Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 Τσακ­τσί­ρα Μα­ρί­ας

Νηπιαγωγοῦ 

 Δι­δα­σκα­λί­α –  Δι­δα­κτι­κή –  Παι­δεί­α

Ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα εἶ­ναι ἡ θε­ώ­ρη­ση τοῦ Χρυ­σο­στό­μου γιὰ τὰ πε­ρι­ε­χό­με­να τῶν ὅ­ρων: α) Δι­δα­σκα­λί­α, β) Δι­δα­κτι­κὴ καὶ γ) Παι­δεί­α.

«Ὁ κα­θα­ρὸς βί­ος εἶ­ναι καρ­πὸς τῆς ἀ­λη­θι­νῆς παι­δεί­ας».

«Γι᾿ αὐ­τὸ τὰ προ­βλή­μα­τά μας ἔ­χουν πε­ρι­έλ­θει τώ­ρα στὴν τα­ρα­χὴ καὶ τὴ σύγ­χυ­ση καὶ οἱ μα­θη­τές, ἀ­φοῦ κα­τε­λή­φθη­σαν ἀ­πὸ ἐ­γω­ϊ­στι­κὸ φρό­νη­μα, ἀ­νέ­τρε­ψαν τὴν τά­ξη καὶ ἔ­γι­ναν ὅ­λα ἄ­νω κά­τω. Κι ἂν τοὺς κα­τη­γο­ρή­σει κα­νεὶς γιὰ τὸ πα­ρα­μι­κρό, πε­ρι­φρο­νοῦν τοὺς ἄρ­χον­τες, ἐ­πει­δὴ ἐ­μεῖς (οἱ ἐκ­παι­δευ­τι­κοί) το­ύς παι­δα­γω­γή­σα­με κα­κῶς».

«Καὶ ἀρ­κεῖ πολ­λὲς φο­ρὲς ἕ­νας καὶ μό­νον λό­γος ποὺ πῆ­ραν (τὰ παι­διὰ) ἀ­πὸ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α νὰ τοὺς εἶ­ναι ἐ­φό­διο σ᾿ ὅ­λη τους τὴ ζω­ή».

«Κά­θε τε­χνί­της, ὅ­πως θὰ ἀ­φή­σει τὸ ἔρ­γο τῶν χε­ρι­ῶν του, ἔ­τσι θὰ τὸ βρεῖ. Σ᾿ ἐ­μᾶς ὅ­μως (τοὺς παι­δα­γω­γοὺς) δὲν συμ­βαί­νει τὸ ἴ­διο, ἀλ­λὰ τὸ ἐν­τε­λῶς ἀν­τί­θε­το. Για­τί δὲν κα­τερ­γα­ζό­μα­στε ἄ­ψυ­χα σκεύ­η, ἀλ­λὰ λο­γι­κὲς ψυ­χές».

«Ἡ καρ­πο­φο­ρί­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου ἀ­πὸ τὸ δά­σκα­λο, ἀλ­λὰ ἂν ὄ­χι πε­ρισ­σό­τε­ρο, τοὐ­λά­χι­στον κα­τὰ τὸ ἥ­μι­συ καὶ ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τές».

«Συ­νή­θως αὐ­τὰ ποὺ ἀ­να­κα­λύ­πτον­ται μὲ κό­πο καὶ ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἔ­ρευ­να, ἐν­τυ­πώ­νον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴ δι­ά­νοι­ά μας καὶ πα­ρα­μέ­νουν».

«Ὅ­ταν οἱ ἀ­κρο­α­τὲς εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­δύ­να­τοι, πρέ­πει νὰ ἑ­τοι­μά­σου­με δι­ά­φο­ρα εἴ­δη δι­δα­σκα­λί­ας ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νουν ποι­κί­λες πα­ρα­βο­λὲς καὶ πα­ρα­δείγ­μα­τα καὶ ἄλ­λα πολ­λὰ τέ­τοι­α».

