Σιάσου Λάμπρου
Ομοτίμου καθηγητού της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
«Πῶς διάβαζαν οἱ παλαιοὶ τὴν ἔξω σοφία»
Οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας πῆραν καὶ καθιέρωσαν μιὰν ἁπλῆ λέξη γιὰ νὰ χαρακτηρίσουν σύνολη τὴ γνώση καὶ σοφία ποὺ εὑρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Τὴν ὀνόμασαν «θύραθεν».
Ὁ φωτισμένος νοῦς τῶν ἁγίων Πατέρων μας ἐζωγράφισε τὴν ἐπὶ γῆς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ περιβάλλεται μὲ ὑψηλὸ μανδρότοιχο. Στὸ κέντρο ἡ νέα Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, τὸ καθολικὸν τῆς λατρευτικῆς συνάξεως. Ἐκεῖ οἱ ἱερουργοὶ ἁγιάζονται καὶ ἁγιάζουν τοὺς πιστοὺς μαζὶ καὶ τὴ ζωή τους.
Λιπόσαρκοι ἀρχηγοὶ τῆς Μάνδρας περιέρχονται ἀνύστακτοι τὸν μανδρότοιχο. Προσέχουν νὰ μὴν εἰσέλθει κρυφίως κλέπτης ἢ ληστὴς καὶ προξενήσει ζημιὰ στὸ λογικὸ ποίμνιο.
Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ περίβολου εἶναι προσανατολισμένη στὸν ἐξερχόμενο Κύριον τῆς δόξης. Γι’ αὐτὸ καὶ ζοῦν σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο πάροικοι καὶ παρεπίδημοι. Ὡστόσο καὶ γιὰ αὐτὴν τὴν πρόσκαιρη ζωὴ ἀπαιτοῦνται χρειαζούμενα: τροφός, σκεπάσματα, σπίτια. Ἡ Ἐκκλησία μας σταυρώνει, εὐλογεῖ καὶ ἁγιάζει ὅτι λαμβάνει ἐκ τοῦ κόσμου ὅτι κρίνεται ἀναγκαῖο γιὰ τὴ ζωὴ προγμάτων: ἀπὸ τὸ φυσικὸ νερὸ μέχρι τὶς περίτεχνες ἀνθρώπινες κατασκευές.
Θύρα μικρά, χαμηλότερη τοῦ ἀνθρώπινου ὕψους διασυνδέει τὴ μέσα ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν ἔξω κόσμο. Γιὰ νὰ κινοῦνται αὐτεξουσίως οἱ βουλόμενοι. Καὶ γιὰ νὰ λαμβάνονται ἐκ τοῦ κόσμου τὰ χρειαζούμενα. Ἐξ αὐτῆς τῆς εἰκόνος προῆλθε ἡ λέξη «θύραθεν». Μὲ τὴν ὁποίαν οἱ ἐκκλησιαστικοί μας Πατέρες ἀπέδωσαν τὴ γνώση, τὴ σοφία, τὰ μαθήματα ποὺ ὑπάρχουν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔξω ἀπὸ τὸν ἱερὸν Μανδρότοιχο, ἔξω ἀπὸ τὴν χθαμαλὴ καὶ στενὴ θύρα.
Ἡ εἴσοδος τῶν πιστῶν διὰ τῆς θύρας, δηλαδὴ διὰ τοῦ Χριστοῦ μας, γίνεται- αἰῶνες τώρα- μὲ εἰδικὸ καὶ αὐστηρῶς διορισμένο τρόπο. Ἐν πρώτοις ζητεῖται νὰ ἀποκηρύξει ὁ νεοεισερχόμενος, νὰ πτύσει καὶ νὰ ἐξορκίσει, δηλαδὴ νὰ ἀποδιώξει μετὰ βδελυγμίας τὸν ἐξαποδώ, ποὺ βρίσκει τρόπον διὰ τῶν πονηρῶν λογισμῶν καὶ τρυπώνει στὰ τρίσβαδα τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Μετὰ ὁδηγεῖται γυμνωμένος νὰ λουσθεῖ καὶ νὰ βαπτισθεῖ στὸ ἡγιασμένον ὕδωρ, νὰ καθαρθεῖ καὶ νὰ φωτισθεῖ μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἑτοιμασμένος μπαίνει στὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ. Ὅτι σὲ γενικὲς γραμμὲς προβλέπει ἀπ’ἀρχῆς καὶ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὴν εἴσοδο τῶν νέων πιστῶν σὲ αὐτήν, τὸ αὐτὸ προβλέπει ἀπ’ἀρχῆς γιὰ ὁτιδήποτε κτιστὸν πράγμα. Τηρούμενων τῶν ἀναλογιῶν καὶ σωζομένων τῶν οὐσιωδῶν διαφορῶν, τὸ αὐτὸ ἀπαιτεῖ καὶ τηρεῖ ἡ Ἐκκλησία σχετικῶς πρὸς τὴν ἔξω σοφία, τὴ θύραθεν γνώση.
