Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
25η Μαρτίου 2020
Πολὺ μελάνι χύθηκε αὐτὲς τὶς μέρες μὲ ἀφορμὴ τὴν πανδημία ποὺ ἔχει ἐνσκήψει σὲ ὅλην τὴν Οἰκουμένη· θεωρίες συνωμοσίας, ὀρθολογικὲς ἀναλύσεις, οἰκονομικὲς προσεγγίσεις, ἰατρικὲς γραφιδομαχίες, πολιτικὲς ἁψιμαχίες, θεολογικὲς διενέξεις. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι τὰ κίνητρα τῶν γεγονότων εἶναι πνευματικά, διότι ἡ ἀνώτερη λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἡ γνώση -ὅπως λένε αὐτοὶ ποὺ ἔχουν γεμᾶτο τὸ κεφάλι καὶ ἄδεια τὴν καρδιά-, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα1.
Ποιά στάση πρέπει νὰ κρατήσουμε ἔναντι τοῦ κορωνοϊοῦ ἐμεῖς οἱ χριστιανοί; Θὰ κάτσουμε κλεισμένοι στὰ σπίτια μας, ἄπραγοι καὶ ἄβουλοι, ἀκολουθῶντας τὶς συμβουλὲς τῶν ψυχολόγων, ὅπως νὰ παίζουμε ἐπιτραπέζια παιχνίδια, νὰ βλέπουμε καλὲς ταινίες καὶ ντοκιμαντὲρ μὲ ἄγρια ζῶα, νὰ ἀκοῦμε μουσική, νὰ πειραματιζώμαστε στὴν μαγειρική; Τί μᾶς λένε «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα»2; Βρεῖτε ἐναλλακτικοὺς τρόπους νὰ περνᾶτε καλά. Μὴν ξεχνᾶμε τὸ δόγμα τῆς ἐποχῆς μας· ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ! Προσέξτε, ὅταν ἀπευθυνώμαστε στὸν ἄλλον, δὲν τὸν ρωτᾶμε: «Εἶσαι καλά;», ἀλλὰ «Περνᾶς καλά;»
Ἐμεῖς ὅμως γνωρίζουμε ὅτι ἡ ὁδὸς ποὺ ἄγει εἰς τὴν Ζωὴν εἶναι μία καὶ μοναδική· ἡ ταπείνωση. Καὶ τί εἶναι ταπείνωση; Δύσκολο νὰ ὁριστῇ ἡ μέγιστη αὐτὴ ἀρετή. Καὶ ἂν ἐπιχειρήσουμε νὰ τὴν ἐξηγήσουμε σὲ ὅσους δὲν τὴν ἔχουν γευτῇ προσωπικῶς ὁμοιάζουμε μὲ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ ἐξηγήσῃ μὲ λόγια πόσο γλυκὸ εἶναι τὸ μέλι σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸ γεύτηκαν3. Ταπείνωση εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῆς πραγματικότητας. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔνιωσε ὁ Ἄσωτος τῆς παραβολῆς, ὅταν εἶδε μέσα του τὸ εἰδεχθὲς προσωπεῖο. Καὶ ἀντὶ νὰ δικαιώσῃ τὸν ἑαυτό του, ἀντὶ νὰ ἐπικαλεστῇ τὰ «ἀπωθημένα» τοῦ δυτικοῦ ὑπερανθρώπου, κοίταξε μέσα του καὶ εἶδε τὸν ἀληθινό του ἑαυτό, εἶδε τὸ τέρας καὶ εἶπε: «ἥμαρτον»! Ἦλθε στὰ λογικά του, ἔκλαυσε τὸν ἑαυτό του καὶ σκέφτηκε: «Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύονται ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι. Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ, Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου»4. Αὐτὴν τὴν πραγματικότητα ἂς ἀντικρίσουμε καὶ ἐμεῖς καὶ νὰ τρέξουμε στὸν Θεό, νὰ πᾶμε στὸν Πατέρα μας καὶ νὰ τοῦ ποῦμε «ἥμαρτον». «Ἥμαρτον» ποὺ πορευόμαστε πίσω ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, «ἥμαρτον» ποὺ ἀφήσαμε τὰ παιδιά μας νὰ διανυκτερεύουν στὰ νυχτερινὰ καταγώγια, «ἥμαρτον» ποὺ περιφρονήσαμε τὸν ἱερὸ θεσμὸ τοῦ γάμου καὶ ἐπιλέξαμε τὰ σύμφωνα συμβιώσεως, «ἥμαρτον» γιὰ τὰ χιλιάδες ἀγέννητα παιδιά, «ἥμαρτον» γιὰ τὴν διαστροφὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, «ἥμαρτον», γιατὶ τὸ σῶμα μας τὸ ἅγιο τὸ καταντήσαμε «μέλη πόρνης»5, ἥμαρτον ποὺ δὲν ἀντιδράσαμε τὸ κοινοβούλιο ψήφιζε σοδομικοὺς νόμους, «ἥμαρτον» ποὺ γίναμε ἀνθρωπολάτρες, ζωολάτρες, εἰδωλολάτρες… Ἥμαρτον, ἥμαρτον, ἥμαρτον… «πάντες ἐξεκλίναμεν, ἅμα ἠχρειώθημεν»6. Πόσο προφητικὸς ὑπῆρξε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι (ἀσεβεῖς καὶ ἱερόσυλοι· πόσοι ναοὶ βεβηλώθηκαν στὴν Ἑλλάδα, πόσοι ἐμετικὰ καταφέρθηκαν κατὰ τῆς Θείας Κοινωνίας μὲ ἀφορμὴ τὸν κορωνοϊό), ἄστοργοι, ἄσπονδοι (ἀδιάλλακτοι), διάβολοι (συκοφάντες), ἀκρατεῖς (ἄσωτοι), ἀνήμεροι (ἄγριοι σὰν θηρία), ἀφιλάγαθοι, προδόται (τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος), προπετεῖς (αὐθάδεις), τετυφωμένοι (φουσκωμένοι ἀπὸ ἐγωισμό), φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι, ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι. καὶ τούτους ἀποτρέπου. ἐκ τούτων γάρ εἰσιν οἱ ἐνδύνοντες εἰς τὰς οἰκίας καὶ αἰχμαλωτίζοντες γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις, ἀγόμενα ἐπιθυμίαις ποικίλαις, πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα»7. Ἀφοῦ ἀξιωθήκαμε μεγαλύτερη προστασία, εἴμαστε ἄξιοι γιὰ μεγαλύτερες τιμωρίες8.
Ἐμεῖς θὰ τρέξουμε στὸν Πατέρα μας. Θὰ πᾶμε στὶς ἐκκλησιές. Θὰ κοινωνήσουμε! Ὅσοι μεταλαμβάνουν δὲν κινδυνεύουν ἀπὸ τὸν κορωνοϊό. Οἱ ναοί μας εἶναι ἁγιασμένοι μὲ ἅγια λείψανα· ἔχουμε τὴν Φοβερὰ Προστασία! Πολλοὶ ἀδελφοὶ καὶ πατέρες καλοπροαίρετα γράφουν ὅτι ἡ ἀπαγόρευση τῆς Θείας Λατρείας εἶναι ἐπιτίμιο ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πόθεν ἀρύονται αὐτὴν τὴν ἑρμηνεία. Ἐπειδὴ ὁ γράφων δὲν εἶναι ἅγιος, οὔτε συνομίλησε μὲ τὸν Θεό, καταφεύγει στὶς πρακτικὲς καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, στὸ καταφύγιο τῆς παράδοσης τῆς πονεμένης Ρωμηοσύνης. Ξέρουμε πῶς σὲ αὐτὴν παράδοση λειτουργεῖ ἡ βλαστικὴ δυναμικὴ τῆς ἐλπίδας. Πεποίθαμεν ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία ἐμποδίζει τὸ κακὸ νὰ αὐξηθῇ.