«Γιὰ τὴν τέ­λεια οἰ­κο­δο­μὴ ἡ ἐ­φαρ­μο­γὴ ἔ­χει ἀ­νάγ­κη τὴ δι­δα­σκα­λί­α καὶ ἡ δι­δα­σκα­λί­α ἀ­πὸ τὴν ἐ­φαρ­μο­γή».

«Ἀ­κρο­α­τὴς ποὺ δὲν κά­θε­ται ἄ­νε­τα, δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ προ­σέ­χει μὲ ἐν­δι­α­φέ­ρον τὰ λε­γό­με­να».

«Τὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα δὲν πρέ­πει νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με στὸ σύ­νο­λό τους, ἀλ­λὰ μό­νο ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως δι­α­λέ­ξου­με τὸ χρή­σι­μο μέ­ρος τους».

«Με­γά­λη δύ­να­μη ἔ­χουν καὶ οἱ εἰ­κό­νες στὸ νὰ ἐ­πι­τεί­νουν τὴ δύ­να­μη καὶ τὴ ζων­τά­νια τοῦ λό­γου».

«Ἀ­φοῦ δι­α­κό­ψα­με τὴ συ­νέ­χεια τῆς δι­δα­σκα­λί­ας, κα­τα­πι­α­στή­κα­με μὲ ἐ­πεί­γον­τα, ἐ­πί­και­ρα γε­γο­νό­τα».

«Δὲν πρέ­πει νὰ ἀ­να­τρέ­χου­με μό­νον στὶς πα­λι­ὲς δι­η­γή­σεις, ἀλ­λὰ νὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με πα­ρα­δείγ­μα­τα καὶ ἀ­πὸ τὴ σύγ­χρο­νη ζω­ή».

«Εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο, ἀ­φοῦ σκά­ψου­με ἕ­να μι­κρὸ μέ­ρος καὶ κα­τε­βοῦ­με στὸ βά­θος του, νὰ βροῦ­με ἐ­κεῖ ἕ­να με­γά­λο θη­σαυ­ρὸ ἀ­πὸ ἀ­ναγ­καί­α πράγ­μα­τα, πα­ρά, περ­νών­τας πά­νω ἀ­πὸ πολ­λὰ χω­ρά­φια νὰ τα­λαι­πω­ρού­μα­στε χω­ρὶς λό­γο, ἄ­σκο­πα καὶ μά­ται­α».

«Ὅ­ταν πρό­κει­ται νὰ κα­τα­πια­στεῖ κα­νεὶς μὲ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη με­γά­λου θέ­μα­τος, ποὺ ἀ­παι­τεῖ πολ­λὰ λό­για καὶ δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται σὲ μί­α καὶ δύ­ο καὶ τρεῖς μέ­ρες, ἀλ­λὰ σὲ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρες, νο­μί­ζω ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ μὴ φορ­τώ­σει ὁ ὁ­μι­λη­τής (παι­δα­γω­γὸς) στὴ δι­ά­νοι­α τῶν ἀ­κρο­α­τῶν ὁ­λό­κλη­ρη τὴ δι­δα­σκα­λί­α διὰ μί­ας, ἀλ­λά, ἀ­φοῦ τὴ δι­αι­ρέ­σει σὲ πολ­λὰ μέ­ρη, νὰ κά­νει μὲ τὸ κομ­μά­τια­σμα αὐ­τὸ τὸ φορ­τί­ο τοῦ λό­γου ἐ­λα­φρὸ καὶ κα­τα­νο­η­τό».

«Δὲν εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο καὶ σκό­πι­μο νὰ ἑρ­μη­νεύ­ον­ται καὶ νὰ ἐ­πι­λύ­ον­ται τὰ πάν­τα, γιὰ νὰ μὴ γί­νον­ται (οἱ μα­θη­τὲς) ὀ­κνη­ροὶ καὶ ἀ­δι­ά­φο­ροι γιὰ τὴν ἔ­ρευ­να».

