Εἰρήνης Κ., φιλολόγου
Πρὸ τριετίας συνάντησα στὸ Πανεπιστήμιο ἕναν ἑλληνιστὴ Βέλγο φοιτητὴ ποὺ ἐνθουσιαζόταν κατανοώντας τὸ βάθος λέξεων ὅπως ἡ ὠτοασπίδα ἢ ἡ ὀδοντογλυφίδα. Χαμογελοῦσε ὅποτε ἔβλεπε πυγολαμπίδες ἢ ἄκουγε «ζήτω» γιὰ χειρουργοὺς καὶ ταξίδια τοῦ μέλιτος. Γιὰ σκέψου, μοῦ ἔλεγε, πόσο εὔστοχα οἱ ἴδιες οἱ λέξεις σας ὁρίζουν τὶς ἐποχές: φθινόπωρο, ἔαρ/ἄνοιξη, θέρος/καλοκαίρι… Κι ὅμως πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς εἴμαστε ἀνυποψίαστοι.
Εἶναι γοητευτικὸ νὰ ὑποψιάζεται κανεὶς γιὰ τὴ διαρκῆ ροὴ τῆς γλώσσας μας, τὶς ἀέναες ἀλλαγὲς σὲ φωνητικό, μορφολογικὸ καὶ σημασιολογικὸ ἐπίπεδο. Τὰ πρόβατα στὸν Ἀριστοφάνη βέλαζαν «βήβη» (ἀφοῦ τὸ η ἦταν μακρὸ ε, ὅπως ἀντιστοίχως διέφερε τὸ ω μέγα ἀπὸ τὸ ο μικρόν), ἡ ἱστορία στὴν ἐποχὴ τοῦ Περικλῆ κι ἀργότερα γραφόταν ΗΙΣΤΟΡΙΑ (λόγῳ δασείας, βλ. History), ἐνῷ περίπτερο ὀνόμαζαν εὔλογα τὸν ναὸ ποὺ εἶχε ὁλόγυρα κίονες… Ταυτόχρονα, ὡς σήμερα μιλᾶμε γιὰ σανδάλια, Θεό, σέλινο, θάλασσα καὶ θὰ προκαλοῦσε ἴλιγγο ἡ συνειδητοποίηση πὼς αὐτὲς οἱ λέξεις ἀκούγονται καὶ γράφονται ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Μυκηναίων, τουλάχιστον ἀπὸ τὸ 1200 π. Χ.
Μπορεῖ, ἔπειτα, ἡ λέξη ναῦς νὰ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο, ἀλλὰ μᾶς κληροδότησε ναύτη, ναυάγιο, ναύαρχο, Ναύπλιο, Ναυσικᾶ. Ὁμοίως ἡ θύρα ἔγινε πόρτα, ἀλλὰ ὁ θυρωρὸς καὶ τὸ θυροτηλέφωνο, ἡ «θύρα 13» δὲν ἄλλαξαν. Ὁ ὑδροχόος δὲν ἔγινε νεροχύτης, ἐνῷ ἡ θήρα ἔγινε κυνήγι μὰ ἄφησε τὰ θηρία, τὸ θήραμα, τοὺς κάθε λογῆς προικοθῆρες, λεξιθῆρες, λαθροθῆρες, βαθμοθῆρες καὶ ψηφοθῆρες. Τὸ ἀλέξω ποὺ σήμαινε ἀποκρούω ἀπεβίωσε νωρίς, ὅμως τὸ κουβαλοῦν ἀκόμα ὁ Ἀλέξανδρος, τὸ ἀλεξίσφαιρο γιλέκο καὶ τὸ ἀλεξικέραυνο, ὁ μαχητικὸς ἀλέκτωρ καὶ τὸ ἀλεξίπτωτο ἐνῷ ὁ πρόγονος νοῦς συνυπάρχει μὲ ὅλους τους κατιόντες συγγενεῖς του, ὀξύνοες νουνεχεῖς ἀνθρώπους ποὺ παρανοοῦν, κατανοοῦν, νουθετοῦν καὶ δὲν διανοοῦνται τὰ ὑπονοούμενα ποὺ ἐννοοῦνται στὴ νοημοσύνη ἢ τὴν ἄνοια.
Ἀντίστοιχα, τὴ ρίζα τοῦ τέμνω συναντοῦμε σὲ λέξεις ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως οὐδόλως συγγενεύουν (διχοτόμος, ἔντομο, σύντομος, ρυμοτομία). Δὲν ξέρω πόσο κουβεντιάζοντας ἔχουμε συνείδηση πὼς συ-ζητᾶμε τὴν ἀλήθεια ἢ ὅταν ἀποκαλοῦμε κάτι ἄψογο τὸ ἐννοοῦμε καὶ δὲν τοῦ βρίσκουμε ψεγάδι, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ψέξει. Ὁμοίως, φαντάζομαι, θὰ ἤμασταν πιὸ διστακτικοὶ νὰ λέμε πὼς συγ-χωροῦμε καὶ μετα-νοοῦμε, ἂν ἤμαστε εἰλικρινεῖς. Πάντως, σήμερα ποὺ τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο κατάλαβαν ὅτι κόσμος σημαίνει κόσμημα καὶ ἐτυμολογώντας βρῆκαν τὴ σχέση οἰκολογίας καὶ οἴκου, προβληματίστηκαν μήπως πρέπει νὰ ἀλλάξουμε ὁρολογία.
