ΕΝΑ «ΜΗΝΥΜΑ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ…

GALILAIA

«….Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶναι 30 Νοεμβρίου και α­πὸ αὔριο ἀρχίζει ὁ χειμώνας (Δεκέμβριος-Ἰανουάριος-Φεβρουάριος).

Εορτάζει  ἕνας κορυφαῖος Άγι­ος και αυτός είναι ὁ Απόστολος Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος.

Ο προστάτης μας, αλλά καί ο πρωτοστάτης μας στίς Παρακλήσεις του απέναντι τού Χριστού γιά να μή μάς καταστρέψει ένεκα τών πολλών “καλών πράξεων” πού καθημερινά σ΄ αυτή τήν Πολιτεία κάνουμε…

 Ἑορτάζουν σήμερα πολλοί. 

Ἑορτάζουν ἄν­­τρες ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα Ἀνδρέας ἀλλὰ καὶ πολλὲς γυναῖκες ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα Ἀν­δρι­άνα.

Ἑορτάζει στὴν Πελοπόννησο ἡ Πάτρα, ὅπου μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀν­δρέας. Ἑορτάζει καὶ ἡ πολύδακρυς Κύπρος μας· στὸ ἄκρο τοῦ νησιοῦ, ποὺ τώρα τὸ κατέ­χουν οἱ Τοῦρκοι, ὑπάρχει μοναστήρι τοῦ Ἁ­γίου Ἀνδρέου. Ἑορτάζει καὶ τὸ Πατρι­αρ­χεῖο Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ ὁποίου πολιοῦχος εἶνε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας.

Ποιός όμως ἦταν ὁ Άγιος Ἀνδρέας;

Στοὺς Ἁ­γίους Τόπους, ἀγαπητοί μου, ὑ­πάρ­χει μιά λίμνη ἢ θάλασσα τῆς Τιβεριά­δος ἢ τῆς Γαλιλαίας ἢ τῆς Γεννησα­ρέτ όπως λέγεται.

Στὰ γύρω χωριὰ κατοικοῦσαν ψαρᾶ­δες, ποὺ ἔρριχναν τὰ δίχτυα καὶ ζοῦσαν ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ ἔπιαναν.

Φτωχοὶ οἱ ψαρᾶδες, ἔμεναν σὲ καλύβες. Ἀλ­λὰ μέσα στὶς καλύβες κατοικοῦ­σαν ἄγγελοι.

 Τώρα, δυστυχώς, σὲ σπίτια μεγάλα καὶ διαμερίσμα­τα πολυ­­τελῆ, σὲ μέγαρα καὶ παλάτια μὲ ὅ­λες τὶς ἀ­νέσεις, (δεν κατοικούν άγγελοι) αλλά κατοικοῦν δαί­­μονες…

Γι᾽ αὐτὸ και ὁ Θεὸς ἐ­­πιτρέπει καὶ γίνονται σεισμοί, ποὺ κατεδαφί­ζουν ὑπερήφα­να κτήρια ἀνομίας.

Στὰ δυτικὰ τῆς λίμνης, σὲ μιὰ καλύβα τῆς Βηθσαϊδά, ζοῦσε καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ ἁγίου Ἀν­δρέα. Ὁ πατέρας του ὁ Ἰωνᾶς ἦταν ἕ­νας ἅγι­ος ἄνθρωπος. Τὰ δυὸ παιδιά του ποὺ γνωρίζου­­με –θὰ εἶχε καὶ ἄλλα–, εἶνε ὁ Ἀνδρέας ποὺ ἦ­ταν ἄγαμος καὶ ὁ Πέτρος ποὺ εἶχε οἰκογένεια. Βοηθοῦσαν τὸν πατέρα ψαρεύοντας κι αὐτοὶ μαζί του στὴ λίμνη.

 Ἡ οἰκογέ­νεια, ὅ­πως εἴπαμε, ἦταν φτωχιὰ ἀλλὰ ἔντιμη καὶ εὐ­σεβής. 

Μέσα στὸ σπίτι τοῦ Ἰωνᾶ βασί­λευε εἰ­ρήνη, κακὸς λό­γος δὲν ἀκουγόταν. Τὰ παιδιὰ ἦταν ὑπάκουα, κι ὁ πατέρας τὰ συμ­βούλευε –σὰ νὰ τὸν ἀκούω– στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τοὺς ἔλεγε νὰ τηροῦν τὸν νόμο τοῦ Κυρίου, νὰ προσεύχων­ται, νὰ διαβάζουν τὴ Βίβλο, νὰ ἐλ­πίζουν στὸν οὐράνιο πα­τέρα, νὰ περι­μένουν τὸ Μεσσία, τὴ λύτρωσι τοῦ Ἰσραήλ.  

