Γράφει ο π. Τέλλος Παπαδόπουλος, Ιερέας στις Κεντρικές Φυλακές, θεολόγος, Δρ. Εγκληματολογίας,
Τους τελευταίους μήνες γινόμαστε δέκτες ενός καταιγισμού ειδήσεων από τα Μ.Μ.Ε. που προβάλλουν εμφαντικά τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους η Πολιτεία εκδηλώνει την μέριμνά της για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κορωνοϊό και ιδίως της υγείας και ζωής των ηλικιωμένων και «ευπαθών». Ως μία υψίστης σημασίας τελεσφόρηση της ως άνω προσπάθειας και μέριμνας-την οποία, βέβαια, κάθε νομιμόφρων πολίτης του κράτους πρέπει γενικώς να αναγνωρίζει και στηρίζει(πρβλ. αρθ. 7, παρ. 1 του Συντάγματος) – πανηγυρικώς «διαφημίζεται» το γεγονός της εξασφάλισης των εμβολίων κατά του κορωνοϊού SARS-Cov 2 και η έναρξη του εμβολιασμού. Ο τελευταίος μάλιστα, ούτε λίγο ούτε πολύ, παρουσιάζεται ως η μόνη, ίσως, οδός που θα επιτρέψει στην ανθρωπότητα να επανέλθει στην προ-κορωνοϊού εποχή, εφόσον όμως βέβαια η μεγίστη πλειονότητα του πληθυσμού εμβολιασθεί.
Προτού προχωρήσουμε στην παράθεση των επιχειρημάτων κατά της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, (είτε αυτός επιβάλλεται ευθέως είτε εμμέσως), διευκρινίζουμε εξ αρχής και μετ’ εμφάσεως ότι οι σχετικές αντιρρήσεις και ενστάσεις μας επ’ ουδενί δεν συνιστούν αμφισβήτηση της υψίστης αναγκαιότητας,καθώς και της μεγίστης αξίας κοινωνικής αποστολής του λειτουργήματας, των ιατρών, νοσηλευτών και λοιπών εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Ως ιερείς μάλιστα καλούμαστε, καθημερινώς, να προσευχόμαστε υπέρ υγείας και φωτισμού όχι μόνο των «εν ασθενείαις», αλλά και των διακονούντων αυτούς αδελφών, αναγνωρίζοντας την πολύτιμη προσφορά τους. Είναι δε μετά συγκινήσεως που παρακολουθούμε,τους τελευταίους μήνες, πολλούς από αυτούς να περιθάλπουν και υπηρετούν με απαράμιλλη αυταπάρνηση και αυτοθυσία τους ασθενείς, «ελαχίστους» αδελφούς του Κυρίου, τηρούντες στην πράξη το«ουσιώδες» του ευαγγελικού μηνύματος (πρβλ. Ματθ. 25, 31-46).
Απ’ την άλλη όμως, ως υπεύθυνοι ποιμένες, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε και κάποιους σοβαρότατους προβληματισμούς, αμφισβητήσεις και ενστάσεις σε σχέση με την σκοπιμότητα και ωφελιμότητα κάποιων υγειονομικών μέτρων (ως είναι εν προκειμένω ο εμβολιασμός), τις οποίες διατύπωσαν έγκριτοι επιστήμονες, κάποιοι μάλιστα από τους οποίους τυγχάνουν παγκοσμίου αναγνωρίσεως και κατέχουν εξέχουσα θέση και κύρος στην ιατρική και επιστημονική κοινότητα.