Πολὺ στενοχωριέμαι ποὺ μελετώντας τὰ παιδιὰ ἀρχαῖα ἡ μιλώντας οἱ μεγάλοι νέα ἑλληνικά, δὲν κατανοοῦμε τὴ συνέχεια τῆς γλώσσας. Κρίμα, γιατί πολλὰ μαργαριτάρια θὰ ἀποσοβοῦνταν, πολλὲς λέξεις δὲν θὰ ἠχοῦσαν τόσο ἀνοίκειες. Σκεφτεῖτε τὴν τροχοπέδη καὶ συνδυάστε τὴν μὲ τὶς χειροπέδες, τὸ χέρι, τὸ ἐγχειρίδιο. Ἂν δὲν καταλαβαίνετε τὸ «ἄχθος ἀρούρης», ἀναρωτηθεῖτε τί κάνει ὁ ἀχθοφόρος καὶ ὁ ἀρουραῖος… Οἱ τύποι «πληροῖ τοὺς ὅρους», «ἐξόφληση τοῖς μετρητοῖς», «Θεὸς φυλάξοι» «μήνυμα ἐστάλη», «μνήσθητί μου, Κύριε», « σεσημασμένος – συνημμένος – κατεψυγμένος» ἀπαντοῦν καὶ σήμερα ὡστόσο τὰ εἰς – οω συνηρημένα, ἡ δοτική, ἡ εὐκτική, οἱ προστακτικὲς καὶ οἱ μετοχὲς τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου εἶναι κινέζικα – terra incognita γιὰ τοὺς περισσότερους. Ἔπειτα, ἂν εἴχαμε κατανοήσει τὸν νόμο τῆς ἐκτάσεως ἐν συνθέσει τῶν φωνηέντων δὲν θὰ μπερδευόμασταν μὲ τὴν ὀρθογραφία λέξεων ὅπως: κυν-ηγῶ, ποδ-ήλατο, παν-ηγύρι, συν-ωμότης,ψευδ-ώνυμο, δι-ώροφο.
Ἂν καταλαβαίναμε τὴ λέξη ἡμίφωνο, θὰ ὑποψιαζόμασταν πὼς τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ σύνθετα μὲ – ρ -, εἴτε ἀναφερόμαστε σὲ ἀπο-ρρυπαντικά, μετα-ρρυθμίσεις, δια-ρροές, ἀνθρώπους ποὺ αἱμο-ρραγοῦν, καταρ-ρακώνονται ἢ περνοῦν στὸ Ἀντί-ρριο. Ἔγραψα ἡμί-φωνο καὶ σκέφτηκα ἐκεῖνα τὰ προθήματα ὅπως τὸ ἡμί– (=μισό-) ἢ τὸ ἀμφί- (ἀπὸ τὴ μία κι ἀπὸ τὴν ἄλλη) ἀπὸ κοντὰ καὶ τὰ ἐπιθήματα τύπου –ιδιον (ὑποκοριστικό) ἢ -θεν (=ἀπό).
Πόσες λέξεις δὲν συνδέουν μὲ ἀόρατους δεσμούς… ἡμίφως, ἡμίχρονο, ἡμισφαίριο, ἡμιμάθεια, ἡμιανάπαυση, ἡμίθεος, ἡμίτονο, ἡμιτελὴς καὶ ἡμίπαλτο ἀπὸ τὴ μία μαζὶ μὲ τὰ ἀμφιλεγόμενος, ἀμφιταλαντεύομαι, ἀμφίπλευρος, ἀμφιδέξιος, ἀμφίδρομος, ἀμφίβιο, ἀμφιθαλής, ἀμφιθυμία, ἀμφιλύκη, ἀμφορέας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, κατοικίδιο, χοιρίδιο, ἀκτινίδιο, (ὀ)φρύδι(ο), (ὀ)φίδι(ο), ζώδιο, σωματίδιο, ὀγκίδιο, ἀλλὰ καὶ ἀνέκαθεν, παλαιόθεν, πόθεν ἔσχες, παιδιόθεν, μετόπισθεν, πανταχόθεν, ἑκατέρωθεν, θύραθεν, ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη…
Ἠχοῦν περιττὰ ὅλα αὐτά; Σίγουρα εἶναι ἀνούσια ἂν προτιμοῦμε ἁπλῶς νὰ ἐπιπλέουμε ἀνυποψίαστοι γιὰ τὶς ὑποθαλάσσιες ὀμορφιές, ἂν ἡ φαντασία καὶ ἡ παρατηρητικότητά μας ἔχουν ἀτονίσει καὶ τὸ λεξικὸ σκονίζεται στὸ ράφι.
Θὰ ἐπανέλθουμε…
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Θ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡΤ. 2012