Ανταύγειες από την Εθνεγερσία

Υπό Δρ. Φιλ. Μαρίας Ελευθερίας Γ. Γιατράκου

¨Άνευ της ελευθερίας τι θα ήτο η Ελλάς

και άνευ της Ελλάδος τι θα ήτο ο κόσμος!¨

Με αυτή την ευγενή ποιητική του ρήση ο Γερμανός ποιητής WILHELM MÜLLER σφραγίζει την ταυτότητα της πατρίδας μας και επισημαίνει την παγκοσμιότητα και σημασία της.

Κάθε φορά, που η ανακύκληση του χρόνου μας ξαναφέρνει την εθνική μας γιορτή, λογής – λογής συναισθήματα αναδεύουν στον ψυχικό μας χώρο. Η 25η Μαρτίου έρχεται κατανυκτική, πηδακίζοντας από τις εσώτερες πτυχές της υπάρξεώς μας και ευγνώμονα συντονίζουμε την φωνή μας προς τον Δοτήρα της σωτηρίας μας, με την φωνήν εκείνην του ιστορικού της ελληνικής επαναστάσεως Σπυρίδωνος Τρικούπη: ¨Αὕτη ἡ ἡμέρα ἦν ἐποίησεν ὁ Κύριος. Ναι. Θεού ποίημα είναι η εικοστή πέμπτη Μαρτίου¨, είχε πει ο τυρταιϊκός εκείνος διαλαλητής, σαν επίσημος πρεσβευτής της ελεύθερης χώρας μας σε κάποιο συμπόσιο του Λονδίνου το 1861.

¨Κάθε χρόνο τέτοια ημέρα, ξαναψέλνονται τα τροπάρια, ξαναϋψώνεται η προσευχή, το ίδιο λιβάνι καίγεται, η χιλιοειπωμένη ακολουθία αναβρύζει και η φωνή κρατιέται καθαρόηχη, κατανυχτική, λειτουργική,¨ όπως είπε χαρακτηριστικά ο Κωστής Παλαμάς.

Η σημερινή μας ευκαιρία ας μη θεωρηθεί εθιμοτυπική, αλλ’ ας συντελέσει στην δημιουργική αναβίωση της ιστορικής μνήμης του έθνους, ώστε να μπορέσομε με μάτια καθάρια, χωρίς παραχαράξεις και ιστορικές κακοποιήσεις, να ανασυνθέσομε την εθνική μας μεγαλογραφία. Σαν εθνική γιορτή η 25η Μαρτίου ορίσθηκε με βασιλικό διάταγμα του 1838 κι ο χαρακτήρας της είναι πολύ προσφυώς διττός. Το έθνος μας γιορτάζει την ημέραν του ευαγγελισμού του κατά την ίδια ημέρα που και η Εκκλησία μας γιορτάζει τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου, κι ¨έτσι διατρανώνεται ότι Εκκλησία και έθνος κοινήν έχουν την αφετηρίαν, κοινήν και την τροχιά, και ότι ¨Σταυρός και Ελλάδα είναι η διφυής λατρεία του αναστάντος γένους¨.

Μια κι ο χώρος της εθνεγερσίας είναι απέραντος σε ηθική έκταση και με ανεπανάληπτο δυναμισμό, κι όλοι ξέρομε πως τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας δεν είναι δυνατόν να μετουσιωθούν και να αποτιμηθούν με λόγους, γιατί όπως λέει ο Θουκυδίδης, ¨δὲν δύναται ὁ λόγος ἰσόρροπος τῶν ἔργων φανῆναι¨, θα προσπαθήσομε με το ιστορικό μας περισκόπιο να αγγίξομε έστω τα κράσπεδα του χώρου αυτού και ν’ αφήσομε ευλαβικά τον στοχασμό μας, ν’ απανθίσει νικητήρια βαγιόκλαδα. Έτσι θα παρελάσουν από μπροστά μας μορφές ηρωικές ανεπανάληπτου μεγαλείου, με εκδηλώσεις εθνικής αξιοπρεπείας, και θα αντλήσομε διδάγματα από το ¨μέγιστον μάθημα¨ που έδωσε η Ελλάδα στον κόσμο.

Τα ευγενέστερα διάσημα του Έλληνα που στοιχειοθετούν την ταυτότητά του, είναι η αφοσίωσή του στην ορθόδοξη χριστιανική του πίστη και η υπέρμετρη για την πατρίδα αγάπη του.

Για την διασφάλιση αυτών των δύο ιδανικών συμπυκνώθηκε η βούληση ενός ολόκληρου λαού, κι η λύση που βρέθηκε ήταν ασυμβίβαστη και μονότροπη. ¨Για θάνατο ή για λευτεριά¨. Να τι διακήρυσσαν οι σεμνοί εκείνοι και ταπεινόγνωμοι αγωνιστές, ήδη από το πρώτο έτος του αγώνα στην σύγχρονή τους ανθρωπότητα, με την Διακήρυξη της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου: ¨Από τοιαύτας αρχάς των φυσικών δικαίων ορμώμενοι, και θέλοντες να εξομοιωθώμεν με τους λοιπούς συναδέλφους μας Ευρωπαίους Χριστιανούς, εκινήσαμεν τον πόλεμον κατά των Τούρκων, μάλλον δε τους κατά μέρος πολέμους ενώσαντες, ομοθυμαδόν εκστρατεύσαμεν, αποφασίσαντες ή να επιτύχωμεν τον σκοπό μας και να διοικηθώμεν με νόμους δικαίους, ή να χαθώμεν εξ ολοκλήρου, κρίνοντες ανάξιον να ζώμεν πλέον ημείς οι απόγονοι του περικλεούς εκείνου έθνους των Ελλήνων υπό δουλείαν τοιαύτην, ιδίαν μάλλον των αλόγων ζώων παρά των λογικών όντων. ¨Ομοθυμαδόν¨ λοιπόν, ¨εκστρατεύσαμεν¨. Το Εικοσιένα, δεν μπαίνει με κανένα τρόπον στο σχήμα των ταξικών αγώνων. Είναι κίνημα καθαρά εθνικόν. Λαός και κλήρος, λαϊκοί πολεμιστές και καλαμαράδες, καπεταναίοι και ναύτες, ηγεμόνες και απλοϊκοί άνθρωποι, ύφαναν ομοθυμαδόν το λάβαρον της ελευθερίας. Πριν αποβιβασθεί στη Μάνη ο Κολοκοτρώνης, εκάθησε μαθητής στα θρανία της σχολής του Μαρτελάου στη Ζάκυνθο˙ και πριν ο Παπαφλέσσας πυρπολήσει την Πελοπόννησον με την φλόγα του ενθουσιασμού του, είχε γίνει μαθητής του Αινιάνος, ο οποίος άνοιξε στα έκθαμβα μάτια του τους θησαυρούς της μεγάλης εθνικής μας παραδόσεως. Πριν ο Γεώργιος Λασσάνης ο υπασπιστής του Ιερού Λόχου σύρει το σπαθί, θα δώσει στο θέατρο της Οδησσού ένα από τα πρώτα νεοελληνικά δράματα, τον ¨Αρμόδιον και Αριστογείτονα¨, που δεν είναι παρά σάλπισμα επαναστατικόν. Οι μορφωμένοι νέοι που γεμίζουν την αίθουσα, τον υποδέχονται με ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Είναι όλοι αυτοί, που τον Φεβρουάριον του 1821, με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Βλαχία, θ’ ανοίξουν την αυλαία στο άλλο και το μεγάλο και αληθινό δράμα του πολέμου για την ελευθερία.

Είναι αυτοί, που με την μαύρη στολή των Ιερολοχιτών και τα λευκά λοφία, θα προχωρήσουν νυμφίοι της δόξας, στην πρώτη μάχη με τους Τούρκους στο Δραγατσάνι, ψάλλοντας τον ύμνο του Σώματος:

¨Φίλοι μου, συμπατριώται,

Δούλοι νάμαστε ως πότε;¨

Σαν θαλερούς στάχεις τους θέρισαν τα γιαταγάνια των Σπαχήδων. Κι ο ποιητής εσκόρπισε στον τάφο τους τα ωραιότερα άνθη της τέχνης του:

¨Ας μη βρέξη ποτέ το σύννεφο, / κι ο άνεμος σκληρός ας μη σκορπίση

το χώμα το μακάριον που σας σκεπάζη …/ Σας άρπαξεν η τύχη

την νικητήριον δάφνην/ και από μυρτιάν σας έπλεξε /και πένθιμον

κυπάρισσον/ Στέφανον άλλον.

Αλλ’ αν τις αποθάνη/ δια την πατρίδα, η μύρτος/

είναι φύλλον ατίμητον

και καλά τα κλαδιά της κυπαρίσσου…¨

Στο Δραγατσάνι ανοίγεται η αυλαία, για να παρελάσουν στην συνέχεια πάντοτε πρωταγωνιστές και ποτέ δευτεραγωνιστές, οι ήρωες του 21. Ο Κανάρης με τον δαυλό του πυρπολητή. Ο Μιαούλης με το τηλεσκόπιο του Ναυάρχου. Ο λεβέντης Οδυσσέας Ανδρούτσος στο Χάνι της Γραβιάς. Ο Κολοκοτρώνης με την περικεφαλαία. Ο Χρήστος Καψάλης με τα γυναικόπαιδα. Η Μπουμπουλίνα ολόρθη κατάπτυμνα. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ στην αγχόνη. Και άλλοι, πολλοί άλλοι αλλού- παντού – απ’ άκρη σ’ άκρη στεργιάς και πελάγου της αιματοβαμμένης Ελλάδας. Ο αντίλαλος της Ιστορίας ξαναλέει τα ονόματά τους, οι ανταύγειες των ηρωισμών τους αντανακλούν και σε μας τους απογόνους τους, που ευγνώμονα ανανεώνομε την υστεροφημία τους.

Τουρκοκρατία!

Πυκνό σκοτάδι σκλαβιάς καλύπτει την Ελλάδα. Οι τύραννοι αλυχτούν. Κι όμως η δυναστεμένη ραγιάδικη καρδιά, έτσι καθώς κλειδομαντάλωσε τον εαυτό της, έμοιαζε με πάμφωτο ναό, με φωτοχυμένη πρωτοχριστιανική κατακόμβη. Πυρσοί δαδουχούσαν τα μύχιά τους. Πολυκάντηλα ακοίμητα τα σύμβολά της. Σύμβολα και παλαιϊκά θυμήματα, ιστορία και παράδοση.