Η σύγχρονη δε τεχνολογία των πληροφοριών και επικοινωνιών μάς δίνει τη δυνατότητα να πεισθούμε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι οι εν λόγω ενστάσεις δεν είναι προϊόντα «συνωμοσιολογίας» και ούτε παρουσιάζονται κατά τρόπο αποσπασματικό με σκόπιμες παραλείψεις ή προσθήκες λέξεων, έτσι ώστε το τελικό τους νόημα να προσλαμβάνεται αλλοιωμένο ή νοθευμένο. Και τούτο, γιατί αυτοί οι ίδιοι οι «ετεροφρονούντες» Επιστήμονες εμφανίζονται στην οθόνη να ομιλούν, να αναλύουν και τεκμηριώνουν με παρρησία τα επιχειρήματά τους.
Από τους ως άνω σαφώς αντιτασσομένους στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού και εκφράζοντες σοβαρότατες επιφυλάξεις για κάποια (όχι βέβαια όλα) εμβόλια επιλέξαμε έναν, του οποίου το κύρος και η αξιοπιστία είναι αδιαμφισβήτητα. Πρόκειται για τον Δρ LukMontagnier, κορυφαίο ιατρό Ιολόγο, κάτοχο Νόμπελ Ιατρικής (2008), ο οποίος, συν τοις άλλοις, ανακάλυψε και τον ιό του AIDS.
Παραθέτουμε στη συνέχεια, σε ακριβή ΄έγκυρη μετάφραση, αποσπάσματα συνέντευξης, που έδωσε «διά ζώσης» στον RichardBoutry για την FranceSoir, στις 17 Δεκεμβρίου 2020 ο ως άνω Επιστήμονας.
Διευκρινίζουμε εξαρχής ότι οι όντως συνταρακτικές και σαφώς ανησυχητικές διαπιστώσεις του περί «φίμωσης» και «χειραγώγησης» ιατρών από τις κρατικές αρχές σχετίζονται με τα όσα συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες στη Γαλλία και Κίνα (και όχι στην Κύπρο). Αναφέρει, λοιπόν, ο Νομπελίστας και θα λέγαμε «πρύτανης» των ανά το παγκόσμιο ιολόγων ιατρών, βιολόγων, βιοχημικών κ.λπ.: «Ηεπιστήμη μάς μαθαίνει αλήθειες, αλλά δεν τις πιστεύουμε. Τις αλλάσσουμε σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομίας. Το γεγονός ότι Υπουργός Υγείας της Γαλλίας απαγορεύει ένα φάρμακο που φαίνεται να δρα κατά του ιού είναι παράλογο. Είμαστε κόσμος παρανοϊκών. Δεν συνταγογραφείται κάτι που κάνει καλό, που σώζει τους ανθρώπους από τον θάνατο. Οι γιατροί δεν έχουν το δικαίωμα να το συνταγογραφήσουν» .
(Στη συνέχεια αναφέρεται σε κάποιους Κινέζους ερευνητές). «Οι ερευνητές έχουν εντολή να μη μιλήσουν. Υπάρχει γενική συγκάλυψη (coverup).Είναι και οι επιστήμονες πουλημένοι. Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί λένε αυτό το μεγάλο ψέμα. Πρώτα απ’ όλα είναι το χρήμα. Πληρώνονται για να λένε αυτό που λένε. Και αν δεν το πουν πιθανόν να χάσουν τη θέση τους. Υπάρχει, λοιπόν, και ο φόβος μην χάσουν την καριέρα τους, αν πουν την αλήθεια. Επίσης, νομίζω ότι, υπάρχει μία πίεση από τα Μέσα Ενημέρωσης».(Σημειώνουμε, βέβαια, ότι από τις 17 Δεκεμβρίου 2020, που δόθηκε η συνέντευξη και μετά, μπορεί να έλαβαν χώρα, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Κίνα, σοβαρές «επί το βέλτιον» αλλαγές, τις οποίες δεν γνωρίζουμε).