Ἐπειδὴ ὅμως στὸν τόπο μας ἐνίοτε συσχετίζουμε ἀδόκιμα τὴ χριστιανική μας πίστη μὲ τὴν πατριδοφιλία, γι’αὐτὸ ἔχουμε σωρεύσει ἱκανὲς συγχύσεις γύρω ἀπὸ τὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας μας εἰδικῶς ἀπέναντι στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ παιδεία καὶ φιλοσοφία. Τὸ πρῶτο καὶ μέγα μέρος τῆς συγχύσεως προέρχεται ἀπὸ ἐπιστήμονες- θεολόγους οἱ ὁποῖοι σπουδάζουν τὴ θεολογία μέσα ἀπὸ ξένους δασκάλους, ξένα βιβλία καὶ ξενικὲς μεθόδους. Ἄλλο μέρος συγχύσεως προέρχεται ἀπὸ καλοπροαίρετους λευϊτες ἀπὸ ἁπλοῦς τὴν καρδίαν ἱεροκήρυκες οἱ ὁποῖοι στοὺς λόγους τους ἀναμασοῦν τὶς ἀκαδημαϊκὲς συγχύσεις, χωρὶς νὰ μποῦν στὸν μικρότερο τῶν κόπων νὰ διαβάσουν, ἔστω τὴ μικρὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πρὸς τὸν Εὐστάθιο. Τέλος ὅλοι οἱ λοιποὶ μαζί, ὅσοι πιστοὶ νιώθουμε Ἕλληνες βαυκαλιζόμαστε καὶ ἐπαιρόμεθα γιὰ τὴν προνομιακὴ (δῆθεν ἢ πραγματικὴ) σχέση ποὺ καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία. Αὐτὸ ὅμως μπορεῖ νὰ συστήνει κάποιο εἶδος ἐμπαθοῦς ( δηλαδὴ πειρασμικῆς) συλλογικῆς φιλαυτίας. Μὲ ὅλα τὰ προααπαιτούμενα μαζὶ καὶ τὰ συνακόλουθα.
Οἱ πρῶτοι Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀκολουθώντας τὸν Ἀρχιποιμένα Χριστόν, διέκριναν ζωηρῶς, σαφῶς, καὶ μὲ ἀκρίβεια τὴν τροφή- γνώση τῶν λογικῶν προβάτων, ἡ ὁποία κατήρχετο ἄνωθεν καὶ ἦτο δωρεὰ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὴ γνώση-σοφία ποὺ ἦταν «ἐπίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης». Σὲ αὐτὴν τὴ δεύτερη περιλαμβάνονται οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀνθρώπινες ἐπιδόσεις σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς. Τὸ ἀπροσδόκητο γιὰ μᾶς σήμερα ἐντοπίζεται στὴν πνευματικὴ διάγνωση ὅτι αὐτὴ ἡ ἐπίγειος (ἀνθρώπινη) γνώση ἐνίοτε (ἢ μήπως πολλάκις;) εἶναι καρπὸς ἐμπαθοῦς βιοτῆς (ψυχική). Σὲ ὁρισμένες μάλιστα περιπτώσεις γεννιέται ὡς καρπὸς σηνεργασίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἐξαποδώ. Ὡστόσο καὶ παρὰ τὴ σκληρὴ καὶ πρωιμότατη αὐτὴ διάγνωση, οἱ μεγαλύτεροι ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες ἀφιέρωσαν χρόνια ἀπὸ τὴ νιότη τους συνειδητὰ καὶ ἐσπούδασαν αὐτὴν τὴν ἔξω, τὴν ἀπολλυμένη σοφία τῶν σοφῶν τοῦ αἰῶνος τούτου. Καὶ δὲν ἐσταμάτησαν ἐκεῖ. Ὁρισμένοι ἐξ αὐτῶν προέτρεψαν καὶ τοὺς νέους νὰ σπουδάσουν τὰ θύραθεν γράμματα. Γιὰ τὸν ἀμύητο περὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ αὐτὸ ἐνδεχομένως νὰ ἀποτελεῖ σκανδαλώδη ἀντίφαση. Πῶς γίνεται δηλαδὴ ἡ ἔξω σοφία ἀφενὸς νὰ στηλιτεύεται, καὶ ἀφετέρου νὰ θεωρεῖται ἀντικείμενο σπουδῆς; Ἡ ἀπάντηση εὑρίσκεται στὴν ἴδια τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Καὶ ἔχει συνοψισθεῖ μὲ τὸν ἁπλούστερο καὶ ἀκριβέστερο τρόπο ἀπὸ τὸν τρανὸ θεολόγο ἅγιον Γρηγόριο Παλαμᾶ. Ὁ ὁποῖος, ἂς σημειωθεῖ, ὑπῆρξε στὴν ἐποχή του ὁ τρανότερος γνώστης τῆς θύραθεν σοφίας.
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἅγιος Γρηγόριος παρομοιάζει τὴ σοφία τῶν ἔξω σοφῶν μὲ ἕνα φίδι. Καὶ προτείνει τρία μέτρα γιὰ τὴ σπουδή της, τρία στάδια γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή της. Κατὰ πρῶτον, ἀποφαίνεται, ὁ πιστὸς ὀφείλει νὰ θανατώσει τὸν ἰοβόλο ὄφι. Δεύτερον, νὰ κόψει καὶ νὰ ἐξαφανίσει τὸ κεφάλι καὶ τὴν οὐρὰ τοῦ ὄφεως. Καὶ τρίτον, νὰ περάσει ἀπὸ τὴ μέθοδο τῶν φαρμακοποιῶν τὸ ἐναπομεῖναν ἐνδιάμεσο σῶμα, προκειμένου νὰ κερδίσει ὁ πιστὸς ἕνα μόριο- γραμμάριο ὠφελείας ἀπὸ τὰ χίλια μόρια- γραμμάρια τοῦ συνολικοῦ φιδίσιου βάρους.
Ἡ εἰκόνα εἶναι συναρπαστική. Καὶ ὅταν μεταφέρεται στὴ θύραθεν σοφία γίνεται συναρπαστικότερη. Ὁ πιστὸς χριστιανός, αὐτὸς ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ παράδειγμα τῶν ἐν πνεύματι Πατέρων του, ὀφείλει, ὅταν ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἔξω σοφία, νὰ διαθέτει τὸ χάρισμα τῆς ταπεινώσεως. Καὶ δι’αὐτῆς μόνον δι’ αὐτῆς ἠμπορεῖ νὰ θανατώσει τὸν ὄφι. Διὰ τῆς ταπεινώσεως δηλαδὴ δύναται νὰ παλαίσει καὶ νὰ νικήσει τὴν ἔπαρση ποὺ γεννιέται σχεδὸν φυσικῶς στὸν οἰοδήποτε κάτοχο τῆς ἔξω σοφίας. Κατὰ δεύτερον, ὁ πιστὸς ὀφείλει νὰ διαθέτει τὴ δυσαπόκτητη ἀρετὴ τῆς διακρίσεως. Μόνον δι’αὐτῆς ἠμπορεῖ νὰ διακρίνει ἐν μέσῳ τῶν ἀτελείωτων πραγματειῶν καὶ μετὰ νὰ κόψει καὶ νὰ ἐξαφανίσει τὰ δυὸ ἄκρα καὶ ἄκρατα κακὰ τῆς ἔξω σοφίας ποὺ κρύβονται στὴν κεφαλὴ καὶ στὴν οὐρὰ τοῦ ὄφεως. Ὡς κεφαλὴ νοοῦνται οἱ περιπλανημένες ἀπόψεις περὶ θεῶν καὶ ὡς οὐρὰ τὰ συναφῆ μυθολογήματα ποὺ ἀναφέρονται στὴ φύση καὶ στὰ κτίσματα. Τὸ τρίτο στάδιο συνιστᾶ πραγματικὸ ἄθλο. Ὁ πιστὸς χριστιανὸς ὀφείλει νὰ ἀκολουθήσει τὴ μέθοδο τῶν παλαιῶν φαρμακοποιῶν. Νὰ καθαρίσει τὸ ὑπόλοιπο σῶμα τοῦ ὄφεως κρατώντας μόνον τὴ σάρκα του. Νὰ πετάξει τὰ μὴ χρήσιμα. Νὰ βάλει στὸ τηγάνι ὅτι ἀπομείνει. Στὸ τηγάνι τῆς κριτικῆς ἐξετάσεως νὰ ρίξει ὕδωρ μεμετρημένον (ἱδρώτα ἀσκήσεως καὶ γονυκλισιῶν). Νὰ βράσει σὲ ὑψηλοὺς βαθμοὺς τὸ περιοχόμενο μὲ πῦρ, δηλαδὴ μὲ ὑψηλὸν καὶ θεῖον φωτισμόν. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν κοπιώδη, τὴ μακρά, τὴν ἐπίπονη καὶ συνεργατικὴ διαδικασία θὰ προκύψει, λέει ὁ Ἅγιος μετὰ βίας ἕνα «μόριον» ὠφελείας. Ἡ ἀπροσδόκητη κρίση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου γι’ αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο κέρδος μίας ἐξαντλητικῆς καὶ μακρᾶς διαδικασίας ἀφορᾶ στὴ φύση καὶ ποιότητα τοῦ μορίου: αὐτὴ ἡ κερδισμένη γνῶσις, ἂν καὶ ἐξασφαλίστηκε μὲ ἐκκλησιαστικὰ ἐργαλεῖα παρὰ ταῦτα δὲν εἶναι δῶρον τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Δὲν εἶναι γνῶσις πνευματική, ἄνωθεν κατερχόμενη. Εἶναι καὶ παραμένει ἔργο ἀνθρώπινον· εἶναι φυσικὸ κατασκεύασμα.
Ἀπὸ τὴ θεσπέσια καὶ ἄκρως διδακτικὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ὀφείλουμε νὰ ἐξάγουμε ἕνα κρίσιμο συμπέρασμα, ἕναν ἀπαραβίαστο κανόνα. Ὅτι δηλαδὴ ἡ ἀνάγνωση τῆς ἔξω σοφίας, ἡ κριτικὴ ἀποτίμησή της, ἡ ἐνδεχόμενη ἐπωφελὴς ἐνασχόληση, δὲν γίνονται οὔτε μὲ τὴ φυσικὴ ἀνθρώπινη ἐξυπνάδα οὔτε μὲ σπουδὲς οὔτε μὲ ἐπιστημονικὲς ἐπιδόσεις. Ἡ ἐπωφελὴς ἐνασχόληση μὲ τοὺς ἔξω γίνεται ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον μὲ τρόπους καὶ ἐργαλεῖα ἐκκλησιαστικά. Ἤτοι: ἡ ἔξωθεν σοφία σπουδάζεται ἐπωφελῶς καὶ ἀκινδύνως μόνον μὲ τὶς θεόσδοτες ἀρετὲς τῆς ταπεινώσεως τῆς διακρίσεως, τῆς ὑπομονῆς τοῦ φωτισμένου κριτικοῦ-ἐταστικοῦ νοός. Ἂν δὲν συντρέχουν αὐτὲς οἱ προυποθέσεις, τότε ἡ ἐνασχόληση δὲν ἀποβαίνει μόνον ἀνωφελής. Κατὰ κανόνα ἀποκαλύπτεται καὶ δηλητηριώδης. Δηλαδὴ θανατηφόρος. Ἡ χρησιμότητα καὶ ἡ ὠφέλεια τοῦ μικροῦ ἐλαχίστου μορίου ποὺ ἐξάγεται μὲ τὸν προηγούμενο τρόπο ἀπὸ τὴν ἔξω σοφία , ἀναφέρονται κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, σὲ δυὸ κυρίως συγκεκριμένες ἐφαρμογές.
