Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΩΝΟΣ

«(1) Ὅ­μοι­α γὰρ ἐ­στιν ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν ἀν­θρώ­πῳ οἰ­κο­δε­σπό­τη, ὅ­στις ἐ­ξῆλ­θεν ἅ­μα πρω­ΐ μι­σθω­σά­σθαι ἐρ­γά­τας εἰς τὸν ἀμ­πε­λῶνα αὐ­τοῦ(2).Καὶ συμ­φω­νή­σας με­τὰ τῶν ἐρ­γα­τῶν ἐκ δη­να­ρί­ου τὴν ἡ­μέ­ραν ἀ­πέ­στει­λεν αὐ­τοὺς εἰς τὸν ἀμ­πε­λῶνα αὐ­τοῦ…(3) πολ­λοὶ δὲ εἰ­σὶ κλη­τοί, ὀ­λί­γοι δὲ ἐ­κλε­κτοὶ».

 

Ἀ­φορ­μὴ γιὰ τὴν πα­ρα­βο­λὴ αὐ­τὴ ἔ­λα­βε ὁ Κύ­ριος, ἀ­πὸ μί­α ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ τοῦ ἔ­κα­νε ὁ Πέ­τρος (κεφ. Ι­Θ’ στὶχ. 27, 28) στὸ προ­η­γού­με­νο κε­φά­λαι­ο στί­χοι 27 καὶ 28. Ἐ­κεῖ φαί­νε­ται ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ γεν­νη­θεῖ στὴν ψυ­χὴ τοῦ Πέ­τρου καὶ τῶν ἄλ­λων μα­θη­τῶν κά­ποι­α καύ­χη­ση καὶ αὐ­τά­ρε­σκη σύγ­κρι­ση μὲ τοὺς ἄλ­λους ποὺ δὲν ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸν Χρι­στό. Ἀ­κό­μα ὑ­πῆρ­χε κίν­δυ­νος νὰ ὑ­πο­βαθ­μί­σουν τὴν αὐ­τα­πάρ­νη­ση καὶ τὴν χρι­στι­α­νι­κὴ ὑ­πα­κο­ή, σὲ ἕ­να εἶ­δος ἐμ­πο­ρι­κῆς συ­ναλ­λα­γῆς, σὲ ἕ­να εἶ­δος πα­ζα­ρέ­μα­τος, π.χ. «τό­σους κό­πους ἔ­κα­μα καὶ τό­σον χρό­νον δού­λε­ψα. Πό­σα θὰ μοῦ δώ­σεις;».

Μὲ τὴν πα­ρα­βο­λὴ αὐ­τή, ὁ Χρι­στὸς θέ­λει νὰ δι­δά­ξει ὅ­τι ὁ μι­σθὸς καὶ ἡ ἀ­μοι­βὴ ποὺ θὰ δώ­σει ὁ Κύ­ριος στοὺς πι­στοὺς ὀ­πα­δούς Του, δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν χρό­νο καὶ τὸν κό­πο ποὺ κα­θέ­νας Χρι­στια­νὸς κα­τέ­βα­λε γιὰ τὸ ἔρ­γο τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ με­τά­νοι­α καὶ τὴν πλή­ρη συμ­μόρ­φω­σή του πρὸς τὸν νό­μο τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης καὶ τῆς ἀ­γά­πης. Γιὰ νὰ προ­φυ­λά­ξει ὁ Κύ­ριος «τούς ἐρ­γά­τες τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος Του» ἀ­πὸ τὴν αὐ­τα­ρέ­σκεια καὶ τὴν αὐ­το­πε­ποί­θη­ση στὴν ἀ­ξί­α τους, ἡ ὁ­ποί­α δι­ε­γεί­ρει ἀ­φε­νὸς μὲν φθό­νο κα­τὰ τῶν ἄλ­λων, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ πα­ρά­πο­να κα­τὰ τοῦ Θε­οῦ, τὸν ὁ­ποῖ­ον προ­σπα­θοῦ­με νὰ πα­ρα­στή­σου­με σὰν χρε­ώ­στη μας γιὰ τὶς ὑ­πη­ρε­σί­ες ποὺ τοῦ προ­σφέ­ρα­με, δι­η­γή­θη­κε τὴν πα­ρα­βο­λὴ αὐ­τὴ.

1. Ἡ ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θε­οῦ (στὶχ. 1).

Με­γά­λη ἀ­μοι­βὴ καὶ ἀ­πε­ρί­γρα­πτη εὐ­τυ­χί­α ὑ­πό­σχε­ται ὁ Θε­ός, σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ πι­στεύ­ει στὸν Χρι­στὸ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται μὲ τα­πεί­νω­ση τὰ ἔρ­γα τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γά­πης. Στὴν πα­ροῦ­σα πα­ρα­βο­λή, ἡ ὑ­πό­σχε­ση αὐ­τὴ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται σὰν συμ­φω­νί­α ποὺ κά­νουν ἐρ­γο­δό­της καὶ ἐρ­γά­τες. Γι᾿ αὐ­τὸ ἀρ­χί­ζει ὡς ἑ­ξῆς ὁ Κύ­ριος τὴν πα­ρα­βο­λή:

«Ὅ­μοι­α ἐ­στιν ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν ἀν­θρώ­πῳ οἰ­κο­δε­σπό­τη, ὅ­στις ἐ­ξῆλ­θεν ἅ­μα πρώ­τη μι­σθω­σά­σθαι ἐρ­γά­τας εἰς τὸν ἀμ­πε­λῶ­να αὐ­τοῦ».

Ὁ μι­σθω­τὴς οἰ­κο­δε­σπό­της δὲν εἶ­ναι ἄλ­λος πα­ρὰ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός, ὁ Κύ­ριος τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ τῆς γῆς, «οὐ οἶ­κος ἐ­σμέν ἡ­μεῖς», λέ­ει ὁ Παῦ­λος, (Ἑ­βρ. γ’ 6). Εἶ­ναι ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της ποὺ ἔ­χει ἔρ­γο με­γά­λο καὶ σπου­δαῖ­ο, (τὴν σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου), ἀλ­λὰ καὶ ἐρ­γά­τες ποὺ κα­λοῦν­ται νὰ ἐρ­γα­στοῦν στὸ ἔρ­γο αὐ­τό.

Οἱ ἄν­θρω­ποι ἐρ­γο­δό­τες μι­σθώ­νουν ἐρ­γά­τες γιὰ νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν τὸ ἔρ­γο τους, ὅ­ποι­ο καὶ ἂν εἶ­ναι. Ἀλ­λὰ ὁ Θε­ὸς δὲν ἔ­χει κα­μμιὰ ἀ­νάγ­κη τῆς ἐρ­γα­σί­ας μας καὶ τῶν ὑ­πη­ρε­σι­ῶν μας. Ἐν τού­τοις μᾶς κα­λεῖ στὸ ἔρ­γο Του.

Α. Τὸ Ἔρ­γο Του εἶ­ναι ὁ ἀμ­πε­λών Του, λέ­γει ὁ Κύ­ριος. Καὶ ὁ ἀμ­πε­λώ­νας Του εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ γε­νι­κῶς καὶ ἡ ψυ­χὴ τοῦ κα­θε­νός μας. Ἡ ψυ­χὴ τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ἕ­να ἀμ­πέ­λι, (ἀμ­πε­λὼν), ποὺ πρέ­πει νὰ πε­ρι­φράσ­σε­ται, νὰ σκά­πτε­ται, νὰ κλα­δεύ­ε­ται, νὰ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται. Δι­α­φο­ρε­τι­κὰ θὰ γί­νει τό­πος χέρ­σος, γε­μᾶτος ἀ­γρι­ό­χορ­τα καὶ ἀγ­κά­θια, πολ­λῷ μᾶλ­λον ἐ­ὰν εἶ­ναι τό­πος πε­τρώ­δης καὶ δύ­σβα­τος.