Στη συνέχεια, ο Δρ Luk Montagnier, αναφέρεται ειδικά στα εμβόλια. Είναι πολύ σημαντική η παρατήρησή του ότι, κατ’ αρχήν, δεν τάσσεται κατά των εμβολίων. Εμφαντικά τονίζουμε την τοποθέτησή του αυτή, προκειμένου να ανατρέψουμε έναν άκρως παραπλανητικό ισχυρισμό, που ενίοτε προβάλλουν όσοι «υπερθεματίζουν» υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού, χωρίς, συν τοις άλλοις, να αναγνωρίζουν το αυτονόητο δικαίωμα του κάθε υποψηφίου προς εμβολιασμό πολίτη να ενημερωθεί με διαφάνεια, πληρότητα και αντικειμενικότητα για την δράση και τυχόν παρενέργειές του συγκεκριμένου εμβολίου, το οποίο πρόκειται να δεχθεί μέσα στο σώμα του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι συκοφαντικός και εσφαλμένος, διότι προκύπτει ως συμπέρασμα του πιο κάτω «διάτρητου» συλλογισμού, του οποίου η «μείζων» πρόταση περιέχει σοβαρές αναλήθειες:
• «Όλα ανεξαιρέτως τα εμβόλια υπήρξαν ανέκαθεν μία μεγάλη ευλογία για την ανθρωπότητα και έσωσαν αναρίθμητες ζωές, σε καμία δε περίπτωση δεν είχαν δυσάρεστες παρενέργειες». (Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν και εμβόλια τα οποία στην πράξη αποδείχθηκαν είτε μη αναγκαία είτε σε κάποιους ανθρώπους επιβλαβή, μέχρι και θανατηφόρα!).
• «Μία σημαντική μερίδα πολιτών θεωρεί ότι το προσφάτως εισαχθέν στην Κύπρο κατά του κορωνοϊού εμβόλιο ενδεχομένως να έχει αρνητικές επιπλοκές σε κάποιους ανθρώπους, γι’ αυτό και επ’ ουδενί δεν πρέπει να είναι υποχρεωτικό. (Η πρόταση αυτή είναι αληθής, όμως η αμέσως επόμενη πρόταση (συμπέρασμα) είναι παραπλανητική, διότι ακριβώς στηρίζεται σε μη αληθή μείζονα πρόταση.
• (Παραπλανητικό) Συμπέρασμα: Οι πιο πάνω φανατικοί και «ψεκασμένοι» αρνητές του εμβολίου (αντιεμβολιαστές) βάζουν τροχοπέδη στην προσπάθεια εξολόθρευσης ενός θανατηφόρου ιού και θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και ζωή των συνανθρώπων τους. (Πρέπει ιδιαιτέρως να τονίσουμε ότι ο χαρακτηρισμός των μη αποδεχομένων την υποχρεωτικότητα του συγκεκριμένου εμβολιασμού ως «αντιεμβολιαστών» (δηλαδή ως απορριπτόντων αναφανδόν όλα ανεξαιρέτως τα εμβόλια ως επιβλαβή) είναι σαφέστατα ψευδής και συκοφαντικός).
Προτού αφήσουμε τον Νομπελίστα Καθηγητή- Ερευνητή να αποδομήσει και καταρρίψει το «σόφισμα», πρέπει να δώσουμε και μια πρώτη «καθησυχαστική» απάντηση προς τους ως άνω κατηγορηματικά μη αποδεχομένους τον κατά προαίρεσιν (και άρα μη καταναγκαστικό (ευθέως ή εμμέσως) εμβολιασμό). Τους απαντούμε, λοιπόν, υποβάλλοντας το εξής ερώτημα: «Προς τί η αγωνία και επιμονή σας να πείσετε (ή και να πιέσετε) τους πάντες να εμβολιασθούν; Εφόσον θεωρείτε ότι εσείς εμβολιαζόμενοι προστατεύετε τον εαυτό σας από τον κορωνοϊό, ουδείς σας εμποδίζει να το πράξετε. Σεβασθείτε, όμως, και την ελευθερία των μη επιθυμούντων τον εμβολιασμό, όπως και οι τελευταίοι πρέπει να σέβονται την δική σας. Εξάλλου, εφόσον εσείς είστε προστατευμένοι και θωρακισμένοι διά του εμβολίου, προφανώς δεν κινδυνεύετε από τους μη εμβολιασθέντες» .
