόλις εἶχε τελειώσει τὸ Λύκειο- στὸν ἀδελφὸ τῆς μητέρας του, ἀξιωματικὸ τοῦ νοτιοκορεατικοῦ στρατοῦ. Ξαφνικά, ὁ θεῖος του πῆρε διαταγὴ νὰ πάει ἀπὸ τὴ Σεοὺλ σὲ περιοχὴ πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων. Ἀδύνατον νὰ πάρει ἐκεῖ τὸν νεαρὸ ἀνηψιό του. Παρακάλεσε, τότε, τὸν Διοικητὴ τοῦ ἐκστρατευτικοῦ σώματος Ἑλλάδος στὴν Κορέα νὰ τὸν φιλοξενήσει στὸ ἑλληνικὸ στρατόπεδο τῆς Σεούλ. Ὁ Σάββας ἤξερε καλὰ ἀγγλικά. Διευκόλυνε ὅλους ὡς διερμηνέας. Κι ὁ ἴδιος, ζώντας ἀνάμεσά τους, μάθαινε ἀπ’ αὐτοὺς ἑλληνικά, ρωτώντας τους μόνο κάπου-κάπου μερικὲς διευκρινίσεις.
Ἀλήθεια, εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι «συμπτώσεις» ὅλα αὐτά; Νὰ εἶναι «τυχαῖα»; Νὰ μὴν εἶναι ἕνα πάνσοφο σχέδιο Θεοῦ νὰ ἐξασφαλίσει, δεκαετίες ἀργότερα, ἕναν τέτοιο ἐργάτη στὸν ἐν Κορέᾳ ἀμπελώνα Του;
Ἀμέτρητα εἶναι τὰ παρόμοια γεγονότα παρεμβάσεως τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ καὶ στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἔζησα στὴν Κορέα. Γιὰ κάθε εἶδος θεμάτων, προβληματισμῶν, δυσκολιῶν, καταστροφῶν, λαθῶν ἀκόμη, ποὺ προέκυπταν. Καὶ τὰ οἰκονομικά μας ἀδιέξοδα φρόντιζε ὁ Θεὸς νὰ καλύπτονται. Καὶ τῆς «εὔθραυστης ὑγείας» μου τοὺς κλονισμούς, Ἐκεῖνος θεράπευε. Κάθε φορὰ ποὺ οἱ δικές μας προσπάθειες, ὅλες ὅσες μπορούσαμε νὰ καταβάλουμε, δὲν ἔφερναν ἀποτέλεσμα, ὁ Θεὸς πάντα ἔδινε, μὲ ἐντελῶς θαυμαστοὺς τρόπους, τὶς λύσεις.
Πολλὲς φορὲς ἔχει γραφεῖ ὅτι τὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς δὲν εἶναι ἔργο ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἔργον Θεοῦ, ὅταν, ὅπου καὶ μέσῳ ὅποιων ἀνθρώπων, γεγονότων καὶ μέσων Ἐκεῖνος ὁρίζει.
Καθὼς ἀναπολῶ τώρα ἐξ ἀποστάσεως ὅλη αὐτὴ τὴ χειροπιαστὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ διάρκεια τῆς εὐλογίας Του νὰ Τὸν διακονῶ στὴν Κορέα, αὐτὴ ἡ βαθύτατη πεποίθησή μου κάνει γιὰ ἐμένα μεγάλο τὸ χρέος τῆς μαρτυρίας. Κι ἡ ψυχή μου πλημμυρίζει ἀπὸ τὴ δοξολογικὴ ὁμολογία: «Τὶς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν!».
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011