Ὅ­πως ἡ γῆ ἐ­ὰν δὲν καλ­λι­ερ­γη­θεῖ ἀ­γρι­εύ­ει καὶ γε­μί­ζει ἀγ­κά­θια, ἔ­τσι καὶ ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ τοῦ ἀ­γα­θό­τε­ρου ἀ­κό­μα, ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πνευ­μα­τι­κῆς καλ­λι­έρ­γειας γιὰ νὰ προ­ο­δεύ­σει πνευ­μα­τι­κά, νὰ χα­ρι­τω­θεῖ καὶ νὰ σω­θεῖ, (ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ). Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη, ἑ­πο­μέ­νως, κά­θε Χρι­στια­νὸς νὰ γί­νει ἐρ­γά­της καὶ καλ­λι­ερ­γη­τὴς τῆς ψυ­χῆς του. Ἐρ­γά­της δρα­στή­ριος καὶ ἐ­πι­με­λής. «Με­τὰ φό­βου καὶ τρό­μου τὴν ἑ­αυ­τῶν σω­τη­ρί­αν κα­τερ­γά­ζε­σθε», (Φι­λιπ. Β’ 12), λέ­γει ὁ Παῦ­λος στοὺς Χρι­στια­νούς. Καμ­μιὰ ἐρ­γα­σί­α ὁ­σον­δή­πο­τε εὐ­γε­νὴς δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἐρ­γα­σί­α γιὰ τὴν χρι­στι­α­νι­κὴ μόρ­φω­ση τῆς ψυ­χῆς «ἄ­χρις οὐ μορ­φω­θεῖ Χρι­στὸς ἐν ὑ­μῖν», (Γαλ. δ’ 19).

Β. Ὁ μι­σθὸς, δη­λα­δὴ τὸ ἡ­με­ρο­μί­σθιο ποὺ συμ­φώ­νη­σε νὰ δώ­σει στοὺς ἐρ­γά­τες ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της ἦ­ταν ἕ­να δη­νά­ριο, (ρω­μα­ϊ­κὸ νό­μι­σμα). «Συμ­φω­νή­σας δὲ με­τὰ τῶν ἐρ­γα­τῶν ἐκ δη­να­ρί­ου τὴν ἡ­μέ­ραν, ἀ­πέ­στει­λεν αὐ­τοὺς εἰς τὸν ἀμ­πε­λῶ­να Αὐ­τοῦ», (στίχ. 2). Πα­ρα­κά­τω δὲ λέ­γει στοὺς ἐρ­γά­τες ὅ­τι «ὁ ἐ­ὰν ἠ­κού­ει στὴν πρό­σκλη­ση τοῦ Θε­οῦ νὰ ἐρ­γα­σθεῖ σὲ ὅ­τι Ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἤ­θε­λε ἀ­να­θέ­σει, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ μὴν λά­βη μι­σθόν». Ὄ­χι δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ὀ­φει­λέ­της τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λὰ δι­ό­τι αὐ­τὸς ποὺ ἐρ­γά­ζε­ται γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του καὶ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ἄλ­λων, θὰ δώ­σει ὁ Θε­ὸς καὶ ὅ­σα χρει­ά­ζον­ται στὴν πα­ροῦ­σα ζω­ὴ γιὰ τὴ συν­τή­ρη­σή του καὶ στὴν μέλ­λου­σα ἑ­κα­τον­τα­πλά­σια.

Γ. Ὁ χρό­νος τῆς μι­σθώ­σε­ως: Κα­τὰ τὴν πα­ρα­βο­λὴ ὁ χρό­νος τῆς ἐρ­γα­σί­ας εἶ­ναι μί­α ἡ­μέ­ρα, κα­τὰ τὸν Ἅγ. Ἰ­ω­άν­νη τὸν Χρυ­σό­στο­μο, «ὁ χρό­νος τῆς ἐρ­γα­σί­ας εἶ­ναι ὁ πα­ρὼν βί­ος». Καὶ πράγ­μα­τι, ὅ­λη μας ἡ ζω­ὴ περ­νά­ει σὰν μί­α ἡ­μέ­ρα, ἐ­ὰν ἀ­να­λο­γι­στοῦ­με πό­σο γρή­γο­ρα πέ­ρα­σαν «τό­σα χρό­νια, σὰν χθὲς μᾶς φαί­νον­ται». Ὁ ἀ­δελ­φό­θε­ος Ἰ­ά­κω­βος στὴν Κα­θο­λι­κή του ἐ­πι­στο­λὴ λέ­γει: «ποι­ὰ ἡ ζω­ὴ ὑ­μῶν, ἄ­τμις γὰρ ἐ­στιν ἡ πρὸς ὀ­λί­γον φαι­νό­με­νη, ἔ­πει­τα δὲ ἀ­φα­νι­ζο­μέ­νη», (Ἰ­ακ. δ’­ 14). Εἶ­ναι πο­λὺ μι­κρὸς ὁ χρό­νος τῆς ζω­ῆς μας, (συγ­κρι­νό­με­νος μὲ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα). Αὐ­τὸ ὅ­μως μᾶλ­λον πρέ­πει νὰ μᾶς χα­ρο­ποι­εῖ δι­ό­τι θὰ πε­ρά­σουν γρή­γο­ρα οἱ κό­ποι, οἱ δυ­σκο­λί­ες καὶ τὰ βά­σα­να τοῦ ἔρ­γου. (Ἡ σκέ­ψη ὅ­τι τὸ ἔρ­γο θὰ δι­αρ­κέ­σει λί­γο καὶ ὅ­τι θὰ νυ­κτώ­σει σύν­το­μα). Γρή­γο­ρα θὰ φύ­γου­με ἀ­πὸ τὸν πα­ρόν­τα κό­σμο καὶ ὅ­τι προ­σω­ρι­νὴ εἶ­ναι ἡ θλί­ψη, «κα­θ᾿ ὑ­περ­βο­λὴ εἰς ὑ­περ­βέ­λην, αἰ­ώ­νιον βά­ρος δό­ξης κα­τερ­γά­ζε­ται ὑ­μῖν», (Β. Κο­ρινθ. δ’ 17), θὰ μᾶς δί­νει θάρ­ρος, ὑ­πο­μο­νή, εἰ­ρή­νη καὶ χα­ρά.

Ὅ­τι δὲν θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­ξει ἀ­πο­θάρ­ρυν­ση στὴν ἐρ­γα­σί­α τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ στὸν ἀ­γῶ­να κα­τὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, οὔ­τε ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α στὶς θλί­ψεις καὶ στὶς δο­κι­μα­σί­ες, δι­ό­τι ὁ χρό­νος τῆς ζω­ῆς εἶ­ναι λί­γος καὶ στὸ τέ­λος τῆς προ­σω­ρι­νῆς δο­κι­μα­σί­ας μᾶς πε­ρι­μέ­νει χα­ρά, εὐ­τυ­χί­α, στέ­φα­νος καὶ δό­ξα.

Δ. Ὁ τό­πος, ἀ­π᾿ ὅ­που προ­σε­κλή­θη­σαν οἱ ἐρ­γά­τες εἶ­ναι ἡ ἀ­γο­ρά. «Καὶ ἐ­ξελ­θών πε­ρὶ τὴν Τρί­τη ὥ­ραν εἶ­δεν ἄλ­λους ἑστώ­τας ἐν τῇ ἀ­γο­ρᾴ ἀρ­γοὺς, (στίχ. 3)», καί πα­ρα­κά­τω, «καὶ λέ­γει αὐ­τοῖς, τί ὧ­δε ἑστή­κα­τε ὅ­λην τὴν ἡ­μέ­ραν ἀρ­γοὶ;», (στὶχ. 6). Κά­λε­σε λοι­πὸν τοὺς ἐρ­γά­τες ἀ­πὸ τὴν ἀ­γο­ρά, ὅ­που ἔ­μει­ναν «ἀρ­γοί».

Ἡ ἀ­γο­ρὰ θε­ω­ρεῖ­ται τό­πος ποι­κί­λων δι­α­σκε­δά­σε­ων, παι­χνι­δι­ῶν, ἀ­γο­ρα­πω­λη­σι­ῶν, θο­ρύ­βου, κο­σμι­κῶν φρον­τί­δων καὶ με­ρι­μνῶν. Ἡ κλή­ση αὐ­τὴ ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Θε­ὸς παίρ­νει τοὺς ἐρ­γά­τες του, ἀ­πὸ μά­ται­α, ἁ­μαρ­τω­λὰ καὶ σὲ πολ­λὲς πε­ρι­πτώ­σεις κα­τα­στρε­πτι­κὰ ἔρ­γα, γιὰ νὰ ἐρ­γα­στοῦν στὸν ἀμ­πε­λῶ­να Του, δη­λα­δὴ γιὰ τὴν χρι­στι­α­νι­κή τους μόρ­φω­ση καὶ σω­τη­ρί­α καὶ γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α τῶν ἄλ­λων συ­ναν­θρώ­πων τους.