Ο καθηγητής, λοιπόν, Δρ Luk Montagnier, στην συνέχεια, διευκρινίζει με σαφήνεια ότι δεν τάσσεται συλλήβδην εναντίον όλων των εμβολίων, αλλά κατ’ αρχήν και με βεβαιότητα εναντίον εκείνων τα οποία δεν έχουν επαρκώς δοκιμασθεί, εφόσον υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο να έχουν επιβλαβείς επιπλοκές.
«Πρώτα απ’ όλα δεν είμαι κατά των εμβολίων ούτε κατά των φαρμάκων» δηλώνει απερίφραστα. Και ερωτά: «Αλλά γιατί αυτή η επικέντρωση στο εμβόλιο; Υπάρχει και εδώ το θέμα του κέρδους. Υπάρχουν επιχειρήσεις που θέλουν να κερδοσκοπήσουν. Νομίζω πως η οικονομική διάσταση αυτού του θέματος είναι πολύ σημαντική. Τα εμβόλια, κάποιες φορές, είναι βλαβερά. Πρέπει να το τονίσουμε αυτό. Τα εμβόλια όταν διασταυρώνονται με μία ασθένεια στο σώμα είναι πολύ βλαβερά. Ένα εμβόλιο μπορεί να είναι καλό ή κακό, αλλά πρέπει αυτό να αποδειχθεί (…).Ένα εμβόλιο σαν φάρμακο εξ ορισμού δεν έπρεπε να σκοτώνει, να έχει παρενέργειες που να οδηγούν στον θάνατο. Και νομίζω πως οι εμβολιαστές ξεχνούν την Ιπποκράτεια Αρχή «του μη βλάπτειν» ».
Τονίζουμε, βέβαια, και πάλι ότι αναφερόμενος ο Δρ Luk Montagnier σε ερευνητές, που «έχουν εντολή να μη μιλήσουν» και σε «επιστήμονες που είναι πουλημένοι», έχει υπ’ όψιν του τα συμβαίνοντα στην Γαλλία και Κίνα (και όχι, προφανώς, στην Κύπρο). Όμως, επειδή το πρόβλημα του κορωνοϊού είναι παγκόσμιο, οι δε προτεινόμενες λύσεις προς αντιμετώπισή του (ως λ.χ. ο εμβολιασμός) σχεδιάζονται από εκτός της πατρίδας μας «κέντρα», δεν είναι δυνατό να αγνοήσουμε τις ως άνω τοποθετήσεις του. Τα δε ερωτήματα που γεννώνται, τουλάχιστον σε σχέση με την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, είναι εύλογα: Σε περίπτωση, λ.χ., που οι πολιτικοί μας άρχοντες (βουλευτές κ.λπ.) κληθούν, στο προσεχές μέλλον, να συνδιασκεφθούν, για να ψηφίσουν νόμο σχετικό με τον εμβολιασμό, μπορούμε να έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη και βεβαιότητα ότι θα μείνουν ανεπηρέαστοι από «έξωθεν» πιέσεις και ότι θα σεβασθούν και υπερασπισθούν, όπως διατείνονται, την υγεία και τη ζωή των αδυνάτων μελών της κοινωνίας μας (ηλικιωμένων και ευπαθών), καθώς και το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως του σώματος του κάθε πολίτη, (το οποίο κατάφωρα προσβάλλεται, όταν ο εμβολιασμός επιβάλλεται, ευθέως ή εμμέσως, ως υποχρεωτικός);
Προτού δώσουμε απάντηση στο εξαιρετικά κρίσιμο ερώτημα, πρέπει να παραθέσουμε ένα σημαντικότατο δεδομένο, το οποιο αποτελεί και αδιαμφισβήτητη δέσμευση του νομοθέτη να σεβασθεί το ως άνω δικαίωμα αυτοδιάθεσης.