«Οἱ δά­σκα­λοι νὰ μὴν πα­ρα­δί­δουν νέ­ο μά­θη­μα στὰ παι­διά, ἕ­ως ὅ­του δι­α­πι­στώ­σουν, ὅ­τι τὸ προ­η­γού­με­νο ἔ­χει ἐν­τυ­πω­θεῖ κα­λὰ στὴ μνή­μη τους».

«Ἐ­πει­δὴ καὶ κά­θε δά­σκα­λος, ὅ­ταν δεῖ τὸ μα­θη­τὴ νὰ ἐν­τυ­πώ­νει στὴ δι­ά­νοι­ά του μὲ ἀ­κρί­βεια τὰ προ­η­γού­με­να μα­θή­μα­τα καὶ νὰ ἐ­πι­δει­κνύ­ει τὴν καρ­πο­φο­ρί­α μὲ τὰ ἔρ­γα, μὲ με­γα­λύ­τε­ρη προ­θυ­μί­α ἐμ­πι­στεύ­ε­ται σ᾿ αὐ­τὸν τὴ γνώ­ση τῶν ἑ­πο­μέ­νων».

«Ὁ τρό­πος τῆς δι­δα­σκα­λί­ας πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀ­νά­μει­κτος καὶ νὰ με­τα­χει­ρί­ζε­ται κα­νεὶς πό­τε τὸν ἕ­να καὶ πό­τε τὸν ἄλ­λο, ὥ­στε οὔ­τε νὰ χα­λα­ρώ­νει ὑ­πέρ­με­τρα ἡ δι­ά­νοι­α, οὔ­τε πά­λι νὰ κου­ρά­ζε­ται ὑ­περ­βο­λι­κά, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ κα­τα­πο­νεῖ­ται καὶ νὰ παίρ­νει στά­ση ἀρ­νη­τι­κὴ ἀ­πέ­ναν­τι στὸν κό­πο».

«Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἐ­πι­δι­ώ­κει πρὶν ἀ­πὸ τὸν κα­τάλ­λη­λο χρό­νο νὰ δι­δά­ξει τὰ ὑ­ψη­λὰ δόγ­μα­τα (ἀ­λή­θει­ες/ἔν­νοι­ες/ἀ­ξι­ώ­μα­τα) δὲν θὰ βρεῖ ἕ­τοι­μη τὴν ψυ­χι­κὴ δι­ά­θε­ση.[…]. Οὔ­τε λοι­πὸν κι ἐ­μεῖς νὰ ἀ­παι­τοῦ­με ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ ὅ­λα ἀ­πὸ ὅ­λους, ἀλ­λὰ ὅ­σα εἶ­ναι δυ­να­τόν. Καὶ σύν­το­μα θὰ φθά­σου­με καὶ σ᾿ ἐ­κεῖ­να (τὰ δύ­σκο­λα)»[1].

Γε­νι­κὰ πα­ρα­τη­ρεῖ κα­νεὶς μὲ θαυ­μα­σμὸ καὶ στὶς πα­ρα­πά­νω ἀ­πό­ψεις τοῦ Χρυ­σο­στό­μου τὴν εὐ­στο­χί­α στὴν προ­σέγ­γι­ση τῶν ὅ­ρων δι­δα­κτι­κὴ – δι­δα­σκα­λί­α, τὴν ἀρ­κε­τὰ προ­ο­δευ­τι­κή, ἄλ­λη μί­α φο­ρὰ ἀν­τί­λη­ψη τῶν παι­δα­γω­γι­κῶν πραγ­μά­των καὶ τὴ δι­ά­θε­ση ἀ­νά­λυ­σης λε­πτῶν πα­ρα­γόν­των ποὺ ἐμ­πλέ­κον­ται στὴ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας καὶ δι­α­δρα­μα­τί­ζουν οὐ­σι­α­στι­κὸ ρό­λο στὴν ἐ­ξέ­λι­ξη καὶ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά της.