Ἐμεῖς οὔτε θὰ πανικοβληθοῦμε9, οὔτε θὰ παραχωρήσουμε τὰ πρωτοτόκιά μας, ἤτοι τὴν ἐλευθερία μας, σὲ ὅσους θέλουν -μὲ πρόσχημα τὴν προστασία μας- νὰ τὴν καταπατήσουν. Αὐτοὶ μπορεῖ νὰ ἔχουν τὰ σχέδια τους, ὁ Θεὸς ὅμως ἔχει τὰ δικά Του. Ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι οὔτε μιὰ τρίχα τῆς κεφαλῆς μας δὲν μπορεῖ νὰ πέσῃ, ἂν δὲν τὸ θέλῃ ὁ Θεός. Ὁ Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου εἶπε μὲ ἀφορμὴ τὸν κορωνοϊό: «Διότι αὐτὴ ἡ δοκιμασία δὲν εἶναι τυχαία, τὴν ἐπέτρεψε ὁ Θεός, εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν γιατί ἀκριβῶς ὑπερπλεόνασε ἡ ἁμαρτία τόσο πολύ, ὥστε πρέπει νὰ τὴ φυλακίσῃ κανεὶς ὥστε νὰ μὴν ἐπεκταθῇ. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶναι τόσο αἰχμάλωτοι στὴν ἁμαρτία ποὺ τὴ θεωροῦν ὡς ἰδανικὸ τρόπο ζωῆς. Ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ μὲ τὴν ταπεινὴ προσευχή μας τὸν ταπεινὸ ἀναστεναγμό μας μὲ τὶς λιτανεῖες μας, τὶς προσευχές μας, τὶς ἀγρυπνίες μας, ὥστε νὰ προχωρήσουμε καὶ νὰ προσφέρουμε στὴν οἰκούμενη καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὰ νοσοκομεῖα… ποὺ πόσοι ἄνθρωποι εἶναι στὸ νοσοκομεῖο καὶ πεθαίνουν στὸ νοσοκομεῖο. Φανταστεῖτε τὴν δοκιμασία καὶ τὸν σταυρὸ αὐτῶν …τὴν θλίψη. Δοκιμάζεται ὁ ἄνθρωπος σήμερα, γιατί ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς γιὰ τὴν παιδαγωγία ἡμῶν»10.
Ὁ Γέροντας ἀναφέρθηκε στὰ ἀλεξίσφαιρα τῆς πίστεώς μας καὶ πρόταξε τὶς λιτανεῖες11. Πόσο εὐαρεστεῖται ὁ Πανάγαθος Θεὸς μὲ τὶς λιτανεῖες! Πόση δύναμη ἔχουν! Στὸ «Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως» συνάντησα μιὰ πολὺ ὡραία εἰκόνα12. Ἡ Βασιλεύουσα κλυδωνιζόταν ἀπὸ ἀλλεπάλληλους σεισμούς. Τρεῖς ὁλόκληρους μῆνες! Τὰ τείχη κατέπεσαν, τὰ σπίτια κατέρρεαν σὰν χάρτινοι πύργοι. Τότε ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὅρισε νὰ γίνῃ πάνδημη λιτανεία. Καὶ ἐκεῖνος ἔδωσε πρῶτος τὸ παράδειγμα· μὲ δάκρυα παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ σώσῃ τὴν Πόλη. Δίκαια εἶναι ἡ ὀργή Σου, Κύριε. Σῶσε μας, Κύριε, ἀπὸ τὴν ὀργή Σου καὶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Φανταστεῖτε τὸν κραταιὸ αὐτοκράτορα, τὸν Πλανητάρχη, νὰ ταπεινώνεται ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, τὸν λαὸ μὲ δάκρυα νὰ λιτανεύῃ τὶς ἅγιες εἰκόνες. Καὶ ὁ Θεὸς εἰσήκουσε τὸ αἴτημά τους.
Μιὰ ἄλλη εἰκόνα ποὺ μᾶς ἔρχεται ἀπὸ Πόλη τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ λιτανεία13 ποὺ ἔγινε γιὰ νὰ σωθῇ ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀβάρων. Ὁ πατριάρχης Σέργιος, μαζὶ μὲ τοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς μοναχούς, πῆρε τὴν σεπτὴν εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, Τίμιο Ξύλο, τὴν ἐσθῆτα τῆς Θεοτόκου καὶ τὰ περιέφερε στὰ τείχη. Καὶ ἡ Πόλη διασώθηκε.
Τὸ 1854 τὰ γαλλικὰ στρατεύματα μετέφεραν τὴν χολέρα ἀπὸ τὴν Βάρνα στὸν Πειραιᾶ14. Ἡ ἐπιδημία διαδόθηκε γρήγορα στὴν Ἀθῆνα καὶ προκάλεσε τὸν θάνατο 3000 ἀνθρώπων ποὺ ἀντιστοιχοῦσε στὸ 1/10 τοῦ πληθυσμοῦ τῆς πρωτεύουσας. Ὁ Νικόλαος Δραγούμης παρομοίασε τὴν χολέρα τοῦ 1854 μὲ τὸν λοιμὸ ποὺ ἔπληξε τὴν ἴδια πόλη τὸ 430 π. Χ. κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου. Ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς ἦταν τὰ ἱδρυτικὰ μέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ὁ Γεώργιος Γεννάδιος καὶ ὁ Παναγιώτης Ἀναγνωστόπουλος. Κλῆρος καὶ λαὸς ἔκαναν λιτανεῖες στοὺς δρόμους τῆς πόλεως καὶ ἡ ἐπιδημία σταμάτησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1854.
