ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ(1)

Ιωάννη Ελ. Σιδηρά

Θεολόγου – εκκλησιαστικού ιστορικού – νομικού

 

ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ – ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΕΣ

ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ

 

Χρονικό ορόσημο καίριας σημασίας για την υπεράσπιση των δικαίων της Μακεδονίας και του πατριαρχικού ελληνορθόδοξου ποιμνίου αυτής έναντι της ακρότατα βιαίας εθνοφυλετικής (εθνικιστικής) επεκτατικής πολιτικής και προπαγάνδας των σχισματικών Βουλγαροεξαρχικών Κομιτατζήδων, των Σέρβων και των Ρουμάνων (Ρουμανιζόντων) υπήρξε αναμφίβολα η για δεύτερη φορά άνοδος του Ιωακείμ Γ΄ (1901-1912) στον Αποστολικό, Πατριαρχικό και Οικουμενικό Θρόνο της καθαγιασμένης και μαρτυρικώς Εσταυρωμένης Κωνσταντινουπολίτιδος Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

            Είχε βέβαια προηγηθεί η κατά το έτος 1872 καταδική της Βουλγαροεξαρχικής Εκκλησίας ως σχισματικής και αντικανονικής, υπό της εν Κωνσταντινουπόλει συγκληθείσας Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, επειδή κατά το έτος 1870 είχε αποκοπεί πραξικοπηματικά από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η Σύνοδος εκείνη κατεδίκασε τον «εθνοφυλετισμό» ως αίρεση και το Οικουμενικό Πατριαρχείο αγωνιζόμενο με τις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις του στη Μακεδονία υπέρ της προστασίας του δεινώς δοκιμαζόμενου και απηνώς διωκόμενου ποιμνίου του από τις ξένες προπαγάνδες, ήτοι των Βουλγαροεξαρχικών, Σερβών και Ρουμάνων, πρόσφερε εκατόμβη θυσιασθέντων κληρικών του, Αρχιερέων, Ιερέων και μοναχών, για την σωτηρία της Μακεδονίας. Όλη την περίοδο εκείνη, κυρίως όμως μετά τον αποτυχημένο ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, άρχισε ο όρος «εξαρχικός» να ταυτίζεται με τον Βούλγαρο, ενώ ο όρος «πατριαρχικός» με τον Έλληνα.

            Η από το 1870 και έως το 1904 εφαρμοζόμενη ήπια προπαγανδιστική πολιτική τακτική των Βουλγαροεξαρχικών, Σερβών και Ρουμάνων εστιάζετο κυρίως στην ύπουλη προσέλκυση του πατριαρχικού ποιμνίου των Μητροπόλεων της Μακεδονίας είτε μέσω της ιδρύσεως και λειτουργίας νέων σχολείων, είτε μέσω της παρανόμου καταλήψεως των ήδη υπαρχόντων ελληνικών σχολείων, όπου δίδασκαν δικοί τους δάσκαλοι στην βουλγαρική, σερβική και ρουμανική γλώσσα προκειμένου να πείσουν τους μαθητές ότι δεν ήταν Έλληνες. Παράλληλα καταλαμβάνονταν παρανόμως οι εκκλησίες των Ελλήνων στις οποίες τοποθετούσαν ως λειτουργούς δικούς τους ιερείς, οι οποίοι τελούσαν την θεία λειτουργία και κάθε ιεροπραξία στην βουλγαρική ή σερβική γλώσσα. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις οι Βούλγαροι, Σέρβοι και Ρουμάνοι εκμεταλλευόμενοι την πενία των Ελλήνων της Μακεδονίας προσπαθούσαν να εξαγοράσουν την εθνική συνείδησή τους με το δέλεαρ των χρημάτων. Η λεγόμενη ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνος (1904-1908) ανέδειξε το ακατάβλητο φρόνημα και τον γνήσιο πατριωτισμό των πατριαρχικών κληρικών της Μακεδονίας, οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα στην αίσια έκβασή του κατά το έτος 1908, καθώς πολλοί εξ αυτών έπεσαν θυσιασθέντες υπέρ πίστεως και πατρίδος, και αναδείχθησαν πρόμαχοι του Ελληνισμού της Μακεδονίας μέχρι της τελικής δικαιώσεως του αγώνος τους.

            Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ με την διορατικότητα που τον διέκρινε, είχε αντιληφθεί ότι η κατάσταση στις μητροπολιτικές επαρχίες του θρόνου στην πολύπαθη και μαρτυρική Μακεδονία ήταν απελπιστική και ο κίνδυνος για την οριστική απώλεια του πατριαρχικού ποιμνίου του ήταν άμεσος. Τότε ακριβώς γίνεται η μεγάλη μεταστροφή στην εκκλησιαστική πολιτική στρατηγική του Οικουμενικού Πατριαρχείου έναντι των Βουλγάρων, Σέρβων και Ρουμάνων με αντικειμενικό στόχο την υπεράσπιση του ψυχορραγούντος ελληνορθόδοξου πατριαρχικού ποιμνίου στις επαρχίες της Μακεδονίας όχι επί τη βάσει της εθναρχικής, αλλά της εθνικής εκκλησιαστικής τακτικής και συστηματικής αντιμετωπίσεως του εθνικιστικού (εθνοφυλετικού) ιμπεριαλισμού των ομόδοξων βαλκανικών λαών έναντι της ελληνικής Μακεδονίας.

            Στο πλαίσιο αυτό, ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ εκλέγει συνοδικώς και αποστέλλει νέους, δυναμικούς, γνήσιους πατριώτες και μορφωμένους Αρχιερείς στις εκκλησιαστικές επαρχίες του θρόνου σε όλη την Μακεδονία. Ο Πατριάρχης εγνώριζε καλώς ότι οι νέοι εκείνοι Αρχιερείς διέθεταν τόλμη, θάρρος και αυτοθυσιαστικό πνεύμα για να μπορέσουν να σταθούν με γενναιότητα, ακμαίο φρόνημα και αυταπάρνηση ζωής πλησίον του φρικτά δοκιμαζόμενου ποιμνίου του Πατριαρχείου στις χειμαζόμενες επαρχίες του στη Μακεδονία. Αξίζει να αναφερθεί ότι την ίδια τακτική είχε ακολουθήσει, αν και σε πιο περιορισμένο βαθμό και ένταση, και ο προκάτοχος του Ιωακείμ Γ΄, αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος ο Ε΄ (1897-1901).

            Τόσο κατά τις παραμονές όσο και κατά την αποκορύφωση της ενόπλου φάσεως του Μακεδονικού Αγώνος (1904-1908) εθναρχούσαν οι παρακάτω πατριαρχικοί Αρχιερείς: Ο Αλέξανδρος Ρηγόπουλος στη Θεσσαλονίκη, ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, ο Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι, ο Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα (εθνοϊερομάρτυρας Σμύρνης), ο Φώτιος Καλπίδης στην Κορυτσά (εθνομάρτυς), ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης στην Επισκοπή Πέτρας και έπειτα στα Γρεβενά (εθνομάρτυς), ο Σεραφείμ Σκαρούλης στη Σιάτιστα, στην Κοζάνη ο Κωνσταντίνος Ματουλόπουλος αρχικά και έπειτα ο Φώτιος Μανιάτης, ο Ειρηναίος Παντολέοντος αρχικά στο Μελένικο και έπειτα ο ίδιος στη Μητρόπολη Κασσανδρείας, ο Θεοδώρητος αρχικά στο Μελένικο και ο ίδιος έπειτα στο Νευροκόπι, ο Γρηγόριος Ωρολογάς στη Στρώμνιτσα (εθνομάρτυς Κυδωνιών), στις Σέρρες αρχικά ο Γρηγόριος Ζερβουδάκης και έπειτα ο Απόστολος Χριστοδούλου, στην Πολυανή (Δοϊράνη) αρχικά ο Φώτιος Παγιώτας και έπειτα ο Παρθένιος, στο Κίτρος (Κατερίνη) ο Παρθένιος, στην Ξάνθη ο Ιωακείμ Σγουρός και στο Δυρράχιο ο Προκόπιος. Παράλληλα, δεκάδες υπήρξαν οι ιερομόναχοι, ιερείς και μοναχοί, οι οποίοι αγωνίσθηκαν σθεναρώς καθόλη την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνος αντισταθέντες στην εθνικιστική ανθελληνική πολιτική των Βουλγαροεξαρχικών, Σέρβων και Ρουμάνων, και θυσιασθέντες διέσωσαν την ελληνικότητα της Μακεδονίας και του πατριαρχικού ποιμνίου τους.

