Η Αγία Γραφή στις πρώτες κιόλας γραμμές της μάς διδάσκει ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος «κατ’ είκόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» Θεού (Γεν. α, 26). Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι λογικός, αθάνατος, εικόνα αρετής και δεκτικός της σοφίας (κατ’ εικόνα) και έχει τη δυνατότητα να γίνει Θεός κατά χάριν (καθ’ ομοίωσιν)1. Η πτώση του ανθρώπου δεν άλλαξε το σχέδιο του Θεού για τη θέωση του πρώτου. Κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, η ενανθρώπιση του Χριστού δεν ήταν αποτέλεσμα της αμαρτίας του ανθρώπου, αλλά εκπλήρωση του σκοπού της υπάρξεώς του. Με την αμαρτία του Αδάμ άλλαξε μόνο ο τρόπος πραγματοποιήσεως του σχεδίου του Θεού. Ο Υιός και Λόγος του Θεού θα γινόταν άνθρωπος και αν ακόμα δεν έπεφτε ο Αδάμ, για να γίνει ο άνθρωπος Θεός κατά χάριν2.
Ο Χριστός, αφού ολοκλήρωσε το έργο του στη γη (Θεία Οικονομία), λίγο πριν αναληφθεί άφησε στους Μαθητές και Αποστόλους Του την εντολή να συνεχίσουν το έργο Tου, κι Εκείνος θα είναι συνεχώς δίπλα τους (Μτθ. κη, 16 – 20). Οι Άγιοι Απόστολοι κατά την Πεντηκοστή άρχισαν την εφαρμογή της εντολής Του, δημιουργώντας την πρώτη επί γης Εκκλησία (Πρ. β, 1 – 27).
Από τότε και μέχρι σήμερα το σωτήριο έργο του Χριστού συνεχίζεται στην Εκκλησία. Ο Χριστός με το κήρυγμά Του, τα θαύματά Του, τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του άνοιξε για τον άνθρωπο τον δρόμο που οδηγεί στη Βασιλεία Του. Το έργο της Εκκλησίας είναι ακριβώς το ίδιο· οδηγεί τον άνθρωπο στη Βασιλεία του Θεού. Ακριβέστερα, τον βοηθά να τη ζήσει από αυτή κιόλας τη ζωή (Λουκ. ιζ, 21).
Η βίωση της Βασιλείας του Θεού και η σωτηρία της ψυχής μας λαμβάνoυν χώρα μόνο εντός της Μίας, Αγίας, Καθολικής, Αποστολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και είναι καρπός συνεργασίας Θεού και ανθρώπου. Ο άνθρωπος με τον αγώνα της μετανοίας δείχνει την αγαθή του προαίρεση. Έπειτα έρχεται η Χάρη του Θεού και τον «αγκαλιάζει». Στο πλαίσιο του αγώνα του εντάσσεται η συμμετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας και φυσικά στη Θεία Λειτουργία, κατά την οποία τελείται πάντοτε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Η Θεία Λειτουργία δεν είναι μια απλή τελεστή ή μια προσευχή όπως οι Παρακλήσεις, ο Εσπερινός, το Απόδειπνο κλπ. Είναι κάτι πολύ ανώτερο:
α. Είναι συγκεφαλαίωση της Θείας Οικονομίας (δηλαδή όλων των θαυμαστών γεγονότων που εργάστηκε ο Θεός για τη σωτηρία του ανθρώπου). Κάθε πιστός που συμμετέχει στη Θεία Λειτουργία ζει τη ζωή του Χριστού, είναι μυστηριακά παρών στα γεγονότα που την απαρτίζουν3.
β. Είναι Θεοφάνεια, φανέρωση της Αγίας Τριάδος. Για αυτό ο ιερέας αρχίζει τη Θεία Λειτουργία με δοξολογία της Αγίας Τριάδος: «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…». Το μυστήριο της Θείας Οικονομίας που αναφέρθηκε παραπάνω είναι επίσης θεοφάνεια. Στην αγία αναφορά, ικετεύουμε τον Πατέρα να αποστείλει τον Παράκλητο για να καθαγιάσει την προσφορά του Υιού, και να μάς χαρίσει το Σώμα και το Αίμα Του. Όταν κοινωνούμε γινόμαστε ναός της Παναγίας Τριάδος4.
γ. Σύνοδος (=συνοδοιπορία προς τη Βασιλεία του Θεού) ουρανού και γης. Κατά τη Θεία Λειτουργία είναι παρών ο Άγιος Τριαδικός Θεός, η Παναγία, Άγιοι, Άγγελοι και οι πιστοί, ζώντες αλλά και κεκοιμημένοι5.
