Η ιστορία του Κατσαντώνη

Απόσπασμα από το βιβλίο του Κυριακού Διακογιάννη “Οι Σαρκοφάγοι του Ελληνισμού”.
 
1807. Ο Έλληνας στρατηγός του Τσάρου, Παπαδόπουλος καλεί στην Λευκάδα όλους τους οπλαρχηγούς από την Ηπειρωτική Ελλάδα σε σύσκεψη. Στόχος του Παπαδόπουλου ο σχεδιασμός για την εξέγερση και απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Τουρκικό δολοφονικό ζυγό, εκεί καταφθάνουν όλοι. Ο Κολοκοτρώνης, ο Δημήτρης Καραΐσκος πατέρας του Καραϊσκάκη, ο Μπότσαρης, ο Καποδίστριας και πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί. Ο Παπαδόπουλος οργανώνει ένα τσιμπούσι για να τιμήσει τον τρομερό Κατσαντώνη. Το φόβητρο της υψηλής πύλης, τον τρόμο των Χαρατσήδων (εισπράκτορες που εισέπρατταν το χαράτσι και το απέδιδαν στους Τούρκους) τον φόβο των σπαχήδων (εξισλαμισθέντες στρατιώτες ιππείς) του Αλή Πασά.
Ο Αλή Πασάς έχει εξοντώσει την οικογένεια του Κατσαντώνη για να εκδικηθεί για το Αρματολίκι που έχει δημιουργήσει στα Άγραφα ο Κατσαντώνης.
Ο Κατσαντώνης υποφέρει από ευλογιά και ψήνεται στον πυρετό, όμως παρατάει το στρώμα και με τον Γιώργο Καραϊσκάκη περνούν με ένα Λευκαδίτικο καΐκι στη Στερεά Ελλάδα.
Στέλνει τους συντρόφους του στα βουνά με τον αδελφικό του φίλο Λεπενιώτη γιατί δε θέλει τα παλικάρια του να έχουν έναν άρρωστο αρχηγό.
Ο ίδιος με τον αδελφό του Χασιώτη και 5 αφοσιωμένα παλικάρια του μένουν σε μια σπηλιά κοντά στο χωριό Μοναστηράκι. Ο Αλή Πασάς μόλις μαθαίνει ότι το λιοντάρι ο Κατσαντώνης γύρισε στα Άγραφα προστάζει τον Άγιο Μουρχουντάρη να τον εξολοθρεύσει.
Εκείνο τον καιρό (όπως και σήμερα) οι μηχανές της προδοσίας δούλευαν σαν καλοκουρδισμένο και λαδωμένο ρολόι. Ένα ανθρωπόμορφο σκουλήκι ο Γιάννης Γκούρλας Τσιφούτης και μυστικός του εβραιοπαππά των Ιωαννίνων, μαρτυράει την κρυψώνα του άρρωστου γίγαντα.
Ο Άγιος Μουρχουντάρης με 1200 στρατιώτες μπλοκάρει την σπηλιά (η αναλογία πέντε εναντίον χιλίων διακοσίων είναι λογική για έναν Έλληνα πολεμιστή).
 
Ο Μουρχουντάρης φωνάζει «Ώρε Κατσαντώνη, ρίξε τ’ άρματα και προσκύνησε».
«Ο Κατσαντώνης Τούρκο δεν προσκυνάει, πολεμάει και πεθαίνει», αποκρίνεται το άλλο ανήμερο θεριό ο αδελφός του Κατσαντώνη ο Χασιώτης.
Ο Κατσαντώνης γυρίζει στα παλικάρια του και λέει «πάρτε δρόμο να γλιτώσετε». «Όχι αδελφέ», απαντάει ο Χασιώτης, «θα σε πάρω στη ράχη θα σκίσουμε το Τουρκικό ορδή και θα περάσουμε».
Έτσι κι έγινε, τον αρπάζει ο αδερφός του, τον ρίχνει στην πλάτη, χυμάνε έξω και ταμπουρώνονται στα γύρω υψώματα. 7 ώρες βαράνε τα καριοφίλια. Το ένα παλικάρι σκοτώνεται. Όμως 3 παλικάρια, ο Κατσαντώνης, που μαίνεται από τον πυρετό, και ο Χασιώτης κρατάνε.
Ώσπου τα καριοφίλια πύρωσαν σαν κάρβουνα και θρυματίστηκαν.
Οι Τουρκαλβανοί τους πιάνουν ζωντανούς. Ο Άγιος Μουρχουντάρης τους κουβαλάει αλυσοδεμένους σούρνωντας και μπαίνει θριαμβευτής στα Γιάννενα.
Χίλιοι διακόσιοι νίκησαν πέντε. Ο Αλή Πασάς προστάζει να τους «χαλάσουν». Πρώτον παίρνουν τον Κατσαντώνη και τον παλουκώνουν κάτω από τον μεγάλο πλάτανο στην αυλή του Αλή. Εκεί όπου χιλιάδες Έλληνες μαρτύρησαν φριχτά.
 
Τον δένουν σφιχτά και αρχίζουν με ένα τσεκούρι να κόβουν τα δάχτυλα των χεριών του.
Μούγκριζε ο ήρωας από τους αβάσταχτους πόνους. Ξαφνικά ακούγεται η φωνή του Χασιώτη «Μη βογκάς μωρέ Κατσαντώνη, ντροπιάζεις τα παλικάρια σου».
Στην συνέχεια οι βασανιστές με αρχιδήμιο τον ανιψιό του Βεληγκέκα (Βελιγκέκας δερβέναγας Αλβανός ο έμπιστος του Αλή Πασά, ονομαστός για την σκληρότητά του).
Σπάζουν τα κόκκαλα των χεριών και των ποδιών του Κατσαντώνη με σφυριά. Ο Κατσαντώνης δεν τολμάει να βογκήξει, του θρυμματίζουν όλο το σώμα ενώ αυτός ψήνεται από πυρετό όμως δεν βογκάει. Ο πόνος της ντροπής είναι πιο δυνατός από τον πόνο του κορμιού.
Ο Κατσαντώνης ήταν μόλις 1,60 στο ύψος – το ίδιο και ο Κολοκοτρώνης – όμως εκείνη την στιγμή η τεράστια σκιά του κάλυψε όλη την Ελλάδα.
Με τον ίδιο τρόπο βασάνισαν και τα άλλα παλικάρια του ώσπου ξεψύχησαν. Και τότε σημαίνει η ηρωικότερη στιγμή της Νεοελληνικής Ιστορίας. Ο Χασιώτης στρέφεται προς τους δήμιους και το σινάφι των τυράννων που παρακολουθούσε με τη γνωστή ηδονή του κτήνους το θέαμα τους φτύνει κατάμουτρα και φωνάζει: “Ώρε σκύλοι, άπιστοι, γουρούνια σκατοταϊσμένα αν είστε άντρες γιατί εγώ για χανούμισες σας θεωρώ, αν έχετε μισό αρχίδι κόκορα μην με δένετε. Ορίστε κιοτήδες θηλυκόψυχοι πέφτω καταγής μοναχός μου και πετσοκόψτε με. Σπάστε τα κόκκαλά μου, κόψτε τα κρέατά μου καθώς σας γουστάρει και άμα ακούσετε από το στόμα μου άχνα και μουγκρητό, την πίστη μου θα αλλάξω στη στιγμή και το όνομά μου από ντροπή Χασιώτη να μην με λένε γιατί Χασιώτης από δεν πέθανε κανείς”. Και με μιας ξαπλώνεται ανάσκελα ο υπεράνθρωπος Έλληνας και ανοίγει χέρια και πόδια.
Κουβαλάνε τα κτήνη σιδερόπλακα χοντρή για αμόνι και τον ξαπλώνουν επάνω. Αρχίζουν να κοπανάνε τα κόκκαλα του αθάνατου παλικαριού, κλείδωση με κλείδωση, αρμό με αρμό, κομμάτι – κομμάτι μέχρι που τον καταντήσανε μια άμορφη μάζα από σάρκα και κόκκαλα ζυμωμένα με αίμα.
