σε ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ, ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Παρουσίαση τοῦ βιβλίου τοῦ Χαραλάμπους Ἀθ. Μηνάογλου,
“Ὁ Ἀναστάσιος Μιχαήλ ὁ Μακεδών καί ὁ Λόγος περί Ἑλληνισμοῦ”,
Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2014
Θεωρῶ τιμή μου νά παρουσιάσω τό νέο βιβλίο τοῦ ἀγαπητοῦ, πάλαι ἐν μαθηταῖς καί σήμερα συναδέλφου, κ. Χαραλάμπους Μηνάογλου, ὁ ὁποῖος ἐξελίσσεται σέ πολυγράφο, ἀλλά κυρίως, δόκιμο συγγραφέα, ὂχι πλέον πολλά καί καλά ὑποσχόμενο, ὃπως ἒγραφα γι’ αὐτόν παλαιότερα, ἀλλά καί εὐκλεῶς προσφέροντα. Συγχαίρω καί τίς «Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις» καί τόν φίλο Γιῶργο Καραμπελιᾶ γιά τήν ἀνάληψη τῆς ἒκδοσης, κάτι πού θέλω νά πιστεύω, ὃτι τεκμηριώνει ταυτότητα τάσεων καί στόχων.
Τά κείμενα τοῦ κ. Μηνάογλου διαβάζονται εὐχάριστα ὂχι μόνο γιά ὃσα προσφέρουν, ἀλλά διότι ὁ λόγος του, προφορικός καί γραπτός, διαθέτει ἓνα μεγάλο προσόν: τήν ἀρχαιοελληνική ἁπλότητα (ὂχι ἀπλοϊκότητα, φυσικά) καί σαφήνεια. Εἶναι μιά ἀρετή του (σοφόν τό σαφές), πού εὒχομαι νά ἒχει ἰσόβια δἀρκεια. Ὁ δάσκαλός μου Μάρκος Σιώτης, ἀκαδημαϊκός, συνήθιζε νά λέει, ὃτι τό στρυφνό ὓφος δέν εἶναι μόνο τρόπος προβολῆς ἀνύπαρκτης σοφίας, ἀλλά καί βεβαίωση, ὃτι κάποιοι γράφουν ἢ ὁμιλοῦν «μή νοοῦντες μήτε ἃ λέγουσι, μήτε περί τίνων διαβεβαιοῦνται» (Α΄ Τιμ. 1,7). (Ἦταν καινοδιαθηκολόγος ὁ Σιώτης). Παρακολουθῶ , χρόνια τώρα, τήν ἐπιστημονική πορεία τοῦ κ. Μηνάογλου, πού ἀναδείχθηκε σέ φιλότιμο θηρευτή τῆς ἀλήθειας καί συνάγει κριτικά τά πορίσματά του χωρίς τόν ἐλάχιστο βιασμό τῶν πηγῶν του. Διαθέτει τά προσόντα ἑνός εὐσυνείδητου ἱστορικοῦ, πού συνεχῶς πολλαπλασιάζει τή γνώση του μέ τήν ἒρευνα καί γράφει πάντα τεκμηριωμένα καί χωρίς ἀκροβατισμούς, ἀθεμελίωτους στοχασμούς ἐρήμην τῶν πηγῶν, καί ἰδεολογικές δεσμεύσεις. Διαθέτει, ἒτσι, αὐθεντικότητα καί γνησιότητα.Ἡ μεγάλη καί εὐρεῖα γνώση του γιά τήν ὀρθοδοξοπατερική παράδοση καί ὁ σεβασμός του γι’ αὐτήν τόν ἐφοδἰασαν μέ ἓνα βαρύ ὁπλισμό, πού τόν ἀνέδειξε ἢδη σέ ἒγκριτο μεταβυζαντινολόγο, καί αὐτό, διότι κινεῖται μέ ἂνεση καί στό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἂγνοια καί ἡ ἀπουσία σχέσης μέ αὐτή τήν περιοχή τοῦ ἱστορικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου στερεῖ πολλούς βυζαντινολόγους ἀπό τή δυνατότητα νά διαθέτουν σφαιρικότητα καί καθολικότητα στήν ἒρευνα καί στίς κρίσεις τους. Ὁ Μηνάογλου μοῦ φέρνει πάντα στό νοῦ τόν μακαρίτη Στῆβεν Ράνσιμαν, πού καί ἐκεῖνος γνώριζε καλά τήν ὀρθόδοξη-πατερική Θεολογία καί γι’ αὐτό ὑποσκελίζει πολλά μεγάλα ὀνόματα στό χῶρο αὐτό, πού βλέπουν τήν ἱστορία μας μέσα στήν ἐλλειμματική φραγκοτευτονική προοπτική, βαδίζοντας, ὡς χωλοί καί μονόφθαλμοι, σέ μιά ἐθνικιστική ἢ διεθνικιστική ὑστερία.