Στη Δυτική Μακεδονία ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης σε μικρό χρονικό διάστημα είχε γίνει ο εφιάλτης για τους σχισματικούς βουλγαροεξαρχικούς. Καβαλώντας το άλογό του και με όπλο Μάλινχερ στον ώμο περιόδευε και εμψύχωνε το πατριαρχικό ποίμνιο της επαρχίας του, άνοιγε τις εκκλησίες και τα σχολεία των Ελλήνων που είχαν καταλάβει παρανόμως και αντικανονικώς οι Βούλγαροι, οι οποίοι πολλές φορές απεπειράθησαν να δολοφονήσουν τον ακατάβλητο Μητροπολίτη, αλλά ποτέ δεν το επέτυχαν. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Ίων Δραγούμης για τον Γερμανό Καραβαγγέλη: «Ήταν ψηλός, ήταν ωραίος. Στεκόταν ορθός και όταν βάδιζε ήταν σαν να πήγαινε να σώσει την ανθρωπότητα. Τέτοια μάτια είχε, που τραβούσαν τον καθένα που τον έβλεπε και του ερχόταν να τον ακολουθήσει».

Ο Γερμανός με το ψευδώνυμο «Κώστας Γεωργίου» έγραφε συνεχώς υπομνήματα, εκθέσεις και αναφορές προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ και την περί Αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδο, όπως επίσης και στην Ελλάδα, στην κυβέρνηση, στους διπλωμάτες και σε Έλληνες αξιωματικούς για να τους αφυπνίσει υπέρ της σωτηρίας της εσταυρωμένης και δεινώς δοκιμαζομένης Μακεδονίας, ενώ παράλληλα ο ίδιος ενίσχυε το ποίμνιό του ηθικά και οικονομικά για την επιβίωσή του. Είχε οργανώσει ακόμη και ένοπλα σώματα αμύνης για την απόκρουση των βουλγαροεξαρχικών, οι οποίοι δολοφονούσαν τους απροστάτευτους Έλληνες.

Στις 24 Αυγούστου 1903, σε έκθεσή του προς το Προξενείο Μοναστηρίου έγραφε: «Τα γυναικόπαιδα ευρίσκονται εις απελπιστικήν κατάστασιν διεσκορπισμένα ανά τα όρη άνευ τροφής και επικουρίας. Πολλοί εξ αυτών κατέφυγον εις τας Μονάς Αγίων Αναργύρων και της Κλεισούρας, ευρισκόμεθα δε εις συνεννόησιν να παραδοθώσιν εις την Κυβέρνησιν και να διανεμηθώσιν εις τα πέριξ χωρία. Πανταχόθεν λαμβάνω αναφοράς ικετευτικάς των σχισματικών ζητούντων την προστασίαν μας με τον όρον να προσέλθουν εις τους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Φιλοξενώ δε εντός της Μητροπόλεως άνω των 100 προσφύγων εκ των διαφόρων χωρίων». Σε άλλη έγγραφη έκθεσή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, στις 4 Μαρτίου 1904, έγραφε: «Παναγιώτατε, συνεπληρώθη πλέον το μέτρον της ημετέρας υπομονής. Ζωήν πλέον δεν έχουσιν οι χριστιανοί ημών εν τω τόπω. Ελευθερία συνειδήσεως δεν υφίσταται πλέον, ασφάλεια ζωής και περιουσίας δεν υπάρχει, τα πάντα ευρίσκονται εις χείρας των δολοφόνων… δεν απέμεινεν πλέον ημίν άλλο τι, ή να διατάξη η σεπτή και λαοφίλητος Αυτής φωνή τους Μητροπολίτας της Μακεδονίας, όπως από συμφώνου παραιτηθώσιν, και αφήσωσιν εις την θέσιν αυτών τους αιμοβόρους λύκνους, όπως ποιμάνωσι τα ασπαίροντα και αιματόφυρτα πτώματα των μαρτύρων του Γένους ημών».

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης είχε συγχρόνως να αντιμετωπίσει διμέτωπο αγώνα, τόσο κατά των Βουλγάρων σχισματικών, όσο και κατά των Οθωμανών, οι οποίοι από της πρώτης στιγμής της εγκαταστάσεώς του στην Καστοριά υπονόμευαν την ποιμαντορία του. Ο ίδιος γράφει στα «Απομνηνονεύματά» του: «Όταν έφτασα εκεί βρήκα τον τόπο σε άθλια κατάσταση. Ο πόλεμος του 1897 ήταν ακόμη πρόσφατος. Οι Τούρκοι από μίσος για την Ελλάδα υποστήριζαν τας εξαρχικάς αξιώσεις, οι Βούλγαροι επωφελούντο της ψυχολογικής καταστάσεως και ήταν κύριοι του τόπου». Αυτή η συμπεριφορά των οθωμανών συνεχίστηκε και ενετάθη εχθρικώς στο πρόσωπο του Μητροπολίτου Γερμανού, ο οποίος ακλόνητος και ακατάβλητος απέκρουε αδιαλείπτως και σε κάθε περίσταση την βουλγαρική προπαγάνδα και βία.

Όταν άνοιγε με την βία τις εκκλησίες των Ελλήνων που είχαν καταλάβει αντικανονικώς οι Βούλγαροι με την ανοχή των οθωμανών, λειτουργούσε έχοντας δίπλα του το όπλο. Όταν εκήρυττε στο ποίμνιο, ενέπνεε, αφύπνιζε και ενίσχυε το ηθικό φρόνημά του λέγοντας: «Παιδιά μου, λέγει ο Χριστός, όστις σε ραπίσει εις την δεξιάν, στρέψον και την άλλην. Λέγει ο Μωσαϊκός νόμος, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος! Ε, λοιπόν! Σας λέγω και εγώ, σιαγόνα αντί οδόντος! Για την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό! Και ας πέσουν οι αμαρτίες σας όλες στην πλάτη μου».

Όταν ο Τσακαλάροφ πλήρωσε αδρότατα έναν Βούλγαρο δήμιο να δολοφονήσει τον Μητροπολίτη Γερμανό, εκείνος δεν μπόρεσε να πράξει το ανοσιούργημα και απολογούμενος είπε: «Όταν είδα τον Δεσπότη καβάλα στο άλογο, νόμισα πως ήταν ο Αϊ Γιώργης ο Τροπαιοφόρος. Έλαμπε, άστραφτε το πρόσωπό του και έπεσε το όπλο από τα χέρια μου».

Ατρόμητος και ακατάβλητος, όπως γράφει ο Ι. Μαζαράκης – Αινιάν, όταν ο Μητροπολίτης Γερμανός έφθασε στο χωριό Κονοπλάτι, βρέθηκε μπροστά στην άρνηση των σχισματικών βουλγαροεξαρχικών να του παραδώσουν τα κλειδιά της εκκλησίας που είχαν καταλάβει αντικανονικά και με την ανοχή μάλιστα των τοπικών οθωμανικών αρχών. Τότε ο δυναμικός Ιεράρχης αντέδρασε και με τη βοήθεια του Καβάση του, που τον συνόδευε παντού, έσπασε με μπαλτάδες την πόρτα της εκκλησίας και λειτούργησε χωρίς να τον εμποδίσει κανείς. Στο δε χωριό Ζαγοριτσάνη, οι βουλγαροεξαρχικοί απαιτούσαν να λειτουργήσουν πρώτοι στην εκκλησία κατά την εορτή των Χριστουγέννων. Ο Μητροπολίτης Γερμανός επέμενε όμως και έλαβε ως αρχιερεύς τα κλειδιά της Εκκλησίας. Τα μεσάνυχτα λοιπόν των Χριστουγέννων συνοδευόμενος από τους δικούς του και με τα όπλα στα χέρια εισήλθε στην εκκλησία και λειτούργησε ενώ οι εξαρχικοί ήταν συγκεντρωμένοι κυκλόθεν. Ουδείς τόλμησε να τον αποδοκιμάσει ή να τον χτυπήσει και έτσι επιβλήθηκε.

Ο Καστοριάς Γερμανός πονούσε το ποίμνιό του και ακατάπαυστα έγραφε προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ υπογραμμίζοντας τα εξής: «Τι ποιητέον ήδη, Παναγιώτατε, ενώπιον της οικτράς ταύτης καταστάσεως, ην εδημιούργησεν η κακουργία του βουλγαρικού λαού, όστις αποπτύσας πλέον πάντα χαλινόν θείον και ανθρώπινον, εννοεί να επορχήται αναιδώς επί των πτωμάτων των ταλαιπώρων χριστιανών εις την διάθεσιν των κακούργων τούτων στοιχείων; Τίνα παραμυθίαν να επιθέσω εις την αιμάσσουσαν καρδίαν των εκατοντάδων χηρών και ορφανών, άτινα, εστερημένα των πάντων, τρέφονται διά των δακρύων της στερήσεως και κακουχίας, και βλέπουσι τους δολοφόνους των συγγενών των ασυστόλως και αναιδώς βαδίζοντας επί το αίμα των γονέων, συζύγων και αδελφών;».

Ο ακατάβλητος Ιεράρχης σε άλλη επιστολή του προς τον Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ΄ έγραφε αγανακτισμένος: «Λαός βάρβαρος και αγνώμων, του Κρούμου αντάξιον θρέμμα, και των κατορθωμάτων εκείνου εφάμιλλος μιμητής, βεβαμμένας τας χείρας εις το αίμα μυριάδων μαρτύρων, και ως άλλη αιμοδιψής ύαινα, ακόρεστον τρέφουσα βουλιμίαν ανθρωπίνων πτωμάτων, διέρρηξε τους θρίγκους θείων και ανθρωπίνων νόμων, τον φόβον του Θεού, την ευσέβειαν, την τιμήν, τον ανθρωπισμόν… αντί να ευγνωμονήση προς την Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν και το ευλογημένον Γένος ημών.. .εκίνησε την πτέρναν κατά του ευεργέτου, προσφέρων ημίν αντί του μάννα χολήν, αντί του ύδατος όξος, και εμπήξας την σπάθην εις τα στήθη εκείνων, εις ους οφείλουσι την ζωήν, εκήρυξε πόλεμον εξοντώσεως ο Βάρβαρος… Και ωσεί μη αρκούν αι πικραί αύται δοκιμασίαι θηριώδους αχαριστίας και βαρβαρότητος, αυτοί ούτοι οι δήμιοι της Μακεδονίας, οι εμπρησταί και δολοφόνοι του πολιτισμού, θέλοντες να αποπλανήσωσι την δημοσίαν γνώμην, ετόνισαν φιλιππικούς καθ’ ημών διά τινων μισθάρνων οργάνων του ευρωπαϊκού τύπου μυρία ψεύδη επινοούντες και τεχναζόμενοι καθ’ ημών, και προς επικάλυψιν της αισχύνης αυτών μεταμφιεζόμενοι υπό προβάτου δοράν αυτοί οι αιμοχαρείς τίγρεις και πρωτοφανείς κακούργοι της ανθρωπότητος».

Κατά την 13ην Οκτωβρίου του 1904 ο θάνατος του υπέρμαχου μακεδονομάχου ήρωος Παύλου Μελά, τον οποίο ως παιδίον του αγαπούσε και εστήριζε ο Καστορίας Γερμανός, υπήρξε ορόσημο για την πορεία του Μακεδονικού Αγώνος. Δεν επτόησε όμως τον Μητροπολίτη Γερμανό, ο οποίος κατά τον ενταφιασμό του στο βυζαντινό παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών στην Καστοριά ανεφώνησε: «Ο Παύλος Μελάς δεν πέθανε. Τώρα αρχίζει η πραγματική του ζωή. Η θυσία του θα εμπνεύσει όλους, μικρούς – μεγάλους. Ο Αγώνας θα φουντώσει ως την επιτυχία».

 

Συνεχίζεται…