Ἡ ἀρ­γί­α ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α μᾶς κα­λεῖ ὁ Θε­ός, δὲν εἶ­ναι κα­τ᾿ οὐ­σί­αν ἀ­πρα­ξί­α καὶ οὐ­δε­τε­ρό­τη­τα, στὴν ὁ­ποί­α δὲν ἐρ­γα­ζό­με­θα οὔ­τε κα­λό, οὔ­τε κα­κό. Εἶ­ναι στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἐρ­γα­σί­α στὰ ἔρ­γα τοῦ Δι­α­βό­λου, ὁ ὁ­ποῖ­ος στέλ­νει τοὺς δού­λους του «βό­σκειν χοί­ρους», (Λουκ. ιε’ 15), δη­λα­δὴ ἐ­πι­βάλ­λει σὲ αὐ­τοὺς ἐρ­γα­σί­α βα­ρειά, ἀ­τι­μω­τι­κή, πα­ρά­νο­μη. Τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα αὐ­τῆς τῆς ἐρ­γα­σί­ας δὲν φέρ­νουν κέρ­δος σύμ­φω­νο μὲ τὸν προ­ο­ρι­σμὸ τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὡς «ἀρ­γί­α», χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται κά­θε ἐρ­γα­σί­α ποὺ δὲν γί­νε­ται σύμ­φω­να μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ καὶ δὲν φέρ­νει ψυ­χι­κὴ ὠ­φέ­λεια, ἀλ­λὰ ἄ­χρη­στο καὶ ἀ­νω­φε­λὲς ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

Ε. Οἱ δι­ά­φο­ρες ὧ­ρες τῆς προ­σκλή­σε­ως φα­νε­ρώ­νουν τὶς δι­ά­φο­ρες ἡ­λι­κί­ες κα­τὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες ὁ Θε­ὸς κα­λεῖ τοὺς ἀν­θρώ­πους σὲ με­τά­νοι­α καὶ σω­τη­ρί­α. Κα­λεῖ τὸν κα­θέ­να στὴν κα­τάλ­λη­λη ἡ­λι­κί­α καὶ πε­ρί­στα­ση, γιὰ νὰ δε­χθεῖ τὴν πρό­σκλη­ση τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ ἐρ­γα­σθεῖ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὰ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του. Με­ρι­κοὶ κα­λοῦν­ται νὰ ἐρ­γα­σθοῦν στὸν ἀμ­πε­λῶνα ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη ὥ­ρα, τὸ πρω­ΐ δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴν βρε­φι­κὴ καὶ τὴν παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α. Ἀ­πὸ πο­λὺ νω­ρίς, ἐ­ὰν ἔ­χουν εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς ζυ­μώ­νον­ται μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ πο­λὺ νω­ρὶς ἔ­χουν δείγ­μα­τα σω­φρο­σύ­νης, ἁ­γνό­τη­τας καὶ ἁ­γι­ό­τη­τας. Π.χ. Ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος «ἐ­πλή­σθη Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου, ἐκ κοι­λί­ας μη­τρὸς αὐ­τοῦ», (Λουκ. α’ 15). Ὁ Τι­μό­θε­ος, «ἀ­πὸ βρέ­φους τὰ ἱ­ε­ρὰ γράμ­μα­τα οἶ­δε», (Β’ Τι­μόθ. γ’­ 15), καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι γνω­στοὶ Ἅγιοι. Εἶ­ναι πράγ­μα­τι με­γά­λο εὐ­τύ­χη­μα νὰ εἶ­ναι κα­νεὶς κον­τὰ στὸ Θε­ὸ ἀ­πὸ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α. Τὰ παι­διὰ ποὺ ἀ­να­τρέ­φον­ται ἀ­πὸ εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς καὶ ἀ­να­δό­χους, μπο­ροῦν νὰ ἐ­πω­φε­λη­θοῦν ἀ­πὸ πο­λὺ νω­ρὶς ἀ­πὸ τὴν χά­ρη τῶν Μυ­στη­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, (νη­πι­ο­βα­πτι­σμός, συ­χνὴ Θεί­α κοι­νω­νί­α).

Ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι κα­λοῦν­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, τὴν τρί­τη, τὴν ἕ­κτη, τὴν ἐ­ννά­τη ὥ­ρα, δη­λα­δὴ σὲ δι­ά­φο­ρες ἡ­λι­κί­ες, ὅ­πως ἐ­φη­βι­κή, νε­α­νι­κή, μέ­ση, ὥ­ρι­μη ἢ καὶ προ­χω­ρη­μέ­νη. Γιὰ τὸ Θε­ὸ κα­νέ­νας και­ρὸς δὲν εἶ­ναι ἄ­και­ρος. Ὅ­λες οἱ ἡ­λι­κί­ες μπο­ροῦν νὰ ἐρ­γα­στοῦν στὸν ἀμ­πε­λῶνα τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν ἅγιο Ἰ­ω­άν­νη τὸν Βα­πτι­στὴ καὶ τὸν Τι­μό­θε­ο, ὁ ἀπ. Παῦ­λος, οἱ ἄλ­λοι Ἀπό­στο­λοι, ἡ Σα­μα­ρεί­τις ἁγί­α Φω­τει­νή, ὁ ἅ­γιος Αὐ­γου­στί­νος, ὁ ἅ­γιος Κυ­πρια­νός, ἡ Μα­ρί­α ἡ Αἰ­γυ­πτί­α καὶ τό­σοι ἄλ­λοι δί­και­οι ἢ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἐ­κλή­θη­σαν ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ Τὸν ὑ­πη­ρέ­τη­σαν μέ­χρι τέ­λους πι­στά, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­τας ἔμ­πρα­κτα ὅ­τι γιὰ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ τί­πο­τα δὲν εἶ­ναι ἀ­κα­τόρ­θω­το.

Τέ­λος, βλέ­που­με νὰ κα­λοῦν­ται ἄν­θρω­ποι τὴν ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα, (δη­λα­δὴ τὴν πέμ­πτη ἀ­πο­γευ­μα­τι­νὴ), μί­α ὥ­ρα πρὶν τὴ δύ­ση τοῦ ἡ­λί­ου, ποὺ ση­μα­το­δο­τεῖ τὴν λή­ξη τῆς ἐρ­γα­σί­ας. Ἡ ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα ση­μαί­νει τὴν προ­χω­ρη­μέ­νη γε­ρον­τι­κὴ ἡ­λι­κί­α, λί­γο πρὶν ὁ θά­να­τος κό­ψει τὸ νῆ­μα τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που. Βε­βαί­ως ἡ ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα μπο­ρεῖ γιὰ κά­θε ἄν­θρω­πο νὰ εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή, δι­ό­τι κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι βέ­βαι­ος ὅ­τι θὰ ζή­σει μέ­χρι τὸ βα­θὺ γῆ­ρας. Ἡ κλή­ση τὴν ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δὲν παύ­ει νὰ κα­λεῖ τὸν ἄν­θρω­πο σὲ με­τά­νοι­α, ὅ­σο δια­ρκεῖ ἡ ζω­ή του.

Ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος δὲν πρέ­πει νὰ ἀ­να­βάλ­λει τὴ με­τά­νοι­ά του γιὰ τὴν ἐ­σχά­τη στιγ­μή, δι­ό­τι δὲν εἶ­ναι βέ­βαι­ο, οὔ­τε ὅ­τι θὰ ἔ­χει τὸν χρό­νο, οὔ­τε ἂν θὰ ἔ­χει τὴ δι­ά­θε­ση νὰ με­τα­νο­ή­σει τό­τε. Ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ ἂν με­τα­νο­ή­σει, δὲν θὰ ἔ­χει ἀρ­κε­τὸ χρό­νο νὰ δι­ορ­θώ­σει τὰ σφάλ­μα­τά του καὶ νὰ κά­νει με­γά­λη πνευ­μα­τι­κὴ πρό­ο­δο. Δι­ό­τι ὁ θά­να­τος θὰ δι­α­κό­ψει τὴν πρό­ο­δό του.