Ὁ Μηνάογλου , ὃπως ἀποδεικνύει καί μέ τό νέο του βιβλίο, μπορεῖ νά βλέπει καί νά τεκμηριώνει τήν ἱστορική συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στήν προοπτική τῆς καθολικότητας, πού προσδιορίζεται ὁριακά ἀπό τίς δύο ἱστορικές μας πρωτεύουσες, τήν Ἀθήνα καί τήν Πόλη (Κωνσταντινοὐπολη ἢ Νἐα Ρώμη).
Βέβαια, τά λόγια μου γιά τόν Μηνάογλου ὡς ἱστορικό καί ἐρευνητή τῆς ἑλληνικότητας, πού εἶναι λόγω τῆς Νέας Ρώμης καί ρωμαιικότητα συνάμα (ὂχι ρωμαϊκότητα), δέν τοῦ κάνουν καί τόσο καλό. Διότι αὐτό ἀπό τήν σύγχρονή μας ἱστορική ἐπιστήμη θεωρεῖται ὂχι μειονέκτημα, ἀλλά καθαρά ἐγκληματικό, διότι ἐξουδετερώνει τήν δυτικοπληξία καί εὐρωπαιοεξάρτησή μας… Ὁ Μηνάογλου εἲτε μἐ τόν Μέγα Ἀλέξανδρο ἀσχολεῖται, εἲτε μέ τόν Μιχαήλ, τόν ἓτερον Μακεδόνα, μπορεῖ νά βλέπει τόν Ἑλληνισμό σ’ ὃλη τήν ἱστορική του διαχρονία καί πληρότητα. Εἶναι κάτι ἂλλωστε, πού ἐπιζητεῖ, διότι μέ τά πρόσωπα καί θέματα, πού ἐπιλέγει στήν ἒρευνά του, ἀποκαλύπτει καί τή δική του συνείδηση.
Καί ὁ «Λόγος περί Ἑλληνισμοῦ» τοῦ Ἀναστασίου Μιχαήλ τοῦ Ναουσαίου, ἢ ὃπως ὁ ἲδιος προσδιορίζει τήν ταυτότητά του, τοῦ Μακεδόνος, ἐπανεκφράζει τόν ἑνιαῖο καί ἀδιάτμητο ἱστορικό ἑλληνισμό, ἐπιβεβαιώνοντας ὃλα τά συστατικά τῆς ἰδιοπροσωπίας του. Θά προσπαθήσω, πολύ σύντομα, νά προσεγγίσω αὐτή τήν συνειδησιακή ἀκεραιότητα καί ὁλοκληρία τοῦ Μιχαήλ, ὃπως διατύπωνεται ἀπέναντι σέ εὐρωπαίους φιλέλληνες καί ἀνθέλληνες, μέ ἓνα ἂψογο ἀρχαιοπρεπῆ (ἀρχαΐζοντα δηλαδή) ἑλληνικό λόγο, ἀποδεικνύοντας ὃτι εἶναι ὂντως Ἓλληνας, ὂχι μόνο ὡς Μακεδών, ἀλλά καί μέτοχος τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καί ὂχι προβάλλοντας τόν ἑλληνισμό, ἀγνοώντας τον, μόνο καί μόνο, γιά νά πλήξει τήν Ὀρθοδοξία, τήν θεανθρώπινη κιβωτό τῆς ἑλληνικότητας. Ὁ Μιχαήλ εἶναι ἑλληνορθόδοξος-ρωμηός χωρίς τίποτε κοινό μέ τούς ἐξωμότες τῆς Ὀρθοδοξίας, πού τούς ἒκαμαν καί ἀρνητές τῆς ἑλληνικότητας, ὃπως ὁ ἐξωμότης Ἀλλάτιος ἢ ὁ λατινόφρων Νικόλαος Κομνηνός-Παπαδόπουλος στήν Πάντοβα καί ἀρκετοί ἂλλοι. Ὁ Μιχαήλ δέν ἐγκλωβίζεται σέ μιά ἂχρωμη καί ἀπροσδιόριστη θρησκευτικότητα, ὃπως ἀργότερα ὁ Κοραῆς ἢ στά κατοπινά χρόνια ὁ Λασκαράτος καί ὁ Καζαντζάκης. Ὁ Μιχαήλ λειτουργεῖ ὡς ἐνσυνείδητος ὀρθόδοξος, κινούμενος στό χῶρο τοῦ ὀρθοδόξου ρεαλισμοῦ.