Τὸ Ὀκτώβριο τοῦ 1918 ἡ ἱσπανικὴ γρίπη ἐνέσκηψε στὸ Ἀγρίνιο. Δεκάδες οἱ νεκροί. Ὁ πληθυσμὸς ἀποδεκατιζόταν. Οἱ ἱερεῖς δὲν προλάβαιναν νὰ «διαβάζουν» τοὺς νεκρούς. Μὲ κάρα τοὺς μετέφεραν στὴν τελευταία τους κατοικία. 5000 χιλιάδες Ἀγρινιῶτες λιτανεύουν τὴν εἰκόνα τῆς Προυσιώτισσας. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν βγεῖ στοὺς δρόμους καὶ περίμεναν νὰ περάσῃ ἡ Εἰκόνα τῆς Προυσιωτίσσης ἀπὸ τὰ σπίτια τους. Δὲν ὑπολόγισαν οὔτε τὴν καταρρακτώδη βροχὴ οὔτε τὶς συστάσεις τῶν ἰατρῶν ποὺ φοβοῦνταν τὸν συνωστισμό. Τὸ θαῦμα ἔγινε! Οἱ καμπάνες χτυποῦσαν χαρμόσυνα. Σύσσωμος ὁ λαὸς ἐξομολογεῖται καὶ κοινωνᾶ. «Εἰ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν, οὐδεὶς καθ’ ἡμῶν!»15
Τὸ 1966 ἡ Αἴγινα ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ ἀπὸ τὴν ἀνομβρία. Μῆνες ὁλόκληρους οἱ κρουνοὶ τοῦ οὐρανοῦ παρέμεναν κλειστοί. Ἡ γῆ ἀκαλλιέργητη, τὰ ζωντανὰ ψοφοῦσαν. Ὁ δήμαρχος καὶ ὁ πρόεδρος τῶν ἐπαγγελματιῶν ἀποφάσισαν νὰ κατεβάσουν στὸ κέντρο τοῦ νησιοῦ τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Χρυσολεόντισσας, ποὺ φυλάσσεται στὸ ὁμώνυμο βυζαντινὸ μοναστήρι. Κλῆρος καὶ λαός, ὁλόκληρο τὸ νησὶ ξεκίνησε γιὰ νὰ φέρῃ κάτω στὴν πόλη μὲ τὰ πόδια τὴν Παναγία. Μιὰ συγκινητικὴ πορεία πέντε χιλιάδων λαοῦ συνοδεύει τὸ ἅγιον εἰκόνισμα ὣς τὴν πόλη, ὅπου γονατιστοὶ ὅλοι ἐζήτησαν «νὰ ἀνοίξῃ ἡ χάρη Της τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ». Ἡ λιτανεία τελείωσε ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα. Τὴν ἄλλη ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ μιὰ ὁλοκάθαρη ἡμέρα καὶ ἕνα λαμπερὸ ἥλιο, μαζεύτηκαν ξαφνικὰ τὰ σύννεφα καὶ «ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ». Ἔβρεχε ὀκτὼ ὧρες συνεχῶς. Ποτίστηκε ἡ γῆ ὅσο τῆς χρειαζόταν. Μὲ δέος καὶ χαρὰ ὅλη τὴν νύκτα οἱ Αἰγινῆτες δοξολογοῦσαν τὸν Θεό16.