Θε­ω­ρεῖ πά­νω ἀ­πὸ ὅ­λα ἀμ­φί­δρο­μη τὴ σχέ­ση παι­δα­γω­γοῦ καὶ παι­δι­ῶν στὸ πλαί­σιο τῆς δι­δα­σκα­λί­ας. Καὶ οἱ δύ­ο πλευ­ρὲς πρέ­πει νὰ κα­τα­βάλ­λουν προ­σπά­θει­ες, ὥ­στε νὰ ἀ­πο­κτη­θοῦν τὰ μορ­φω­τι­κὰ ἀ­γα­θά, μὲ τὸν πιὸ ἐ­πι­κο­δο­μητι­κὸ τρό­πο. Ἡ ἐ­πι­τυ­χὴς δι­δα­σκα­λί­α ἀ­να­πό­φευ­κτα ἐ­πι­φέ­ρει ἀλ­λα­γὲς στοὺς παι­δα­γω­γού­με­νους. Ἐ­πί­σης, στα­θε­ρό­τε­ρη ἀ­πο­βαί­νει ἡ μά­θη­ση, ποὺ προ­κύ­πτει ἔ­πει­τα ἀ­πὸ τὸν πει­ρα­μα­τι­σμὸ μὲ τὸ δι­δα­κτι­κὸ ἀν­τι­κεί­με­νο, τὴν αὐ­τε­νέρ­γεια, τὸν προ­βλη­μα­τι­σμό, τὴν κρι­τι­κὴ σκέ­ψη καὶ τὴν ἔ­ρευ­να γύ­ρω ἀ­πὸ αὐ­τὸ καὶ τὴν ἀ­πό­κτη­ση σχε­τι­κῶν βι­ω­μά­των. Αὐ­τὴ τὴν αὐ­τε­νέρ­γεια ποὺ ἀρ­κε­τοὺς αἰ­ῶ­νες ἀρ­γό­τε­ρα οἱ πρω­το­πό­ροι ἐκ­πρό­σω­ποι τοῦ «νέ­ου σχο­λεί­ου» – Dewey, Montessori, Decroly, Spencer κ.ἄ. – ἀν­τέ­τα­ξαν μὲ πά­θος στὴν πα­λιὰ παι­δα­γω­γι­κή, ἐ­ξαί­ρει πρῶ­τος ὁ χρυ­σὸς Ἱ­ε­ράρ­χης καὶ παι­δα­γω­γός. Ὁ εὐ­συ­νεί­δη­τος παι­δα­γω­γὸς ὀ­φεί­λει νὰ ἐκ­με­ταλ­λευ­τεῖ τὴ με­γά­λη δι­ά­θε­ση τῶν παι­δι­ῶν νὰ ψά­χνουν καὶ νὰ ἀ­να­ζη­τοῦν, νὰ θέ­λουν νὰ μά­θουν.