Ὅ­ταν ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της βγῆ­κε στὴν ἀ­γο­ρὰ κα­τὰ τὴν ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα, βρῆ­κε καὶ ἄλ­λους ἐρ­γά­τες ἀρ­γοὺς καὶ τοὺς ρώ­τη­σε, για­τί ἔ­μει­ναν ὅ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα ἀρ­γοί. Ἐ­κεῖ­νοι τοῦ ἀ­πάν­τη­σαν ὅ­τι «οὐ­δεὶς ἡ­μᾶς ἐ­μι­σθώ­σα­το», (στὶχ. 7), δη­λα­δὴ ὅ­τι κα­νεὶς δὲν τοὺς κά­λε­σε νὰ ἐρ­γα­στοῦν στὸν ἀμ­πε­λῶ­να τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἴ­σως ἀ­γνο­οῦ­σαν μέ­χρι ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε ἀμ­πε­λώ­νας καὶ ἐρ­γα­σί­α, γι᾿ αὐ­τὸ δὲν τοὺς ἔ­ψε­ξε. Ἐ­ὰν τοὺς εἶ­χε κα­λέ­σει πρω­τύ­τε­ρα καὶ εἶ­χαν ἀρ­νη­θεῖ νὰ ἐρ­γα­σθοῦν δὲν θὰ ἀ­παν­τοῦ­σαν ἔ­τσι, οὔ­τε καὶ ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της θὰ τοὺς ἐ­μί­σθω­νε τὴν ἑν­δε­κά­τη ἂν εἶ­χαν προ­η­γου­μέ­νως κλη­θεῖ καὶ ἀρ­νη­θεῖ.

Οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι κλή­θη­καν πο­λὺ νω­ρὶς νὰ δε­χθοῦν τὴν διὰ τοῦ Χρι­στοῦ σω­τη­ρί­α. Ἐ­πει­δὴ δὲν δέ­χτη­καν τὴν πρό­σκλη­ση, (ἡ πλει­ο­νό­τη­τά τους, ὅ­σοι δὲν πί­στε­ψαν στὸν Χρι­στὸ), ἔ­μει­ναν ἐ­κτὸς σω­τη­ρί­ας. Κλή­θη­καν οἱ ἐ­θνι­κοὶ, (δη­λα­δὴ τὰ Ἔ­θνη, οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες), τὴν ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα καὶ ἐ­πει­δὴ δέ­χτη­καν τὴν πρό­σκλη­ση, ἀ­πε­τέ­λε­σαν τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἐ­σώ­θη­καν.

Ἕ­να ἄλ­λο σο­βα­ρὸ ὑ­πὸ ἐ­ξέ­τα­ση θέ­μα εἶ­ναι, για­τί ὁ Θε­ὸς κα­λεῖ ἄλ­λους τὴν πρώ­τη, ἄλ­λους τὴν τρί­τη κ.λπ. καὶ ἄλ­λους τὴν ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα; Ἐ­πει­δὴ ὁ Θε­ὸς κά­νει τὰ πάν­τα μὲ σο­φί­α, ἀ­πὸ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα μπο­ροῦ­με νὰ συμ­πε­ρά­νου­με ὅ­τι ὁ Θε­ὸς κα­λεῖ τὸν κα­θέ­να τὴν πιὸ κα­τάλ­λη­λη ὥ­ρα, γιὰ νὰ δε­χθεῖ τὴν πρό­σκλη­ση, νὰ ἐρ­γα­σθεῖ στὸν ἀμ­πε­λῶ­να Του καὶ νὰ φέ­ρει καρ­πούς.

2. Μι­σθο­δο­σί­α

«Ὀ­ψί­ας δὲ γε­νο­μέ­νης, λέ­γει ὁ κύ­ριος τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος τῷ ἐ­πι­τρό­πῳ αὐ­τοῦ. Κά­λε­σον τοὺς ἐρ­γά­τας καὶ ἀ­πο­δὸς αὐ­τοῖς τὸν μι­σθόν, ἀρ­ξά­με­νος ἀ­πὸ τῶν ἔ­σχα­των ἕ­ως τῶν πρώ­των», (στὶχ. 8).

Τὴν ἑ­σπέ­ρα με­τὰ τὴ δύ­ση τοῦ ἡ­λί­ου, ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της ἔ­δω­σε ἐν­το­λὴ στὸν ἐ­πι­στά­τη τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος νὰ πλη­ρώ­σει τοὺς ἐρ­γά­τες, ἀρ­χί­ζον­τας ἀ­πὸ τοὺς τε­λευ­ταί­ους μέ­χρι τοὺς πρώ­τους, γιὰ νὰ δοῦν οἱ πρῶ­τοι, τί θὰ πά­ρουν οἱ τε­λευ­ταῖ­οι.

Ἡ πα­ρα­βο­λὴ ἐ­δῶ ἔ­χει τὴν ἑ­ξῆς ση­μα­σί­α: ὅ­ταν δύ­σει ἡ ζω­ή μας, ὅ­ταν ἡ ἐρ­γα­σί­α στὴν ψυ­χὴ μας τε­λει­ώ­σει καὶ οἱ εὐ­και­ρί­ες γιὰ ἐρ­γα­σί­α πε­ρά­σουν, δι­ό­τι ὁ θά­να­τος θὰ θέ­σει τέρ­μα στὴ ζω­ή μας, τό­τε θὰ κλη­θοῦ­με ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ νὰ πά­ρου­με τὸν μι­σθὸ ποὺ μᾶς ἀ­νή­κει. Εὐ­τυ­χεῖς θὰ εἶ­ναι ὅ­σοι ἀν­τα­πο­κρί­θη­καν στὴν πρό­σκλη­ση τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐρ­γά­στη­καν φι­λό­τι­μα. Αὐ­τοὶ θὰ πά­ρουν με­γά­λο μι­σθὸ στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.

Ὅ­σοι ἔ­χουν ἐρ­γα­σθεῖ στὸν ἀμ­πε­λῶ­να τοῦ Κυ­ρί­ου, (δη­λα­δὴ ἔ­χουν κο­πιά­σει γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τους καὶ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ἄλ­λων), δὲν φο­βοῦν­ται τὸ θά­να­το, μᾶλ­λον τὸν λα­χτα­ροῦν, δι­ό­τι πε­ρι­μέ­νουν τὴ δί­και­η ἀν­τα­μοι­βὴ ἀ­πὸ τὸν φι­λάν­θρω­πο Κύ­ριο. Ὁ Παῦ­λος στὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του ἐ­πε­θύ­μει «ἀ­να­λύ­σαι καὶ σὺν Χρι­στῷ εἶ­ναι», (Φι­λιπ. α’ 23), δι­ό­τι ἦ­ταν βέ­βαι­ος ὅ­τι ἀ­πέ­κει­το εἰς αὐ­τὸν «ὁ τῆς δι­και­ο­σύ­νης στέ­φα­νος, ὅν ἀ­πο­δώ­σει Κύ­ριος» τὴν ἔ­σχα­τη ἡ­μέ­ρα.

Αὐ­τοὺς ποὺ ἔ­χουν ἐρ­γα­στεῖ γιὰ τὸ Θε­ὸ καὶ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους τους καὶ ἀ­πο­θνή­σκουν «ἐν Χρι­στῷ», μα­κα­ρί­ζει ὁ Θε­ὸς διὰ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νη στὴν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη ὡς ἑ­ξῆς: «μα­κά­ριοι οἱ νε­κροί, οἱ ἐν Κυ­ρί­ῳ ἀ­πο­θνή­σκον­τες ἀ­π᾿ ἄρ­τι. Ναὶ λέ­γει τὸ Πνεῦ­μα, ἵνα ἀ­να­παύ­σων­ται ἐκ τῶν κό­πων αὐ­τῶν, τὰ δὲ ἔρ­γα αὐ­τῶν ἀ­κο­λου­θεῖ με­τ᾿ αὐ­τῶν». (Ἀ­ποκ. ιδ΄ 13).

Τὸν πλή­ρη ὅ­μως καὶ τέ­λει­ο μι­σθὸ θὰ πά­ρουν οἱ ἐρ­γά­τες τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος τοῦ Κυ­ρί­ου, κα­τὰ τὴν ἑ­σπέ­ραν τοῦ πα­ρόν­τος κό­σμου, τὴν δω­δε­κά­τη τοῦ πα­ρόν­τος κό­σμου, κα­τὰ τὴ Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­ταν ξα­να­έλ­θει ὁ Χρι­στὸς μὲ ὅ­λη του τὴ Δό­ξα, ὄ­χι σὰν Σω­τή­ρας τοῦ κό­σμου, ἀλ­λὰ σὰν δί­και­ος Κρι­τής. Τό­τε οἱ νε­κροὶ θὰ ἀ­να­στη­θοῦν καὶ ὅ­σοι ζοῦν, «οἱ πε­ρι­λει­πό­με­νοι», θὰ ἁρ­πα­γοῦν στὰ σύν­νε­φα, γιὰ νὰ ὑ­παν­τή­σουν τὸν Κύ­ριο στὸν ἀ­έ­ρα, (Α΄ Θεσ. α΄ 16-17), καὶ ὅ­λη ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα θὰ ὑ­πο­στεῖ τὴν τε­λι­κὴ Κρί­ση.

