Διδάκτωρ Βυζαντινῆς Ἱστορίας/
καὶ Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας
Μὲ τὸ τεράστιο παρελθὸν καὶ τὴν κληρονομιά της ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μᾶς προβληματίζει ἰδιαίτερα, διότι, ἂν κάθε γλῶσσα ἔχει τὴ μοναδικότητά της, ἡ εἰδοποιὸς καὶ θεμελιώδης διαφορὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες εἶναι ὅτι ἡ γλωσσικὴ ὀργάνωση καὶ ἔκφραση τοῦ σημερινοῦ κόσμου, ὅπως διαμορφώθηκε μέσα ἀπὸ τὴν πορεία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ἀνάγεται στὸν ἑλληνικὸ λόγο, ὦ! γλῶσσα καὶ διανόηση. Περισσότερο ἀπὸ ὁποιανδήποτε ἄλλη σημαντική, ὁ κόσμος εἶναι καρπὸς μίας ἑλληνικῆς σημαντικῆς. Ἡ ἑλληνικὴ δὲν εἶναι «κλασσικὴ» γιὰ τὴν ἀρχαία περίοδο μόνον, ἀλλὰ καὶ ἡ κλασσικὴ γλῶσσα τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς. Καὶ μολονότι δὲν εἶναι πλέον μία γλῶσσα τῶν μεγάλων μαζῶν, ὡστόσο τὸ ἐτυμολογικὸ δυναμικό της, οἱ ρίζες καὶ οἱ λέξεις της τὴν καθιστοῦν ἐπίσης τὴν «κλασσικὴ» γλῶσσα τῆς ἐπιστημονικῆς ὁρολογίας, αὐτῆς δηλαδὴ ποὺ σήμερα ὀνομάζει τὰ περισσότερα πράγματα καὶ κινεῖται ὄχι μόνον στὴν περιφέρεια τῆς κάθε γλώσσας, ἀλλὰ κατακτᾶ συνεχῶς τὸ κέντρο καὶ τὴν καθημερινότητά της. Οἱ παραπάνω σκέψεις ἀποτελοῦν μία κεντρικὴ παράγραφο τῆς Διακήρυξης τοῦ Ἑλληνικοῦ Γλωσσικοῦ Ὁμίλου, μὲ τὴν ὁποία διαπρεπεῖς λόγιοι ἐξέφρασαν πρὸ ἐτῶν τὴν ἀνησυχία τους γιὰ τὴν πορεία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. (Γ. Μπαμπινιώτης κ.ἄ., ‘’Ἑλληνικὴ Γλῶσσα’’, Ἀθήνα, 1994, σελ. 8)
Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ ἀποτελεῖ μοναδικὸ παράδειγμα γλώσσας μὲ ἀδιάσπαστη ἱστορικὴ συνέχεια καὶ μὲ τέτοια δομικὴ καὶ λεξιλογικὴ συνοχὴ ποὺ νὰ ἐπιτρέπη νὰ μιλοῦμε γιὰ μία «ἑνιαία ἑλληνικὴ γλῶσσα» ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς σήμερα. Μὲ αὐτὸ ἐννοοῦμε ὅτι ὁ ἴδιος λαός, οἱ Ἕλληνες, στὸν ἴδιο γεωγραφικὸ χῶρο, τὴν Ἑλλάδα, χωρὶς διακοπή, σαράντα αἰῶνες τώρα, μιλάει καὶ γράφει –μὲ τὴν ἴδια γραφὴ (ἀπὸ τὸν 8ο π.Χ. αἰῶνα) καὶ τὴν ἴδια ὀρθογραφία (ἀπὸ τὸ 400 π.Χ.) –τὴν ἴδια γλῶσσα τὴν ἑλληνική. Αὐτὸ δὲ σημαίνει, φυσικά, ὅτι ἡ γλῶσσα τοῦ Ξενοφώντα, τοῦ Πλάτωνα ἢ τοῦ Πλούταρχου εἶναι φωνολογικά, γραμματικὰ καὶ λεξικολογικὰ ἴδια καὶ ἀπαράλλαχτη μὲ τὴ γλώσσα ποὺ μιλοῦμε καὶ γράφουμε στὶς ἀρχὲς τοῦ 21ου αἰῶνα. Μεταβολὲς στὴν προφορά, στὴ γραμματοσυντακτικὴ δομὴ καὶ στὸ λεξιλόγιο πραγματοποιήθηκαν πολλές. Τὰ κύρια χαρακτηριστικά, ὅμως, τῆς δομῆς τῆς Ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας (πτώσεις, ἀριθμοί, γένος, χρόνος, ποιὸν ἐνέργειας, πρόσωπο, φωνές, διάθεση ρήματος κ.τ.λ.) ἐξακολουθοῦν νὰ προσδιορίζουν τὴ φυσιογνωμία καὶ τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς γλώσσας. (Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, σελ. 16)