Ἤ­δη ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης στὰ Πο­λι­τι­κά του (Ε, 6. 1340b) πα­ρα­τη­ρεῖ, ὅ­τι «οὐ δύ­να­ται τὸ νέ­ον ἡ­συ­χά­ζειν» καὶ ἀ­κό­μη νω­ρί­τε­ρα ὁ Πλά­τω­νας προ­τεί­νει στὴν Πο­λι­τεί­α: «Μὴ τοί­νυν βί­α τοὺς παί­δας ἐν τοῖς μα­θή­μα­σιν, ἀλ­λὰ παί­ζον­τας τρέ­φε». Ὁ Frobel θὰ πεῖ: «Ἡ ἀ­γω­γὴ δὲν ση­μαί­νει πρόσ­λη­ψη ἀπ᾿ ἔ­ξω, ἀλ­λὰ ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν προ­δι­α­θέ­σε­ων ποὺ προ­ϋ­πάρ­χουν μέ­σα στὸν ἄν­θρω­πο, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­φυ­πνί­ζον­ται μέ­σῳ τῆς αὐ­τε­νέρ­γειας. Μό­νο διὰ τῆς δι­κῆς του ἐ­νέρ­γειας ἀ­πο­κτᾶ τὸ παι­δὶ γνώ­ση τοῦ κό­σμου καί τοῦ  πε­ρι­βάλ­λον­τος»[2]. Ἐ­ξάλ­λου, σκο­πι­μό­τε­ρη θε­ω­ρεῖ ὁ Χρυ­σό­στο­μος τὴν εἰς βά­θος ἐ­να­σχό­λη­ση μὲ ἕ­να θέ­μα καὶ ὄ­χι τὴν «ἄ­σκο­πη ἐ­πι­φα­νεια­κὴ πε­ρι­πλά­νη­ση» σὲ πε­ρισ­σό­τε­ρα. Δι­α­κρί­νει κα­νεὶς κα­θα­ρὰ ἐ­δῶ τὶς θε­ω­ρη­τι­κὲς ἀρ­χὲς τῆς με­θό­δου project καὶ ἄλ­λων σύγ­χρο­νων προ­γραμ­μά­των δι­δα­σκα­λί­ας. Ἡ δι­δα­σκα­λί­α ἄλ­λω­στε εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ λαμ­βά­νει ποι­κί­λες μορ­φὲς καὶ νὰ εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἐ­πο­πτι­κή, προ­κει­μέ­νου νὰ ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται κα­λύ­τε­ρα στὶς ἀ­νάγ­κες καὶ τοὺς δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς τύ­πους τῶν παι­δι­ῶν. Χω­ρὶς ἀμ­φι­βο­λί­α, δὲν ἀ­πέ­χουν πο­λὺ οἱ θέ­σεις αὐ­τὲς καὶ ἀ­πὸ τὴ θε­ω­ρί­α τῆς πολ­λα­πλῆς νο­η­μο­σύ­νης τοῦ Gardner καὶ τὶς θε­ω­ρί­ες δι­α­χεί­ρι­σης τῶν γνω­στι­κῶν δυ­σκο­λι­ῶν τῶν πιὸ «ἀ­δύ­να­των» μα­θη­τῶν, ποὺ ἐ­πι­κρα­τοῦν σή­με­ρα καὶ βρί­σκουν πλῆ­θος ἐ­φαρ­μο­γῶν.

Τὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ χώ­ρου εἶ­ναι σὺν τοῖς ἄλ­λοις πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ γιὰ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ποὺ ἐ­πι­δι­ώ­κει ἡ δι­δα­σκα­λί­α. Σύμ­φω­να μὲ ἐκ­προ­σώ­πους τῆς σύγ­χρο­νης ἐκ­παι­δευ­τι­κῆς ἔ­ρευ­νας (Katz, Gandini, Fyfe) τὸ δι­δα­κτι­κὸ πε­ρι­βάλ­λον καὶ ὁ χῶ­ρος ἀ­πο­τε­λοῦν ἕ­ναν ἀ­κό­μη παι­δα­γω­γὸ γιὰ τὰ παι­διὰ (ὁ ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς δὲν εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­κλει­στι­κὴ πη­γὴ γνώ­σης γιὰ τὴ μον­τέρ­να Παι­δα­γω­γι­κή). Ὁ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμὸς τῆς δι­δα­σκα­λί­ας καὶ ἡ σύν­δε­σή της μὲ γε­γο­νό­τα καὶ κα­τα­στά­σεις τῆς ἐ­πι­και­ρό­τη­τας εἶ­ναι ἕ­να ἄλ­λο αἴ­τη­μα ποὺ προ­βάλ­λει στὶς ἀ­πό­ψεις τοῦ Χρυ­σορρή­μο­νος. Τὸ μα­θη­σια­κὸ μον­τέ­λο γνω­στὸ στὶς μέ­ρες μας ὡς «μέ­θο­δος τῆς σκα­λω­σιᾶς» (Bruner) εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ πε­ρι­γρά­φει καὶ ὁ Χρυ­σό­στο­μος, ὅ­ταν μὲ ἔμ­φα­ση ἐ­ξη­γεῖ για­τί ἡ νέ­α γνώ­ση πρέ­πει μὲ κά­θε τρό­πο νὰ βα­σί­ζε­ται στὴν ὑ­πάρ­χου­σα καί, ἔ­τσι, στα­δια­κὰ ἀ­φο­μοι­ώ­νον­τας τὸ και­νούρ­γιο νὰ προ­χω­ρᾶ ἡ παι­δι­κὴ δι­ά­νοι­α σὲ ἀ­νώ­τε­ρες νο­η­τι­κὲς λει­τουρ­γί­ες καὶ πνευ­μα­τι­κὲς κα­τα­κτή­σεις.