Ἐν πρώτοις, τὸ λαμπικαρισμένο ἀπόσταγμα, ἂν καὶ φύσεως ἔργον, χρησιμεύει ὡς ὄχημα καὶ μέσον γιὰ νὰ λαληθεῖ ὁ σωτήριος λόγος τοῦ μεγάλου Θεοῦ τῶν Χριστιανῶν. Γιὰ νὰ στηριχθοῦν οἱ πιστοὶ καὶ νὰ ἐλεχθοῦν οἱ μωρίες τῶν κακοδόξων. Οἱ τελευταῖοι συνήθως, πάλαι τε καὶ νῦν, συστήνουν τὰ αἱρετικὰ συστήματά τους ἀπὸ φιλοσοφικὰ δάνεια ἐπηρμένων φιλοσόφων γιγνόμενοι καὶ αὐτοὶ ἐκ μεταδόσεως τοῦ ἰοῦ ἐπήρμενοι.
Κατὰ δεύτερον λόγον, ἱκανοὶ ἐργάτες τοῦ κυριακοῦ ἀμπελῶνος λαμβάνουν ἄδεια ἐκ τῆς Μητρὸς των Ἐκκλησίας καὶ ἐξέρχονται τοῦ περιβόλου. Σπουδάζουν εἰς τοὺς ἀλλοφύλους, ἐμπορεύονται, ἐνίοτε καὶ κλέπτουν, χρήσιμα στοιχεῖα ἀπὸ τὰ οὐρανόθεν σπουδάγματα. Παλαιότερα καὶ συγκαιρινά. Ἐπιστρέφοντας, ἀποθέτουν τὸν καρπὸ τῆς σπουδῆς στὸν Νάρθηκα.
Γιὰ νὰ τὸν παραλάβουν οἱ Ποιμένες καὶ νὰ στολίσουν, κατὰ τὸν τρόπο τοῦ Ἐπιταφίου, τὴ Νέα Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Τὸ κάλλος τῆς Ἐκκλησίας ἀπάστραπται βεβαίως ἔσωθεν. Ὡστόσο ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι Χριστὸν εὑρίσκουμε γιὰ νὰ τὴν καλλωπίσουμε καὶ ἔξωθεν.
Ἂν τὰ ἀνωτέρω ἀποτελοῦσαν σταθερὲς καὶ αὐτονόητες – ἁπλὲς συμπεριφορὲς σὲ παλαιότερες ἐποχές, τὴ σήμερον ἀποτελοῦν τὴν σήμερον ἀποτελοῦν δυσεύρετες ἢ ἀφανισμένες ἀπόψεις. Σήμερον διαβάζουμε τὴν ἔξω σοφία χωρὶς τὰ στοιχειώδη ἐκκλησιαστικὰ ἐργαλεῖα τῶν παλαιῶν ἀρκούμενοι σὲ τεχνικὲς τοῦ κόσμου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς ἔξω σοφίας. Τὰ ἀποτελέσματα ἐξ αὐτοῦ δὲν εἶναι μόνον πενιχρά. Ἐπιπροσθέτως ἀποκαλύπτονται ἀποκαρδιωτικά. Ἐνίοτε ἐμφανίζονται καὶ ὡς πειρασμικά.
Ἡ πρώτη σχετικὴ παθολογία διαγιγνώσκεται στὴ συγκρότηση καὶ ἐκφορὰ τοῦ σύγχρονου θεολογικοῦ μας λόγου, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καὶ τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ. Ἀπὸ χρόνου ἱκανοῦ ἔχει καθιερωθεῖ τρόπος τοῦ θεολογεῖν ποὺ στηρίζεται στὴν ἄκριτη ἀνάμειξη κοσμικῶν- ἐπιστημονικῶν στοιχείων ἀφενός, καὶ ἱερῶν- βιβλικῶν-πατερικῶν ἀφετέρου. Ἂν ἡ μείξη τῶν δύο αὐτῶν ἑτερόκλητων στοιχείων ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Παλαμᾶ ὀλέθριον βαρλααμικὸ-δαιμονικὸ πειρασμό, ἡ μείξη γιὰ τὴ σήμερον συνιστᾶ ἀποδεκτὴ καὶ καθιερωμένη πρακτική. Ἀφοῦ λοιπὸν παραμερίσθηκε ὁ παλαιὸς ἐκκλησιαστικὸς τρόπος τῆς παλαμικῆς πρόσληψης, ἔχουμε εἰσάγαγει ἀκρίτως κοσμικὲς περιοχὲς στὸν χῶρο τῆς θεολογίας. Ἁπλῶς μὲ ἀεροβάπτισμα τὶς ὀνομάζουμε «χριστιανικές».