Οι ζώντες πιστοί αγιαζόμαστε μεταλαμβάνοντας το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Εξάλλου, αυτός είναι και ο λόγος τέλεσης της Θείας Λειτουργίας, η Μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων! Κατά δεύτερο λόγο, ωφελούμαστε από την προσευχή μας και τη μνημόνευση των ονομάτων μας. Οι κεκοιμημένοι ωφελούνται μόνο, αλλά σε μεγάλο βαθμό, από τη μνημόνευση των ονομάτων τους στην Αγία Πρόθεση και τις προσευχές μας.
Οι προϋποθέσεις για να προσέλθουμε στη Θεία Κοινωνία είναι: Φόβος Θεού, πίστη και αγάπη, όπως ακούμε τον λειτουργό – ιερέα όταν μάς καλεί στο Άγιο Ποτήριο6.
Ο Φόβος Θεού δεν είναι δουλικός ή ψυχολογικός φόβος. Είναι ευγενικό αίσθημα ευλαβείας, κατανύξεως, θείας συστολής και δέους απέναντι στον Παντοδύναμο και Παντοκράτορα Πανάγιο Τριαδικό Θεό7.
Χρειάζεται πίστη στην Αγία Τριάδα, στην ενανθρώπιση του Χριστού, στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, στα Μυστήριά Της και ιδιαίτερα στο
Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Πρέπει να έχουμε απόλυτη πίστη ότι μεταλαμβάνουμε το αναστημένο Σώμα και Αίμα του Χριστού!8
Η αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο είναι η τρίτη απαραίτητη προϋπόθεση. Αγαπούμε τον Πανάγαθο Θεό για τις άπειρες ευεργεσίες του στην αναξιότητά μας. Αγαπούμε και τους συνανθρώπους μας, ιδιαίτερα όσους μάς έθλιψαν και μάς έκαναν ή μάς κάνουν κακό και τους έχουμε συγχωρήσει9.
Οι παραπάνω προϋποθέσεις – αρετές πρέπει να μάς συνοδεύουν συνεχώς στη ζωή. Γενικότερη προϋπόθεση συμμετοχής στη Θεία Ευχαριστία είναι να είμαστε κεκαθαρμένοι από τα πάθη ή, τουλάχιστον, να είμαστε σε μετάνοια και αγώνα για κάθαρση10. Όμως, πριν κοινωνήσουμε ο αγώνας μας για την απόκτηση ή την εδραίωση του φόβου του Θεού, της πίστεως και της αγάπης, και η γενικότερα για μετάνοια, πρέπει να είναι εντονότερος. Σ’ αυτή την προσπάθεια δεν είναι δυνατόν να λείπουν η τακτική μας συμμετοχή στο Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως, η νηστεία (και η εγκράτεια γενικότερα) καθώς και η προσευχή11 (τα τελευταία σε συνεννόηση με τον πνευματικό μας) καθώς και ό, τι άλλο κρίνει ο πνευματικός μας ότι θα μάς βοηθήσει.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε ότι η μετάνοια, η άσκηση κλπ από μόνα τους δεν ωφελούν αν δεν είναι συνδεδεμένα με τη Θεία Κοινωνία. Τα παραπάνω βοηθούν στην προετοιμασία, διότι σκοπός τους είναι να κάνουν τον πιστό «λιγότερο ανάξιο» για να κοινωνήσει12. Όμως, δεν αντικαθιστούν ούτε υποκαθιστούν τη Θεία Κοινωνία, δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό! Ούτε φυσικά και την Θεία Λειτουργία!
«Ο τρώγων μου τη σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ» (Ιω. 6, 56). Με τη Θεία Κοινωνία οι πιστοί γινόμαστε, με έναν άρρητο τρόπο, σύναιμοι και σύσσωμοι Χριστού, ενωνόμαστε με τον Χριστό και θεοποιούμαστε! Ταυτόχρονα, ο Χριστός εισέρχεται στην ψυχή μας, την θεραπεύει από τα πάθη, της δίνει αγαλλίαση, φωτισμό, δύναμη! Τονώνεται η πίστη μας και μετέχουμε της αναστάσιμης εμπειρίας και της χαράς του
Παραδείσου13! Γι’ αυτό σε κάθε Λειτουργία, αφού κοινωνήσουμε ψάλλουμε: «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες. Αύτη γαρ ημάς έσωσεν».
Η συμμετοχή μας στη Θεία Λειτουργία φέρει την καλή αλλοίωση σε ολόκληρη τη ζωή μας. Ο λειτουργημένος άνθρωπος βλέπει την πραγματικότητα γύρω του σαν ευλογία και αφορμή αγιασμού από τον δωρεοδότη Θεό και αντιδωρίζει την ευχαριστία του. Καταγγέλει με τη βιωτή του τον Αναστημένο Χριστό στους αδερφούς του και βιώνει ενεργά την ιδιότητά του ως μέλος του Σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας.