Ο Χασιώτης όσο χτυπούσαν οι δήμιοι κείτονταν καταγής ασάλευτος, αδόνητος, αμετακίνητος. Ούτε ένα πόντο δεν κουνήθηκε το ελληνικό κορμί, ούτε ένα χιλιοστό δεν σάλεψε, ούτε στο μάτι του δεν τόλμησε ν’ ανέβει δάκρυ, ούτε ένας μορφασμός στο άγιο πρόσωπό του. Το γύρω πλήθος πάγωσε. Ποτε΄τα μάτια αυτού του πλήθους δεν είχαν αντικρύσει Έλληνα θεό. Ο Αλής όρθιος αναπνέει βαριά και περπατάει πάνω κάτω γύρω από το κορμί του Χασιώτη. Ιδρώνει και σφίγγει το μαργαριταρένιο κομπολόι του. Δεν μπορεί να δεχθεί την ήττα του από ένα λιωμένο κορμί. Στέκεται πάνω από το κεφάλι του σφυροκόπου Δήμιου και του φωνάζει καθώς από το στόμα του τρέχουνε κίτρινοι αφροί “Κάμε τον μωρέ ζουλάπι και σκούξει τούτονε τον σατανά γιατί με μια σου παίρνω το κεφάλι”. Ο Δήμιος τρομάζει, βλέπει τον θάνατο να τον ζυγώνει, σηκώνει με δύναμη το βαρύ σφυρί και το κατεβάζει μανιασμένα στα γόνατα του Χασιώτη γιατί πιο κάτω οι κνήμες και τα ποδάρια του είναι ένα κόκκινο ζουμί. Χτυπάει τρελά ο Δήμιος ενώ ο Αλής αφρίζει.
Όμως ο Χασιώτης είναι ζωντανός σχεδόν ακμαίος σαν κάποιο ιερό ποτάμι ζωής να χύνεται από το στήθος του κοιτάζει τον Αλή κατάματα, χαμογελάει και του φωνάζει ειρωνικά “κιότεψες μωρέ Αλή άντρας στο στρώμα με τις βρώμες τις τσούπρες σ’ απόμεινε να φαίνεται μα και σ’ αυτό θαρρώ πως σκάρτεψες Αλή, αραπάδες μαθαίνω πως φωνάζεις για να σε χαϊδολογάνε. Εγώ και έτσι που με κατάντησες Αλή, τραγούδια της κλεφτουριάς σα έχεις ντέρτι θα τραγουδήσω για λευτεριά και πίστη στον Χριστό θα σου μιλήσω”.
Ο Αλή κοντεύει να πέσει, παραπατάει, κάποιος δικός του κινείται να τον στηρίξει. Σε μία ύστατη προσπάθεια αυτοσυγκράτησης σπρώχνει τον δικό του, κατεβάζει μια άγρια σπαθιά στον σφυροκόπο Δήμιο, σκύβει – πιάνει το σφυρί και λυσσασμένα το ανεβοκατεβάζει στο πρόσωπο του Χασιώτη. Το μαργαριταρένιο κομπολόι του σπάει και τα μαργαριτάρια σκορπίζονται στο βρώμικο χώμα γύρω του.
Ο Χασιώτης έμεινε εκεί κάτω από το μεγάλο δένδρο ώρες πολλές, ίσως και ημέρες. Κανείς δεν έδωσε εντολή να τον σηκώσουν μέχρι που το κορμί του σκεπάστηκε από καταπράσινα φύλλα σαν σάβανο. Ο πλάτανος λένε έριχνε τα πιο ζωντανά του πράσινα φύλλα πάνω στο κορμί του ήρωα που μέχρι την ύστατη πνοή του έστελνε της ψυχής του το ανάσασμα να χαϊδέψει την φυλλωσιά της ελευθερίας.