3. Ὁ τρό­πος τῆς μι­σθο­δοσίας

«Καὶ ἐλ­θόν­τες οἱ πε­ρὶ τὴν ἑν­δε­κά­τη ὥ­ραν, ἔ­λα­βον ἀ­νὰ δη­νά­ριον, ἐλ­θόν­τες δὲ οἱ πρῶ­τοι ἐ­νό­μι­σαν ὅ­τι πλεί­ο­να λή­ψον­ται, καὶ ἔ­λα­βον καὶ αὐ­τοὶ ἀ­νὰ δη­νά­ριον», (στὶχ. 9 καὶ 10).

Στοὺς στί­χους αὐ­τοὺς τῆς πα­ρα­βο­λῆς βλέ­που­με, ὅ­τι ὅ­λοι λαμ­βά­νουν πλή­ρη μι­σθό. Κα­νεὶς δὲ χά­νει τὸ ἡ­με­ρο­μί­σθιό του. Ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της ἀν­τα­μεί­βει ὅ­λους τούς ἐρ­γά­τες, (ἀ­νε­ξάρ­τη­τα χρό­νου ἐρ­γα­σί­ας), ἐ­ξί­σου. Μο­λο­νό­τι στὸν οὐ­ρα­νὸ θὰ ὑ­πάρ­χουν δι­ά­φο­ροι βαθ­μοὶ Δό­ξας, (Πρβλ. «ἀ­στὴρ ἀ­στέ­ρος δι­α­φέ­ρει εἰς λάμ­ψιν» καὶ «ἐν τῶν οἴ­κῳ τοῦ Πα­τρός μου, πολ­λαὶ μο­ναὶ εἰ­σίν»), ὅ­λοι θὰ ἔ­χουν πλή­ρη εὐ­τυ­χί­α. Ὅ­λοι θὰ αἰ­σθά­νον­ται πλη­ρό­τη­τα χα­ρᾶς καὶ μα­κα­ρι­ό­τη­τας.

Ἐ­πει­δὴ οἱ ἐρ­γά­τες δὲν μι­σθώ­θη­καν ὅ­λοι τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ καὶ ἄλ­λοι ἐρ­γάσ­τη­καν πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἄλ­λοι λι­γό­τε­ρο, ἡ ἴ­ση ἀν­τα­μοι­βὴ δὲν φαί­νε­ται ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως δί­και­η. Πράγ­μα­τι, ἡ ἔλ­λει­ψη δι­και­ο­σύ­νης, (μὲ ἀν­θρώ­πι­να μέ­τρα), εἶ­ναι ἐμ­φα­νὴς σὲ ἐ­κεί­νους ποὺ δὲν γνω­ρί­ζουν ἀ­κρι­βῶς, πῶς σώ­ζε­ται ὁ ἄν­θρω­πος καὶ πῶς ἀ­ξι­ώ­νε­ται νὰ μπεῖ στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Πρέ­πει νὰ γνω­ρί­ζουν ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον στὸν ἄν­θρω­πο νὰ σω­θεῖ μὲ τὶς δι­κές του δυ­νά­μεις, ὅ­σους κό­πους καὶ θυ­σί­ες ἂν κα­τα­βάλ­λει, (ἀ­θω­ώ­νε­ται καὶ ἀ­παλ­λάσ­σε­ται ἀ­πὸ τὴν κα­τα­δί­κη τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν του χά­ρη στὴ θυ­σί­α ποὺ προ­σέ­φε­ρε διὰ τοῦ Σταυ­ροῦ ὁ Χρι­στός, ἅ­παξ). Ἡ σω­τη­ρί­α εἶ­ναι δω­ρε­ὰ τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λέ­ει: «Πάν­τες ἥ­μαρ­τον καὶ ὑ­στε­ροῦν­ται τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ, δι­και­ού­με­νοι δω­ρε­ὰν τῇ αὐ­τοῦ χά­ρι­τι, διὰ τῆς ἀ­πο­λυ­τρώ­σε­ως τῆς ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ», (Ρωμ. γ΄ 23-24 καὶ Τί­του γ΄ 4-5). Ὅ­λοι οἱ κό­ποι τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς δὲν ἀ­ξί­ζουν νὰ ἀ­γο­ρά­σουν οὔ­τε μί­α ὥ­ρα στὴν οὐ­ρά­νια Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. «Οὐκ ἄ­ξια τὰ πα­θή­μα­τα τοῦ νῦν και­ροῦ, πρὸς τὴν μέλ­λου­σαν δό­ξαν ἀ­πο­κα­λυ­φθῆ­ναι εἰς ἡ­μᾶς», (Ρωμ. η΄ 18), λέ­ει πά­λι ὁ Παῦ­λος. Ὅ­λοι οἱ κό­ποι καὶ τὰ πα­θή­μα­τα ποὺ ὑ­πο­φέ­ρου­με σ᾿ αὐ­τὴ τὴ ζω­ή, ὅ­σα καὶ ἂν φαί­νον­ται δὲν μπο­ροῦν νὰ συγ­κρι­θοῦν μὲ τὴ δό­ξα καὶ τὴν εὐ­τυ­χί­α ποὺ θὰ μᾶς δώ­σει ὁ Θε­ὸς στὴ μέλ­λου­σα ζω­ή. Ἔ­τσι λοι­πὸν δὲν συμ­φέ­ρει καὶ τὸν με­γα­λύ­τε­ρο Ἅ­γιο νὰ πλη­ρω­θεῖ σύμ­φω­να μὲ τοὺς κό­πους του στὴν ἐ­δῶ ζω­ή.

Ἐν­ τού­τοις, ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ὸς θὰ ἀν­τα­μεί­ψει πλου­σί­ως ὅ­σους ἐρ­γά­σθη­καν ἐ­δῶ μὲ ζῆ­λο καὶ προ­θυ­μί­α καὶ ἐ­ξε­πλή­ρω­σαν τὸν προ­ο­ρι­σμό τους μὲ πλή­ρη πί­στη, ἀ­φο­σί­ω­ση καὶ ἀ­γά­πη στὸν Χρι­στό, ὅ­σους «νο­μί­μως ἤ­θλη­σαν». Δι­ό­τι μπο­ρεῖ κά­ποι­ος πο­νη­ρὸς νὰ σκε­φθεῖ ὅ­τι, δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἐρ­γα­στεῖ κα­νεὶς τὰ ἔρ­γα τῆς ἀ­ρε­τῆς, ἀ­φοῦ ὁ Θε­ὸς δω­ρε­ὰν καὶ κα­τὰ χά­ρη σώ­ζει τὸν ἄν­θρω­πο. Ὁ Θε­ὸς θὰ ἀν­τα­μεί­ψει μό­νο αὐ­τοὺς ποὺ ἐρ­γά­στη­καν τὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας ἀ­πὸ τὴν στιγ­μὴ ποὺ ἐ­κλή­θη­σαν, μέ­χρι τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς τους. Ἐ­ὰν δὲν ἀν­τα­πο­κρι­θοῦν στὴν πρό­σκλη­σή Του δὲν θὰ λά­βουν μι­σθό.

Κα­θε­νὸς τὰ ἔρ­γα θὰ δο­κι­μα­σθοῦν ἀ­πὸ τὸ πῦρ τῆς Θεί­ας Δι­και­ο­σύ­νης: (Πρβλ. Α΄ Κο­ρινθ. γ΄ 12-15: «εἰ δὲ τις ἐ­ποκο­δο­μεῖ ἐ­πὶ τὸν θε­μέ­λιον τοῦ­τον, ὃς ἐ­στίν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, χρυ­σόν, ἄρ­γυ­ρον, λί­θους τι­μί­ους, ξύ­λα, χόρ­τον, κα­λά­μην, ἕ­κα­στου τὸ ἔρ­γον τὸ πῦρ δο­κι­μά­σει. Εἴ τι­νος τὸ ἔρ­γον μέ­νει ὅ ἐ­πω­κο­δό­μη­σε, μι­σθὸν λή­ψε­ται. Εἴ τινος τὸ ἔρ­γον κα­τα­κα­ή­σε­ται, ζη­μι­ω­θή­σε­ται, αὐ­τὸς δὲ σω­θή­σε­ται ὡς διὰ πυ­ρὸς», ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι κά­ποι­οι ἀ­πὸ τοὺς ἐρ­γά­τες τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου θὰ λά­βουν μι­σθὸν καὶ κά­ποι­οι ὄ­χι, γιὰ λό­γους ποὺ ξέ­ρει ὁ Θε­ός. Αὐ­τοὶ ποὺ δὲ θὰ κρι­θοῦν ἄ­ξιοι νὰ πά­ρουν μι­σθὸ θὰ σω­θοῦν, «ὡς διὰ πυ­ρὸς», δη­λα­δὴ μὲ με­γά­λη δυ­σκο­λί­α.