Ἔτσι ζοῦσε ἡ οἰ­κο­γένεια αὐτή, μέσα ἀπ᾽ τὴν ὁποία βγῆκε ὁ ἀ­πόστολος Ἀνδρέας.
Ὅταν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἄρχισε τὸ κήρυγμα στὸν Ἰορδάνη, ὁ Ἀνδρέας ἦταν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸν πλησίασαν καὶ ἔγιναν μαθη­ταί του. Ἀλλὰ μετὰ τὴ βάπτισι τοῦ Χριστοῦ τὸν ἄκουσαν μιὰ μέρα, αὐτὸς κι ἄλλος ἕνας μαθη­τής, νὰ δείχνῃ τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ λέῃ· «Ἴ­δε ὁ ἀ­μνὸς τοῦ Θεοῦ», δηλαδή νά, τοῦ Θεοῦ τὸ πρόβατο (Ἰω. 1,36), αὐτὸς δηλαδὴ εἶνε ὁ Μεσσίας. Ἀμέσως τότε ἀκολούθησαν τὸν Ἰ­ησοῦ. 

Πῆγαν ἐ­κεῖ ποὺ ἔμενε κ᾽ ἔμειναν μαζί του ἐκείνη τὴν ἡμέρα μέχρι τὶς τέσσερις τὸ ἀπόγευμα ( ακούγοντας τήν πρωτόγνωρη γιά τούς Εβραίους  διδασκαλία Του..

Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη γνωριμία τοῦ Ἀνδρέα μὲ τὸν Χριστό. Καὶ τόσο ἐνθουσιάστηκε γιὰ τὸν θη­σαυρὸ ποὺ ἀνακάλυψε, ὥστε γεμᾶτος χα­ρὰ ἔ­­τρεξε, βρῆκε τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο καὶ τοῦ λέει· «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» (ἔ.ἀ. 1,42). Με­τὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ Χριστὸς τοὺς κάλεσε καὶ ἔγιναν ἐπισήμως μαθηταί του.

 Ὁ Ἀνδρέας ἔμεινε σταθερὰ πιστὸς στὸν Χρι­στό. Δὲν Τὸν ἀρνήθηκε ὅπως ὁ Πέτρος, δὲν Τὸν πρόδωσε ὅπως ὁ Ἰούδας. Ἦταν κοντά Του ὅ­ταν ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ πρῶτο θαῦμα στὸ γάμο τῆς Κανᾶ· Αὐτὸς ποὺ κάνει τὰ κλήματα νὰ παίρνουν τὸ νερὸ καὶ νὰ τὸ κάνουν χυμό, Αὐ­τὸς καὶ τότε ἔκανε τὸ νερὸ κρασὶ μέσα στὰ δο­χεῖα. «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρ­κέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων σου» (Μ. Ἁγιασμ.). Ἦταν κοντά Του σὲ κάθε κήρυγμα, ὅταν ὁ Χριστὸς δίδασκε ἀλήθει­ες ποὺ ποτέ δὲν εἶχαν ξανακουστῆ κ᾽ οἱ ἄν­θρωποι ἔτρεχαν σ᾽ Αὐτὸν ὅπως οἱ μέλισσες στὸν ἀνθό.

 

Ἦταν κοντά Του ὅταν ὁ Χριστὸς ἔ­κανε τὰ μεγάλα του θαύματα καὶ ἔβγαζε δαιμό­νια. Ἦταν κοντά Του ὅταν ὁ Χριστὸς βρέθη­κε μὲ τὰ πλήθη στὴν ἔρημο καὶ ρώτησε· «Πό­θεν ἀ­γοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὗτοι;». Τότε ὁ Ἀνδρέας εἶπε· Εἶνε ἐδῶ ἕνα παιδὶ ποὺ ἔ­χει πέν­τε κρίθινα ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια, «ἀλ­λὰ ταῦ­τα τί ἐστιν εἰς τοσούτους;», ποῦ νὰ φτά­σουν αὐ­τὰ γιὰ τόσους; (Ἰω. 6,5,8).

Κ᾽ ἐν συνεχείᾳ εἶ­δε τὸν Κύριο νὰ τὰ πολλαπλασιάζῃ καὶ νὰ χορταίνουν ὅλοι ἐκεῖνοι.  Ἦταν κοντά Του ὅ­ταν πῆγε στὸ μνῆμα καὶ εἶπε στὸν νεκρὸ Λάζαρο «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,43).