Για να κάνουμε την τομογραφία της ψυχής των αγωνιστών του Εικοσιένα πρέπει νάρθουμε σ’ άμεση επαφή με τα φανερώματα, με τις εκδηλώσεις τους. Να τους παρακολουθήσομε πως σκέφτονταν, πως οραματίζονταν, πως προσδοκούσαν, πως και σε τι έλπιζαν, ποια ιδανικά τους συγκλόνιζαν. Με λίγα λόγια, ποια ήταν βιοθεωρία τους. Έργο αναμφίβολα δύσκολο, ταυτόχρονα όμως και θελκτικό. Αν καταφέρει κανείς, ερευνητικά παρατηρώντας και σχολαστικά αξιολογώντας να συνθέσει το ψυχογράφημά τους, θα φθάσει σ’ αυτό που επιδιώκει η Ιστορία ως παράγοντα αγωγής: Την δημιουργία ιστορικής συνείδησης. Θα γευτεί την ιστορική πεμπτουσία του παρελθόντος.

Οι μορφές της Εθνεγερσίας είναι κλασσικές, μορφές βυζαντινές, τυλιγμένες της αγιοσύνης την αχλύ, γεραρές και μεσοχρονίτικες και πρόσφατες, κι ανάμεσά τους προβάλλει ακτινοβόλα και πολυσέβαστη, η αθάνατη μορφή του πρωταθλητή και πρωτομάρτυρα του αγώνα, του Ρήγα Βελεστινλή. Διδάχος και τραγουδιστής και λυράρης της λευτεριάς ο Ρήγας. Η μορφή του κυριαρχεί στην περίοδο των πενήντα χρόνων ανάμεσα στα Ορλωφικά και την Επανάσταση του 1821. Όταν το 1769 την ρωσική υποκίνηση ξεσηκώθηκε όλος ο Μοριάς, ο Ρήγας ήταν παλληκαράκι, κι όπως παρατηρεί κάποιος βιογράφος του, τότε συνειδητοποιούσε τι θα πει σκλαβιά και τι θα πει ελευθερία. Δεν έχομε σήμερα ακριβείς πληροφορίες για τους λόγους που τον ανάγκασαν να φύγει στα ξένα. Πάντως η ενθουσιώδης πατριωτική του δράση από τη μια μεριά κι ο ηρωικός του θάνατος από την άλλη, έγιναν αφορμή να δημιουργηθούν πολύ γρήγορα διάφοροι θρύλοι γύρω από το πρόσωπό του, οι οποίοι λειτούργησαν σαν μια τεράστια ηθική κινητήρια δύναμη αργότερα στις ψυχές των σκλαβωμένων. Ένας τέτοιος προφανώς μεταγενέστερος, θρύλος, λέει ότι ο φιλελεύθερος Ρήγας σκότωσε κάποιον Τούρκο, εκπρόσωπο της τουρκικής αυθαιρεσίας και τυραννίας, γιατί δεν ανεχόταν να προσβάλλεται βαριά και να εξευτελίζεται απ’ αυτόν το χωριό του. Έτσι πήρε τα βουνά. Κι εκεί κοντά στους κλέφτες του Ολύμπου, τραγούδησε ο Ρήγας για πρώτη φορά το θούριό του.

¨Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή…¨

Σύμφωνα με την αξιολογική ρήτρα του Παλαμά ο Ρήγας δεν έγραφε στίχους, σάλπιζε στίχους. Τα σαλπίσματά του στοχεύουν κατ’ ευθείαν στην ελληνική καρδιά την εμψυχώνουν, την ενθουσιάζουν, και την προετοιμάζουν για τον μεγάλο ξεσηκωμό. Χαρακτηριστική είναι μια διήγηση του Φωριέλ, πρώτου συλλέκτη των δημοτικών μας τραγουδιών. Γράφει λοιπόν: Ένας φίλος μου ταξίδευε τότε στην Μακεδονία συντροφιά μ’ έναν καλόγερο. Τη νύχτα κόνεψαν σ’ έναν φούρνο, που ήταν μαζί και πανδοχείο. Ένα παιδί, ένα νεαρό ηπειρωτόπουλο, τράβηξε αμέσως την προσοχή τους. Είχε ωραία μαλλιά και περήφανο ανάστημα… Κοίταξε τους δυο ταξιδιώτες, τους μελέτησε νοερά, κι ύστερα, μ’ εμπιστοσύνη στράφηκε στον ένα: Ξέρεις να διαβάζεις; ρώτησε. Εκείνος συγκατένευσε. Και τότε το ηπειρωτόπουλο τον παρέσυρεν έξω, στον γειτονικό κήπο. Κάθισαν σ’ ένα σωρό από πέτρες. Το παιδί έχωσε το χέρι στον κόρφο του και τράβηξε κάτι, δεμένο με σπάγγο, που τον είχε περασμένο στο λαιμό του. Ήταν τα θούρια του Ρήγα.

Δίνει στον ξένο τα τυλιγμένα χαρτιά και τον παρακαλεί να διαβάσει. Όταν σε κάποια στιγμή, εκεί που διάβαζε, ο ταξιδιώτης έτυχε να ρίξει το βλέμμα στο παιδί, είδε ένα ηπειρωτόπουλο αλλοιώτικο. Τα μάγουλά του έκαιγαν φλογισμένα. Τα χείλη του έτρεμαν. Κι από τα μάτια του έρρεαν δάκρυα.

– Είναι η πρώτη φορά που τ’ ακούς;

– Όχι, όχι, λέει το παιδί σφουγγίζοντας με τις παλάμες τα μάτια του. Ταχω ακούσει τόσες φορές… Εγώ δεν ξέρω γράμματα. Και παρακαλάω τους ταξιδιώτες που ξεπέφτουν εδώ, να μου τα διαβάζουν…

Με όμοιον τρόπον τα θούρια του Ρήγα είχαν συνεπάρει την ραγιαδοσύνη. Το αναπτύσσει υπεύθυνα ένας λόγιος ακριβώς εκείνου του καιρού, ο πολύς Κων/νος Κούμας, σημειώνοντας στον 12ο τόμο των ¨Ανθρώπινων Πράξεων¨. ¨Με γλώσσαν τόσον δημώδη, ώστε την εκαταλάμβανε πάσα κλάσις Ελλήνων, εις τόνον μουσικόν, όστις ήτο πάγκοινος εις τα στόματα όλης της κλάσεως της Στερεάς Ελλάδος, ο Ρήγας εσύνθεσεν ωδήν παθητικωτάτην, διά της οποίας εκάλει όλους εις τα όπλα, διά να αναλάβουν την αρχαίαν δόξαν και ελευθερίαν…¨ ¨Τα τραγούδια του μετεδόθησαν εις όλον το γένος. Μικροί και μεγάλοι, και αυταί αι γυναίκες, έψαλλον την του Ρήγα ωδήν εις παν συμπόσιον και εις πάσαν συντροφίαν. Μολονότι κατ’ αρχάς ως όμορφον τραγούδιον, ήρχισεν όμως μετ’ ολίγον να ενεργή ψυχικώς¨. Οι 126 στίχοι του θούριου δεν αποτελούν μόνο συναισθηματικό κέντρισμα για τους ραγιάδες, αλλά και υποκίνηση για συγκεκριμένη δράση ύστερα από βαρύ όρκο.

¨Ελάτε μ’ έναν ζήλο σε τούτον τον καιρό,

να κάμωμεν τον όρκο επάνω στον Σταυρόν.

συμβούλους προκομμένους με πατριωτισμόν,

να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν.

οι Νόμοι ναν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός,

και της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός.

γιατί κι η αναρχία ομοιάζει σαν σκλαβιά˙

να ζούμε σαν θηρία, είν’ πιο σκληρή φωτιά…¨

Το τραγικό τέλος του Ρήγα ματαίωσε τ’ απελευθερωτικά του σχέδια. Εκείνο που μπορεί ωστόσο κανείς να πει με βεβαιότητα, είναι ότι και ο θάνατος του Ρήγα ωφέλησε πολύ αποτελεσματικά την εθνική υπόθεση, γιατί ο νεκρός Ρήγας έγινε σύμβολο και ιδέα που τίποτε δεν μπορούσε ν’ ανακόψει την δραστική της δύναμη.

¨Κι από τους κάμπους όπου τόφερε το μήνυμα ο μπάτης ¨, γράφει ο Θανάσης Πετσάλης- Διομήδης στους ¨ Μαυρόλυκους¨, ¨το παράλαβε ο νοτιάς, το παράλαβε ο βοριάς, και μονομιάς τ’ ανέβασεν, βουίζοντας στα κορφοβούνια. Δεν στάλιασαν στην άκρη της πλαγιάς, μον’ μπούκωσαν στις ρεματιές με τους πολλούς αντίλαλους και απάνω στις τεράψηλες βουνοκορφές, οπού ναι ψηλοκρεμασμένα τα χωριά και των κλεφτών τα λημέρια. Και που να τα κρατήσεις τότες τα παλληκάρια! Θεριά γινήκανε ανήμερα…. Τους τοχε υποσχεθεί ο καπετάνιος. Άστε να ’ρθει ο Ρήγας! Πρόσμεναν. Μα τώρα δε θα ρθει ο Ρήγας. Κι η δίψα δε βαστιέται….¨

Στην ίδια σφαίρα με τον Ρήγα, κινείται ένας άλλος ¨οραματιστής της ελευθερίας την Ελλήνων¨, ο αγωνιστής εθνοκήρυξ, ο πένης φιλόλογος των Παρισίων, ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο Κοραής εκπροσωπεί την χορείαν εκείνην των λογίων που δεν πολέμησαν με το καρυοφύλι, αλλά με την γραφίδα. Γιατρός, με δύο διδακτορικές διατριβές, αναδείχθηκε ο μεγαλύτερος φιλόλογος των νεωτέρων χρόνων. Η οικείωσή του με τους Έλληνες συγγραφείς τον έκαναν ν’ αντιληφθεί ποιος αμύθητος θησαυρός κρυβόταν στα συγγράμματά τους, πόσον είχεν ωφεληθεί η Ευρώπη από την μελέτη τους, και πίστευε ότι τον αμύθητον αυτόν θησαυρόν έπρεπε να χρησιμοποιήσει για την αφύπνιση και απελευθέρωση του δούλου γένους.

¨ Έξω τούτου του μέσου της αναγεννήσεως της Ελλάδος, έλεγεν, αν είναι κανέν άλλο, το στοχάζομαι και άδικον και ανόητον∙ διά μόνης της παιδείας υπάρχει ελπίς να ίδωσι πάλιν οι Έλληνες την Ελλάδα ευδαίμονα και στολισμένη με τας προγονικάς αρετάς, με την αρχαίαν παιδείαν, ευνομίαν και δόξαν αύτην¨. Έτσι έκανε λαμπρές εκδόσεις διαφόρων έργων αρχαίων Ελλήνων ποιητών πεζογράφων, τις οποίες εκόσμησε ιδιαίτερα με βαρυσήμαντα προλεγόμενα, εφρόντισε να τις διαδώσει ευρύτατα μεταξύ των Ελλήνων της Ελλάδος και εξωτερικού.