Να σημειώσουμε, λοιπόν, ότι με τον νόμ. 31 (111) / 2001 της Κυπριακής Δημοκρατίας επικυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη Βιοϊατρική του 1997,και ως εκ τούτου, οι διατάξεις της ως άνω συμβάσεως έχουν, με βάση το άρθ. 169, παρ. 3 του Συντάγματος, «ηυξημένην ισχύν έναντι οιουδήποτε ημεδαπού νόμου». Γι’ αυτό και θα είναι αντισυνταγματικός κάθε νόμος, ο οποίος θα επιβάλλει υποχρεωτικόν εμβολιασμό, εφόσον το άρθ. 5 της ως άνω Συμβάσεως ορίζει μετά σαφηνείας τα εξής:
« Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του.
Το πρόσωπο αυτό θα ενημερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και κινδύνους που αυτή συνεπάγεται.
Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί ελεύθερα και οποτεδήποτε να ανακαλέσει τη συναίνεσήτου» .
Επανερχόμαστε στο κρίσιμο ερώτημα στο οποίο η απάντηση, εκ πρώτης όψεως, (τουλάχιστον ως προς το πρώτο σκέλος του), φαίνεται αυτονόητη. Και τούτο γιατί θα έλεγε κανείς ότι είναι αδιανόητο να δεχθούμε ως πραγματικό το ενδεχόμενο οι βουλευτές μας να φθάσουν σε τέτοια κατάσταση «κλονισμού της ικανότητας αξιολογικής επιλογής», (έστω και ισχυρώς πιεζόμενοι από «έξωθεν» κέντρα), ώστε να λάβουν αποφάσεις με τις οποίες, όχι μόνο δεν θα προστατεύεται, αλλά αντιθέτως θα τίθεται σε κίνδυνο η υγεία και η ζωή κάποιων αδυνάτων μελών της κοινωνίας.
Και όμως! Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορούμε, τελικώς, με βεβαιότητα να το αποκλείσουμε. Και τούτο γιατί, σε ανύποπτο χρόνο, οι Βουλευτές της παρούσας Βουλής έδωσαν «δείγματα γραφής», αναφορικά με τη στάση τους απέναντι στην αξία της ζωής των αδυνάτων. Η διαφορά ήταν ότι σ’ αυτή την περίπτωση τα αδύνατα μέλη της κοινωνίας, των οποίων η αξία της ζωής τέθηκε εν αμφιβόλω, δεν ήσαν οι ηλικιωμένοι και υπέργηροι, αλλά πολύ μικρότερα στην ηλικία, γι’ αυτό και περισσότερο ανήμπορα και εξαρτώμενα άτομα. Στο στόχαστρο μικρά πλασματάκια, με ψυχή που νοιώθει, χαίρεται και πονεί και σώμα που έχει σχηματισμένα όλα τα όργανά του (κεφάλι (εγκέφαλο, μάτια, αυτιά, μύτη, στόμα,), καρδιά, πνεύμονες, στομάχι, έντερα, νεφρά, σηκώτι, σπονδυλική στήλη, πόδια, χέρια, κ.λπ.).