4. Οἱ πα­ρα­πο­νού­με­νοι

Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἐρ­γά­στη­καν ἀ­πὸ τὸ πρω­ΐ, ξέ­χα­σαν ὅ­τι ἂν δὲν τοὺς κα­λοῦ­σε ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της στὸν ἀμ­πε­λῶ­να Του θὰ ἔ­με­ναν ἀρ­γοὶ καὶ ἄ­μι­σθοι. Ξέ­χα­σαν τὴν συμ­φω­νί­α ποὺ ἔ­κα­ναν μα­ζί Του καὶ κι­νού­με­νοι ἀ­πὸ ἐ­γω­ϊσμὸ καὶ φθό­νο ἄρ­χι­σαν νὰ πα­ρα­πο­νοῦν­ται: «Λα­βόν­τες ἐ­γέγ­γυ­ζον κα­τὰ τοῦ οἰ­κο­δε­σπό­του λέ­γον­τες ὅ­τι οὗ­τοι οἱ ἔ­σχα­τοι μί­αν ὥ­ραν ἐ­ποί­η­σαν, καὶ ἴ­σους ἡ­μῖν αὐ­τοὺς ἐ­ποί­η­σας, τοῖς βα­στά­σα­σι τὸ βά­ρος τῆς ἡ­μέ­ρας καὶ τὸν καύ­σω­να», (στὶχ. 11, 12).

Τέ­τοι­ος γογ­γυ­σμὸς ὅ­πως τὸν πα­ρου­σιά­ζει ἡ πα­ρα­βο­λή, ἔ­γι­νε ὅ­ταν ἐ­ξα­νέ­στη­σαν οἱ ἐξ Ἰ­ου­δαί­ων Χρι­στια­νοί, δι­ό­τι γί­νον­ταν δει­λοὶ στὸν Χρι­στι­α­νι­σμὸ καὶ οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, ἀ­πὸ τοὺς ὁ­ποί­ους ἀ­παι­τοῦ­σαν τή­ρη­ση ὅ­λων τῶν τυ­πι­κῶν δι­α­τά­ξε­ων τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ νό­μου (πε­ρι­το­μή, κα­θα­ρι­σμὸς κ.λπ.). Τὸ ζή­τη­μα δι­ευ­θε­τή­θη­κε μὲ τὴν Ἀ­πο­στο­λι­κὴ σύ­νο­δο, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πάλ­λα­ξε τοὺς ἐξ ἐ­θνῶν Χρι­στια­νοὺς ἀ­πὸ τὴν τή­ρη­ση τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ Νό­μου.

Πολ­λοὶ ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ ἐρ­γά­στη­καν ἀ­πὸ νω­ρὶς στὸν ἀμ­πε­λῶνα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ ἀ­πέ­χουν ἀ­πὸ βα­ρειά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, πρέ­πει νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν ὅ­τι ἡ πί­στη τους στὸ Θε­ὸ καὶ ἡ προ­φύ­λα­ξή τους ἀ­πὸ με­γά­λες ἁ­μαρ­τί­ες καὶ ἐγ­κλή­μα­τα εἶ­ναι ἔρ­γο τῆς χά­ρης τοῦ Θε­οῦ. Ἂν ἡ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ τοὺς ἐγ­κα­τέ­λει­πε ἔ­στω καὶ γιὰ λί­γο, εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ δι­α­πρά­ξουν κά­θε ἁ­μαρ­τί­α. Αὐ­τοὶ ποὺ ἐρ­γά­στη­καν ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη ὥ­ρα καὶ ἀ­παι­τοῦν με­γα­λύ­τε­ρο μι­σθὸ ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους προ­βάλ­λουν δι­και­ο­λο­γί­α ὅ­τι αὐ­τοὶ ἐ­βά­στα­σαν τὸ βά­ρος τῆς ἡ­μέ­ρας καὶ τὸν καύ­σω­να. Ἐ­ξυ­ψώ­νουν τὴν ἀ­ξί­α τους καὶ ὑ­πο­τι­μοῦν τὴν ἀ­ξί­α τῶν ἄλ­λων.

Πέ­ραν ὅ­μως ἀ­πὸ τὶς δι­και­ο­λο­γί­ες ποὺ προ­βάλ­λουν, (με­ρι­κὲς μὲ τὰ ἀν­θρώ­πι­να μέ­τρα μπο­ρεῖ νὰ εὐ­στα­θοῦν), ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τους προ­δί­δει ἐ­γω­ϊσμὸ καὶ φθό­νο. Δύο­ πά­θη ποὺ ἂν δὲν προ­σε­χθοῦν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή, μπο­ροῦν νὰ ἀ­κυ­ρώ­σουν κά­θε κα­λὸ ποὺ οἱ ἐρ­γά­τες ἔ­πρα­ξαν καὶ νὰ τοὺς στε­ρή­σει τὸν μι­σθό.

Μί­α πα­ρό­μοι­α συμ­πε­ρι­φο­ρὰ στη­λι­τεύ­ει ὁ Χρι­στὸς στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ πρε­σβύ­τε­ρου υἱ­οῦ τῆς πα­ρα­βο­λῆς τοῦ Ἀσώ­του, ὁ ὁ­ποῖ­ος φαι­νο­με­νι­κὰ δὲν ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­πὸ τὸ Πα­τέ­ρα. Ὁ φθό­νος ὅ­μως καὶ ὁ ἐ­γω­ϊσμὸς δὲν τὸν ἄ­φη­σαν νὰ χα­ρεῖ τὴν με­τά­νοι­α καὶ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ Ἀ­σώ­του, ἀλ­λὰ με­τα­νο­η­μέ­νου ἀ­δελ­φοῦ του. Καὶ πά­λι ἐ­δῶ μπο­ροῦ­με νὰ πα­ρο­μοι­ά­σου­με τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τοῦ Ἀ­σώ­του, μὲ ἐ­κεί­νη τὴν ἐξ ἐ­θνῶν Χρι­στια­νῶν, ποὺ με­τα­νο­οῦν­τες βα­πτί­ζον­ται καὶ γί­νον­ται Χρι­στια­νοὶ καὶ Ἅ­γιοι, ἐ­νῶ οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι, (ἀν­τι­στοι­χοῦν στὸν πρε­σβύ­τε­ρο υἱ­ὸ), ἀ­πὸ φθό­νο καὶ ἐ­γω­ϊ­σμὸ μέ­νουν μα­κρυ­ὰ ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, τὸν οἶ­κο τοῦ Πα­τρός.

Συμ­πέ­ρα­σμα: Ἀ­κό­μα καὶ ἂν ἀ­πὸ νω­ρὶς στὴ ζω­ὴ μας ἔ­χου­με ἔρ­γα εὐ­σε­βεί­ας καὶ ἀ­ρε­τῆς, ἀλ­λὰ δὲν κα­θα­ρί­σου­με τὴν ψυ­χή μας ἀ­πὸ φθό­νο καὶ ἐ­γω­ϊσμό, κιν­δυ­νεύ­ου­με νὰ τὰ χά­σου­με ὅ­λα. Ἡ τα­πεί­νω­ση εἶ­ναι ἡ βά­ση κά­θε ἀ­ρε­τῆς καὶ ἡ ἀ­γά­πη τὸ ἐ­πι­στέ­γα­σμά της.