Μέσα στη Θεία Λειτουργία ο πιστός, μεταλαμβάνοντας το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, φωτίζεται, αγιάζεται, χριστοποιείται – θεώνεται. Λαμβάνει άφεση αμαρτιών και υπόσχεση της αιωνίου ζωής. Μέσα στα Άγια Μυστήρια δεν έχουμε συμβολική, αλλά πραγματική παρουσία του Χριστού. Χαρακτηριστική η φράση του Οσίου Ιακώβου του εν Ευβοία: «Στην Εκκλησία (άρα και στα Μυστήριά της) βρίσκουμε την παρηγοριά, βρίσκουμε την υγεία, βρίσκουμε τη σωτηρία της ψυχής μας14». Γι’ αυτό και η Θεία Μετάληψη καθιστά τον καθένα που μεταλαμβάνει, όσο το δυνατόν λιγότερο ανάξια, «σώμα Χριστού» και «μέλος εκ μέρους» του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή του Χριστού15. Ζώντας κανείς τη ζωή της Εκκλησίας, δηλαδή αγωνιζόμενος τον καλό αγώνα της μετανοίας που περνά οπωσδήποτε από τα Άχραντα Μυστήρια, εκπληρώνει τον σκοπό της ύπαρξής του που είναι η θέωση.
Τέλος, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας φανερώνει το γεγονός της Εκκλησίας. Αποτελεί την καρδιά του εκκλησιαστικού σώματος16. Θεία Ευχαριστία εκτός της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δεν υπάρχει, διότι εκτός αυτής δεν υπάρχει ο Χριστός. Αλλά και Εκκλησία χωρίς Θεία Ευχαριστία, άρα και χωρίς Θεία Λειτουργία, δεν υπάρχει, αφού δεν μπορεί να εκπληρωθεί η αποστολή της, που είναι η θέωση του ανθρώπου.
Οι παραπάνω γραμμές δεν έχουν σκοπό τόσο μια σύντομη παράθεση της βασικής διδασκαλίας της Εκκλησίας σχετικά με το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, διότι είναι ήδη γνωστή σε πολλούς. Ο σκοπός είναι να δοθεί σε όλους μας αφορμή για μια ουσιαστικότερη βίωση της ζωής της Εκκλησίας και των Αγίων Μυστηρίων της. Αυτό θα έχει ως συνέπεια την ανακαίνισης της σχέσης μας με τον Πανάγιο Τριαδικό Θεό, την Εκκλησία Του και τον
συνάνθρωπο. Θα είναι μια ουσιαστική ελπίδα για αλλαγή πρώτα του εαυτού μας, αλλά και όλου του κόσμου, που τόσο το έχει ανάγκη!
Απόστολος Π. Μυργιώτης
Μαθηματικός, Θεολόγος
1 Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακοπούλου, Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο΄, Εκδ. Ορθοδόξου Χριστιανικής Αδελφότητος «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 43.
2 Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, τόμος 14Δ, Μαξίμου του Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών των Αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου, Εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 104.
3 Ιερομ. Γρηγορίου, Θεία Λειτουργία, Εκδ. Ιερόν Κουτλουμουσιανόν Κελλίον Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (εκδ. παραγωγή Εκδ. Ἐν Πλῷ), Άγιον Όρος, χ.χ, σελ. 34 – 35.
4 Ο. π.
5 Ο. π., σελ. 36 – 38.
6 Πρωτοπρ. Στεφ. Αναγνωστόπουλου, Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία, Εκδ. Επτάλοφος, Πειραιάς 2017, σελ. 429.
7 Ο. π., σελ. 430.
8 Ο. π.
9 Ο. π., σελ. 432.
10 Μητρ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου, Εμπερική δογματική της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, τόμος Β΄, σελ. 382.
11 Ο. π., σελ. 429.
12 Τσίγκου Βασ., Θέματα Δογματικής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, χ.ε., Θεσσαλονίκη, 2014, σελ. 447.
13 Ιερομ. Γρηγορίου, ο.π., σελ. 33, Αγίου Ιουστίου Πόποβις, ο.π. ,σελ. 693 – 696, Τσίγκου Βασ., ο. π., Θεσσαλονίκη, 2014, σελ. 432 – 436.
14 Ο Γέρων Ιάκωβος, Εκδ. Ενωμένη Ρωμηοσύνη, Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 105.
15 Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, ο.π., σελ. 731 – 732 και 736.
16 Τσίγκου Βασ., ο. π., σελ. 432.