Ὁ ἱ­ε­ρὸς Πα­τὴρ ἀ­πο­δο­κι­μά­ζει πλή­ρως καὶ θε­ω­ρεῖ ἄ­κρως ἀν­τι­παι­δα­γω­γι­κὴ τὴ μύ­η­ση τῶν παι­δι­ῶν σὲ ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πὸ τὶς δυ­να­τό­τη­τές τους ἐ­πί­πε­δα, πρὶν ἔρ­θει γι᾿ αὐ­τὸ ἡ κα­τάλ­λη­λη ὥ­ρα καὶ πρὶν τὰ παι­διὰ ἀ­πο­κτή­σουν τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες προ­ϋ­πο­θέ­σεις καὶ ὡ­ρι­μό­τη­τα. Στὴν το­πο­θέ­τη­ση αὐ­τὴ ἴ­σως θὰ εἶ­χε ἰ­δι­αί­τε­ρο νό­η­μα νὰ ἐμ­βα­θύ­νουν -καὶ νὰ ἀ­να­θε­ω­ρή­σουν πι­θα­νῶς- ὁ­ρι­σμέ­νοι παι­δα­γω­γοὶ τῆς προ­σχο­λι­κῆς ἀ­γω­γῆς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ξε­χνών­τας τοὺς σκο­ποὺς καὶ τὸν πραγ­μα­τι­κὸ ρό­λο τους καὶ αὐ­τὸν τοῦ θε­σμοῦ τοῦ Νη­πι­α­γω­γεί­ου προ­ω­θοῦν συ­στη­μα­τι­κὰ σχε­δὸν μό­νο τὸν γραμ­μα­τι­σμὸ καὶ τὶς ὑ­πό­λοι­πες ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὲς δε­ξι­ό­τη­τες στὰ παι­διά, συ­χνὰ μὲ κα­τα­ναγ­κα­στι­κὸ τρό­πο, προ­κει­μέ­νου νὰ ἐ­πι­δεί­ξουν πλού­σια πα­ρα­γω­γὴ ἔρ­γου. Ἔ­τσι τὰ παι­διὰ δὲν βι­ώ­νουν τὸ Νη­πι­α­γω­γεῖ­ο ὡς με­τα­βα­τι­κὴ φά­ση στὴν ὁ­ποί­α ἀ­βί­α­στα, εὐ­χά­ρι­στα καὶ αὐ­τε­νερ­γὰ θὰ ὁ­δη­γη­θοῦν στοὺς δρό­μους τῆς ἀ­να­κά­λυ­ψης τῆς γνώ­σης, ἀλ­λὰ ὡς προ­θέρ­μαν­ση γιὰ τὴ φοί­τη­ση στὴν πρώ­τη Δη­μο­τι­κοῦ.