 Ἦταν κοντά Του ὅταν ὁ Χριστὸς μπῆκε στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ τὰ πλήθη σὲ μιὰ πρωτοφανῆ αὐθόρμητη ἐκδήλωσι τὸν ὑ­ποδέχθηκαν καὶ τὰ παιδιὰ φώναζαν «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ἰω. 12,13 = Ψαλμ. 117,26). Κοντὰ στὸΝ Χριστὸ ἦταν ὁ Ἀνδρέας τὴν εὐλογη­μένη νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, στὰ συνταρακτικὰ γεγο­νότα τῶν παθῶν, στὶς ἐμ­φανίσεις τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν Ἀνάστασι, ὅ­ταν ἦρθε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν καὶ εἶπε «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰω. 20,19,21). Πα­ρὼν ἦταν στὴν Ἀνάληψι, ὅταν ὁ Χριστὸς ἔφυγε γιὰ τοὺς οὐρανούς. Παρὼν καὶ στὴν Πεντηκοστή, ὅταν τὸ Πνεῦμα το ἅγιο κατέβηκε «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν» (ἀπόλ. Πεντ.) καὶ ἔκανε τοὺς ἀποστόλους πανσόφους διδασκάλους.

Παντοῦ ὁ Ἀνδρέας ἀκολούθησε πιστὰ τὸ Χριστό. Παρὼν ἦταν καὶ σὲ ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἔχει σχέση μ᾽ ἐμᾶς τούς Έλληνες! Πῆγαν στὰ Ἰεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν Ἕλληνες προσήλυτοι, Ἕλληνες δηλαδὴ ποὺ ἤθελαν νὰ ἐνταχθοῦν στὸν λαὸ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἄκουγαν, ὅτι πα­ρουσιάστηκε ἕνας διδάσκαλος ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Πλάτωνα τὸν Ἀριστοτέλη καὶ τὸν Σωκράτη, πλησίασαν τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ καὶ ζήτησαν νὰ Τὸν δοῦν.

 Τότε ὁ Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Φίλιππο τοὺς ὡδήγησαν στὸ Χριστὸ καὶ ὁ Κύριος χάρηκε ποὺ εἶδε τὸ ἐνδιαφέρον τους· εἶπε μάλιστα μιὰ προφητεία, λόγια ποὺ ἀποτε­λοῦν τὸ μεγαλύτερο ἔπαινο γιὰ τὸ ἔθνος μας.

Εἶπε· «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω.12,23).
(Ήλθε δηλαδή ή ώρα πού διά μέσου τής γνωριμίας αυτής με τούς Έλληνες πού θά γίνουν Χριστιανοί, θα δοξασθεί ο Θεάνθρωπος Χριστός, μιά καί τώρα πού οί Εβραίοι θα μέ αποκηρύξουν καί θα μέ σταυρώσουν φεύγω οριστικά από αυτούς…). 

Ἔτσι ὁ Ἀνδρέας σχετίζεται καὶ μὲ τὸ Έθνος μας (μια και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην αρχή και η Ελλάδα αργότερα κράτησαν και κρατούν ακόμη την αρχαία Αποστολική Παράδοση και την Ορθοδοξία ως το Νέο Ισραήλ της χάριτος του Χριστού πού οί τότε Εβραίοι εσταύρωσαν..).
Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἡ παράδοσις λέει, ὅ­τι οἱ μαθηταὶ σκορπίστηκαν στὰ τέσσε­ρα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ εὐαγγέλιο, καὶ ὁ Ἀνδρέας πῆρε τὸ ῥαβδί του καὶ πῆ­γε στὴ Βιθυνία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στὴν Σκυ­θία ποὺ βρίσκεται στὰ βόρεια τοῦ Εὐξείνου Πόντου (στὴ ῾Ρωσία, ὅπου καὶ τιμᾶται ἰδιαιτέρως), στὴ Χαλκηδόνα, στὸ Βυζάντιο (τὴ σημερινὴ Κωνσταντινούπολι, γι᾽ αὐτὸ τὸ Οἰ­κου­μενικὸ Πατριαρχεῖο τὸν ἔχει προστάτη), στὴ Θρᾴκη, τὴ Μακεδονία, τὴ Θεσσαλία καὶ τὴν Ἀχαΐα, καθὼς καὶ στὸν Πόντο (Ἀμισό, Τραπεζοῦν­τα, Ἡράκλεια, Ἄμαστρι καὶ Σινώπη).

