Ζηρίνη Παναγιώτη Γεωπόνου ΑΠΘ,
Φοιτητῆ Ἀνωτ. Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν
Ὁτιδήποτε πράττομεν πνευματικῶς καὶ ὑλικῶς ὡς μονάδες καὶ ὡς σύνολο ὅλα καταλήγουν καὶ ἀφομοιώνονται πλήρως ἀπὸ τὴν πατρίδα μας. Μέρος αὐτῆς εἶναι κάθε δραστηριότητά μας, κάθε ἔργο μας. Ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τοῦ βίου τῆς Πατρίδος μας, τὸ μεγαλεῖο ἢ ἡ ἐξασθένησή της ἐξαρτῶνται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὶς πράξεις τῆς ἀντίστοιχης γενεᾶς Ἑλλήνων. Τάξη πολιτῶν βασικὴ καὶ ἀρρήκτως συναρμοζομένη μὲ τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ἱστορικὴ «διαιώνιση» τοῦ Ἔθνους, εἶναι οἱ συμπολίτες μας ποὺ κατοικοῦν στὶς Κοινότητες καὶ στὰ χωριὰ τῆς ὑπαίθρου, οἱ γεωργοκτηνοτρόφοι μας, οἱ καλλιεργητὲς τῆς πατρώας ἑλληνικῆς γῆς.
Οἱ ἄξιοι πρόμαχοι τῆς ἐργασίας καὶ οἱ ἀκρίτες μας, οἱ ὁποῖοι κρατοῦν ζωντανὴ τὴ ἀφθάστου ὡραιότητος καὶ σπουδαιότητος ἑλληνικὴ παραδοσιακὴ ἀγροτικὴ οἰκονομία καὶ ζωή. Ἡ ἀξία εὑρίσκεται κυρίως στὴν οἰκιακὴ ἀγροτικὴ οἰκονομία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀντίστοιχη ἀγροτικὴ βιοτεχνία καὶ βιομηχανία. Καὶ ἀναφέρομαι στὸ πιὸ αὐθεντικό, ἀλλὰ ταυτοχρόνως καὶ πιὸ «ἀποδεκατισμένο» μέρος τοῦ λαοῦ τῆς χώρας. Πραγματικότητα ποὺ τείνει νὰ ἀποτελέση, μέσῳ τῆς συντελουμένης ἐν συνόλῳ καὶ ἐπὶ σχεδίῳ «γενοκτονίας» μας, τὴν πρώτη πανιστορικῶς ἀφελλήνιση τῶν ἀρχεγόνων προγονικῶν κοιτίδων. Διότι αὐτοὶ δίδουν τὴν σάρκα καὶ τὸ αἷμα στὴν χώρα μας, ὄχι μόνο μὲ τὰ παραχθέντα τοῦ κόπου τους χοϊκὰ γεωργικὰ προϊόντα. Κυριώτερα, διότι μὲ τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν ταύτισή τους μὲ τὴν πανέμορφη ἑλληνικὴ ἐπαρχία ἐμφυσοῦν πνοὴ ψυχῆς στὴν Ἑλλάδα μέσα ἀπὸ τὸ «ὑπάρχειν» καὶ τὸ εἶναι τους, καταβάλλοντας ὡς ἀντίτιμο γι᾿ αὐτὸ ὁλόκληρη τὴν ζωή τους. Ἀκούραστοι στὴν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας καὶ προόδου τῆς Ἑλλάδος ἀέναη καὶ ἀνιδιοτελῆ θυσία τους, καὶ ἂς στέκονται ἀπέναντί τους «στρατιὲς Μήδων, Φραγκολατίνων καὶ Τούρκων» οἱ δυσκολίες καὶ τὰ προβλήματα.
Ἀποφασισμένοι ὡς ἥρωες, ὅποτε καὶ ἐὰν τοὺς καλέσει γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἡ Μητέρα τῶν μητέρων τους, ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν. Ὁ ἀξεπέραστος ἱστορικὸς Ξενοφῶν ἀναφέρει ἐναργέστατα, Οἰκονομικὸς V,7,8,17: «Παρορμᾶ δὲ κατὰ τι καὶ ἡ γῆ τοὺς γεωργοὺς εἰς τὸ νὰ ὑπερασπίζουν τὴν χώραν μὲ τὰ ὅπλα, διότι παράγει τοὺς καρποὺς ἐν ὑπαίθρῳ, τοὺς ὁποίους ὁ ἰσχυρότερος λαμβάνει. Καὶ εἰς τὸ τρέξιμον δὲ καὶ εἰς τὸ ρίψιμον τοῦ ἀκοντίου καὶ εἰς τὸ πήδημα ποία τέχνη καθιστᾶ τοὺς ἀνθρώπους ἱκανωτέρους παρὰ ἡ γεωργία; Ποία δὲ τέχνη ἀνταποδίδει περισσότερα τῆς γεωργίας εἰς τοὺς ἐργαζομένους αὐτήν; Ποία δὲ ὑποδέχεται εὐχαριστότερον τὸν ἐπιμελούμενον αὐτῆς προσφέρουσα εἰς τὸν προσερχόμενον νὰ λάβη ὅ,τι χρειάζεται;… Καλῶς δὲ εἶπε καὶ ἐκεῖνος, ὃς ἔφη τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τροφὸν εἶναι. Διότι, ὅπου ἡ γεωργία ἀκμάζει, ἐκεῖ καὶ αἱ ἄλλαι τέχναι ἀκμάζουν, ὅπου δὲ ἀναγκάζεται ἡ γῆ νὰ εἶναι χέρσος, καταστρέφονται καὶ αἱ ἄλλαι τέχναι σχεδὸν καὶ κατὰ ξηρὰν καὶ κατὰ θάλασσαν».
Εἶναι, δηλαδή, μείζονος καὶ κρίσιμης σημασίας ἡ ἑλληνικὴ γεωργία καὶ οἱ ἄνθρωποί της ποὺ ἀφιερώνονται μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις καὶ ταυτίζονται μὲ αὐτήν, τόσο γιὰ τὴν ἐπιβίωση καὶ ὅσο καὶ γιὰ τὴν εὐτυχῆ ἀνάπτυξη τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. Διὰ νὰ δυνηθῆ ὅμως ἡ γεωργία νὰ ἐκπληρεῖ ὅλους τοὺς σκοπούς της καὶ νὰ ἐκτυλίσσει τέλεια τὶς δυνατότητές της, πρέπει νὰ διατηρεῖ ἀπολύτως ἀμόλυντα καὶ ἀπαλινδρόμητα τὸν χαρακτήρα τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως. Ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, γεωπονιστί, νὰ φέρει «προστασία τῆς ὀνομασίας προελεύσεώς της καὶ τῆς ἀντιστοίχου γεωγραφικῆς περιοχῆς της». Εὔλογο ἀκούγεται τὸ λεχθέν, ὅτι γιὰ νὰ ἐπιτύχωμεν τὸν ἱερὸν αὐτὸν σκοπό, εἶναι ἀπαραίτητον ὅπως ὁ ἀριθμὸς τῶν γεωργῶν μας αὐξηθῆ, ἀλλὰ μὲ μοναδικὸ «κυβερνήτη» τὸ κριτήριο τῆς ποιότητος τῆς προσωπικότητος τοῦ γεωργοῦ. Ὁλοθύμως πιστεύω ὅτι ἐκεῖ θὰ φθάσωμεν ἐὰν καὶ μόνον χρησιμοποιοῦμε, ἀποκλειστικῶς καὶ μὲ ὑπέρμετρο ζῆλο, τὴν μέθοδο τῆς ἑλληνορθοδόξου παιδαγωγίας. Ἐδῶ τείνομεν εὐήκοα ὦτα, μὲ εὐλάβεια, στὸ πλουτάρχειον ρητὸν ἀπὸ τὸ «περὶ παίδων ἀγωγῆς»: «Παιδεία δὲ τῶν ἐν ὑμῖν μόνον ἐστὶν ἀθάνατον καὶ θεῖον». Τοῦτο τὸ πιστεύω μου, χαιρετῶν γονατιστὸς τὴν σημαία τοῦ ἑλληνορθοδόξου πολιτισμοῦ, προσπαθῶ νὰ ἀποτυπώσω μέσα στὸ κείμενο αὐτό. Αὐτὴ ἡ μόνη ἀθάνατη καὶ θεία παιδεία προέρχεται καὶ «ἀναβλύζει», σὲ πεῖσμα ὅλων τῶν ἀντιρρήσεων καὶ αἱρέσεων τοῦ ἐπιγείου τούτου κόσμου, ἀπὸ τὴν πίστη ἡ ὁποία διδάσκεται ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Μόνο αὕτη ἡ πίστις ἐμπεριέχει τὸ ἀδιαμφισβήτητο προνόμιο τῆς γενέσεως καὶ τῆς εὐδοκιμήσεως τῆς «βασιλικῆς ὁδοῦ» τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Ἐπειδὴ πιστεύω ἀκράδαντα στὴν ἀξία τῆς μελέτης καὶ τῆς ἐρεύνης, φαίνεται στὸ νοῦ μου ἀδιανόητο νὰ καταπιαστεῖ κάποιος ἐπιστημονικὰ μὲ ὁ,τιδήποτε χωρὶς νὰ διανοεῖται καὶ νὰ συλλογίζεται σύμφωνα πρὸς τὶς ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ παραδεδομένες θεῖες ἀρχὲς καὶ ἀλήθειες. Ἀπὸ ἐκεῖ πρέπει νὰ ἄρχεται καὶ ἐκεῖ νὰ ἐπανέρχεται. Χωρὶς αὐτὲς σκεπτόμενος οὐδεὶς μὲ αὐθεντικὴ κριτικὴ σκέψη καὶ ἠθικὴ συμπεριφορὰ θὰ ὑπάρξει. Ἔρευνα, σκέψεις καὶ ἰδέες, ποὺ δὲν λαμβάνουν χώρα ἐξαιτίας του, διά τοῦ καὶ ἐντός τοῦ εὐθυβολογνώμονος Θεοῦ, παραμένουν φαντασιώδεις σκιὲς ἀνάλογες αὐτῶν τοῦ φιλοσοφικοῦ μύθου τοῦ πλατωνικοῦ «σπηλαίου».
Μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πίστεως «μεταλαμβάνουν» τὴν ὑπόστασή τους ὅλοι οἱ τομεῖς τοῦ ἐπιστητοῦ. Μήπως ὅλος ὁ «καυγάς» τῆς φιλοσοφίας καὶ τῶν παιδιῶν-ἐπιστημῶν της δὲν εἶναι ἡ ἀνεύρεση τῶν πρώτων ἀρχῶν, τῶν πρώτων αἰτίων, κατὰ τὴν ἔχουσα τὸν «πρῶτο λόγο» ἐδῶ Ἀριστοτελικὴ λογική; Μόνο, λοιπόν, μὲ αὐτὴν τὴν μεθοδολογία καὶ δεοντολογία δυνάμεθα νὰ ἐπιτύχωμεν σὲ ὁτιδήποτε θεωρητικὸ ἢ πρακτικὸ ἐπιχειροῦμεν. Ὅσες κοσμογονικὲς θεωρίες, διασήμων ἢ μὴ δημιουργῶν διατείνονται καὶ πρεσβεύουν τὸ ἀδογμάτιστον καὶ τὸ ἐντελῶς ἀποδεικτὸν τῆς σκέψεως, συνθέτουν τὴν «πρώτης γραμμῆς» διανόηση τῆς «δογματικῆς» τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀπάτης. Οἱ ἄθεοι καὶ ἀπάτριδες σοφοὶ καὶ οἱ σοφίες τους εἶναι οἱ ἐγγυητὲς τῆς «εὐημερίας» τῶν λαῶν μέσῳ τῆς δημαγωγικῆς πλάνης καὶ τῆς «μεταφυσικῆς» τοῦ μηδενισμοῦ. Ἔτσι προετοιμάζουν τὴν «ἐκπνευμάτωση» τοῦ ἄϋλου πνευματικοῦ ἀνθρώπου σὲ ἀναλώσιμη καὶ ἐξαϋλώσιμη ὕλη καὶ ἐνέργεια. Χωρὶς αὐταπάτες, αὐτὸ τὸ εἶδος εὐδαιμονίας προτείνουν.