Δεν αρκείται όμως μόνον σ’ αυτό. Από το Παρίσι εξακοντίζει προς την Ελλάδα ακτίνες του Ελληνοχριστιανικού πνεύματος σωστικές και σαλπίσματα πατριωτικά πρωτάκουστα. Ολόκληρη η ζωή του είναι ένα σάλπισμα πολεμιστήριο. Με τον ανεξάντλητον θησαυρόν της σοφίας του αντλεί διδάγματα από την Αγίαν Γραφήν και την προγονικήν σοφίαν και επιθυμεί την πνευματικήν και πολιτικήν αναγέννηση του έθνους. Πιστεύει όμως ότι το πρώτον αγώνισμα των Ελλήνων θα πρέπει να είναι η καταπολέμηση των παθών τους και η εκρίζωση των ευτελών ελατηρίων τους, γιατί αν αυτό δεν γίνει, θα γίνουν οι ίδιοι οι Έλληνες τύραννοι της πατρίδος. Είναι χαρακτηριστικά αυτά που απευθύνει προς τους πατριώτες του. ¨ Με απαρηγόρητον θίψιν της ψυχής μου, φίλοι ομογενείς, ακούω, ότι αφού καταπολεμήσετε γενναίως τους αγρίους τυράννους της Ελλάδος, πολείσθε τώρα από ασυγκρίτως αγριωτέραν τυραννίαν, την τυραννίαν των παθών…¨. Στη συνέχεια τονίζει την σημασίαν της αγάπης προς αλλήλους και την υποταγή στους νόμους και τα δόγματα της ορθοδόξου Εκκλησία. Τον απασχολεί έντονα η ηθική κάθαρση και ο εξωραϊσμός των Ελλήνων, όπως φαίνεται στην συνέχεια της επιστολής. ¨Δεν αρκεί ότι απετινάξαμεν τον ζυγόν του μιαρού τυράννου, γράφει, αν δεν πλύνομεν τους ρύπους με τους οποίους εμίανε τας ψυχάς μας η τυραννία. Διά ποίαν αιτίαν ερωτώ σας ομογενείς, επαναστάθητε κατά του τυράννου; διατί πολεμείτε; διά τας αδικίας του∙ διότι είχε δύο ζύγια, δύο μέτρα άνισα, δύο νόμους ο άνομος, ένα διά τους ομοθρήσκους του και άλλον δι’ ημάς τους ασεβείς, όπως ετόλμα να μας ονομάζει ο ασεβέστατος….¨. Και συνεχίζοντας τους λέγει, ότι αν αυτοί έχουν σκοπόν να φέρονται άνισα και άδικα, και αν γι’ αυτό έχυσαν το αίμα τους άδικα, έγιναν αίτιοι επαναστάσεως, ή μάλλον ¨αίτιοι δι’ όσους έσφαζαν και σφάζουν οι αιμοβόροι Τούρκοι…¨

Ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, θεωρούσε ότι δεν νοείται ελευθερία εθνική, αν δεν συμβαδίζει με την πνευματικήν ελευθερίαν. Αλλ’ εκεί που διαφαίνεται ο άμετρος πόνος του για την σκλαβωμένη του πατρίδα, είναι σε επιστολές που απευθύνει προς τον εθνικόν ευεργέτην Βαρβάκην, ενδεικτικές βέβαια του γιγαντιαίου έργου του, που αδυνατούμε έστω και επιγραμματικά να αναφέρομε. Γράφει λοιπόν προς τον Βαρβάκην: ¨Η τελευταία σου επιστολή 24 Μαΐου ήλθε εις καιρόν, ότε είχα χρείαν παρηγορίας διά να μη σχάσω από το κακόν μου διά την απαρηγόρητον και απροσδόκητον συμφοράν της Χίου, την οποίαν αυτού ακόμη δεν εγνώριζες….¨. Στην συνέχεια εκλιπαρεί την χρηματικήν βοήθειαν του Βαρβάκη, για την απελευθέρωση Χίων αιχμαλώτων. ¨Τούτους όλους¨, γράφει, ¨φαντάσου ότι τους έχεις έμπροσθέν σου αλυσσοδεμένους, θρηνούντας και ζητούντας από τον Βαρβάκην βοήθειαν…. Ενθυμείσαι, φίλε μου, ότι μία από τας αγαθοεργίας, διά τας οποίας Θεός ελέους και οικτιρμών βάλλει τους ελεήμονας εις τα δεξιά του, είναι το ¨ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με…¨. ¨Σώσε, φίλε μου, από τον μολυσμόν της τυραννικής ασελγείας και της ασεβούς θρησκείας όσους δυνηθείς…¨. Αλλ’ όμως η απάντηση του Βαρβάκη είναι αρνητική. Ο μεγάλος ευεργέτης έχει εξαντλήσει τις οικονομικές του δυνατότητες. Ο Κοραής δεν πτοείται. Είναι αποφασισμένος να κάνει το παν στις επάλξεις του εθνικού αγώνος, για να υλοποιηθεί το όραμα της ελευθερίας. Ορθώνει λοιπόν την φωνή της καρδιάς του ισχυρότερη, δραματικότερη, και εκλιπαρεί αυτός ο διαπρεπής λόγιος, ο ζητιάνος της πατρίδος, βοήθειαν: ¨Εάν ακριβέ μου φίλε¨, γράφει, ¨μετά την εξέτασιν βεβαιωθείς ότι δύνασαι ακόμη να βοηθήσεις τους αναστενάζοντας αιχμαλώτους αδελφούς μας πρόσεχε (σε το λέγω με δάκρυα εις τους οφθαλμούς), πρόσεχε διά τους οικτιρμούς του Θεού, μη τους στερήσεις την βοήθειαν ταύτην, διά να μη χάσεις τον μισθόν όλων των περασμένων σου καλών έργων, αλλά στείλε πάραυτα εις βοήθειαν ή αργύρια, εάν αγαπάς….!, εάν περισσεύει τίποτε, διά να θεραπεύσεις τας πληγάς της πατρίδος μας. Δεν σου τα ζητώ εγώ. Φαντάσου ότι βλέπεις τον Χριστόν επάνω εις τον Σταυρόν βρεγμένον με τα αίματά Του και φωνάζοντα προς σε τα πατρικά τούτα λόγια: Υιέ μου Βαρβάκη, πολλαί χιλιάδες αιχμαλώτων βαπτισμένων εις το όνομά μου, κινδυνεύουν την ώραν ταύτην να με αρνηθώσιν και να εναγκαλισθώσιν την βδελυράν θρησκείαν του Μωάμεθ. Ιδού καιρός, βαπτισμένε εις το όνομά μου, αγαπητέ υιέ, να σώσεις τους βαπτισμένους αδελφούς σου από τον τουρκικόν μολυσμόν¨. Τι να πει κανείς ύστερα απ’ αυτά; τα σχόλια περιττεύουν και μένει το θεματικό κέντρο…¨ Η Ελλάδα και η ελευθερία της¨. Το 1801 γράφοντας στον Κοντόσταυλο σημείωνε μεταξύ άλλων: ¨Η ηλικία μου δεν συγχωρεί να ελπίζω τα αδύνατα, να ίδω τον οστρακισμόν των τυράννων της Ελλάδος. Παράγγειλε όμως κανέναν από τους εγγονούς σου, αν κατά τύχην έλθη ποτέ εις Παρισίους, να ζητήση τον τάφον μου και να μου φωνάξη τρις: ¨Hλευθερώθη η Eλλάς από το άνομον Έθνος¨. Αλλ’ έζησε και είδε τους καρπούς των μόχθων του, είδεν ό,τι επόθησε κι οραματίσθηκε.

Ο καρπός που έσπειραν οι παραπάνω Εθνεγέρτες εξήγειρε τις κοιμισμένες ψυχές κι εβλάστησε πλούσια στους κόλπους της Φιλικής Εταιρείας. Ποια δύναμη γιγάντωνε τους Φιλικούς, το μαρτυρεί η Αφιέρωση αυτών που προσχωρούσαν στην Εταιρεία: ¨Φέρω μάρτυρα τον αλάνθαστον οφθαλμόν του Δημιουργού μας, εις τον οποίον κανείς συλλογισμός και επιθυμία δεν είναι απόκρυφος, ότι επιθυμώ της ταλαιπώρου Πατρίδος μας και του ταλαιπώρου Γένους την ανάστασιν, εμβαίνω μέλος εις αυτήν Αδελφότητα. Ότι η αφιέρωσίς μου γίνεται χωρίς να παραιτηθώ από καμμίαν άλλην αιτίαν, ειμή μόνον από αληθή πατριωτισμόν, ευρισκόμενος υγιής κατά τον νουν και κατά το σώμα. Τον όρκον τούτον υπόσχομαι ως τίμιος άνθρωπος και ομνύω εις το Πανάγιον και φοβερόν όνομα του Θεού, να φυλάξω απαρασάλευτον. Αν όμως ποτέ λησμονήσω την υπόσχεσίν μου και δεν φερθώ ως πιστός πατριώτης και αληθής Αφιερωμένος, το μεν σώμα μου αφήνω εις όλα τα βάσανα και δυστυχίας ταύτης της προσκαίρου ζωής και τον σκληρότατον και ατιμότατον θάνατον, να μην αξιωθώ ταφής και ευλογίας της Αγίας μας Εκκλησίας, την δε ψυχήν μου παραδίδω δι’ αιώνιον κόλασιν εις τας χείρας των δαιμόνων, των εχθρών του αληθινού Θεού και της Ιεράς Πίστεώς μας και το όνομά μου να γίνη το όνομα της κατάρας και του αναθέματος. Συ λοιπόν, Αδελφέ, δέξου την αφιέρωσίν μου, την οποίαν τώρα και διά πάντα προσφέρω εις το Γένος μου διά την Ελευθερίαν του. Δέξου με Αδελφόν Αφιερωμένον εις αυτόν τον Ιερόν Δεσμόν¨.

Είναι όρκος ή διαθήκη το θαυμάσιον αυτό κείμενον; Μόνον όταν όλο το σώμα και η ψυχή ολόκληρη αφοσιώνονται στην πατρίδα, όπως απαιτούσε ο όρκος των Φιλικών, είναι δυνατόν να εγερθούν από την νάρκη τα έθνη. Έτσι ύστερα από λίγο σαλπίσθηκε το εγερτήριον από το Γενικόν Στρατόπεδον του Ιασίου, από όπου κατερχόταν ηγέτης του μεγάλου αγώνα ο ηγεμονικός γόνος των Υψηλαντών, ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης του πεδίου της μάχης του 1821, ο οποίος μεταξύ άλλων έλεγεν: ¨Ας κιμηθώμεν λοιπόν, με εν κοινόν φρόνημα. Με την ένωσιν, ω συμπατριώται, με το προς την ιεράν θρησκείαν σέβας, με την ευτολμίαν και σταθερότητα, η νίκη μας είναι βεβαία και αναπόφευκτη. Αυτή θέλει στεφανώσει με δάφνας αειθαλείς, αυτή με χαρακτήρας ανεξαλείπτους θέλει χαράξει τα ονόματα ημών εις τον ναόν της αθανασίας, διά το παράδειγμα των επερχομένων γενεών.¨

Αλλά για να οδεύσει το έθνος τον δρόμον του ξεσηκωμού του και ν’ ανοίξει η αυλαία της Εθνεγερσίας στο Ιάσιον, χρειάσθηκε και μια άλλη πάμφωτη μορφή να καταυγάσει τον προεπαναστατικό χώρο. Η μορφή του Κοσμά του Αιτωλού. Του χωριατόπαιδου από το Μέγα Δένδρο του Αποκούρου Αιτωλίας. Γυιός πτωχού υφαντή ο Κοσμάς, από μαθητής του διάκου Ανανία του Δερβιζάνου και του Αναστασίου Γορδίου στην Μονή της Αγίας Παρασκευής, βρέθηκε σπουδαστής της ¨Αθωνιάδας Ακαδημίας¨, όπου είχε δύο σπουδαίους διδασκάλους, τον Μεσολογγίτη Παλαμά στα γραμματικά και τον Ευγένιο Βούλγαρι στα φιλοσοφικά. Ιερομόναχος αμέσως έπειτα στην μονή της Φιλοθέης, οιστρηλατημένος από ένθεο ζήλο και πονώντας βαθιά για την δουλεία του Γένους, ανέλαβε κολοσσιαία δράση με διπλό σκοπό. Ν’ αποσβήσει τον επαπειλούμενο εξισλαμισμό της Ηπείρου και να ιδρύσει παντού, όπου δεν υπήρχαν, εστίες φωτισμού για τα παιδιά των ραγιάδων, και το φως της πνευματικής παραδόσης του έθνους. Τους επέτυχε και τους δύο, αφού ολοκλήρωσε την θαυμαστή πορεία του με μαρτυρικόν θάνατον. Τα όπλα του στην ηρωική του εξόρμηση, που άρχισε κατά το 1760, από την Κων/λη, στην Μακεδονία, την Θεσσαλία, την Στερεά Ελλάδα, την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, ήταν ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός, που στηνόταν στο ύπαιθρο, γιατί πάντα στο ύπαιθρο εκήρυττε, επειδή δεν υπήρχε πουθενά εκκλησία ή άλλος χώρος που να χωρεί τα πλήθη που έτρεχαν στο κήρυγμά του- ένας ξύλινος σταυρός που έμενε καρφωμένος κάθε φορά στο σημείο που στηνόταν για να θυμίζει την διέλευσή του, και ένα θρονί, όπου ανέβαινε για να ομιλήσει, και προ πάντων, η φλογερή και χειμαρώδης ευγλωττία του, που ηλέκτριζε, ενθουσίαζε, ανύψωνε και παρέσυρε τα ακροατήρια. Κι όχι μόνον οι Έλληνες, αλλά και οι Τούρκοι, τον άκουαν μ’ ευλάβεια και κατάνυξη, κι είχε θαυμαστές πασάδες που τον επροστάτευσαν, ένας μάλιστα απ’ αυτούς του εδώρησε και πολυτελέστατο θρονί για το κήρυγμά του, ο δε φοβερός Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, του οποίου ο Κοσμάς είχε προφητεύσει την εκπληκτικήν άνοδον, τον ελάτρευεν τόσον, ώστε, όταν κατόπιν διαβολών κάποιων σκοτεινών εμπόρων και τοκογλύφων και της επίτηδες παρεξηγημένης διαταγής ενός Τούρκου διοικητού τον εθανάτωσαν, διέταξε να κατασκευάσουν αργυρούν ομοίωμα της κεφαλής του και όταν του την παρουσίασαν, την έψαυσε τρεις φορές με την γενειάδα του, δείγμα βαθυτάτου σεβασμού. Κι επειδή δεν άρεσε καθόλου στους Μουσουλμάνους η εκδήλωση αυτή, στράφηκε και τους είπε: ¨Φέρτε μου έναν Μουσουλμάνο σαν αυτό τον Χριστιανό, να του φιλήσω και τα πόδια¨.

Πλήθος ιερέων και μοναχών παρακολουθούσαν επίσης τον Κοσμά στα φλογερά του κηρύγματα, που στην συνέχεια διασκορπίζονταν στις περιοχές του, κήρυσσαν κατά το πνεύμα του, κι εκαλούσαν τους προεστούς, τους δημογέροντες και τους κατοίκους να βοηθήσουν στην ίδρυση σχολείων. Κι έτσι εξηγείται το αληθινόν θαύμα, ότι στις τριάντα επαρχίες που εκήρυξε, κατώρθωσε να ιδρύσει διακόσια κοινά (δημοτικά) σχολεία και τριάντα ανώτερα, τα οποία ονομάζει ¨Ελληνικά¨. Τότε εισήχθη και το σύστημα των οικοσίτων μαθητών Σχολείων που οργανώθηκε κοινοβιακά. Σ’ αυτά εχορηγούσαν δωρεάν στους μαθητές τροφή και διδασκαλία. Οι πλούσιοι όριζαν διάφορα κληροδοτήματα, για την συντήρηση των διδασκάλων και μαθητών και για τον εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών.

Θα τολμούσε άραγε κανείς ύστερα από την τεράστια αυτή εθνική προσφορά του Κοσμά του Αιτωλού, να μειώσει το πνευματικόν ανάστημα των ρασοφόρων του Γένους; Οι τιμημένοι ρασοφόροι συμπορεύονται με το Γένος, σε κάθε έκφανση της ιστορικής του ζωής. Ρασοφόρος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, έναν όρθρο του Μαρτίου, γονατισμένος μπροστά την εικόνα της Παναγίας, πλάι στην Ωραία Πύλη, προσευχόταν. Κι όταν ο ήλιος χρύσωσε τον ιερό λόφο της Αγίας Λαύρας, γαλήνιος υποδέχεται τους οπλαρχηγούς, που καταφθάνουν με τους άντρες τους από όλη την γύρω περιοχή. Εξακόσιοι περίπου ήταν οι πολεμιστές, μα είχαν κι άλλοι μαζευτεί από τα βαθιά χαράματα, για να παρακολουθήσουν την παράκληση που θάκανε ο Γερμανός στην Παναγιά, και την δοξολογία για την ευόδωση του Αγώνα.

Κι όταν ο μεγαλόπνοος εκείνος Αρχιεπίσκοπος βγαίνοντας από την Ωραία Πύλη, ξεκρέμασε το χρυσοκέντητο παραπέτασμά της, που παρίστανε την Κοίμηση της Θεοτόκου και το σήκωσε ψηλά, λέγοντας με δυνατή φωνή, ¨Ελληνικέ Λαέ, και γενναίε Στρατέ, ορκιζόμαστε εν ονόματι του ιερού αυτού Λαβάρου να αγωνιστούμε μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος¨, τότε όλοι, όσοι ήταν μέσα και έξω από την Εκκλησία, έτρεξαν κλαίγοντας να ορκισθούν επάνω στο Λάβαρο, επαναλαμβάνοντας την αθάνατη φράση:¨ Ελευθερία ή θάνατος¨. Ιερότερη εικόνα δεν θα μπορούσε να παρουσιάσει ο περίβολος της Μονής με τον ιστορικό πλάτανο, που στον κορμό του ήταν κρεμασμένα τα όπλα των αγωνιστών, την ώρα που οι σεβάσμιοι φουστανελλοφόροι άρχοντες μιλούσαν στους ανυπόμονους από ενθουσιασμό συμπατριώτες τους.

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, φτερώνει με τις ευλογίες του τον αγώνα για την ελευθερία. Και πως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού εμαθήτευσε ως υποτακτικός, κοντά στον άλλο πνευματικό γίγαντα ρασοφόρο, τον εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄. Όταν ο Γρηγόριος ο Ε΄ εξορίσθηκε στην Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους το 1798, βαθειά λυπημένος για τον ¨Παναγιώτατο¨ και προστάτη του, τον ακολουθεί στην εξορία ο τότε διάκονος Γερμανός, διακόπτοντας τις σπουδές του στην Κων/λη. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον Πατριάρχη του από υπακοή, για να μεταβεί στην Πόλη για να συνεχίσει τις σπουδές του. Ο ένας πνευματικός γίγαντας ρασοφόρος αμιλλάται τον άλλον, στην αρετή, στην γενναιότητα, στον ηρωισμό, πάνω στις επάλξεις του εθνικού χρέους. Κι οι δυο πρωτοπόροι στον μεγάλο ξεσηκωμό. Ποιος θα τόλεγε ποτέ ποιο ρόλο θάπαιζε για την πατρίδα ο καθ’ ένας τους; Ο Γεωργάκης Αγγελόπουλος, το φτωχό τσοπανόπουλο από την Δημητσάνα, ο μαθητής του ξακουσμένου καλόγερου Γαβριήλ, διαγράφει στη ζωή του τέτοια φωτεινή τροχιά, που τα ίχνη της θα σημαδέψουν- ουράνιο τόξο- στις σελίδες της Ιστορίας. Δημητσάνα η αφετηρία του, Σμύρνη ο δεύτερος μεγάλος σταθμός της ζωής του. Εκεί συνεχίζει τις σπουδές του στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή, και στην συνέχεια μαθητεύει στην Πατμιάδα Σχολή. Εδώ θα διδαχθεί Ελληνική Φιλολογία απ’ τον μεγάλο δάσκαλο Δανιήλ τον Κεραμέα και ανώτερη φιλοσοφία από τον Βασίλειο τον Κουταληνό, ¨εκγυμναζόμενος περί τους νόμους της τε ανθρωπίνης σοφίας μετ’ επιμελείας ενδελεχώς¨, καθώς μας λέει……… Στο νησί των οραματισμών και της Αποκαλύψεως, που την εποχή εκείνη γέννησε το Λιοντάρι της Φιλικής Εταιρείας- έναν Εμμανουήλ Ξάνθο- ο Γεώργιος Αγγελόπουλος αντριεύεται πνευματικά, μεστώνει ο πατριωτισμός του, και προπονείται για τον μεγάλο στίβο, όπου του μέλλεται να διαπρέψει. Το άστρο του που θα φωτίζει από δω και μπρος τα βήματά του, μέσα στα σκοτάδια της μαύρης σκλαβιάς, έχει ανατείλει στην ελληνικότατη Μικρά Ασία και τον περιμένει. Εκεί τον περιμένει και ο πρώτος στέφανος. Από εκεί θα ξεκινήσει και για τον τελευταίο, ¨τον στέφανο της ζωής¨. Έτσι έχει διαβάσει στο βιβλίο της Αποκαλύψεως: ¨Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Σμύρνῃ ἐκκλησίας γράψον∙…γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς¨. Όταν το 1785 εκοιμήθη ο Πατριάρχης Γαβριήλ ο Δ΄, και διάδοχός του εκλέχθηκε ο Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος, οι Σμυρναίοι ξέρουν να βραβεύουν σωστά. Και εγκρίνουν για Μητροπολίτη τους τον Γρηγόριο, που επί δέκα χρόνια τώρα, έδωσε τις καλύτερες εξετάσεις στην πόλη τους. Ο Γρηγόριος γι’ αυτούς παρουσιάζει όλα τα προσόντα: διοικητικά, πνευματικά, ήθος, μόρφωση μεγάλη, πίστη βαθειά, εκκλησιαστικό και εθνικό φρόνημα. ¨Όλοι οι Σμυρναίοι¨, σημειώνει ο Κούμας, ¨ομολογούσιν ομοφώνως, ότι ήτο σεμνός το ήθος, λιτός την δίαιταν, ταπεινός την στολήν, ζηλωτής της πίστεως, δραστηριώτατος εις όλα τα έργα του¨. Ακόμα κι ο Κοραής αναγνωρίζει τα πολλά του προσόντα και σπεύδει με πολλή ικανοποίηση μόλις πληροφορείται την εκλογή του ως Μητροπολίτη Σμύρνης, να του αποστείλλει επιστολήν με ευχές, παναγνώριση των ικανοτήτων του και να εκφράσει τις προσδοκίες του από ένα τέτοιο ποιμένα.