Ἡ δεύτερη, πλὴν κινδυνοδέστερη, παθολογία διαγιγνώσκεται στὴν ἐπηρμένη αὐτονόμηση ποὺ ἀπέκτησαν ἢ ἐπέβαλαν εἰδικὲς θεολογικὲς περιοχές, ὅταν τὰ προηγούμενα ἐκκλησιαστικὰ ἐργαλεῖα δὲν ἐλειτούργησαν κατὰ τὴν πρόσληψη θύραθεν ὑλικοῦ (φιλοσοφικοῦ, ἐπιστημονικοῦ, ἑτερόδοξου).
Τότε, χωρὶς πολὺ τὸ συνειδὸς ἢ χωρὶς αἰδῶ κτίζονται ἀπὸ αὐθάδεις οἰηματίες καὶ τολμητίες «χριστιανικὲς ἢ πατερικὲς φιλοσοφίες». Τότε, χωρὶς συστολή, ἡ εἰδική, αἴφνης, «ἐπιστημονικὴ Δογματικὴ» διορθώνει ἢ ὑποβαθμίζει ὡς μὴ δογματολόγο τὸν τρανὸ ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό. Τότε, ἡ ἴδια εἰσάγει τὰ κείμενα τῶν αἱρετικῶν πρὸς σπουδὴν στοὺς φοιτητὲς ὡς ἰσότιμα μὲ αὐτὰ τῶν ἁγίων Πατέρων γιὰ νὰ ἐξαχθεῖ (τάχα) ἡ ἀντικειμενικὴ ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια. Ἢ τὸ πειρασμικότερον:
Τότε ἀποδεικνύεται ἐπισήμως καὶ ἐπιστημονικῶς καὶ δογματικῶς ὅτι οἱ θεομάχοι καὶ ἀρρεσιάρχες Σεβῆρος καὶ Διόσκηρος ἦσαν κατὰ τὴν πίστη ὀρθόδοξοι!
Ὑπάρχει βεβαίως καὶ τὸ θλιβερότερον:
Ὅλα αὐτὰ δὲν διδάσκονται μόνον ἀπὸ ἕδρας ὅλα αὐτὰ δημοσιεύονται εἰς τὸ ἐπίσημον περιοδικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας Διοικήσεως.
Συνοψίζοντας τὰ προηγούμενα καταλήγουμε στὴν ἀκόλουθη εὐχὴ καὶ παρότρυνση. Ὅτι ἔχουμε χρέος ὅσοι λάβαμε ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας, ἀπὸ τοὺς δασκάλους μας, ἀπὸ τοὺς Ποιμένες μας, ὀλίγον φόβον Θεοῦ, ὀφείλουμε, ἐπαναλαμβάνουμε, νὰ ἀκολουθοῦμε τὴν περπατησιὰ τῶν φωτισμένων ἐκκλησιαστικῶν μας Πατέρων. Νὰ ἐμβαίνουμε στὸν κόπο καὶ νὰ διαβάζουμε -μὲ τὸν τρόπον τὸν ἐκκλησιαστικὸ- τὴν ἔξω γνώση, παλαιότερη καὶ σημερινή. Κι ἂν δὲν εἴμαστε ἀκόμη οὔτε εἰσαγωγικοὶ στὸ ἐκκλησιαστικὸ σκάμμα, τότε εἶναι προτιμότερο νὰ μὴν παίζουμε παίγνια μὲ τὸν ἐπηρμένον ὄφι τῆς ἔξω σοφίας.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011