Το δίλημμα: Να τα προστατεύσουμε, αν τυγχάνουν ανεπιθύμητα ή να επιτρέψουμε την θανάτωσή τους (έκτρωση), υπό τον όρο ότι αυτήν την διενεργεί ιατρός, με την συναίνεση της μητέρας; Και ιδού η απάντηση στο δίλημμα: Τριάντα τρεις (33) από τους εκπροσώπους μας στη Βουλή ύψωσαν την χείρα για να διακηρύξουν πανηγυρικά: «Για μας προέχει «η διασφάλιση του ανθρωπίνου δικαιώματος κάθε γυναίκας να ορίζει το σώμα και την υγεία της». (Βλ. δήλωση της τότε βουλευτού Στέλλας Κυριακίδου στα Πρακτικά της Βουλής (30 Μαρτίου 2018). Οι ιατροί είναι ελεύθεροι να προβαίνουν σε θανάτωση εμβρύων ηλικίας τριών μηνών, εφόσον προς τούτο συναινεί η μητέρα, τα δε έξοδα της όλης διαδικασίας θα αναλαμβάνει, εξ ολοκλήρου, ο φορολογούμενος λαός!!».(Είναι, βέβαια, παρήγορο το ότι οκτώ (8) εκ των αντιπροσώπων μας τίμησαν την ψήφο που τους εμπιστεύθηκε ο λαός και αρνήθηκαν να νομιμοποιήσουν την εν ψυχρώ θανάτωση αθώων και ανυπεράσπιστων παιδιών, υπερασπιζόμενοι μετά παρρησίας την απόλυτη αξία της ανθρωπίνης ζωής).
Σε σχέση, λοιπόν, με το πρώτο σκέλος του ερωτήματός μας, δυστυχώς, αδυνατούμε να δεχθούμε μετά πάσης βεβαιότητος, ότι οι βουλευτές μας σέβονται την αξία της ζωής των αδυνάτων (λ.χ. των υπεργήρων) και ως εκ τούτου σε καμιά περίπτωση (όσες πιέσεις και αν δεχθούν) δεν θα λάβουν αποφάσεις με τις οποίες καθίσταται, για τους ως άνω, υποχρεωτικό το εμβόλιο, το οποίο, κατά την άποψη εγκρίτων επιστημόνων, ενδεχομένως να προκαλέσει σε κάποιους από αυτούς σοβαρότατες επιπλοκές και μη αναστρέψιμες βλάβες.
(Βέβαια, αλλοιώς θα ήταν τα πράγματα και θα είχαμε ισχυρά τεκμήρια ότι οι βουλευτές μας ορθώς πλέον ιεραρχούν τις αξίες του κοινού βίου (έννομα αγαθά), εκ των οποίων υψίστη θέση έχει η ανθρώπινη ζωή, αν προέβαιναν άμεσα στην εξής διορθωτική κίνηση: Κατάργηση του νόμου που νομιμοποιεί τις εκτρώσεις και αντικατάστασή του με τέτοιες νομοθετικές ρυθμίσεις, ώστε η «επί ποινή» απαγόρευση των εκτρώσεων να αφορά και να απευθύνεται μόνο στους ιατρούς, στην δε έγκυο μητέρα, που κυοφορεί το «υποτιθέμενο» ανεπιθύμητο τέκνο, να παρέχεται κάθε δυνατή, οικονομική, ηθική, ψυχολογική κ.λπ., στήριξη προς συνέχιση της εγκυμοσύνης και γέννηση του τέκνου).
Ως προς το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός μας (σεβασμός του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του σώματος) υπάρχουν, κατ’ αρχήν, ενδείξεις θετικότατες, οι οποίες, εκ πρώτης όψεως, αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο οι βουλευτές να «αυτοαναιρεθούν», ψηφίζοντας νόμο ο οποίος να επιβάλλει, έστω και εμμέσως, ως υποχρεωτικό τον εμβολιασμό. (Έμμεσο καταναγκασμό έχουμε στην περίπτωση που δεν απειλείται μεν, με ποινή ή πρόστιμο, η άρνηση του εμβολιασμού, πλην όμως η άρνηση αυτή συνεπάγεται ποικίλους κοινωνικούς αποκλεισμούς (ως λ.χ. μη δυνατότητα πρόσληψης στην δημόσια υπηρεσία ή στον ιδιωτικό τομέα εργασίας ή εισδοχής σε δομές παιδικής μέριμνας ή φροντίδας ηλικιωμένων ή μη δυνατότητα μετακίνησης σε άλλα κράτη ή ακόμα και αποκλεισμό από δημόσια ή ιδιωτικά εκπαιδευτήρια κ.ο.κ.).
Μιλούμε δε για «αυτοαναίρεση» γιατί ακριβώς, όπως προαναφέραμε, η πλειοψηφία των Βουλευτών μας, προκειμένου να δικαιολογήσει την νομιμοποίηση των εκτρώσεων, προσέδωσε στο δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του σώματος τόσο μεγάλη αξία (σαφέστατα, βέβαια, ασύμμετρα μεγάλη σε σχέση με άλλα έννομα αγαθά, όπως αυτό της ζωής), ώστε να φαντάζει ως μία υψίστου μεγέθους ανακολουθία τυχόν εκμηδενισμός του δικαιώματος αυτού, διά της νομοθετικής επιβολής υποχρεωτικού εμβολιασμού. Σε μία τέτοια περίπτωση θα λάβει χώρα το εξής οξύμωρο: «Η πολιτεία, από τη μιαπαραχωρεί πανηγυρικά στην έγκυο μητέρα το δικαίωμα να διαθέτει το σώμα της, ώστε διά «ιατρικής» πράξης να αφαιρεθείη ζωή του κυοφορούμενου τέκνου της και από την άλλη δεν της αναγνωρίζει το αυτονόητο: Δηλαδή το δικαίωμα να αρνηθεί ένα αμφιβόλου αποτελεσματικότητος και αγνώστων επιπλοκών εμβολιασμό».
Βέβαια, το ευκταίο και επιβεβλημένο είναι όπως το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως του σώματος λάβει την ορθή του θέση στην ιεράρχηση των εννόμων αγαθών, που είναι, σαφώς, υποκάτω της αξίας της ανθρωπίνης ζωής, αλλά και υπεράνω κάθε πατερναλιστικής κίνησης εκ μέρους της πολιτείας (όπως είναι η επιβολή υποχρεωτικών εμβολιασμών).
Τελειώνοντας, δηλώνουμε, μετ’ εμφάσεως ότι,όπως ακριβώς η Πολιτεία σέβεται την ελευθερία και διευκολύνει όσους θέλουν να εμβολιασθούν οφείλει, ομοίως, να σεβασθεί απολύτως και την ελευθερία αυτών οι οποίοι, για τους δικούς τους λόγους, δεν επιθυμούν τον εμβολιασμό. Αν δε, ως μη όφειλε, εκδοθούν διατάγματα ή νόμοι που να επιβάλλουν, ευθέως ή εμμέσως, υποχρεωτικόν εμβολιασμό, αυτά θα είναι σαφέστατα αντισυνταγματικά και θα συνεπάγονται στραγγαλισμό της ελευθερίας του προσώπου και υπονόμευση της δημοκρατίας. Γι’ αυτό και προσευχόμαστε όπως ο Κύριος λαλήσει «εις την καρδίαν των αρχόντων μας αγαθά υπέρ του λαού Του», έτσι ώστε να μην ληφθούν ποτέ τέτοιες ολέθριες αποφάσεις, που θα διαταράξουν συθέμελα «το ήρεμον και ησύχιον» του κοινωνικού βίου.
Η ελευθερία του προσώπου και η δημοκρατία είναι τα διακυβευόμενα, γι’ αυτό και ο κυρίαρχος λαός,(πρβλ. άρθ. 31 του Συντ.), πρέπει να ευρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση και ετοιμότητα αντίστασης. Εν προκειμένω ισχύει ο διαχρονικός λόγος του Βενιαμίν Φραγκλίνου, ελαφρώς παραφρασμένος: «Λαός που είναι πρόθυμος να δώσει την ελευθερία του για χάρη της υποτιθέμενης ασφάλειάς του δεν αξίζει ούτε την ελευθερία ούτε την ασφάλεια».