Ο άξιος υποψήφιος του αρχιερατικού θρόνου της Σμύρνης εκλέγεται ¨διά συνοδικών κανονικών ψήφων¨ Μητροπολίτης και την 1ην Αυγούστου 1785 χειροτονείται από τον ίδιο τον Πατριάρχη Προκόπιο. Η υποδοχή που του γίνεται στην Μητρόπολή του είναι αποθεωτική. Με την εκλογή και την χειροτονία του αυτήν ο Γρηγόριος πατάει και το δεύτερο πλατύσκαλο, που θα τον φέρει ύστερα από λίγα χρόνια στην κορυφή της Ορθόδοξης Ιεραρχίας. Ανάμεσα στις άλλες του δραστηριότητες, είναι και η φροντίδα του για την ιδιαίτερη πατρίδα του την Δημητσάνα. Εκεί υπάρχει ένας νέος φιλομαθής, δραστήριος, αλλά άπορος, ο Γεώργιος Κόζιας. Το μαθαίνει, τον καλεί κοντά του, του δίνει τα μέσα να σπουδάσει. Διαπιστώνει πως μέσα στην ψυχή του κρύβεται φλόγα πατριωτική, που με την πρώτη ευκαιρία θα φουντώσει και θ’ ανάψει πυρκαϊά. Τον χειροτονεί διάκονό του. Όταν καλείται συνοδικός στην Πόλη, τον παίρνει μαζί του για τελειότερη μόρφωση. Ο φτωχός διάκος μένει ο αχώριστος σύντροφος του Δεσπότη του. Ο έμπιστος σε θέματα πνευματικά και εθνικά. Ο μεγάλος προστάτης, διοχετεύει στην ψυχή του Γερμανού, όλη την πατριωτική του φλόγα. Τον ποτίζει με το αθάνατο νερό της Μεγάλης Ιδέας, της Λευτεριάς. Μπορεί δικαιολογημένα να σεμνύνεται αργότερα, πως με την επιρροή του ετοίμασε ένα μεγάλο πρωταγωνιστή της Ανάστασης του Γένους και απ’ τα πιο σημαντικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας, τον Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό. Και να, η ¨μεγάλη ώρα¨ που το Γένος και ο Γρηγόριος θα φορέσουν το ακάνθινο στεφάνι, και το φωτοστέφανο της δόξας έφθασε. Όταν τον Απρίλιο του 1797 παραιτήθηκε ο Πατριάρχης Γεράσιμος ο Γ΄, η σύνοδος των Πατριαρχείων, εκλέγει ¨ομοθυμαδόν¨ διάδοχό του, τον Σμύρνης Γρηγόριον. Είναι η πιο κρίσιμη στιγμή της νεοελληνικής Ιστορίας. Γι’ αυτόν ο πατριαρχικός θρόνος θα είναι Σταυρός και Ανάσταση μαζί. Κατηγορείται σε λίγο πως δεν φρόντισε να νουθετεί καλά τους ραγιάδες, και με βεζυρικό διάταγμα γίνεται έκπτωτος από τον θρόνο το 1798 και χαρακτηρίζεται ¨ως ανίκανος εις διατήρησιν της των λαών υποταγής…¨. Τον Σεπτέμβριο του 1806 ανακαλείται από την εξορία. Αλλά η ζωή του είναι προορισμένη να ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά του πατριαρχικού θρόνου και τις βαθμίδες της πνευματικής κλίμακας του Άθω. Ύστερα από οκτάχρονη πατριαρχία τον αναμένει και πάλι δεκάχρονη εξορία, στην Μονή Μεταμορφώσεως στην νήσο Πρίγκηπο και στην συνέχεια στο Αγιώνυμον Όρος. Άλλωστε το κλειδί του κελιού του το έχει πάντα μαζί του. Όμως αν το Γένος τον χρειασθεί, δεν μνησικακεί, θα δώσει πάλι το παρόν. Στη συνείδηση του Γένους, αυτός είναι ο Πατριάρχης. Οι άλλοι που τον αντικαθιστούν είναι προσωρινοί, περαστικοί. Δέκα χρόνια έμεινε εξόριστος ο Εθνάρχης. Δέκα χρόνια για πνευματική και ψυχική προετοιμασία. Για το Μεγάλο Σηκωμό, για την Ανάσταση. Το προαισθάνεται. Αυτός θα κρατήσει και πάλι το τιμόνι της Ορθοδοξίας και του Έθνους στις φουρτουνιασμένες στιγμές. Ο Γρηγόριος έρχεται θριαμβευτικά για τρίτη φορά στην ¨Πόλη των Κων/νων¨, για να στερεώσει και να κυβερνήσει το κλυδωνιζόμενο σκάφος της Εκκλησίας. Το πλήθος ζητοκραυγάζει και ευλογεί τον Θεό για την μεγάλη του ευτυχία. Το μοναδικό φιλολογικό περιοδικό της εποχής ο ¨Λόγιος Ερμής¨ αναγγέλει με χαρά ¨Σπεύδομεν να κηρύξωμεν εις το πανελλήνιον τα ευαγγέλια της μετακλήσεως του Γρηγορίου εις τον οικουμενικόν θρόνον, ίνα διευθύνει το τρίτον τους εις αυτόν εμπιστευθέντας λαούς, εις την αληθή της δικαιοσύνης και της ευθύτητος οδόν…¨. Δίχως νάναι μέλος της Φιλικής Εταιρείας ο Γρηγόριος διαθέτει τα πάντα για να πραγματωθούν οι σκοποί της. Χωρίς να δίνει στόχο στην Πύλη με επιπόλαιες ενέργειες γίνεται η ευχή του αγώνα. Όμως η Πύλη φαίνεται πληροφορείται τις ενέργειές του, κι ο Πατριάρχης έχει γίνει ο στόχος της. Οι εκλεκτοί του γένους και θερμοί πατριώτες τον προτρέπουν να φύγει. ¨Συμφέρει ἕνα ἀπολέσθαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ¨, απαντά εκείνος. ¨Ὁ μισθωτὸς καὶ οὐκ ὢν ποιμὴν, φεύγει καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα. Ὁ δὲ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων…..¨

Ύστερα από μερικές μέρες, ο ίδιος ο Μεγάλος Διερμηνέας Κων/νος Μουρούζης, φθάνει κατάχλωμος στο Πατριαρχείον φέρνοντας φιρμάνι από τον Σουλτάνο. Η υψηλή Πύλη πληροφορήθηκε την στάση στη Μολδοβλαχία, από μερικούς τρελούς και τους λυπάται. Διατάζει λοιπόν τον Πατριάρχη να βγάλει αφορισμό εναντίον του Υψηλάντη και του Σούτσου και σ’ όσους άλλοι είναι πρωταίτιοι.

Ο Πατριάρχης και η Σύνοδος βρίσκουν πως είναι μια λύση κι αυτό. Αν γίνει έτσι, θα καταπραΰνουν τους Τούρκους. Θα γλυτώσει τουλάχιστον το Γένος από την γενική σφαγή, έτσι ο Εθνομάρτυρας Γρηγόριος ο Ε΄ και άλλοι Ιεράρχες αναγκάσθηκαν με εγκυκλίους να καταδικάσουν τον εθνικό Αγώνα, τον οποίο στην ουσία υποβοηθούσαν. Εάν λέγουν ο Γρηγόριος επίστευεν στην ιδέα της Εθνεγερσίας, έπρεπε να μην εκδώσει αφορισμόν, υποκύπτοντας στην βία. Αλλ’ ο αγνός πατριωτισμός απαιτεί καμμιά φορά θυσίες μεγαλύτερες και αυτής ακόμη της ζωής, διότι κάποτε η μαρτυρική ζωή είναι πικρότερον αλλά πιο επιβεβλημένο καθήκον και αυτού του μαρτυρικού θανάτου. Και αυτήν την υπέρτατη θυσίαν πρόσφερε ο αοίδιμος Πατριάρχης, ο οποίος συναισθάνθηκε συναίσθημα πικρότερον και αυτού του θανάτου, όταν θυσιάζοντας κάθε εγωισμόν και αποβλέποντας στο αληθινό εθνικό συμφέρον, αναγκάσθηκε να βάλλει την υπογραφή του κάτω από έγγραφο που καταδίκαζε το κίνημα, για την επιτυχίαν του οποίου ολόψυχα ευχόταν και εργαζόταν. Υπογράφοντας, απεμάκρυνε τις υπόνοιες της Πύλης περί συμμετοχής στο κίνημα επισήμων κύκλων. Μη υπογράφοντας θα επιβεβαίωνε τις υπόνοιες, οπότε θα εκδηλωνόταν φοβερή η τιμωρία του τυράννου και θα νεκρωνόταν το κίνημα πριν εκραγεί. Εξ άλλου ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ υπέστη με θαυμαστή εγκαρτέρηση το μαρτύριον, όταν η ώρα επέστη, αν και μπορούσε να σωθεί με την φυγήν. Ό,τι έκανε, το έκανε από σκοπιμότητα, για το καλό του έθνους, και ποτέ δεν υπήρξε προδότης. Ο ίδιος ο Υψηλάντης άλλωστε, ξέροντας την γνησιότητα των αισθημάτων και κινήτρων του Πατριάρχη, είχε γράψει παλαιότερα και στον Κολοκοτρώνη και στους Σουλιώτες, και ξέροντας ότι τα αντίγραφα του αφορισμού δεν θα έχουν καμμιά απήχηση στ’ αυτιά των επαναστατημένων ραγιάδων τα εξής: ¨Να τα θεωρήτε άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου¨. Ήξερε, πως την στιγμήν που το άγιο του χέρι υπόγραφε, ευχόταν να επιτύχει ο ξεσηκωμός των ραγιάδων. Εκείνο όμως που προσπαθούσε με κάθε θυσία να αποφύγει, ήταν η σφαγή των αθώων όλης της αυτοκρατορίας. Ποτέ δεν πίστεψε ο Γρηγόριος ο Ε΄ στον αφορισμό, γι’ αυτό μαζί με έξη συνοδικούς, παίρνοντας μια λαμπάδα πάνω από την Άγια Τράπεζα, αφού βγήκε η κατάλληλη ευχή από τα γεροντικά του χείλη, έκαψε το μισητό έγγραφο. Άλλο ένα χρέος απέναντι στο έθνος πληρώθηκε.