Πολλὰ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ἦταν ἀπόρροια τῶν λιτανειῶν. Ἐπιδημίες σταμάτησαν, ἀσθένειες ἰάθηκαν, ἀνομβρίες ἐλύθησαν. Ἄς παρακαλέσουμε τὸν γηραιότερο τῶν ἁγίων, τὸν ἅγιο Χαράλαμπο, νὰ λιτανεύσουμε τὴν ἱερή του κάρα17 νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἰό. Ἂς μετανοήσουμε «ἐκ ψυχῆς», ὅπως λέει στοὺς κατοίκους τῆς Λήμνου ποὺ μαστίζονταν ἀπὸ λοιμὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιὰ νὰ σταματήσουμε τὴν θεία ὀργὴ καὶ νὰ τὴν μετατρέψουμε σὲ ἔλεος. Ἂς ἰατρεύσωμε τὴν κακία μας, γιἀ νὰ μὴν καταστραφοῦμε ἀπὸ τὴν κακία. Ἂς μιμηθοῦμε, ὄχι τοὺς διαφθαρέντας στὸν κατακλυσμό, ἀλλὰ τοὺς διασωθέντας στὴν Νινευΐ18. «Ἐπιστρέψατε πρός με, λέγει Κύριος τῶν δυνάμεων, καὶ ἐπιστραφήσομαι πρὸς ὑμᾶς, λέγει Κύριος τῶν δυνάμεων»19.
1 «νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α΄ Κορ. 13, 13).
2 Α΄ Θεσ., 4,13.
3 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος κε΄, 1.
4 Λουκ. 15, 17-18.
5 «οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη» (Α΄ Κορ. 6, 15).
6 Ψαλμὸς 52,4.
7 Β΄ Τιμ. 3, 2-7.
8 Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΛΘ΄, 5, ΕΠΕ, Τ.10, σελ.499.
9 Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ τώρα ποὺ κάποια λοιμικὴ νόσος ταλαιπωρεῖ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἔχουμε πάμπολα ἱστορικὰ παραδείγματα. Ὁ κορωνοϊὸς εἶναι κάτι πρωτόγνωρο γιὰ μᾶς. Δὲν εἶναι ὅμως χωρὶς ἱστορικὸ προηγούμενο. Πρωτόγνωρο εἶναι ποὺ οἱ χριστιανοὶ καταλαμβάνονται ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, ποὺ δείχνουν ἀπιστία στὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀπορρίπτει τὴν ἐπιστήμη. Τοὐναντίον. Ὁ Θεὸς φωτίζει τοὺς ἰατροὺς γιὰ νὰ θεραπεύουν τὶς σωματικὲς ἀσθένειες. «Τίμα ἰατρὸν πρὸς τὰς χρείας αὐτοῦ τιμαῖς αὐτοῦ, καὶ γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος· παρὰ γὰρ ῾Υψίστου ἐστὶν ἴασις, καὶ παρὰ βασιλέως λήψεται δόμα. ἐπιστήμη ἰατροῦ ἀνυψώσει κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἔναντι μεγιστάνων θαυμασθήσεται. Κύριος ἔκτισεν ἐκ γῆς φάρμακα, καὶ ἀνὴρ φρόνιμος οὐ προσοχθιεῖ αὐτοῖς» (Σοφία Σειρὰχ 38, 1-4). Ἡ Πίστη καὶ ἡ ἐπιστήμη δὲν συγκρούονται. Τὸ πρόβλημα δημιουργεῖται ὅταν ἡ ἐπιστήμη ἱεροποιῆται, χάνει δηλαδὴ τὴν ταυτότητά της καὶ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὰ τοῦ οἴκου της.
10 https://www.orthodoxianewsagency.gr/agioreitika/geron-efraim-vatopaidinos-xoris-apelpisia-apognosi-kai-paniko-na-poreythoume-elpizontas-ston-estayromeno.
11 Ἡ λιτανεία προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα λιτανεύω καὶ αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του ἀπὸ τὸ ἐπίθετο λιτανός (ἱκευτετικός, εὐκτήριος). Γ. Μπαμπινιώτη, Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Ἀθῆνα 2009, σελ. 784.
12 Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς τοῦ σεισμοῦ, ἧς παρ’ ἐλπίδα ἐρρύσατο ἡμᾶς ὁ Κύριος, γενομένου εἰς τὰ τελευταῖα τῆς βασιλείας τοῦ νέου Θεοδοσίου υἱοῦ Ἀρκαδίου καὶ Εὐδοξίας, μηνὶ ἰανουαρίῳ εἰκοστῇ ἕκτῃ, ἡμέρᾳ κυριακῇ, ὥρᾳ δευτέρᾳ τῆς ἡμέρας· ἐν ᾗ κατέπεσον τὰ τείχη τῆς πόλεως καὶ μέρος πολὺ τῶν οἰκημάτων, κατεξαίρετον δὲ ἀπὸ τῶν Τρωαδισίων ἐμβόλων ἕως τοῦ χαλκοῦ Τετραπύλου. Καὶ ἐπεκράτει ὁ σεισμὸς ἐπὶ μῆνας τρεῖς· ἔνθα ὁ βασιλεὺς λιτανεύων πανδημεὶ μετὰ δακρύων ἔλεγε· «Ῥῦσαι ἡμᾶς, Κύριε, τῆς δικαίας σου ὀργῆς καὶ τῶν παραπτωμάτων ἡμῶν διὰ τῆς μετανοίας· ἐσάλευσας γὰρ τὴν γῆν καὶ συνετάραξας διὰ τὰς ἡμῶν ἁμαρτίας τοῦ δοξάζειν σε τὸν μόνον ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν». SYNAXARIUM ECCLESIAE CONSTANTINOPOLEOS Hagiogr., Liturg. {4411}A.D. 10Hagiogr., Liturg.
13 Τῇ οὖν τρίτῃ ἡμέρᾳ τῶν πολεμίων Ἀβάρων ἐπικειμένων τῇ πολιορκίᾳ, ἀνοιχθείσης τῆς κατὰ τὴν Πηγὴν πόρτης, ἐξῆλθον στρατιῶται ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἔκοψαν πλῆθος Ἀβάρων πολύ. Ποιήσαντες οὖν οἱ Ἄβαροι πυργοκαστέλλους καὶ μαγγανικά, τοξοβολίστρας τε καὶ ἑλεπόλεις καὶ πλεῖστα ἕτερα μηχανουργήματα ἐπολιόρκουν τὸ τεῖχος. Ὁ οὖν πατριάρχης Σέργιος λαβὼν τὴν σεπτὴν εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου βαστάζουσαν τὸν δεσπότην ἡμῶν καὶ κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἀχειροποίητον τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ τιμίαν εἰκόνα, ἔτι τε τὰ ζωοποιὰ τοῦ σταυροῦ ξύλα καὶ τὴν ἐσθῆτα τῆς Θεοτόκου τὴν ἐν Βλαχέρναις περιῄει τοῖς τείχεσι λιτανεύων μετὰ τοῦ κλήρου αὐτοῦ καὶ τῶν μοναχῶν, ἐξαιτούμενοι τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ταχίστην βοήθειαν· εἰς πολὺν γὰρ φόβον καὶ περίστασιν ὑπῆρχον διὰ τὸ σφόδρα καὶ κραταιῶς ἐπικεῖσθαι τοὺς πολεμίους. Στείλας οὖν ὁ νέος βασιλεὺς Κωνσταντῖνος, ὁ υἱὸς Ἡρακλείου, (πρέσβεις πρὸς Χαγάνον μετὰ δώρων βασιλικῶν κυρῶσαι εἰρήνην μετ’ αὐτοῦ, τὰ μὲν δῶρα οἱ μιαροὶ Ἄβαροι ἔλαβον, ἀντέφησαν δὲ τοῦτο ποιῆσαι, τὸ πάντας τοὺς ἐν τῇ πόλει μετὰ ἑνὸς χιτωνίσκου ἐξελθόντας οὕτω τὴν πόλιν αὐτῷ καταλιπεῖν· τοῦτο δὲ μεγίστην φιλανθρωπίαν ἡγήσασθαι αὐτούς, ἄλλως δὲ μὴ ἐλπίζειν αὐτοὺς τεύξασθαι σωτηρίας. SyncellusConstantinopolitanus Historia brevis de obsidione Avarica Constantinopolis {2919.002}Hist.A.D. 7L. Sternbach, “Analecta Avarica,” in F. Makk (ed.), Traduction et commentaire de l’homélie écrite probablement par Théodore le Syncelle sur le siège de Constantinople en 626 [Acta universitatis de Attila Jozsef nominatae. Acta Antiqua et Archaeologica. Tomus 19. Opuscula Byzantina 3. Szeged, Hungary 1975]: 110-111.
14 Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τ. ΙΓ΄, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, 1980, σελ. 165.
15 Τὴν φράση αὐτὴ εἶπε ὁ Καποδίστριας, ὅταν ἀνέλαβε τὴν διακυβέρνηση τῆς Ἑλλάδος.
16 http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/agiologion/panagia_xrysoleontissa_aigina.htm.
17 Εὑρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων.
18 Ὁμιλία ΛΘ΄, 10, ΕΠΕ, 10, σελ. 505.
19 Ζαχαρίας 1,3.