Ἀ­ξί­ζει νὰ ἀ­να­φερ­θεῖ ἐ­δῶ, ὅ­τι τὴν ἄ­πο­ψη τοῦ Χρυ­σο­στό­μου γιὰ τὴν ἄρ­ρη­κτη σύν­δε­ση δι­δα­σκα­λί­ας καὶ πρα­κτι­κῆς ἐ­φαρ­μο­γῆς καὶ βί­ω­σης ὅ­σων δι­δά­σκον­ται συμ­με­ρί­στη­καν καὶ οἱ με­γά­λοι Γερ­μα­νοὶ παι­δα­γω­γοὶ Herbart καὶ Kerschensteiner. Ὁ πρῶ­τος ὑ­πο­στή­ρι­ξε ὅ­τι «δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ὑ­πάρ­ξει δι­δα­σκα­λί­α χω­ρὶς ἀ­γω­γή, ἀλ­λὰ οὔ­τε ἀ­γω­γὴ χω­ρὶς δι­δα­σκα­λί­α». Ὁ δεύ­τε­ρος ἀρ­κε­τὰ ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­γρα­ψε τὰ ἑ­ξῆς: «Γιὰ νὰ κα­τευ­θυν­θεῖ ἡ βού­λη­ση πρὸς τὶς μορ­φω­τι­κὲς ἀ­ξί­ες δὲν ἀρ­κεῖ νὰ λά­βου­με μό­νο γνώ­ση αὐ­τῶν, ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ λά­βου­με καὶ πραγ­μα­τι­κὴ πεῖ­ρα αὐ­τῶν μέ­σα στὴ ζω­ή, νὰ τὶς ζή­σου­με. Ζεῖ μέ­σα μας λοι­πὸν κά­θε ἀ­ξί­α, τοὐ­λά­χι­στον γιὰ πρώ­τη φο­ρά, ὄ­χι μέ­σῳ τῆς ἀ­νά­γνω­σης βι­βλί­ων καὶ ἀ­φη­γή­σε­ων, ἀλ­λὰ μέ­σῳ προ­σω­πι­κῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν καὶ μὲ τὴν συ­να­να­στρο­φὴ μὲ προ­σω­πι­κό­τη­τες προι­κι­σμέ­νες μὲ ἀ­ξί­ες, στὶς ὁ­ποῖ­ες γιὰ ἕ­να ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε λό­γο αἰ­σθα­νό­μα­στε σε­βα­σμό»[3].

Ἐν τέ­λει, πρὶν ἀ­πὸ ἀρ­κε­τοὺς αἰ­ῶ­νες ὁ ἱ­ε­ρὸς Πα­τὴρ δί­δα­σκε καὶ ὁ­ρα­μα­τι­ζό­ταν πράγ­μα­τα πε­ρὶ δι­δα­σκα­λί­ας καὶ δι­δα­κτι­κῆς, τὰ ὁ­ποῖ­α ἦρ­θαν νὰ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σουν, νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σουν καὶ νὰ ἐ­πε­κτεί­νουν δι­ά­φο­ροι δι­ο­ρα­τι­κοὶ παι­δα­γω­γοὶ στὸ πέ­ρα­σμα τοῦ χρό­νου. Πολ­λὲς ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς στά­σεις ἐ­πι­βι­ώ­νουν σή­με­ρα μέ­σα στὸ νέ­ο κλί­μα τῆς ἐκ­παί­δευ­σης, ἀ­πο­τε­λοῦν κοι­νὰ ἀ­πο­δε­κτὲς δι­α­πι­στώ­σεις τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας τῶν παι­δα­γω­γῶν καὶ τῶν ἐ­ρευ­νη­τῶν τῆς γνω­στι­κῆς καὶ νο­η­τι­κῆς ἀ­νά­πτυ­ξης στὴν παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α καὶ δί­νουν τὸ ἔ­ναυ­σμα γιὰ πε­ραι­τέ­ρω πρό­ο­δο στὶς με­θό­δους καὶ τὰ μέ­σα μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α αὐ­τὴ ἐ­πι­δι­ώ­κε­ται.

 

Συ­νε­χί­ζε­ται…

 



1. Παιδ. Ἀν­θρω­πο­λο­γί­α Ἰ­ω. Χ., Τό­μος Β΄, σελ. 375-438, Τό­μος Γ΄, σελ. 600- 602.

2. Α. Ἰ­ση­γό­νης, Γε­νι­κή Δι­δα­κτι­κή, σελ. 87.

3. Α. Ἰ­ση­γό­νης, ὅπ. π., σελ. 7.