Μαζὶ μὲ τὸν Σεφέρη συγκλονίζεται κανείς, ὅταν συλλογίζεται: «Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα…Γιὰ κοιτάξτε πόσο θαυμάσιο πρᾶγμα εἶναι νὰ λογαριάζη κανεὶς πὼς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ μίλησε ὁ Ὅμηρος ὡς τὰ σήμερα μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε καὶ τραγουδοῦμε μὲ τὴν ἴδια γλώσσα. Ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν Ἐλύτη μποροῦμε νὰ διακηρύξουμε: «Τὴ γλώσσα μου ἔδωσαν ἑλληνική…στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου». Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς τὸ εἶπε, μὲ τὴ διαύγεια τῆς γλώσσας του, πολὺ ὄμορφα: «Διαβάζοντας τὰ ἑλληνικὰ τὰ ηὔρα ὁπού λαμπρύνουν καὶ φωτίζουν τὸν νοῦν τοῦ μαθητοῦ ἀνθρώπου, καθὼς φωτίζει ὁ ἥλιος τὴν γῆν, ὅταν εἶναι ξαστεριὰ καὶ βλέπουν τὰ μάτια μακρυά».
Καὶ ποιὸς ἀπ᾿ ὅλους, φυσικά, ἀγνοεῖ τὸ σημαντικότατο ἰδιαίτερο γνώρισμα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τὴν Οἰκουμενικότητά της; Ἡ Οἰκουμενικότητα αὐτὴ δὲν εἶναι ἄσχετη πρὸς τὸ κύρος ποὺ ἀπέκτησε διεθνῶς ἡ ἑλληνικὴ ὡς ἡ γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ γλῶσσα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί, βεβαίως, ὡς ἡ γλῶσσα τῆς ὑμνογραφίας τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας.
Ὅλοι γνωρίζετε τὴν περίφημη ὁμολογία τοῦ Ρωμαίου ποιητή Ὀράτιου (1ος αἰ. π.Χ.): «Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti Latio» (=Ἡ Ἑλλάδα, ἂν καὶ κατακτήθηκε, κατέκτησε τὸν ἄγριο νικητὴ καὶ εἰσήγαγε τὶς τέχνες στὸ ἀγροῖκο Λάτιο), τὴν κατὰ λίγα χρόνια προγενέστερη διαπίστωση τοῦ Κικέρωνος: «Graeca leguntur in omnibus gere gentibus, Latina suis finibus, exigius sane, continentur» (Τὰ Ἑλληνικὰ διαβάζονται σχεδὸν σὲ ὅλα τὰ Ἔθνη, ἐνῶ τὰ Λατινικὰ περικλείονται στὰ δικά τους, πολὺ μικρὰ σύνορα), καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι πληβεῖοι, πατρίκιοι καὶ αὐτοκράτορες μαθαίνουν τὴν ἑλληνική, κατὰ τὴ Ρωμαιοκρατία, ἐπάνω στὰ λεγόμενα «Greek Imperials», τὶς χάλκινες κοπὲς νομισμάτων τῶν ἑλληνικῶν πόλεων (1ος–3ος αἰ. μ.Χ.) πού ἔφεραν τὴν εἰκονιστικὴ κεφαλὴ τοῦ αὐτοκράτορα στὴν μπροστινὴ ὄψη, ἀναγράφονται ἐπιγράφια στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα.
Θὰ ἄξιζε ὅμως νὰ ἀναφέρουμε ἐντελῶς ἐνδεικτικὰ ὅτι στὸν πρώϊμο ἤδη Μεσαίωνα στὰ μοναστήρια Benedict–beuern καὶ Wessobrunn μελετοῦσαν τὸν Ὅμηρο. Κατὰ τὸν 7ο καὶ 8ο αἰ. οἱ Ἰρλανδοὶ ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὰ ἑλληνικὰ κατὰ τρόπο ἐντυπωσιακό, ἐνῶ στὴν ποίηση καὶ τὴν πεζογραφία τους ἀπαντοῦν διάσπαρτες ἑλληνικὲς λέξεις. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὑπάρχουν στὴν Ἀγγλία ἄνθρωποι ποὺ γνωρίζουν τὰ ἑλληνικὰ τόσο καλά, ὅσο τὴ μητρική τους γλώσσα. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰ. ὑπῆρχαν στὴ Ρώμη τοὐλάχιστον ἐννέα ἐξ ὁλοκλήρου ἢ ἐν μέρει ἑλληνικὰ μοναστήρια. Ἀπὸ τὸν 10ο αἰ. πυκνώνουν οἱ πληροφορίες γιὰ Ἕλληνες στὴ Δύση. Οἱ Δυτικοὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ δέχονται μὲ πολὺ προθυμία τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, κυρίως γιὰ νὰ ἀνακαλύψουν σ᾿ αὐτοὺς τὴν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαίου μοναχισμοῦ.
Θὰ ἦταν, τέλος, ἐντελῶς περιττὸ νὰ ὑπενθυμίσουμε τὴ μετακίνηση ἀρχαίων ἑλληνικῶν χειρογράφων ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ στὴ Δύση κατὰ τὴν Ὑστεροβυζαντινὴ περίοδο, ἡ ὁποία ἐντατικοποιήθηκε μὲ τὴ μετανάστευση Ἑλλήνων λογίων πρὶν καὶ μετά, τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἕνας ἀμύθητος πλοῦτος ἑλληνικοῦ λόγου, καθὼς καὶ τὸν τεράστιο ἀριθμὸ δασκάλων, μεταφραστῶν καὶ ὑπομνηματιστῶν ἑλληνικῶν κειμένων, ποὺ τὴν ἀκολούθησε, μὲ ὅλες τὶς εὐεργετικὲς συνέπειες τοῦ γεγονότος αὐτοῦ στὴν Παιδεία καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς ἀνθρωπότητος.
Θὰ ἔκρινα ἀπολύτως περιττό, ἐνώπιον ἑνὸς τόσο διακεκριμένου ἀκροατηρίου, νὰ ἔλεγα περισσότερα γιὰ τὴν ἀξία τῆς γλώσσας. Θὰ εἶχε ὅμως σημασία, νομίζω, νὰ παραθέσω μὲ πολλὴ συντομία, πρὶν κλείσω τὴν ἑνότητα αὐτή, τὶς πολὺ πρόσφατες ἀπόψεις τριῶν Νοτιοαμερικανῶν Νεοελληνιστῶν καθηγητῶν Πανεπιστημίου:
1. Τοῦ Costillo Didier, ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει ὅτι «ὁ Νεοελληνιστὴς νὰ γνωρίζη σὲ ἐπίπεδο βασικὸ ὅλες τὶς μορφὲς ἑλληνικῆς γλώσσας».
2. Τοῦ Rodrignez Adrados, ὁ ὁποῖος δηλώνει: «Σιγὰ- σιγὰ ἔφθασα στὸ συμπέρασμα, ἀκόμη καὶ ἀπὸ προσωπική μου ἐμπειρία, ὅτι ὑπάρχει μία συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ».
3. Τοῦ Fernando Muhoz, ὁ ὁποῖος γράφει πὼς «ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀντιπροσωπεύει τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ» καὶ πὼς «οἱ συμπατριῶτες του (Κολομβιανοὶ) διατηροῦν ἀκόμα τὸ ἀθάνατο πνεῦμα τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας».
Στὴν ἐξελληνισμένη καὶ ἀργότερα τὴ Χριστιανικὴ Οἰκουμένη οἱ Ἕλληνες οὐδέποτε διεκδίκησαν τὰ πρωτεῖα. Ἔγιναν ὅμως οἱ διδάσκαλοι τῶν λαῶν. Κι᾿ αὐτό, γιατί ἀφ᾿ ἑνὸς πάντοτε εἶχαν συνείδηση τῆς Οἰκουμενικότητας τοῦ πολιτισμοῦ τους καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου, γιατί διέθεταν σὲ ἐπάρκεια ὅλες τὶς πνευματικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὸν μεγάλο αὐτὸ ἱστορικό τους ρόλο. Κι ἐνῶ διέθεταν τὴν ἔνσοφη ταπείνωση ποὺ τοὺς καθιστοῦσε ἀνοιχτοὺς σὲ ἄλλους πολιτισμοὺς καὶ παραδόσεις, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ συνάντηση μαζί τους νὰ ἀποβαίνη γόνιμη καὶ εὐεργετική, διατήρησαν πάντοτε ἀκέραιη μέσα τους τὴν βαθύτατη πίστη στὴν ἀξία καὶ τὴν Οἰκουμενικότητα τῆς γλώσσας τους καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τους καὶ οὐδέποτε ἀπεμπόλησαν τὸν ἑαυτό τους.
*ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΄΄ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ΄΄
ΣΤΟ ΑΠΘ, ΣΕΠΤ. 2010