Μεγάλη βδομάδα στην Κων/λη. Εβδομάδα Παθών του Κυρίου μας, παθών του Γένους, παθών του Πατριάρχη. Οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας αυτή τη χρονιά γίνονται μέρα. Κανένας Χριστιανός δεν τολμά να βρεθεί νύχτα στο δρόμο. Η τελετή κι η Λειτουργία της Αναστάσεως θα γίνουν πρωί. Ο Πατριάρχης δεν νοιώθει τις δυνάμεις του καλά. Όμως θα λειτουργήσει. Αρχιερεύς που συλλειτούργησε εκείνη τη φορά μαζί του διηγείται:¨ Ίσως ποτέ έως τώρα ο Γρηγόριος δεν ήταν πιο ζωηρός και δεν έκανε λαμπρότερη, κατανυκτικώτερη, πιο ζωντανή, και πιο μεγάλη θεία λειτουργία. Από τα μάτια του έβγαινε θεία φεγγοβολή¨. Ο Πατριάρχης μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαρμολύπης ευλογεί το εκκλησίασμα, κι εύχεται το ¨Χριστός Ανέστη¨. Μέσα του εύχεται και ¨Αναστήτω το έθνος¨. Όμως ο Πατριάρχης είναι ήδη καταδικασμένος σε θάνατο. Η διαταγή που δίδεται από τον Μαχμούτ ήταν: ¨Ο άπιστος Πατριάρχης να κρεμασθεί απ’ την μεσαία Πόρτα του Πατριαρχείου¨. Η αγχόνη στήνεται για τον εθνομάρτυρα Πατριάρχη κι ο δήμιος περνά από το σεβάσμιο κεφάλι του το βρόχο. Για τον Γρηγόριο τον Ε΄ αυτή η στιγμή είναι η ώρα της χάριτος, και η μεγάλη μορφή του περνά στην αθανασία. Κάποιοι βέβαια κατά καιρούς θέλουν να παραχαράξουν την αλήθεια για την μορφή αυτή, τολμούν δε να βεβηλώσουν ακόμη και το άγαλμά του σύμβολο που είναι στημένο μπροστά στο Πανεπιστήμιον Αθηνών. Και βέβαια,

¨Το μάρμαρο μένει βουβό…

Και θε να μένει ακόμα,

ποιος ξέρει ως πότε αμίλητο το νεκρικό του στόμα.

Κοιμάται κι ονειρεύεται και τότε θα ξυπνήσει,

όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα βροντήσει,

το φοβερό μας κήρυγμα, ¨Χτυπάτε πολεμάρχοι¨

Μη λησμονήτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη.¨

Και τώρα το περισκόπιό μας στρέφεται στην ανεπανάληπτη μορφή του Γέρου του Μοριά. Όταν ο αθάνατος εκείνος Κολοκοτρώνης επιστρέφοντας από την Ζάκυνθο, αποβιβάσθηκε στη Μάνη για να συγκροτήσει το πρώτο επαναστατικό σώμα, είπε στα ολιγάριθμα παλληκάρια του: ¨Ο Θεός υπέγραψε παιδιά, την ελευθερία της Ελλάδος! Και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του¨. Τον Θεόν έθετε εγγυητήν, ο βαθυστόχαστος αρχηγός για την επιτυχία του αγώνα του. Το 1807, στον πρώτο γύρο του αγώνα, είχανε δώσει την ζωή τους εικοσιπέντε Κολοκοτρωναίοι και στο τέλος του αγώνα περίπου εκατό.

Αν αυτές τις ημέρες φέρομε ευλαβικά τα βήματα στους ιερούς χώρους του ιστορικού Μουσείου, μέσα σε προθήκη θα δούμε τα άρματα και την περικεφαλαία του Αρχιστράτηγου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Θα δούμε ένα θώρακα κι ένα γιλέκο ανδρός στενόστερνου, που μέσα όμως στο στενό στέρνο έπαλλε καρδιά λέοντος. Δικαιολογημένα η πατρίδα τον έστησε με την θρυλική περικεφαλαία και προτεταμένο ηγετικά το χέρι, να κατευθύνει τους λαούς (:να δείχνει στους λαούς το δρόμο της ελευθερίας). Αναγράφεται στη βάση του αδριάντα η ρήτρα σύμβολο: ¨Χώρει και συ γενναίε στρατηγέ ανά τους αιώνας, για να δείχνεις στους λαούς, πως οι σκλάβοι γίνονται ελεύθεροι.¨

Σεμνός, ευγενής, λεβέντης προβάλλει τώρα ο Στρατηγός Μακρυγιάννης. Ένας κληρικός της Άρτας τον κατήχησε στην Φιλική Εταιρεία. Ο τρόπος που κατηχήθηκε είναι πολύ χαρακτηριστικός για την συνείδηση του χρέους που χαρακτήριζε τον δοξασμένο Ρουμελιώτη Στρατηγό.

¨Ορκίστηκα, γράφει, ότι δεν θα μαρτυρήσω κανενού∙ όμως να μου δώσει καιρόν οχτώ ημέρες, να συλλογιστώ αν είμαι άξιος δι’ αυτό το μυστήριον…. Πήγα στοχάστηκα και τάβαλα όλα ομπρός, και σκοτωμόν και κιντύνους και αγώνες- θα τα πάθω διά την ελευθερίαν της πατρίδος μου και της θρησκείας μου. Πήγα και του είπα: ¨Είμαι άξιος¨. Του φίλησα το χέρι, ορκίστηκα¨. Συνεπής στον εαυτό του φάνηκε μέχρι τέλους. Ο ίδιος γράφει: ¨Όσον αγαπώ την πατρίδα μου, δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Να ρθει ένας να μου ειπεί ότι θα πάγει ομπρός η πατρίδα στρέγομαι να μου βγάλει και τα δυο μου μάτια¨. Η ζωή του είναι μια αλυσσίδα ηρωισμών, μεγαλοψυχίας, ευγένειας. Τον χαρακτήριζε ζωηρή αγάπη για την αλήθεια και τον φλόγιζεν ασίγαστος ο πόθος για την δικαιοσύνη. Συμφιλίωσε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο με τον Γκούρα, κι έπεισε τον πρώτο να εφοδιάσει την Ακρόπολη με τ’ αναγκαία του πολέμου. Κατά την πολιορκία του Νεοκάστρου,

έσωσε από βέβαιο θάνατο τους πολιορκημένους χάρις στις επιδέξιες διαπραγματεύσεις του με τον Ιμπραήμ. Η μάχη στον Φαληρέα ήταν προσωπικός του θρίαμβος. Ξένος παρατηρητής που παρακολούθησε την μάχη της Καστέλλας, γράφει στην έκθεσή του, πως ¨οι Έλληνες ποτέ δεν πολέμησαν καλύτερα, ούτε παρουσίασαν μεγαλύτερη παλληκαριά και κουράγιο. Από τους Έλληνες στρατηγούς ξεχώρισε ο Μακρυγιάννης∙ αυτός και τα παλληκάρια του πέφταν στη μάχη τραγουδώντας¨.

Σ’ αυτόν χρωστάμε και την νίκη των Μύλων, την λαμπρότερή του επιτυχία. Κατά την μάχη ο Ιμπραήμ, ύστερα από σειράν νικών στην Πελοπόννησο, γνώρισε την πρώτη του ήττα.

Στους πολέμους του ’21 ο Μακρυγιάννης πληγώθηκε πολλές φορές. Κάθε τόσο τα τραύματα αιμορροούσαν, και τον βασάνιζαν με πυρετό. Πρωτεργάτης της επαναστάσεως της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, που είχε ως αποτέλεσμα την παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα, ο Μακρυγιάννης κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, περιορίστηκε στην αρχή σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού του, ύστερα τον μετέφεραν στην φυλακή του Μεντρεσέ κι από κει σε κακή κατάσταση σ’ ένα στρατιωτικό Νοσοκομείο. Καταδικάστηκε σε θάνατο ως συνωμότης, χωρίς άλλους συνωμότες. Βασιλική χάρη μετρίασε την ποινή του πρώτα σε ισόβια και τελευταία σε δεκάχρονη ειρκτή. Όταν όμως το 1854 υπουργός πανίσχυρος ήταν ο Καλλέργης, ο Μακρυγιάννης, ένα ¨λεβέντικο κουρέλι¨, όπως λέει ο Σεφέρης, απαλλάχτηκεν ολότελα. Από τότε περνούσεν όλη την ημέρα στον κήπο του σπιτιού του, γευμάτιζε σε σπηλιά που βρισκόταν εκεί, δεν γελούσε ποτέ, κι εύρισκε ανακούφιση στην αναστροφή με τα μικρότερά του παιδιά. Η όψη του από τα παθήματα είχε προσλάβει μορφή καρτερικού ερημίτη ή μάρτυρα.