Εἶναι πραγματικά προκλητικό γιά τή συνείδηση τῶν ἐκδυτικισμένων καί φραγκευμένων ἡ κριτική, πού ἀσκεῖ σέ παρερμηνεῖες τῆς σύγχρονής του ἑλληνικότητας. Αὐτός παρουσιάζεται στούς δυτικούς ἐν ἐπιστήμῃ συναδέλφους του χωρίς τήν ἐλάχιστη μειονεξία, ὡς ἲσος πρός ἲσους, θεωρώντας τιμή νά κάνει γνωστή τήν ταυτότητά του, πού εἶναι καί ταυτότητα τοῦ Γένους του. Ἀντιμετωπίζει, ἒτσι, μέ σθένος τήν ἐκτοξευόμενη ἐναντίον τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων κατηγορία, ὃτι ἂλλαξαν τό ὂνομα ἓλλην σέ ρωμαῖος (33 ἑπ.). Ἡ τάση αὐτή, συνεπῶς, ἒχει δυτική προέλευση. Μή ξεχνᾶμε ὃμως, ὃτι οἱ Φράγκοι, καί τότε καί σήμερα, καταβάλλουν κάθε προσπάθεια νά ἀποσπάσουν τό αὐτοκρατορικό μας ὂνομα Ρωμανία, Ρωμαῖος ἀπό ἐμᾶς, γιά νά τά κρατήσουν γιά τόν ἑαυτό τους. Αὐτό ἂρχισε ἀπό τόν Καρλομάγνο (+814), πού μᾶς ἒδεσε μονιστικά μέ τό ὂνομα Γραικός (δικό μας καί αὐτό καί ἒνδοξο), γιά νά μᾶς ὑποτιμᾶ ὃμως καί νά μᾶς ὀνειδίζει.
Ὁ Μιχαήλ συμβάλλει στήν κατανόηση τῆς προέλευσης τῆς πολεμικῆς καί δυσφήμισης τοῦ κρατικοῦ ὀνόματός μας Ρωμαῖοι, δηλαδή Νεορωμαῖοι καί Ρωμηοί, συνδεόμενο ἂμεσα μέ τήν β΄ ἱστορική πρωτεύουσα μας τή Νέα Ρώμη. Στά ἐκκλησιαστικά καί ἐθναρχικά κείμενα τῆς δουλείας τό ὂνομα Ρωμαῖος (ἢ λαϊκά Ρωμηός) σημαίνει τόν ὀρθόδοξο πολίτη τῆς Νέας Ρώμης, καί εἶναι τόσο τιμητικό ὃσο καί τό Ἓλλην, πού δηλώνει τήν καταγωγή καί μαζί μέ τό Ρωμαῖος/Ρωμηός τήν ἱστορική συνέχειά μας. Ρωμανία ἦταν καί εἶναι γιά τόν Ὀρθόδοξο Ἓλληνα ὃλη ἡ αὐτοκρατορία στήν Ἀνατολή καί τή Δύση. Εἶναι συγκινητικό νά διαβάζει κανείς ἀκόμη καί σήμερα στό Ναύπλιο, σέ μιά δημόσια ἐπιγραφή: Νάπολη τῆς Ρωμανίας (=τό Ναύπλιο), διότι ὑπάρχει καί στή δυτική Ἰταλία ἡ Napolid’ Italia . Καί οἱ δύο πόλεις, μέ τό ὂνομα Νεάπολη δηλώνουν τήν ἲδια ἱστορική πραγματικότητα. Λυποῦμαι, πού ἐπέμεινα στήν ἀπολογητική τοῦ Μιχαήλ γιά τό ὂνομα Ρωμαῖος, ἀλλά καί ὁ Χρυσόστομος, ὃταν κάποιος τοῦ παρατήρησε, ὃτι συνεχῶς ἐπαναλαμβάνεται στά κηρύγματά του, ἀπάντησε: Δέν φταίω ἐγώ, ἀλλά σεῖς, πού διαπράττετε συνεχῶς τά ἲδια ἁμαρτήματα!