Ἐκεῖ κήρυξε μέσα σὲ μεγάλες δυσκολίες καὶ ἵδρυσε ἐκκλησίες. 
Μετὰ τὴ Σινώπη πέρασε ἀπὸ τὴ Νεοκαισάρεια καὶ τὰ Σαμόσατα. Ὅλες αὐτὲς οἱ περιοχὲς ἄκουγαν γιὰ πρώτη φορὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἔφτασε τέλος στὴν Πάτρα. Κήρυξε κ᾽ ἐκεῖ, ἔ­κανε θαύματα, θεράπευσε ἀρρώστους μετα­ξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὴ γυναῖκα τοῦ ῾Ρωμαίου ἀν­θυπάτου Μαξιμίλα καὶ προσ­είλκυσε στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ ὅλη τὴν πόλι τῶν Πατρῶν. Αὐτὸ προκάλεσε τὸ μένος καὶ τὴν κακία τῶν εἰδωλολατρῶν.

Ὁ ἀν­θύπατος Αἰγεάτης τὸν ἔπιασε, τὸν ἔδεσε καὶ τὸν ἔρ­ρι­ξε στὸ μπουντρούμι ὅ­που τὸν ἄφησε νηστικό. Ὅ­ταν πλέον ἔ­φτασε ἡ ὥρα, τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τὸν θανάτωσε – πῶς νομίζετε; τὸν σταύρωσε ἀνάπο­δα, μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω! άν καί συνήθως εἰ­κονίζεται μὲ σταυρὸ χιαστί. Ἔτσι ἔγινε μιμη­τὴς τοῦ Ἐσταυρωμένου.

 Ἀπὸ ποῦ βγῆκε, ἀγαπητοί μου, ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας; Ἀπὸ μιὰ οἰκογένεια! Τί οικογένεια όμως; Ἂν δὲν ἦταν ὁ εὐ­σεβὴς Ἰωνᾶς, θὰ εἴχαμε σήμερα Ἀν­δρέα; Ἡ οἰ­κογένεια ἔ­χει μεγάλη σημασία γιὰ τὴ διάπλασι τῶν χαρακτή­ρων. 
Ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα εἶνε ἡ ῥίζα τῆς οἰκογενείας καὶ ἡ οἰκογένεια ἡ ῥίζα τῆς κοινωνίας. Ἐὰν ἡ ῥίζα εἶνε σάπια, σάπιοι θὰ εἶνε καὶ οἱ καρποί· ἐὰν ἡ ῥίζα εἶ­νε γερή, καὶ οἱ καρποὶ θὰ εἶνε καλοί.

Ὑπάρχει όμως σήμερα Χριστιανικὴ οἰκογένεια; Ὑ­πῆρχε κάποτε· καὶ ἦταν αὐτὴ τὸ μεγάλο πανεπιστήμιο. Ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ ξεχάσῃς· ἕνα δὲν ξεχνιέται, τὰ λόγια τῆς μάνας τοῦ πατέρα τῆς γιαγιᾶς· φυτεύονται στὴν καρδιά. Τότε οἱ Χριστιανοὶ Ἕλληνες στὶς καλύβες τους τὸ πρωὶ ποὺ ξυπνοῦσαν προσεύχονταν, διάβαζαν Εὐαγγέλιο καὶ βίους ἁγίων.

Ἂν ἀκουγόταν κακὸς λόγος, ἡ ἀγράμματη γιαγιὰ ἔβαζε πιπέρι στὸ στόμα. Γνώρισα ἕναν γέροντα καὶ μοῦ ἔδειξε τὴ γλῶσσα του ποὺ ἦταν καμμένη. Μοῦ τὴν ἔκαψε ἡ μάνα μου μὲ κάρβουνο, λέει, ὅταν εἶπα κάποτε ἕνα κακὸ λόγο… 

Δεῖξτε μου μιὰ τέτοια οἰκογένεια, νὰ πέσω νὰ φιλήσω τὰ πόδια τους. 
Δὲν ὑπάρχει. Τὸ σπί­τι ἔγινε πλέον ξενοδοχεῖο ὕπνου καὶ φαγητοῦ.

Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ χριστιανι­κὲς οἰκογένειες. Ἀπὸ κεῖ θὰ βγῇ ὁ καλὸς δάσκαλος, ὁ γενναῖος ἀξιωματικός, ὁ εὐλαβὴς κλη­ρικός. Ὅσοι εἶστε γονεῖς, σκεφθῆτε τὴν εὐθύ­νη σας· προσέξτε πῶς θ᾽ ἀναθρέψετε τὰ παιδιά, ὥστε νὰ γίνουν ἡ ἐλπίδα γιὰ τὸ μέλλον.

Εἴθε ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ἀν­δρέου, νὰ φυλάῃ ὅλους μας· ἀμήν.

 

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Απομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ἱερό ναὸ του Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης Κυριακὴ 30-11-1980

 

http://patrablog.blogspot.gr/2013/11/blog-post_30.html#more

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα