Στό σοβαρό αὐτό ἐρώτημα ἡ ἀπάντηση εἶναι ὄχι ἀφοῦ ἡ θρησκεία ὡς ὅρος ἔχει ἀρνητική ἔννοια. Ὑπάρχουν πολλές θρησκεῖες πού δημιουργήθηκαν ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἔως καί τίς μέρες μας. Καί λέω δημιουργήθηκαν γιατί ὑπάρχουν ὡς ἔργα «χειρῶν ἀνθρώπων», ὡς κατασκευάσματα τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Πράγματι, ὁ ἄνθρωπος βλέποντας ὅτι εἶναι πολύ μικρός μέσα στήν ἀπέραντη δημιουργία, ἀνασφαλής μέσα στά πλαίσια καί τίς ἐξελίξεις δίπλα του, πού μοιάζουν νά τοῦ ἀπειλοῦν τήν ἴδια του τήν ζωή, βρισκόμενος σάν σταγόνα στόν ὠκεανό δημιουργεῖ θεότητες γιά νά ἑρμηνεύσει τά ἄγνωστα γι᾽αὐτόν καί νά ἡσυχάσει. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι καί ὀνομάζεται θρησκεία. Ἡ δημιουργία θρησκείας δηλαδή ἀφορᾶ στήν κάλυψη αὐτοῦ τοῦ ὑπαρξιακοῦ κενοῦ, αὐτῆς τῆς ἀνασφάλειας. Πρόκειται λοιπόν γιά κάτι πού μοιάζει φυσικό μέν καί ἀναγκαῖο, ἀλλά καί ταυτόχρονα ἀσθενές, παθολογικό καί μή πραγματικό. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι τό ἀκριβῶς ἀντίθετο, γι᾽αὐτό καί δέν εἶναι θρησκεία! Τί εἶναι ὅμως; Εἶναι κίνηση τοῦ Θεοῦ νά βρεῖ τόν ἄνθρωπο καί νά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Ἡ πίστη στό Χριστό εἶναι ἀποκάλυψη Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Πλάστης ἀναζητᾶ τό πλάσμα Του. Αὐτή ἡ ὑπερφυσική θεία Ἀποκάλυψη χαρακτηρίζει καί διακρίνει τόν Χριστιανισμό ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη δοξασία. Αὐτή ἡ ἀλήθεια δηλώνει ὅτι ἡ πίστη στό Χριστό δέν εἶναι θρησκεία.
Πῶς ὅμως ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη;
Μέσω «σημείων», δηλαδή μέσω θαυμαστῶν γεγονότων.[1] Τό πιό σύνηθες εἶναι τό σημεῖο νά δίνεται μέσω ἐνυπνίων, χρησμῶν καί προφητειῶν.[2] Ὡς πρός τό θέμα αὐτό μέ σαφήνεια διαβάζουμε: « καί ἐπηρώτησεν Σαούλ διά Κυρίου καί οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ Κύριος ἐν τοῖς ἐνυπνίοις καί ἐν δήλοις καί ἐν τοῖς προφήταις».( Α´Βασ. 28,6). Γιά τά ἐνύπνια καί τήν προφητεία θά ἀναφερθοῦμε σέ ἄλλη εὐκαιρία. Ὡς πρός τούς χρησμούς ὅμως μποροῦμε νά ποῦμε μερικά συνοπτικά στοιχεῖα. Τό ἱερό κείμενο στό Α´ Βασιλειῶν ἀναφέρει ὅτι μεγάλες μορφές ὅπως οἱ Σαούλ καί Δαβίδ πρίν ἀπό σημαντικές ἀποφάσεις τους συμβουλεύονταν τούς χρησμούς. ( Α´ Βασ. 14, 18. 22,10. 23,6). Ἡ πληροφόρηση αὐτῆ τῶν βασιλέων συνδέεται μέ τά «Οὐρίμ» καί τά «Θουμμίμ» πού ἦταν ἀντικείμενα (κλήροι), τά ὁποῖα ἰσοδυναμοῦσαν τά πρώτα γιά θετική ἀπάντηση ἐνῶ τά δεύτερα γιά ἀρνητική. «Αὐτά τοποθετοῦνταν στό περιστήθιο («λογεῖον» Ο´), πού ἦταν δεμένο πάνω στό ἱερό ἔνδυμα Ἐφούδ τοῦ ἀρχιερέα, καί σχετίζονταν μέ τό ἔργο του ὡς μεσάζοντα μεταξύ Θεοῦ καί τοῦ λαοῦ του. Μέ τούς κλήρους οἱ ἰουδαῖοι μάντευαν τή θέληση τοῦ Θεοῦ σέ σοβαρά ζητήματα (βλ. Α´Βασ. 14, 37-41. 23,2.11. 30, 7-8. Β´Βασ. 2,1. 5,19 κ.ἄ.)».[3] Τά Οὐρίμ καί τά Θουμμίμ θά περιέλθουν στήν ἀφάνεια μετά τήν βασιλεία τοῦ Δαβίδ, τότε πού ἐμφανίζονται οἱ προφῆτες. Αὐτοί θά ἀναλάβουν πλέον ἐξ ὁλοκλήρου τό ἔργο τῆς μεταφορᾶς τῶν μηνυμάτων τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Ὅμως γιά τήν δημιουργία τῆς προφητείας, τίς μορφές της καί τήν διατήρησή της μέχρι καί σήμερα θά γίνει ἀναφορά σέ ἐπόμενο κείμενό μας.
[1] Γιά τό θέμα αὐτό διαβάζουμε στό Βιβλίο Α´Βασιλειῶν (20,22. 25,32).
[2] Καλαντζάκη Σ., Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 2006, σ.418.
[3] Καλαντζάκη Σ., Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 2006, σ.418.