Ἀποκρούοντας τόν ἀνθελληνισμό κάποιων Εὐρωπαίων ὁ Μιχαήλ προβάλλει τόν Ἑλληνισμό σέ ἂμεση σχέση μέ τήν Ὀρθοδοξία, ἐπισημαίνοντας χαρακτηριστικούς σταθμούς τοῦ ἀνθελληνισμοῦ καί τοῦ ποιοῦ του. Ἒτσι σταματᾶ στόν Πάπα Νικόλαο Α΄ (858-867 (σ.52),τόν πάπα τοῦ Α΄Σχίσματος καί συνεχιστῆ τοῦ ἀνθελληνισμοῦ τοῦ Καρλομάγνου καί τῶν ἒργων ContraGrecos καί ContraErroresGraecorum, πού ἂρχισαν νά ἐμφανίζονται ἀπό τό 754 καί τήν ἐποχή τοῦ Καρλομάγνου, Πιπίνου τοῦ Βραχέος (±715-768). Πολύ ὀρθά δέ, ἑρμηνεύει τήν ἀνθελληνική στάση τῶν Εὐρωπαίων ὁ κ. Μηνάογλου, βλέποντας τήν διασύνδεσή του ἀπ’ αὐτούς μέ τήν Ὀρθοδοξία (53), ἐπισημαίνοντας καί τόν στόχο: Ὁ στόχος κατ΄ αὐτόν εἶναι «νά ἐξαλείψουν οἱ Φράγκοι ὂχι τήν ἑλληνικότητα, ἀλλά τήν ρωμαϊκότητα (γρ. ρωμαιικότητα) ἀπό τούς Ἓλληνες» (53). Ὁ Μιχαήλ ἒχει συνείδηση γιά τή χρήση τοῦ ὀνόματος Γραικός ἀπό τον Καρλομάγνο καί τούς διαδόχους καί συνεχιστές του, ὂχι γιά τήν ἒξαρση τῆς Ἑλληνικότητα, ὃπως ἀφελῶς κάποιοι ρατσιστικά νομίζουν, ἀλλά γιά τήν ἀποσύνδεση ἀπό τό Ρωμαῖος, πού διακρατεῖ καί ἀναδεικνύει τήν αὐτοκρατορική οἰκουμενικότητα, ἀλλά καί τἠν ὀρθόδοξη ταυτότητά του .
