π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
Ὁμοτίμου καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Πολλοὶ ἔχουν πεῖ πῶς ὁ Καπποδίστριας ἦταν ἕνας Εὐρωπαϊστής, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ «ἤθελε νὰ μετατρέψει τοὺς Ρωμηοὺς σὲ Ἕλληνες», ἰσχύει ὅμως κάτι τέτοιο;
Τὸ 1819 γράφει στὸν Πατέρα του: «Εἶναι ἔργον μοναδικόν τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θαυματουργῶν Ἁγίων ποὺ ἀναξίως ἐπεκαλέσθην μὲ δάκρυα εἰλικρινοῦς καρδίας καὶ ἀφοσιωμένης» προσθέτοντας τὴν φράση: «Πίπτων εἰς τοὺς πόδας τοῦ Θαυματουργοῦ Ἁγίου μας καὶ τῆς Ἀειπαρθένου Πλατυτέρας (=Θεοτόκου)». Εἶναι ἔκδηλη ἡ ἡσυχαστική του συνείδηση (βλ. τὶς σημειωμένες φράσεις) σὲ ἕνα ἰδιωτικὸ γράμμα ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀποκαλύψει τὰ μύχια τῆς καρδιᾶς του. Εἶναι δὲ γεγονὸς ὅτι ἔβλεπε τὴν ἱστορικὴ ὕπαρξη τοῦ Γένους ζυμωμένη μὲ τὴν πίστη.
Γράφει σὲ ἄλλη περίπτωση: «Ἡ Χριστιανικὴ Θρησκεία ἐσυντήρησεν εἰς τοὺς Ἕλληνας καὶ γλῶσσα καὶ Πατρίδα καὶ ἀρχαίας ἐνδόξους ἀναμνήσεις καὶ ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτοὺς τὴν πολιτικὴν ὕπαρξιν τῆς ὁποίας εἶναι στύλος καὶ ἑδραίωμα». Συνδύαζε δηλαδὴ ὁ Καπποδίστριας τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ Ἔθνους, ὄχι μὲ τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν ὁποιαδήποτε βοήθειά της, ἀλλὰ μὲ τὴν παράδοση τοῦ Γένους καὶ τὰ πνευματικὰ ἀποθέματά του. Ἀνάλογα θὰ δηλώσει καὶ στὸν J. B. Georges Bory de saint Vincent: «Πρῶτα εἶμαι Ἕλληνας… γιατί γεννήθηκα σὲ αὐτὴ τὴν χώρα… Εἶμαι Ἕλληνας ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα. Εἶμαι μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ πού μοῦ ἀνέθεσε τὴν κυβέρνησιν αὐτοῦ τοῦ πτωχοῦ λαοῦ… Εἶμαι Ἕλληνας ἐκ γενετῆς, ἀπὸ καθαρὴ ἀγάπη, ἀπὸ αἴσθημα, ἀπὸ καθῆκον καὶ ἀπὸ Θρησκεία».
Ἡ ἀποστασιοποίησή του ἀπὸ τὸ φράγκικο περιβάλλον τῆς γενέτειράς του εἶναι τόσο ἐμφανὴς τὸ 1815 ὥστε νὰ δικαιώνεται ὁ χαρακτηρισμός του ἀπὸ τὸν Π. Χριστόπουλο ὡς «ταξικοῦ ἀποστάτου». Παρατηρεῖ ὁ Καπποδίστριας: «Ἡ ἑνετικὴ πολιτεία ἐκυβέρνα τὰς Ἰονίους νήσους μὲ τὸ σύστημα τῆς διαφθορᾶς. Οἱ Ἀντιπρόσωποι ἐκλέγοντο ἐκ τῆς κλάσεως (=τάξεως) τῶν εὐγενῶν ἀρχόντων ἥτις ἦτο ἡ εὐκαταφρονεστέρα καὶ ἡ μᾶλλον διεφθαρμένη δι᾿ ἀνηθικότητα καὶ ἐλεεινότητα… Ἡ πολιτεία τῆς Βενετίας ἐφοβεῖτο τὸ ἔξοχον τῆς φυσικῆς μεγαλοφυΐας τῶν Ἑλλήνων καὶ ἐπροσπάθει νὰ τὸ καταβάλη μὲ τὴν ἀμάθειαν». Ἦταν εὐγενὴς στὴν καταγωγή, ἀλλὰ Ρωμηὸς στὴν καρδιά!
Ὁ Καπποδίστριας γνώριζε καὶ τὶς ἀρρώστιες τῆς Εὐρώπης, κάτι ποὺ θὰ τὸ ἐκφράσει σαφέστερα καὶ συχνότερα κατὰ τὴν πολιτικὴ του δράση στὴν Ἑλλάδα. Στὸ πρόσωπο τοῦ Μέττερνιχ ἀντιμετώπισε τὴν μεσαιωνικὴ Εὐρωπαϊκὴ τυραννία, που προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβιώσει. Στὸ πρόσωπο τοῦ Βοναπάρτη καὶ τῆς μετεπαναστατικῆς Γαλλίας πολέμησε τὴν ἀλλοτριωμένη δημοκρατία ποὺ ὡς ἀστισμὸς ὑποκατέστησε τὴν κληρονομικὴ ὀλιγαρχία μὲ τὴν οἰκονομική. Αὐτὸ ἐκφράζει τὸ 1815: «ἔχομεν ἤδη τὴν ἀπόδειξιν τούτου εἰς τὰς ταχείας ἐπιτυχίας τῆς κακοήθειας καὶ τῆς δολιότητος τῶν Γάλλων. Δὲν εἶναι εἷς μόνον ἀνήρ, τὸν ὁποῖον ἡ Εὐρώπη εἶναι ἀποφασισμένη νὰ πολεμήσει. Εἶναι μία γενεὰ ἀνθρώπων χωρὶς Θρησκείαν, χωρὶς τιμήν, χωρὶς Πατρίδα, χωρὶς ἀρχάς, μία γενεὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ τιμωρήσωμεν καὶ νὰ διορθώσωμεν». Διατηρώντας τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ ἀρετὴ ποὺ διατυπώνει ὁ Πλάτων στὴν Ἐπινομίδα του «ὅ,τι περ ἂν Ἕλληνες Βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἀπεργάζονται», προσέλαβε ἐπιλεκτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ πραγματικότητα, ἀλλ᾿ ὄχι τὴν Εὐρώπη στὸ σύνολό της.
Γι᾿ αὐτὸ θὰ ἐπιδιώκει, ἡ νεολαία, ποὺ μὲ τὴν συνδρομὴ του σπούδαζε στὴν Ἑλβετία, «νὰ σχηματισθῇ πρῶτον ἑλληνιστὶ καὶ ὄχι ἑλβετιστὶ ἤ γαλλιστί. Ἡ Ἑλλὰς πρέπει πρῶτον νὰ μορφώνῃ Ἑλληνικῶς τὴν ἁπαλὴν ψυχὴν τῶν τέκνων της. Ἡ δὲ Εὐρώπη νὰ τελειοποιῇ ὕστερον τοὺς ἤδη ἐσχηματισμένους νέους». Ἡ αἰτία δηλώνεται στὴν ἑπόμενη φράση: «Οὕτω τὸ Ἔθνος φυλάττει τὸν ἐθνικὸν χαρακτῆρα του, δὲν νοθεύεται». Ἂν δὲν γνωρίζαμε πὼς τὸ γράμμα ἀνήκει στὸν Καπποδίστρια, θὰ μποροῦσε ἀβίαστα νὰ ἀποδοθεῖ σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες!!
Παρ᾿ ὅλ’ αὐτά, ἔχει διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι «ὁ φιλελευθερισμὸς» τοῦ Καπποδίστρια «εἶχε πατρίδα τὴν Ἀγγλία» καὶ ὅτι ἐπεδίωκε «νὰ μεταβάλῃ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα τοὺς Ρωμιοὺς σὲ Ἕλληνες Πολίτες» καὶ «νὰ ἑνώσῃ τὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν Εὐρώπη – ὄχι νὰ τὴν ἐπιστρέψῃ στὸ Βυζάντιο». Είναι ὅμως ἔτσι;
Ἤδη στὸ γνωστὸ ὑπόμνημα τῆς 18ης Ἀπριλίου 1819, φαίνεται ἡ Βούλησή του νὰ θεμελιωθεῖ ἡ φιλικὴ Ἑταιρεία «οὐχὶ ἐπὶ τῆς ἐθνότητος, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῆς εὐρείας καὶ ζώσης Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας». Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1828 μία ἐνέργειά του φανερώνει τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ Ρωμαίϊκη λύση τοῦ Ἀνατολικοῦ ζητήματος. Ὑποβάλλει στὸν Τσάρο Νικόλαο σχέδιό του, ποὺ προέβλεπε τὴν ἀναδιοργάνωση τῆς Ὀθωμανικῆς Ρούμελης (τῆς Βαλκανικῆς) σὲ Ὁμοσπονδία πέντε αὐτόνομων κρατῶν (Ἑλλάδος, Ἠπείρου, Μακεδονίας, Σερβίας καὶ Δακίας) μὲ ἐλεύθερη πόλη τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ προσπάθεια αὐτὴ συνιστᾶ ὀφθαλμοφανῶς παραλλαγὴ τοῦ Βαλκανικοῦ σχεδίου τοῦ Ρήγα. Τὸ Καπποδιστριακὸ σχέδιο, βέβαια, ἀπορρίφθηκε μὲ τὴν συνθήκη τῆς Ἀδριανουπόλεως (14.9.1829), ἀλλὰ ἔγινε τὸ θεμέλιο τῆς Ρωσσοευρωπαϊκῆς καὶ Ἀμερικανικῆς πολιτικῆς τῆς «Βαλκανοποιήσεως», ἐνῶ ὁ Καπποδίστριας ἐργαζόταν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ προοδευτικὴ ἑνοποίηση τῶν Εὐρωπαϊκῶν ἐπαρχιῶν τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς «Νέας Ρώμης». Ἔτσι κατανοεῖται καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Ν. Σπηλιάδη, γιὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Καπποδίστρια νὰ ἐπιτύχει τὴν ἵδρυση τῆς «Νεορωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας», δηλαδὴ ἀνάσταση τῆς αὐτοκρατορίας «Νέας Ρώμης» / «Βυζαντίου».
Πῶς μπορεῖ ἄλλωστε νὰ ἑρμηνευθεῖ ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Καπποδίστρια νὰ παραδεχθεῖ ὁ ἐπίδοξος Βασιλιὰς τῆς Ἑλλάδος Λεοπόλδος τοῦ Σὰξ – Κοβούργου τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, συναντώμενος σὲ αὐτὸ μὲ τὸν Στρατηγὸ Μακρυγιάννη, ποὺ ἔβλεπε τὸ ἄρθρο 40 τοῦ Συντάγματος (1844) ὡς τὸ «Βαγγέλιον τοῦ Θεοῦ;». Τὸ πρόβλημα τῆς Βασιλείας στὴν Ἑλλάδα μετὰ τὸν Καπποδίστρια δὲν θὰ εἶναι ἡ (πάντα Δυτικοῦ τύπου) ἀντίθεση «Βασιλευόμενης Δημοκρατίας» καὶ «Προεδρευόμενης Δημοκρατίας», ἀλλὰ ἡ φύση τοῦ βασιλικοῦ θεσμοῦ: Κληρονομικός (ρατσιστικός /ἀπολυταρχικός) ἤ Αἱρετός (δημοκρατικός;).
Ἄπλετο φῶς, τέλος, γιὰ τὴν κριτικὴ ἀποτίμηση τῶν πολιτικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Καπποδίστρια ρίχνει ἡ μελέτη τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς του, βασικότατο κεφάλαιο ποὺ δυστυχῶς ὁρισμένοι δὲν φαίνεται νὰ λαμβάνουν σοβαρὰ ὑπ᾿ ὄψη, χάνοντας ἔτσι τὴν βασικότερη ἴσως προοπτικὴ γιὰ τὴν προσέγγιση καὶ κατανόηση τοῦ Καπποδίστρια ὡς διπλωμάτη καὶ πολιτικοῦ.
Ἡ σύνδεση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου μὲ τὴν Παιδεία στὴν «Γραμματεία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Παιδείας», χωρὶς προηγούμενο ἢ καὶ ἑπόμενο στὴν «Εὐρωπαϊκὴ» πολιτικὴ σκηνή, συνιστᾶ ὄχι μόνο ἐνσυνείδητη ἐμμονὴ τοῦ Καπποδίστρια στὸ πνεῦμα τῆς παραδόσεως, ποὺ θέλει τοὺς δύο αὐτοὺς χώρους ἀδιάσπαστα ἑνωμένους (καὶ ὁ Καπποδίστριας τοὺς θεωροῦσε «ἀχώριστους» καὶ «πρὸς ἕνα συντρέχοντα σκοπόν, τὴν ἠθικὴν τῶν πολιτῶν μόρφωσιν»), ἀλλὰ καὶ τὴν ἀντίθεσή του πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ χωρὶς εἰσαγωγικὰ εὐρωπαϊστῆ Κοραῆ, ὁ ὁποῖος μὲ τὶς καλβινίζουσες προϋποθέσεις του, ἐνέτασσε στὸ ἔργο του «Λειτουργοῦ τῆς Δημοσίου Παιδείας» τὴν φροντίδα τῆς Ἀστυνομίας, τοῦ Δικαίου καὶ τῆς Θρησκείας». Ἡ ὀργάνωση, ἐξ ἄλλου, τῶν Καπποδιστριακῶν Σχολείων μὲ μελέτη πατερικῶν ἔργων καὶ κατὰ τὸ μοναστηριακὸ σύστημα φανερώνει τὴν θέλησή του γιὰ τὴν συντήρηση αὐτῆς τῆς σχέσης. Τὸ ἴδιο ἀποδεικνύει ὅμως καὶ ἡ ἀντιμετώπιση ἀπὸ τὸν Καπποδίστρια τοῦ ζητήματος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιὰ τὴν ἀξιοποίηση καὶ ὄχι τὴ διαρπαγή της, κάτι ποὺ δυστυχῶς δὲν βρῆκε συνέχεια.
Μία ἰδιαίτερα σημαντική του ἀπόφαση τὸν Αὔγουστο τοῦ 1831 φωτίζει καθοριστικὰ ὄχι μόνο τὸ φρόνημά του, ἀλλὰ καὶ τὸ μαρτυρικὸ τέλος του, ποὺ προβάλλεται σὲ μία ἄλλη προοπτικὴ.
Κατὰ πληροφορία, ποὺ μᾶς προσφέρει τὸ Ἀρχεῖο τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν (γράμμα Κων. Οἰκονόμου πρὸς τὸν πρέσβη τῆς Ρωσσίας στὴν Πόλη Τιτώφ, ἀπὸ 16.2.1850), ὁ Καπποδίστριας βιαζόταν νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ σχέση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κατὰ τὴν δήλωσή του, «ἵνα μὴν πέσῃ ἡ ὑπόθεσις εἰς τῶν Φράγκων τὰς χείρας καὶ τότε ἐχάθημεν!». Ὁ Οἰκονόμος μνημονεύει δήλωση πρὸς αὐτόν τοῦ ἀπὸ Ρέοντος καὶ Πράστου καὶ μετέπειτα Κυνουρίας Διονυσίου, τὸν ὁποῖον «μετακαλέσας» ὁ Καπποδίστριας «διώρισε διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν» «ἵνα γένηται ἡ κανονικὴ ἀναγνώρισης τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας». Παρατηρεῖ δὲ ὁ Οἰκονόμος: «Πόσον πολιτικῶς καὶ Ὀρθοδόξως ἅμα προεῖδε καὶ τούτου τοῦ πράγματος τὴν ἀνάγκην ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος!». Ἀλλά, ὅπως συνεχίζει ὁ Οἰκονόμος, «Ἐνῶ ἀπῆλθεν οὗτος (ὁ Κυνουρίας) εἰς τὴν ἐπαρχίαν αὐτοῦ πρὸς ἑτοιμασίαν, μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας συνέβη καὶ ἡ τοῦ Κυβερνήτου τελευτὴ» (=δολοφονία).
Τὸ σωζόμενο ἀρχειακὸ ὑλικὸ γιὰ τὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία τῶν ἀδελφῶν Τυπάλδων Ἰακωβάτων (Ληξούρι) δίνει ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν σπουδὴ τοῦ Καπποδίστρια τὴ συγκεκριμένη αὐτὴ στιγμή. Ἀπὸ τὸ ὑπόμνημα τοῦ Κων. Τυπάλδου – Ἰακωβάτου, καθηγητῆ τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας (Αὔγουστος 1831) πληροφορούμαστε γιὰ τὶς ἐνέργειες στὸν κύκλο τῆς Ἀρμοστείας τῆς Ἑπτανήσου γιὰ ἐνεργοποίηση τοῦ μηχανισμοῦ τῆς αὐτονομήσεως διὰ μέσου τῆς αὐτοκεφαλίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρωμαίϊκης Ἐθναρχίας. Ὅπως ἀπέδειξε ἡ συνέχεια (Ἑλλαδικὸ αὐτοκέφαλο τοῦ 1833, Βουλγαρικὴ Ἐθναρχία 1870) ἡ Δυτικὴ πολιτικὴ ἐπεδίωκε τὴν βίαιη ἀπόσπαση τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἐθναρχίας καὶ τὴν ὁριστικὴ διάλυση τῆς Ἐθναρχίας ὡς συνέχειας τῆς «Βυζαντινῆς» Αὐτοκρατορίας. Αὐτό, ἄλλωστε, γράφει καὶ ὁ Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν Ἀναστ. Λόντος στὸν Ἐπιτετραμμένο τῆς Ἑλλάδος Πέτρο Δεληγιάννη στὶς 6 Φεβρουαρίου 1850 (μὲ τὴν ἔναρξη τῶν προσπαθειῶν γιὰ τὴν λύση τοῦ Ἑλλαδικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος): «Αἱ κυβερνήσεις τῆς Ἀγγλίας καὶ Γαλλίας ἐνδιαφέρονται οὐχὶ μικρὸν εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο καὶ ἐπιθυμοῦσι διὰ πολιτικοὺς λόγους νὰ ἴδωσι τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν ἐντελῶς ἀνεξάρτητον τοῦ ἐν Κωσταντινουπόλει Πατριαρχείου». Ὁ Ρωμηὸς Ἰωάννης Καπποδίστριας ἔσπευδε νὰ ἐπιτύχει λύση μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἱστορικοκανονικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ διαφοροποιοῦταν διαμετρικὰ ἀπὸ τὰ σχέδια τῆς Εὐρώπης γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Καὶ μόνο ἡ ἐνέργειά του αὐτὴ εἶναι ἱκανὴ νὰ δείξει τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ εὐρωπαϊσμοῦ του. Ἡ περίπτωση, μάλιστα, αὐτὴ ἐντάσσει καὶ σὲ ἕνα ἄλλο πλαίσιο τὴν δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες. Διότι μὲ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Κυνουρίας, ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ γνώριζαν οἱ Δυτικὲς κυβερνήσεις, χάραζε γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος μία προοπτικὴ ποὺ ἐρχόταν σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὰ συμφέροντα καὶ τὰ σχέδιά τους γι᾿ αὐτήν.
Πολλοὶ προσπάθησαν νὰ προσεταιριστοῦν τὸ ὄνομα τοῦ Καπποδίστρια ὡς «Εὐρωπαϊστῆ», «Ἀδέσμευτου ἀπ᾿ τὴν Πίστη», «Προοδευτικοῦ» κ.ἄ. Ὅμως ὁ Καπποδίστριας ἦταν πάνω ἀπ᾿ ὅλα Ρωμηὸς. Καὶ πιθανὸν σήμερα κάποιοι πνευματικοὶ ἀπόγονοι αὐτῶν ποὺ τὸν σκότωσαν νὰ θέλουν νὰ τὸν προβάλουν ὡς δικό τους ἄνθρωπο. Ἂς εἶναι. Ἡ Ἱστορία θὰ τοὺς διαψεύδει…