Οξύς μαχητής με την γραφίδα όπως ήταν με το καρυοφίλι του, ¨έγραψε γυμνη την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για την θρησκεία τους¨. Και αλλού γράφει: ¨Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστι εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν¨. Η αντίληψη που έχει ο Μακρυγιάννης για την ιστορία μπορεί να ονομαστεί προνοιακή. ¨Εσύ Κύριε, γράφει, θ’ αναστήσεις τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτηνών των περίφημων ανθρώπων οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ’ αρετή …… και η απόφασή σου η δίκια είναι να μεταειπωθεί η Ελλάς, να λαμπρυνθεί αυτήνη και η θρησκεία του Χριστού και να υπάρξουν οι τίμιοι και αγαθοί άνθρωποι¨. Ο Μακρυγιάννης έχει ορθόδοξη αίσθηση, έχει μυστηριακή ζωή. Κάνει ευχέλαια, εξομολογείται, κοινωνεί. Στον Θεό μόνο βάσιζε την ελευθερία της πατρίδος. Είναι γνωστός ο διάλογός του με τον ναύαρχο Δεριγνύ. ¨Εκεί που φκιανα τις θέσεις, σημειώνει, …ήρθε ο Ντερνύς (δηλ. ο ναύαρχος DE RIGNY) να με ιδεί. Μου λέγει. Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες∙ τι πόλεμο θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού; Του λέγω: Είναι αδύνατες οι θέσεις και εμείς. Όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει¨. Μ’ αυτή την πίστη στην Ορθοδοξία στηρίχτηκε και ανορθώθηκε το έθνος. Έτσι μετά την Ανεξαρτησία, ο Μακρυγιάννης στον κήπο του σπιτιού του στην Αθήνα, ¨κατ’ ολίγον διακοσμών, παρατηρεί ο Βλαχογιάννης, προορίζει εις ναΐδριον ερημικόν, το οποίον θα φέρει το όνομα του Αγίου Ιωάννου. Εν αυτή τη οικεία αυτού, έχει δωμάτιον ίδιον κατασκευάσει εις προσκυνητήριον ιερόν. Πλήρες εικόνων, ενώ κλειόμενος επί πολλάς ώρας, νύκτα και ημέραν προσεύχεται.¨

Θέλετε να δείτε και την άλλη πτυχή της ευγενικής του καρδιάς; Δεν μπορούσε να ησυχάσει για τους αγωνιστές που δυστυχούσαν, κι η άθλια οικονομική τους κατάσταση τον απασχολεί. Στα 1835 κάνει μια αναφορά στην Κυβέρνηση: ¨Επειδήτις, όσοι αγωνίστηκαν πεθαίνουν από την πείνα και την ταλαιπωρία καθώς και χήρες των σκοτωμένων και παιδιά τους, τον μιστόν οπού μου δίνετε διατάξετε να μου κοπεί όλος και να τον δίνετε εις τους αγωνιστάς και χήρες κι ορφανά των σκοτωμένων¨. Κι ας σημειωθεί πως ο ίδιος είχε 12 παιδιά.

Στον αγώνα της Εθνεγερσίας οι ανταύγειες έχουν πολύμορφες και πολύχρωμες μαρμαρυγές. Οι αφανείς ναύτες γίνονται μπουρλοτιέρηδες και θαλασσοκράτορες, ήρωες ναυμαχιών ισάξιοι του Θεμιστοκλή.

Ο Ψαριανός Κων/νος Κανάρης, ο μέχρι το 1822 αφανής και άγνωστος, καταυγάζει τον κόσμο με την φήμη των κατορθωμάτων του. Πως ξεκινά όμως για το μεγάλο του κατόρθωμα, την πυρπόληση της ναυαρχίδος στα νερά της Χίου; Ξεκινά μέσα από τον ναόν. Εκεί κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχεται, ενισχύεται, κι ο μέχρι προ ολίγου αφανής ναυτίλος Κων/νος Κανάρης που κανείς δεν υπελόγιζε την γνώμη του, ¨ἐν τῷ Θεῷ ποιε δύναμιν¨ και κάνει κατόρθωμα που το θαυμάζουν οι αιώνες. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του ποιητή για τον ευγνώμονα θαλασσοπόρο. ¨Το χέρι που άτρομο έσπειρε το θάνατο, με το δαυλό το φοβερό χέρι, τώρα ταπεινωμένο και τρεμάμενο στην Παναγιά ανάφτει ένα αγιοκέρι.¨

Κι ο Κανάρης είναι πιστός, γι’ αυτό κι οι νίκες, κι οι τόσες δάφνες.

Στις 15 Δεκεμβρίου του 1859, μια Σουηδή συγγραφέας η FREDRIKA BREMER αποφάσισε να επισκευθεί ¨τον γηραιόν άνδρα της ελευθερίας¨, όπως η ίδια ονομάζει τον Κανάρη, να του προσφέρει μια ανθοδέσμη. Δεν λέει ότι τον ήξερε από το ποίημα του VICTOR HUGO. Τα κατορθώματά του τα είχε διαβάσει στο ιστορικό σύγγραμμα του Zinkeisen. Ο Κανάρης εβδομήντα περίπου ετών, βγήκε να την προϋπαντήσει κι είχε νεανική ζωηρότητα στις κινήσεις του. Η γυναίκα του πυρπολητή, ¨μια ωραία, επιβλητική, ηλικιωμένη κυρία¨ φορούσε ψαριανό κοστούμι, ενώ εκείνος ήταν ντυμένος ευρωπαϊκά. Η FREDRIKA, με διερμηνέα τον Αμερικανό HILL, είπε, ότι είναι ευτυχής αντικρύζοντας τον άνδρα που για τα έργα του της είχε μιλήσει τόσο, όταν ήταν νέα, ο πατέρας της. Ο Κανάρης απάντησε, ότι ευχαριστεί τον Θεόν, που επέτρεψε σ’ ένα μικρό ναυτικό ενός ελληνικού νησιού από τα πιο μικρά, να κάμει για την πατρίδα του κάτι που έκαμε τον απελευθερωτικό της αγώνα συμπαθή σε χώρες τόσο μακρινές¨. ¨Ήταν αληθινά μια ωραία απάντηση¨, γράφει η FREDRIKA. Και όταν τον ρώτησε αν αισθάνθηκε σε κάποια στιγμή της ζωής του φόβο, ο Κανάρης αποκρίθηκε: ¨Ένα τέτοιο πράγμα δεν μπαίνει ποτέ στο νου μας. Ο κίνδυνος μας διεγείρει. Το τουφεκίδι και η μάχη μοιάζουν με μουσική¨.

Ο σεμνός ήρωας, δεν έδωσε την απάντηση όπως βλέπομε, μόνο για λογαριασμό του εαυτού του. Εχρησιμοποίησε το πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού. Μίλαγε για λογαριασμό των Ελλήνων γενικά.

Αλλ’ αν ο αφανής ναυτίλος με την βοήθεια του Θεού και την τόλμη του αναδείχτηκε θαλασσοκράτορας κι έγινε Υπουργός την Ναυτικών και Αντιβασιλέας ακόμη, κάποιοι πλούσιοι καπετάνιοι που άδειασαν τις γεμάτες τάλληρα και χρυσά νομίσματα στέρνες τους για τον αγώνα, κατάντησαν για την πατρίδα ζητιάνοι. Συμπολεμιστής του Κανάρη ο Σπετσιώτης Ματρόζος, ο γενναίος που τον έτρεμε ο Σουλτάνος, που έσωσε την ζωή του Κανάρη έξω από την Τένεδο, που άδειασε την γεμάτη τάλληρα στέρνα του για την πατρίδα, πεθαίνει από την πείνα ξεχασμένος στις Σπέτσες, την ίδια στιγμή που ο Κανάρης μεσουρανεί και είναι Υπουργός των Ναυτικών. Κι αποφασίζει να επισκεφθεί τον Κανάρη στην Αθήνα, να ζητήσει την βοήθειά του. Ο ποιητής Στρατήγης σε έξοχους στίχους, απεικονίζει το περιστατικό. Διαβάζουμε αποσπασματικά:

“Εδώ τι θέλεις, γέροντα;” Ρωτά τον καπετάνο στο Υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός ντυμένος μέσα στα χρυσά. “Παιδί μου είναι πάνω ο Κωνσταντής;”. “Ποιος Κωνσταντής;”. “Αυτός… ο Ψαριανός”.

“Δεν λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο, να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο πτωχοκομείο!”. Ο Γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού, και με σπιθόβολη ματιά μεσ’ απ’ τα στήθια βγάλει με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού : “Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα, οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!”

Εν τω μεταξύ ο Κανάρης που ακούει την συζήτηση, ειδοποιεί να αφήσουν τον γέροντα να τον δει. Κι ο Ματρόζος:

“Δεν με θυμάσαι Κωνσταντή;” σε λίγο του φωνάζει∙ “γρήγορα συ μ’ ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ…”. “Ποιος τόλπιζε να δει ποτές” ο γέροντας στενάζει, “τον καπετάνο ζήτουλα, τον ναύτη υπουργό…”. Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη, τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.

“Ματρόζε μου!” δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει, και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει. Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια στ’ άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια, δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι, όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει.

Μιαούληδες, Τομπάζηδες, Κανάρηδες, και Πιπίνοι, Τσαμαδοί και Σαχίνηδες και Ματρόζοι και Γεώργιος Πολίτης, κοσμούν το ελληνικό ναυτικό που ποτέ δεν ηττήθηκε.

Κι ο ποιητικός χώρος έχει τις εθνικές μαρμαρυγές του κι εκείνος. Ο Διονύσιος Σολωμός, ο γυιός του Κόντε Σολωμού, γίνεται ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του υψηλού φρονήματος της εποχής του. Από την πρώτη στιγμή του μεγάλου εκείνου ξεσηκωμού του γένους, είναι ολόψυχα δοσμένος στην εθνική υπόθεση. Είναι συγκλονιστικές οι μαρτυρίες του πιστού οικονόμου του, του Λάμπρου Μιχαλόπουλου, για το πόσο βαθειά ζούσε ο ποιητής την αγωνία και το δράμα του επαναστατημένου ελληνισμού.

¨Ένα μεσημέρι ακούαμε κανονιές και το αφεντικό εβγήκε έξω από την κάμαρά του και εστάθηκεν εις τον λόφον¨, αφηγείται ο Μιχαλόπουλος (: οικονόμος του). ¨Έπειτα ανασηκώνοντας τα χέρια προς τον ουρανόν, εφώναξε δυνατά, μα πολύ δυνατά: ¨Βάστα καϋμένο Μεσολόγγι, βάστα¨. Και έκλαιγεν σαν το παιδί. Άλλο ένα βράδυ …ήτανε καθισμένος εις την ρίζα μιας ελιάς και έπειτα από πολλήν σιωπή μου λέγει: “Λάμπρο, τι να γίνονται εκεί κάτω τα αδέλφια μας;” Και τον είδα να χύνει δάκρυα και τότες!¨.

Στο ποιητικό του αποκορύφωμα, στους ¨Ελεύθερους Πολιορκημένους¨, δείχνει τους Μεσολογγίτες ν’ ανακαλύπτουν σιγά- σιγά τις διαστάσεις του προβλήματος της ανθρώπινης ελευθερίας και να υψώνονται σ’ ένα ηθικό μεγαλείο, που προκαλεί πάντα τον βαθύ σεβασμό.

Προεξαγγείλαμε πως μια κι ο χώρος της Εθνεγερσίας είναι απέραντος, μόνον απόπειρα προσεγγίσεως των ιστορικών του κρασπέδων θα επιχειρήσουμε. Θα ήταν όμως αδικία, να μην αναφερθούμε στον άγνωστο Πολεμιστή του 21. Το καλεί η ιστορική συνέπεια. Τονίζεται στον επιτάφιο του Περικλέους: ¨Μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν¨ (Θουκ. Β΄34).

Όλοι οι επιφανείς παρόντες σήμερα στο προσκλητήριο της Εθνικής ευγνωμοσύνης. Αλλά το Πάνθεον των ηρώων δεν είναι πλήρες. Απουσιάζει ο Άγνωστος Στρατιώτης: Εκεί στην αφανή κρύπτη του Πανθέου μας, χρέος να προσέλθομε σήμερα και να προσκυνήσομε ευλαβικά το ανεπίγραφο κενοτάφιο ¨εκείνων που δικαιούνται το παν, γιατί αρκούνται στο τίποτα¨.

Ας θυμηθούμε το Μεσολόγγι. Ποιος εσύνθεσε το αθάνατο έπος του που ταράζει την οικουμένη ολόκληρη; Η φρουρά του Μεσολογγίου.

Οι επώνυμοι αφανείς Ήρωες, που ψελίζει το όνομά τους η Ιστορία με το ασύλληπτο μεγαλείο τους. Ας ονομασθεί έτσι το ¨Τμήμα Χειρογράφων και Ιστορικών αρχείων¨ της Εθνικής μας Βιβλιοθήκης. Υπάρχουν εκεί σε πολυάριθμες θήκες εικοσιπέντε περίπου χιλιάδες ατομικοί φάκελλοι Αγωνιστών του 1821. Οστεοφυλάκια μοιάζουν οι θήκες εκείνες. Και κάθε φάκελλος επισημειωμένος με ένα όνομα, μοιάζει σαν επιτάφια πέτρα που περικλείει τα μόνα διασωθέντα λείψανα του Αφανούς εκείνου ήρωα. Ιερή κειμηλιοθήκη. Εισέρχεται κανείς με συγκίνηση και ρίγος τον διατρέχει. Νομίζει πως ακούει κλαγγές κι ομοβροντίες από καριοφίλια. Οι φάκελλοι εκείνοι των παλαιών αγωνιστών περιέχουν κυρίως αναφορές των ίδιων ή των προγόνων τους, προς την αρτιγέννητη Ελληνική Πολιτεία. Απευθύνονται με κυριαρχημένη ευλάβεια προς την ¨Σεβαστήν Διοίκησιν¨, προς ¨το Σεβαστόν Εκτελεστικόν Σώμα¨, προς την ¨ επί των Θυσιών και Αγώνων Επιτροπήν¨, προς την ¨επί των παλαιών ακδουλεύσεων εξεταστικήν επιτροπην¨. Περιέχουν υπομνήσεις υπηρεσιών και διεκδικήσεις δικαιωμάτων. Ποιος μπορεί να ξέρει ποια και πόσα από τα παραπάνω αιτήματα των αφανών εκείνων Ηρώων εισακούσθηκαν και ικανοποιήθηκαν, ποιος ξέρει αν έμειναν ανικανοποίητα και δικαίωσαν τους στίχους των Σούτσων και των Παράσχων;! ….. Στο ποίημα ¨Εις τας Σκιάς των Αγνώστων Ηρώων¨, διαλαλεί ο Αχιλλεύς Παράσχος:

Γνωρίζουν ότι άγνωστοι θα πέσωσι∙ γνωρίζουν ότι της λήθης η ψυχρά τους αναμένει κλίνη, και όμως εις τον θάνατον ατάραχοι βαδίζουν. Δεν πολεμούν υπέρ αυτών ουδέποτε εκείνοι ! Αυτοί την πείναν, τας πληγάς, το μνήμα, την σκοτίαν, και άλλοι, άλλοι εις το φως κ’ εις την αθανασίαν.

Ω ήρωες αγνώριστοι, πεσόντες εις τα σκότη ! εάν η μνήμη λησμονή την έξοχον θυσίαν εκεί επάνω του Θεού το βλέμμα δεν υπνώττει∙ βλέπει τα έργα, και ποτέ, ποτέ την ιστορίαν. Ω ήρωες αγνώριστοι, πεσόντες εις τα σκότη, αν είσθε κάτω έσχατοι, επάνω είσθε πρώτοι!

Το 1862 με απόφαση της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, ήλθε στην Ελλάδα ο Γεώργιος Α΄. Όταν για πρώτη φορά ο νέος ηγεμόνας επισκέφθηκε το Μεσολόγγι οι Δυτικορουμελιώτες συνάχτηκαν για να καλωσορίσουν το βασιλιά τους. Του έγινε μεγάλη παράτα και φιέστα στο Ηρώο της Ιερής Πόλης. Ανάμεσα στους ντόπιους επίσημους είχε δοθεί τιμητική θέση σε μερικά γεροντάκια. Ήταν τα λείψανα, τ’ απομεινάρια της ηρωικής φρουράς του Μεσολογγίου, οι ¨Ελεύθεροι Πολιορκημένοι¨ του Σολωμού. Στη βασιλική συνοδεία, ανάμεσα στους άλλους, βρισκόταν κι ο Δανέζος βασιλικός σύμβουλος SPONNEK. Ο SPONNEK παραξενεύτηκε με την παρουσία των ταπεινών αυτών γερόντων, που βρίσκονταν μάλιστα πρώτοι- πρώτοι στην τελετή. Ζήτησε πληροφορίες από έναν Έλληνα διερμηνέα δίπλα του. Αυτός του είπε ότι ήταν οι αγωνιστές της φρουράς εκείνης, που για ένα και παραπάνω χρόνο πρόταξαν βραχοθεμελιωμένα τα στήθη τους εκεί, για να συντρίβονται άπραγα και άδοξα τα γιουρούσια του Κιουταχή και του Ιμπραήμ. Ο SPONNEK παρατηρούσε μια τα γεροντάκια αυτά, μια τα καπνισμένα λιθοσώρια από τις ντάπιες ολόγυρα και τα μετερίζια. Κατόπιν γύρισε στη συντροφιά του και κάτι τους έλεγε με φαιδρό ύφος. Γελούσε αυτός, γελούσαν κι εκείνοι. Ένας από τους καθισμένους γέροντες, ο Σουλιώτης Γερο- Νάσης, έβλεπε κι αυτός την συντροφιά που γελούσε. Χωρίς να ξέρει τη γλώσσα τους, κατάλαβε ότι οι ξένοι σχολίαζαν υποτιμητικά κι ειρωνικά τους καθισμένους εκεί γέροντες. Σηκώθηκε, έσυρε αργά τ’ αδύνατα πόδια του, ακουμπώντας στο μπαστούνι, και πλησίασε τους ξένους. Ζήτησε από τον διερμηνέα να μάθει τι έλεγεν ο ξένος κι όλοι τους γελούσαν. Ο διερμηνέας τον πληροφόρησε.

– Ο ξένος λέει, ότι αυτός με τετρακόσιους μόνο Δανέζους στρατιώτες, κι όχι σ’ ένα χρόνο, μπορούσε να πατήσει το Μεσολόγγι.

Ο γερο- Νάσης ταράχτηκε. Τα σβησμένα του μάτια τρεμόπαιξαν με αρματολίτικη σπιθοβολιά, στα στήθη και στη θύμησή του ανάδεψαν ποιος ξέρει τι οδυνηρές εποπτείες της πολιορκίας και της Εξόδου, και γυρίζοντας στον διερμηνέα του είπε:

– Μπορεί να γινόταν κι έτσι καταπώς λέει ο ξένος! Αλλά θα έπρεπε κι εκείνοι που βρίσκονταν κλεισμένοι τότε να ήσαν σαν του λόγου του! Πες του όμως- γιατί όπως φαίνεται δεν το ξέρει- ότι τότε, κλεισμένος στο Μεσολόγγι ψωμομασούσε και πολεμούσε για τ’ άσπρο κούτελο της Ελλάδας, ο ανθός της σουλιώτικης και της ρουμελιώτικης παλληκαριάς. Έτσι να του πης χαιρετίσματα! Και, κουνώντας με βαρυκάρδιση το χιονάσπρο κεφάλι του, ξανακάθισε στη θέση του.

Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας αναφέρει, πως κάπου εκεί στην αρχαία Κόρινθο βρισκόταν μια θαυμαστή νεροπηγή. Κάθε φορά που η ¨βοῶπις καὶ λευκώλενος Ἥρα¨ λουζόταν στα νάματά της, αναδυόταν νεώτερη κι ομορφότερη. Η θαυματουργική αυτή νεροπηγή ίσως δεν υπάρχει σήμερα.

Υπάρχει ωστόσο, ένα άλλο θεσπέσιο κι αναγεννητικό βαφτιστήρι. Ο κρουνός, το κεφαλάρι, που αναβρύζει απ’ τις εφτά πληγές του Μακρυγιάννη, απ’ τις λαβωματιές όλων των αγωνιστών του Εικοσιένα- επώνυμων και ανώνυμων.

Σ’ αυτά τα ρείθρα, σ’ αυτό το ¨ὕδωρ τὸ ζῶν καὶ ἁλλόμενον¨ ας σπεύσουμε με πίστη και ¨ἀγαλλομένῳ τῷ ποδί¨, να βαφτιστούμε οι Νεοέλληνες και προπαντός εσείς αγαπητές φοιτήτριες, που δεν ψευτίσατε ακόμη και μένετε αγνότερες κι καθαρότερες από τους μεγαλυτέρους σας, θ’ αναδυθήτε το δίχως άλλο, αλκιμώτερες και ¨ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σας¨.

Γιατί για σας έσκαβε το χαράκωμά του ο επώνυμος και ο ανώνυμος αυτός ήρωας στους Μύλους, ενώ τα φουσάτα του Μπραΐμη κατηφόριζαν σαν ρέμα βροχοπλημμύριστο στον κάμπο της Αργολίδας. Για μας, που σήμερα συγκεντρωθήκαμε εδώ, να υψώσουμε την ευγνωμοσύνη μας στη μνήμη του, λιβανωτό από τ’ απόκρυφο θυσιαστήρι της ψυχής μας.

Υπάρχει μια ριγηλή και συγκλονιστική στροφή του Παλαμά:

Αλοίμονο σ’ αυτόν που ακούει

το προσκλητήρι των καιρών

να το φυσάει ή να το κρούη

σάλπιγγα ή τύμπανο. Τ’ ακούει,

και δε λέει: Παρών!

Στο ¨πανανθρώπινο εμβατήριο της Ελλάδας¨, στον αγώνα της ηθικής απελευθερώσεως του ανθρώπου, κρατώντας την δάδα της ελευθερίας, καλούμεθα κι εμείς παιανίζοντας με την ζωή μας, να δώσουμε το ¨παρόν¨.

¨Ομπρός! Με ορθή μεσούρανη

της λευτεριάς τη δάδα

ανοίγεις δρόμο Ελλάδα

στον Άνθρωπον… Ομπρός!

Ομπρός κι η Ελλάδα σηκώθηκε

και διασκορπάει τα σκότη!

Ανάστα η Ανθρωπότη

κι ακλούθα την … Ομπρός!