Η ΕΠΙ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΤΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ*

Δρ. Ἐρατὼ Ζέλλιου-Μαστοροκώστα

φιλολόγου-ἱστορικοῦ-Λαογράφου

 

     Στὶς ἡμέρες μας δυστυχῶς ἀμφισβητεῖται, εὐτυχῶς ἀπὸ ἐλάχιστους, ἡ συνεχὴς παρουσία καὶ ἡ μεγαλουργός πορεία τοῦ ἑλληνισμοῦ.

     Ὁ Ἀριστοτέλης ὅμως γράφει: «Ὁ καλούμενος ἐπὶ Δευκαλίωνος[1] κατακλυσμός… περὶ τὸν ἑλληνικὸν ἐγένετο τόπον μάλιστα, καὶ τούτου περὶ τὴν Ἑλλάδα τὴν ἀρχαίαν»[2]. Ἀπὸ τὸ 2800 π.Χ. ἔχουμε τὸν πρωτοελλαδικὸ πολιτισμό, ποὺ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὴ Θράκη ἕως τὴν Πελοπόννησο, τὸν Πρωτοκυκλαδικὸ καὶ τὸν Πρωτομινωικό. Ἀπὸ τὸν Πρωτοελλαδικὸ μάλιστα πολιτισμὸ ἔχουμε καὶ γραφή ὅμοια μὲ τὴ σημερινή, ὅπως ἀποδεικνύουν ἡ τῆς 3ης π.Χ. χιλιετίας πινακίδα τῆς Λήμνου, στὴν ὁποία ὑπάρχουν τὰ γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, τῆς Ἀλονήσου, στὴν ὁποία ἀναγράφεται ἡ λέξη ΑΥΔΗ[3] (φωνή), καὶ ἄλλες. Ἀκολουθεῖ ὁ μυκηναϊκὸς πολιτισμός, τὰ ἔργα τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Ἡροδότου καὶ τόσων ἄλλων Ἑλλήνων τῆς σημερινῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου τὸν 7ο π.Χ. αἰ. γεννήθηκαν οἱ ἐπιστῆμες.

     Στοὺς κλασικοὺς χρόνους (479-323 π.Χ.) τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα ἔφτασε στὴν ὕψιστη ἀκμή του. Τοὺς αἰῶνες αὐτοὺς ἀκμάζει ἡ λογοτεχνία μὲ τὸν Αἰσχύλο, τὸν Σοφοκλῆ, τὸν Εὐρυπίδη, τὸν Ἀριστοφάνη, ἡ φιλοσοφία μὲ τὸν Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη, οἱ ἄλλες ἐπιστῆμες μὲ πρωταγωνιστὴ τὸν πανεπιστήμονα Ἀριστοτέλη, οἱ τέχνες μὲ τὸν Φειδία, τὸν Πραξιτέλη, τὸν Παιώνιο καὶ τόσους ἄλλους. Καὶ ὁ πολιτισμὸς αὐτὸς μὲ τὸν Μ. Ἀλέξανδρο, τὸν μεγαλύτερο στρατηλάτη ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἔφθασε ἕως τὴν Ἰνδία. Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους, τὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχὴ (323-146 π.Χ.) οἱ Ἕλληνες καὶ μὲ τὰ βασίλεια τῶν διαδόχων τοῦ Μ. Ἀλέξανδρου ὄχι μόνον καλλιεργοῦν τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὶς τέχνες, ἀλλὰ ἐκπολιτίζουν καὶ μεγάλο μέρος τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Β. Ἀφρικῆς.

     Κατὰ τὴν Ρωμαϊκὴ ἐποχὴ (146 π.Χ. -330 μ. Χ.) οἱ κατακτητὲς Ρωμαῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐκπολιτισθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, (Ν. Ἰταλίας καὶ Σικελὶας), ἔρχονται νὰ σπουδάσουν στὶς σχολὲς τῆς Ἑλλάδος,  ὅπως ὁ Κικέρων (106-43 π.Χ.) στὴν Ἀθήνα καὶ τὴ Ρόδο, ἢ παρακολουθοῦν κυρίως Ἕλληνες δασκάλους, ποὺ διδάσκουν στὴ Ρώμη καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Ἰταλίας, ὅπως ὁ αὐτοκράτορας Μάρκος Αὐρήλιος (121-180 μ. Χ.), ὁ ὁποῖος γνώριζε ἄριστα καὶ τὴ στωικὴ φιλοσοφία καὶ ἔγραψε στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα 12 βιβλία μὲ τίτλο «Μάρκου Ἀντωνίου αὐτοκράτορος τῶν ἑαυτὸν βιβλία ΙΒ». Οἱ Ἕλληνες, ὑπερήφανοι[4] γιὰ τὴν καταγωγή τους, ἀγνοοῦν τὴν ἐπίσημη γλώσσα τῆς αὐτοκρατορίας, τὴ λατινική, γι’ αὐτὸ οἱ διαταγές, ποὺ στέλνουν στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας, εἶναι γραμμένες στὴ λατινικὴ καὶ ἑλληνικὴ γλῶσσα. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ εὐαγγέλια καὶ τὰ ἀλλὰ ἱερὰ βιβλία ἔχουν γραφεῖ στὴν ἑλληνική.

     Τὸ 330 μ.Χ., μὲ τὴν μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας στὸ Βυζάντιο-Κωνσταντινούπολη, δημιουργεῖται ἡ μεσαιωνικὴ ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία. Βυζαντινὴ ὀνομάσθηκε ἀπὸ τὸν Ἱερώνυμο Wolf. Στὴν αὐτοκρατορία αὐτή, ἡ ὁποία ἐπιβίωσε 1123 ἔτη, δηλαδὴ ὅσο καμμία ἄλλη αὐτοκρατορία, ἂν καὶ ὁ αὐτοκράτορας ὀνομάζεται αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων, δὲν διδάσκουν στὰ σχολεῖα τὸν Βιργίλιο ἢ ἄλλους Ρωμαίους συγγραφεῖς ἀλλὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες τραγικούς, κυρίως τὸν Εὐριπίδη[5], καὶ ἄλλους ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ κυρίως στὰ μοναστήρια καλλιγράφοι μοναχοὶ ἀντιγράφουν τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Θὰ διασώζονταν δὲ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ἂν οἱ Τοῦρκοι τὶς πρῶτες ἡμέρες μετὰ τὴν ἅλωση δὲν κατέστρεφαν 110 τόνους ἑλληνικὰ χειρόγραφα στὴν Κωνσταντινούπολη.

     Μετὰ τὴν ἀποφράδα ἡμέρα τῆς 29ης  Μαΐου 1453 ὁ Ἑλληνισμὸς ἐλπίζει ὅτι θὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Τὸ βεβαιώνει καὶ τὸ τραγούδι τῆς ‘’ Ἁγιᾶς Σοφιᾶς’’, ποὺ ἔγινε ὁ ἐθνικὸς ὕμνος τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὴν τουρκοκρατία, μὲ τοὺς στίχους:

Σώπα κυρία Δέσποινα μὴν κλαίεις, μὴ δακρύζεις,

πάλε μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλε δικά σου εἶναι.

Ἐλπίζει, διότι ὁ σουλτάνος ἐπιτρέπει νὰ εἶναι χριστιανοὶ καὶ ὁ πρῶτος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης μετὰ τὴν Ἅλωση, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ἐπαναλειτουργεῖ τὴν Πατριαρχικὴ Σχολὴ Κωνσταντινουπόλεως ἢ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, ὅπως ὀνομάζεται μετὰ τὴν Ἅλωση. Ἐλπίζει καὶ ἐπειδὴ καὶ οἱ ἐναπομείναντες λόγιοι στὴν Κωνσταντινούπολη συγκεντρώνουν ἔστω καὶ μικρὸ ἀριθμὸ μαθητῶν καὶ ἡ παιδεία[6] εἶναι τὸ στήριγμα κάθε ἔθνους.

     Στὴν Θεσσαλονίκη ἐπίσης μετὰ τὴν Ἅλωσή της τὸ 1430 λειτουργοῦν σχολεῖα, στὰ ὁποία τὸν 15ο αἰ. διδάσκουν ὁ Λουκᾶς Σπαντούνης ἢ Σπανδωνῆς ἀπὸ  τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ὁ Ἰωάννης Μόσχος, ὁ ὁποῖος προσκλήθηκε «ἐξ Ἰταλίας»[7], ἀλλὰ κυρίως τὰ παιδιὰ συγκεντρώνονται σὲ ἐκκλησίες ἢ κάποιο οἴκημα καὶ κληρικοὶ ἢ μοναχοὶ τὰ διδάσκουν γραφὴ καὶ ἀνάγνωση, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπιτεύγματα τῶν προγόνων μας. Σχολεῖα λειτουργοῦν καὶ στὴν Ἀνδριανούπολη, τὴν Κέρκυρα, τὴν Ναύπακτο καὶ σὲ ἄλλες πόλεις. Λειτουργοῦν καὶ κρυφὰ σχολεῖα ὅπου ἡ τουρκικὴ ἐξουσία εἶναι ἰδιαιτέρως σκληρή.

     Τὸν 16ο αἰ. τὰ σχολεῖα αὐξάνονται καὶ ὁ ἐπίσκοπος Ἰγνάτιος Ἀγαλλιανός ἵδρυσε σχολεῖο καὶ γιὰ τὶς καλόγριες τῆς Μονῆς Μυρσινιωτίσσης τῆς Μυτιλήνης, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ εἶναι τὸ πρῶτο σχολεῖο θηλέων στὴν ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς παιδείας. Μία δὲ συνοδικὴ πράξη τοῦ 1593, πατριάρχης ἦταν ὁ Ἱερεμίας Β΄, ὁρίζει τοὺς κατὰ τόπους ἐπισκόπους νὰ ἱδρύουν καὶ συντηροῦν σχολεῖα. Τὰ σχολεῖα πολλαπλασιάζονται[8] καὶ λειτουργοῦν καὶ ἀνώτερα σχολεῖα, ὅπου  διδάσκονται οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες. Ὁ πόθος τῶν Ἑλλήνων γιὰ μάθηση εἶναι τόσο διακαής, ὥστε καὶ ὁ Τοῦρκος περιηγητὴς Χατζῆ Κάλφας γράφει τὸν 17ο αἰ. ὅτι οἱ Ἕλληνες στέλνουν τὰ παιδιά τους στὸ Ἅγιον Ὄρος «μὲ τὸν σωρὸ»[9] γιὰ νὰ μάθουν γράμματα. Ὅταν δὲ ἱδρύθηκε ἡ Ἀθωνιὰς Ἀκαδημία[10] φοιτοῦν νέοι καὶ ἀπὸ τὴν Βενετία, Γερμανία καὶ Ρωσία. Λειτουργοῦν ὅμως καὶ ἄλλες ἀνώτατες σχολές, ὅπως ἡ Ἑλληνικὴ Σχολὴ καὶ τὸ Ἑλληνομουσεῖο στὴν Θεσσαλονίκη, ἡ Εὐαγγελικὴ Σχολὴ Σμύρνης, οἱ Ἡγεμονικὲς Ἀκαδημίες στὶς παραδουνάβιες χῶρες κ.λπ.

     Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀγράμματοι ἄνθρωποι ἔχουν ἑλληνικὴ συνείδηση καὶ μένουν πιστοὶ στὴν Ὀρθοδοξία, γι’ αὐτὸ ἀμέσως μετὰ τὴν Τουρκοκρατία ὀλίγοι στὴν ἀρχή, πολὺ περισσότεροι ἀργότερα, γίνονται κλὲφτες γιὰ νὰ ζοῦν ἐλεύθεροι, ἂν καὶ οἱ συνθῆκες διαβιώσεως μέσα στὰ δάση ἦταν πολὺ σκληρές. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Τοῦρκοι δὲν μποροῦν νὰ τοὺς ἐλὲγξουν, ἀναγκάζονται ἀπὸ τὸν Σουλεϊμάν Α΄ (1520-1566) νὰ ἀναθέσουν σὲ κλὲφτες τὴ φύλαξη τῶν ὀρεινῶν κυρίως περιοχῶν καὶ οἱ κλὲφτες αὐτοὶ ὀνομάζονται ἀρματωλοί. Ἀλλὰ καὶ οἱ γυναῖκες προτιμοῦν νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ ἐξισλαμισθοῦν καὶ νὰ ζοῦν ἄνετα στὰ χαρέμια, ὅπως βεβαιώνουν καὶ τὰ δημοτικὰ[11] τραγούδια.

     Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὸν 15ο αἰ. ἀρχίζουν νὰ ἐπαναστατοῦν ἐναντίον τῶν κατακτητῶν, ὅπως ἡ θρυλικὴ Μαρούλα στὴ Λῆμνο, καὶ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἔκαναν περισσότερες ἀπὸ 70 ἐπαναστάσεις καὶ σκοτώθηκαν ἢ δολοφονήθηκαν καὶ 11 πατριάρχες, 100 μητροπολίτες καί, ὅπως γράφει ὁ Πουκιεβίλ, 6.000 ἱερεῖς.

     Ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας καὶ οἱ ξένοι λαοὶ ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος, ποὺ προσέφερε τόσα στὴν ἀνθρωπότητα, εἶναι σκλαβωμένο, γι’ αὐτὸ ἀναγνωρίζουν ὡς ἑλληνικὲς τὶς παροικίες τῶν Ἑλλήνων, ποὺ ὑπάρχουν στὶς χῶρες τους, τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα, γι’ αὐτὸ τὸν μεγάλο ζωγράφο μας Δομήνικο Θεοτοκόπουλο τὸν ὀνομάζουν Ἒλ Γκρέκο. Γι’ αὐτὸ μὲ τὴν ἔναρξη τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 τόσοι φιλέλληνες σπεύδουν νὰ βοηθήσουν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή μας.

     Τὰ ἐλάχιστα στοιχεῖα, ποὺ ἀναφέραμε, ἀποδεικνύουν τὴ διαχρονικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ἀπὸ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους καὶ ὅτι κατὰ τὴν τουρκοκρατία οἱ Ἕλληνες, πιστοὶ στὰ ἑλληνοχριστιανικὰ ἰδεώδη, ἀγωνίζονταν γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁ­γί­α καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία.

 

Παραπομπὲς

 

[1]. Ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος ἔγινε γύρω στὸ 10.000 π. Χ.

[2]. Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά, Α 30.

[3]. Σήμερα ἡ λέξη αὐτὴ δὲν χρησιμοποιεῖται, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη ἄναυδος(ἄφωνος).

[4]. Οἱ Ρωμαῖοι ἔκαναν τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο, ἀφοῦ μελέτησαν τοὺς νόμους πόλεων τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος καὶ ἑλληνικῶν πόλεων τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου.

[5]. Γι’ αὐτὸ σώζονται 19 τραγωδίες τοῦ Εὐριπίδη καὶ μόνον 7 τοῦ Αἰσχύλου καὶ 7 τοῦ Σοφοκλῆ.

[6]. Τὸν 15ο αἰ. ὁ Ζαχαρίας Καλλ(ι)έργης ἱδρύει στὴ Βενετια τυπογραφεῖο καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰ. ὁ Νικόλαος Σοφιανὸς καὶ ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Πέτρος Κουνάδης. Στὴν Βενετία τὸ 1471 τυπώθηκε καὶ ἡ γραμματική τοῦ Μανουήλ Χρυσολωρᾶ, τὸ πρῶτο τυπωθὲν ἑλληνιστὶ βιβλίο.

[7]. Ἐρ. Ζέλλιου-Μαστοροκώστα, Ἡ Παιδεία τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, Μαίανδρος, 1996, σ. 7-9.

[8]. Βλ. ὅπ. ἀν. σημ. 7, σ. 18-34.

[9]. Βλ. ὅπ. ἀν. σημ. 7, σ. 11.

[10]. Βλ. ὅπ. ἀν. σημ. 7, σ. 37-41.

[11]. Ἐρ. Ζέλλιου-Μαστοροκώστα, Ἡ λογοτεχνία τῆς Μακεδονίας ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Θεσσαλονίκης τὸ 1430 ἕως τὸ 1980, Θεσσαλονίκη, Μέλισσα, 2010.

 

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ε΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡ. 2011