5. Ἡ ἀ­ναί­ρε­ση τῶν πα­ρα­πό­νων

Στὰ πα­ρά­πο­να τῶν ἐρ­γα­τῶν, «τῶν ἐρ­γα­σα­μέ­νων ἀ­πὸ τῆς πρώ­της ὥ­ρας», ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της δί­νει τρεῖς λο­γι­κὲς ἀ­παν­τή­σεις:

Πρῶ­τον, ἀ­πο­δεικνύ­ει ὅ­τι δὲν τοὺς ἀ­δι­κεῖ, «ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θείς εἶ­πεν ἐ­π᾿ αὐ­τῶν. Ἕ­ται­ρε οὐκ ἀ­δι­κῶ σε οὐ­χὶ δη­να­ρί­ου συ­νε­φώ­νη­σάς μοι, ἄ­ρον τὸν σὸν καὶ ὕ­πα­γε. Θέ­λω δὲ τού­τω τῷ ἐ­σχά­τῳ δοῦ­ναι ὡς καὶ σοὶ», (στὶχ. 15, 14), δη­λα­δὴ «φί­λε δὲν σὲ ἀ­δι­κῶ. Ἕ­να δη­νά­ριο δὲν συμ­φω­νή­σα­με ὡς ἡ­με­ρο­μί­σθιο; Πάρ­το καὶ πή­γαι­νε. Ἐ­ὰν ἐ­γὼ θέ­λω νὰ δώ­σω στὸν τε­λευ­ταῖ­ο ὅ­σο καὶ σὲ σέ­να, εἶ­ναι δι­κή μου δου­λειά».

Ἐ­δῶ κά­νει με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση ὁ τρό­πος ποὺ ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της φέ­ρε­ται στοὺς ἐρ­γά­τες του. Ἀ­παν­τᾶ στὸν προ­κλη­τι­κὸ ἐρ­γά­τη χω­ρὶς ὀρ­γὴ καὶ θυ­μὸ, ἀλ­λὰ μὲ τρό­πο μα­λα­κὸ καὶ φι­λι­κὸ καὶ μὲ ἀ­πο­δεί­ξεις λο­γι­κὲς καὶ ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τες. Μὲ πρα­ό­τη­τα καὶ μὲ εὐ­γέ­νεια καὶ μὲ ἀ­πάν­τη­ση προ­σω­πι­κὴ, «ἕ­ται­ρε οὐκ ἀ­δι­κῶ σοι».

Ὁ Θε­ός, μο­λο­νό­τι δὲν ἔ­χει καμ­μιὰ ἀ­νάγ­κη νὰ κά­νει συμ­φω­νί­ες μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἐν τού­τοις ἕ­νε­κα τῆς ἀ­πεί­ρου ἀ­γα­θό­τη­τας καὶ εὐ­σπλα­χνί­ας Του, κα­τα­δέ­χε­ται νὰ γί­νει ὀ­φει­λέ­της μὲ τὶς ὑ­πο­σχέ­σεις ποὺ δί­νει σὲ ὅ­σους ἀ­να­λαμ­βά­νουν νὰ ἐρ­γα­σθοῦν τὰ ἔρ­γα Του. Καὶ μέ­νει πάν­τα πι­στὸς στὶς ὑ­πο­σχέ­σεις Του.

Μὲ τὸ «θέ­λω δοῦ­ναι τῷ ἐ­σχά­τῳ ὡς καὶ σοὶ» προ­σπα­θεῖ νὰ πεί­σει τὸν πα­ρα­πο­νού­με­νο, ὅ­τι εἶ­ναι πα­ρά­λο­γο νὰ ἀ­παι­τεῖ ὁ ἐρ­γά­της, (δη­λα­δὴ ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος), ἀ­πὸ τὸν οἰ­κο­δε­σπό­τη, (δη­λα­δὴ τὸ Θε­ὸ), νὰ κα­νο­νί­ζει τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ του ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴ θέ­λη­ση τοῦ ἐρ­γά­τη. Ὁ Θε­ὸς ἔ­χει τὴ δι­κή του ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ θέ­λη­ση.

Δεύ­τε­ρον ἀ­πο­δυ­κνύ­ει ὅ­τι, δι­α­θέ­τει ὅ­πως θέ­λει τὰ δι­κά του ἀ­γα­θά. «Ἡ οὐκ ἔ­ξε­στὶ μοι ποι­ῆ­σαι ὅ θέ­λω ἐν τοῖς ἐ­μοῖς;», δη­λα­δὴ μή­πως δὲν ἔ­χω δι­καί­ω­μα νὰ δι­α­θέ­σω ὅ­πως θέ­λω τὰ δι­κά μου ἀ­γα­θά;

Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τος Κύ­ριος ὅ­λων τῶν ἀ­γα­θῶν. Τὰ κυ­βερ­νᾶ ὅ­λα κα­τὰ τὴ θέ­λη­σή Του, ἀν­τί­θε­τα μὲ μᾶς ποὺ δὲν ἔ­χου­με τί­πο­τα δι­κό μας, οὔ­τε δι­και­ού­με­θα νὰ δι­α­θέ­του­με ὅ­τι κα­τέ­χου­με ὅ­πως θέ­λου­με. Δὲν ἔ­χου­με τί­πο­τα δι­κό μας, χρή­μα­τα, κτή­μα­τα, ἱ­κα­νό­τη­τες, ἀ­ξι­ώ­μα­τα. Ὅ­λα εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ καὶ μᾶς ἔ­χει δι­ο­ρί­σει δι­α­χει­ρι­στὲς καὶ οἰ­κο­νό­μους. Καὶ θὰ μᾶς ζη­τή­σει λό­γο γιὰ τὸν τρό­πο ποὺ δι­α­χει­ρι­στή­κα­με τὰ ἀ­γα­θὰ ποὺ μᾶς ἐμ­πι­στεύ­τη­κε.

Τρί­τον ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι, αἰ­τί­α τῶν πα­ρα­πό­νων εἶ­ναι ὁ φθό­νος, (ὁ φθό­νος στὴ Ἁ­γία­ Γρα­φὴ πα­ρι­στά­νε­ται ὅ­τι ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὸ μά­τι τῶν ἀν­θρώ­πων, βλ. Δεύ­τε­ρον ιε΄­ 9 καὶ Μὰρκ. ζ΄ 22), καὶ γι᾿ αὐ­τὸ λέ­γει πρὸς τὸν ἐρ­γά­τη, (δοῦ­λο): «Ἤ ὁ ὀ­φθαλ­μός σου πο­νη­ρὸς ἐ­στίν, ὅ­τι ἐ­γὼ ἀ­γα­θὸς εἰ­μί», (στὶχ. 15). Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι, ὁ Κύ­ριος ὀ­νο­μά­ζει τὸν φθό­νο, «πο­νη­ρὸ ὀ­φθαλ­μό». Δι­ό­τι τὸ μά­τι κυ­ρί­ως εἶ­ναι ἡ θύ­ρα ἀ­πὸ τὴν  ὁ­ποί­α εἰ­σέρ­χε­ται καὶ ἐ­ξέρ­χε­ται τὸ πά­θος αὐ­τό, ὅ­πως καὶ τὸ πά­θος τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας καὶ τῆς ἀ­νη­θι­κό­τη­τας.

Εἶ­ναι ὁ φθό­νος, ἡ πο­νη­ριὰ καὶ κα­κί­α, ἕ­νε­κα τῆς ὁ­ποί­ας δυ­σα­ρε­στεῖ­ται καὶ λυ­πεῖ­ται ὁ φθο­νε­ρός, ὅ­ταν βλέ­πει στὸν ἄλ­λο νὰ κα­τέ­χει κά­τι κα­λό, ὡ­ραῖ­ο καὶ ζη­λευ­τό. Ὁ φθό­νος καὶ ἡ κα­κί­α δὲν φέρ­νει πο­τὲ κά­ποι­α εὐ­χα­ρί­στη­ση, ὅ­πως ἄλ­λα ἁ­μαρ­τή­μα­τα, ἀλ­λὰ πάν­το­τε μί­σος, πα­ρά­πο­να, δυ­στρο­πί­α, ἀ­πέ­χθεια καὶ κα­κοὺς λο­γι­σμούς. Ὁ φθο­νε­ρὸς ξε­ρρι­ζώ­νει ἀ­πὸ τὴν ψυ­χὴ του κά­θε αἴ­σθη­μα ἀ­γά­πης πρὸς τὸν πλη­σί­ον του, ἀλ­λὰ καὶ κά­θε αἴ­σθη­μα εὐ­γνω­μο­σύ­νης πρὸς τὸ Θε­ό.

Εἶ­ναι πράγ­μα­τι ἀ­παί­σιο πά­θος ὁ φθό­νος καὶ γι᾿ αὐ­τὸ χρει­ά­ζε­ται νὰ στρέ­φου­με ἄ­γρυ­πνη τὸν προ­σο­χὴ στὴν ψυ­χή μας. Ἀ­κό­μα καὶ ἂν ἐρ­γα­ζό­μα­στε «στὸν ἀμ­πε­λῶ­να τοῦ Κυ­ρί­ου», ἐ­ὰν γεν­νη­θεῖ μέ­σα μας φθό­νος καὶ δὲν ξερ­ρι­ζω­θεῖ ἔγ­και­ρα, θὰ γί­νει ἐ­πι­κίν­δυ­νο καρ­κί­νω­μα ποὺ καὶ τὴν ἐ­δῶ ζω­ή μας θὰ δη­λη­τη­ριά­ζει καὶ θὰ θέ­σει σὲ κίν­δυ­νο τὴν σω­τη­ρί­α μας. Δι­ό­τι κά­πο­τε θὰ ἔλ­θει ἡ ἑ­σπέ­ρα τοῦ κό­σμου, θὰ ἔλ­θει ὁ Κρι­τὴς καὶ θὰ πα­ρου­σι­α­σθοῦ­με ἐ­νώ­πιόν Του γιὰ τὴν μι­σθο­δο­σί­α. Ἐ­κεῖ γιὰ τοὺς φθο­νε­ροὺς ἐ­πι­φυ­λάσ­σει μί­α δυ­σά­ρε­στη ἔκ­πλη­ξη, τὴν ὁ­ποί­α προ­λέ­γει στὸν τε­λευ­ταῖ­ο στί­χο τῆς πα­ρού­σας πα­ρα­βο­λῆς.

6. Ἡ ἐ­φαρ­μο­γὴ τῆς πα­ρα­βο­λῆς

«Οὕ­τως ἔ­σον­ται οἱ ἔ­σχα­τοι πρῶ­τοι, καὶ οἱ πρῶ­τοι ἔ­σχα­τοι. Πολ­λοὶ γὰρ εἰ­σὶ κλη­τοί, ὀ­λί­γοι δὲ ἐ­κλε­κτοὶ», (στὶχ. 16).

Στὸν στί­χο 14 μὲ τὶς λέ­ξεις «ἄ­ρον τὸν σὸν καὶ ὕ­πα­γε», δεί­χνει ὁ Κύ­ριος ὅ­τι στοὺς γογ­γυ­στὲς καὶ φθο­νε­ροὺς δού­λους ἔ­δω­σε μι­σθό, ἐ­νῶ τὸ πνευ­μα­τι­κὸ νό­η­μα τῆς πα­ρα­βο­λῆς ἀ­παι­τεῖ νὰ μὴν πά­ρουν μι­σθό, δι­ό­τι οἱ φθο­νε­ροὶ καὶ ἐ­γω­ϊ­στές, ἂν μέ­χρι τέ­λους δὲν δι­ορ­θω­θοῦν, θὰ τι­μω­ρη­θοῦν, ἀ­σχέ­τως ἂν πι­στεύ­ουν στὸν Θε­ὸ καὶ φαί­νον­ται ζη­λω­τὲς καὶ θρῆ­σκοι. Ὁ μι­σθὸς ὅ­μως ποὺ δό­θη­κε στοὺς ἐρ­γά­τες τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος, δό­θη­κε σύμ­φω­να μὲ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο δί­και­ο, ποὺ ἀ­παι­τεῖ νὰ μὴν στε­ρη­θοῦν τὴν ἀ­μοι­βὴ γιὰ τοὺς κό­πους τῆς ἐρ­γα­σί­ας τους.

Στὸ τέ­λος τῆς πα­ρα­βο­λῆς ἡ κρί­ση τοῦ δι­καί­ου Κρι­τὴ μᾶς προ­κα­λεῖ ἔκ­πλη­ξη, ὅ­ταν ἀ­να­δει­κνύ­ει τοὺς ἔ­σχα­τους πρώ­τους καὶ τοὺς πρώ­τους ἔ­σχα­τους. Οἱ λό­γοι Του αὐ­τοὶ ἔ­χουν ἐ­φαρ­μο­γὴ γιὰ ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους καὶ συγ­κε­φα­λαι­ώ­νει τὴν ὅ­λη δι­δα­σκα­λί­α τῆς πα­ρα­βο­λῆς ὅ­ταν, εἰς τὴν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ πολ­λοὶ ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους τοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­μεῖς νο­μί­ζα­με μι­κροὺς καὶ ἄ­ση­μους, θὰ ἀ­πο­δει­χθοῦν με­γά­λοι. Ἀν­τί­θε­τα πολ­λοὶ με­γα­λό­σχη­μοι στὴ ζω­ὴ ἐ­δῶ, ποὺ νο­μί­ζα­με ὅ­τι θὰ κα­τέ­χουν με­γά­λη θέ­ση, θὰ ἀ­πο­δει­χθοῦν ἐ­λά­χι­στοι ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ.

Οἱ λό­γοι αὐ­τοὶ τοῦ Χρι­στοῦ βρῆ­καν ἐ­φαρ­μο­γὴ, (στοὺς σύγ­χρο­νους τοῦ Χρι­στοῦ), Ἰ­ου­δαί­ους. Ἐ­θε­ω­ροῦν­το ὁ πρῶ­τος καὶ μο­να­δι­κὸς λα­ός, ποὺ ἐ­κά­λε­σε ὁ Θε­ὸς στὴν ἀ­λη­θι­νὴ λα­τρεί­α καὶ ἀ­πο­δεί­χθη­καν τε­λευ­ταῖ­οι. Ἀν­τί­θε­τα οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες ἐ­θνι­κοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι κλή­θη­καν τε­λευ­ταῖ­οι στὴν ἐν Χρι­στῷ σω­τη­ρί­α, ἀ­πο­δεί­χθη­καν πρῶ­τοι στὴν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, στὴν Χρι­στι­α­νι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α.

Τέ­λος, πολ­λοί τούς ὁ­ποί­ους κά­λε­σε ὁ Θε­ὸς νὰ γί­νουν Χρι­στια­νοὶ καὶ ἀ­πε­δέ­χθη­σαν τὴν κλή­ση, βα­πτί­σθη­καν καὶ ἔ­τρε­ξαν γιὰ κά­ποι­ο χρό­νο τὸν δρό­μο τῆς χρι­στα­νι­κῆς ἀ­ρε­τῆς, ἀλ­λὰ ἔ­πει­τα γύ­ρι­σαν πί­σω στὴν ἁ­μαρ­τί­α τοῦ κό­σμου ἢ ἔ­θρε­ψαν μέ­σα στὴν ψυ­χὴ τους ἐ­γω­ϊ­σμὸ καὶ φθό­νο, θὰ κιν­δυ­νεύ­σουν νὰ χά­σουν τὸ μι­σθό τους. Γι᾿ αὐ­τὸ προ­λέ­γει ὁ Κύ­ριος μὲ τὴν πα­ρα­βο­λὴ αὐ­τὴ ὅ­τι, θὰ κλη­θοῦν πολ­λοὶ γιὰ τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ λί­γοι θὰ ἀ­πο­δει­χθοῦν ἐ­κλε­κτοί.

Ἔ­χον­τας ὑ­πό­ψη ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, τοὺς τε­λευ­ταί­ους λό­γους τοῦ Κυ­ρί­ου, λέ­γει: «Δι­ά τοῦ­το πα­ρα­κα­λῶ νὰ κα­τα­βά­λω­μεν κά­θε σπου­δὴν καὶ προ­σπά­θειαν διὰ νὰ στα­θῶ­μεν εἰς τὴν ὀρ­θὴν πί­στην καὶ νὰ δεί­ξω­μεν βί­ον ἄ­ρι­στον. Δι­ό­τι ἂν δὲν κα­τορ­θώ­σω­μεν βί­ον ἄ­ξιον τῆς πί­στε­ως, θὰ λά­βω­μεν τὴν ἔ­σχα­την τι­μω­ρί­αν».

Δὲ θὰ μᾶς ὠ­φε­λή­σει, ἡ μέ­χρι τέ­λους τῆς ζω­ῆς μας δι­α­τή­ρη­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως, ἂν δὲν ἀ­πο­κτή­σου­με στὴ ζω­ή μας καὶ δὲν δι­α­τη­ρή­σου­με μέ­χρι τέ­λους ἀ­γά­πη, τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καὶ ἀ­πό­λυ­τη ὑ­πα­κο­ὴ στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Τέ­λος, ἂν δὲν ἀ­πορ­ρί­ψου­με κά­θε ἀ­ξί­ω­ση πρὸς τὸ Θε­ὸ γιὰ μελ­λον­τι­κὴ ἀ­μοι­βή, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ὁ μό­νος δί­και­ος Κρι­τής, ποὺ θὰ ἀ­μεί­ψει τὸ ἔρ­γο τοῦ κα­θε­νὸς μὲ ἀ­πό­λυ­τη Δι­και­ο­σύ­νη.