Ὁ Μιχαήλ γνωρίζει τή διάσωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί τῆς ὀρθῆς προφορᾶς της (41ἑπ.) ἀπό τούς μεγάλους ἓλληνες Πατέρες, ὃπως ὁ ἀνανεωτής τοῦ Ἑλληνισμοῦ Μέγας Φώτιος καί οἱ συνεχιστές του, ὃπως ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης (1115;-1195), μέγας ὁμηριστής μέχρι σήμερα. Δέχεται ὁ Μιχαήλ ὃτι ἡ συνέχεια τοῦ Ἓλληνος Λόγου ὀφείλεται στούς ἁγίους Πατέρες (42) καί ἀσκεῖ κριτική στόν ἐκλατινισμό, πού ἐπέβαλλαν ἀντιρωμηοί, ὃπως ὁ Ἀλλάτιος, μεγάλος πολέμιος τοῦ Φωτίου, τοῦ πρώτου μεγάλου ἀντιπαπικοῦ Θεολόγου τῆς Ρωμηοσύνης. Ἐξ ἂλλου κινεῖται μέ κάθε φυσικότητα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Εἶναι τό φυσικό κλίμα τῆς ὓπαρξής του. Μέ σεβασμό προβάλλει στούς Γερμανούς ἀκαδημαϊκούς συναδέλφους του τούς Ρωμηούς Πατριάρχες, π.χ. Δοσίθεο καί Χρύσανθο τῶν Ἱεροσολύμων, γνωστούς καί γιά τή λογιότητά τους (πέρα ἀπό τήν κατά τοῦ Παπισμοῦ πολεμική τους), ἐγκωμιάζει δέ τούς Πατριάρχες τοῦ καιροῦ του (20/21). Θεωρεῖ εὐεργετική γιά τόν Ἑλληνισμό τήν Πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὑπογραμμίζοντας ὃτι οἱ Ἓλληνες μέ τό νά γίνουν χριστιανοί, δέν ἂλλαξαν ταυτότητα παρά μόνο τή θρησκεία (34). Δέν ἀγνοεῖ ἀκόμη τή δυναμικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα στήν ἐλληνικότητα, δεχόμενος ὃτι ὁ Ἑλληνισμός μετεδόθη σέ λαούς, ὃπως οἱ Βλάχοι καί ὁ Καντεμίρ, μέσω τῆς Ὀρθοδοξίας, μαζί μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη. Μᾶς μεταφέρει ἒτσι στό 1792, ὃταν ὁ φιλέλληνας γιός ἂγγλου πρωθυπουργοῦ Φρειδερίκος κόμη Γκύλφορδ, γιά νά γίνει, κατά τή δήλωσή του, fullGreek, βαπτίσθηκε ὀρθόδοξος καί ὡς Δημήτριος ἐντάχθηκε στόν τρόπο ὑπάρξεως τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Μέσω τῆς ὀρθόδοξης λατρείας, προσθέτει, ἒγιναν καί οἱ Βούλγαροι Ἓλληνες (33/4), δείχνοντας ἒτσι καί τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ρωμηοσύνης.Ἡ Ὀρθοδοξία προήγαγε τήν ἑλληνική παιδεία καί σ’ αὐτούς τούς Ρώσους (41) μέσω τῶν κεφαλλήνων αὐταδέλφων Κληρικῶν Λειχούδη (41).
Παρουσιάζει, τέλος ὁ Μιχαἠλ τἠ διοικητική διάρθωση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού στηρίζεται στήν ἱστορική καί συνοδική της τάξη (23/4). Ἀναγνωρίζει τόν ἡγετικό ρόλο Πατριαρχῶν καί Μητροπολιτῶν στήν ἳδρυση σχολείων καί τήν ἀνάπτυξη τῆς παιδείας. Ἐξαίρει δέ στό χῶρο αὐτό λογίους Ἱεράρχες καί Ὀρθοδόξους Λαϊκούς καί τή συμβολή τους στήν συνέχεια καί συνοχή τοῦ ὑποδούλου Γένους (57). Δέν εἶναι δέ περίεργο, ἀλλά ἐκπληκτικό, ὃτι προβλέπει τήν ἀνθελληνικότητα θέσεων τοῦ Κοραῆ (55/4) πάνω σέ ἐθνικά θέματα, πού ἀργότερα θά γίνουν φλάμπουρα τῶν Ἀνθελλήνων, ὃπως λ.χ. ἡ ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας (54).
Ὁ Μιχαήλ, ὃπως ἐκθέτει ὁ Μηνάογλου, ἀνήκει στή χορεία τῶν λογίων μας, πού κινοῦνται στόν χῶρο τῆς ἑλληνορθοδοξίας, δηλαδή τῆς Ρωμηοσύνης. Ἡ πρός τούς εὐρωπαίους Γερμανούς ἀπολογία του μπορεῖ νά λειτουργεῖ ὡς παρακαταθήκη γιά τίς σημερινές μας διεθνεῖς ἐπιστημονικές καί ἐθνικές σχέσεις. Ὁ Μιχαήλ Ναουσαῖος-Μακεδών εἶναι σήμερα πνευματικός ὁδηγός μας. Καί αὐτό τό ὀφείλουμε στήν προσφορά τοῦ κ. Μηνάογλου. Τοῦ εἲμεθα εὐγνώμονες!
π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός