Αεροπαγίτη ε.τ.
Ο όρος «παγκοσμιοποίηση» τείνει να επικρατήσει στη διεθνή ορολογία ως αναφορά, κατά κύριο λόγο, στην αποδέσμευση του διεθνούς εμπορίου από τα δασμολογικά δεσμά του εθνικού κράτους, ή άλλων μεθόδων προστατευτισμού των εγχώριων προϊόντων.
Ακόμη θα μπορούσε να προσδιοριστεί η παγκοσμιοποίηση, στην υγιή της διάσταση, ως το διακρατικό εκείνο σύστημα αλληλοσυμπλήρωσης της οικονομίας των επιμέρους εθνικών κρατών, που είναι συνέπεια της διαφορετικής φύσης των παραγόμενων στην επικράτειά τους αγαθών, είτε βιομηχανικών είτε γεωργικών.
Πέρα, όμως, από την οικονομική αυτή διάσταση της παγκοσμιοποίησης, εμφανίζονται στο διεθνές προσκήνιο και άλλες μορφές παγκοσμιοποίησης, που αναφέρονται σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης βιωματικότητας, όπως στην πληροφορική, στα πολιτικά συστήματα, στα ατομικά, ειδικότερα, δικαιώματα, στην ασφάλεια των πολιτών, και κυρίως, στον πολιτιστικό τομέα, όπως ο τομέας αυτός αρχίζει να διαμορφώνεται, κατά τα τελευταία χρόνια, κάτω από τη θεαματική ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας της, των προϊόντων γενικά του ανθρώπινου πνεύματος, ως κοινά αποκτήματα όλων των λαών του πλανήτη. Ακόμη δε – όπως διαμορφώνεται – κάτω από μια πρωτόγνωρη, τουλάχιστον στην εποχή μας, διακίνηση και εγκατάσταση μεταναστών από τη μια χώρα στην άλλη, οι οποίοι κουβαλούν μαζί τους και τα πολιτιστικά τους βιώματα, τον βιωματικό τους πολιτισμό, ως αναπόσπαστο στοιχείο στην καθημερινότητα της ζωής τους.
Οι σκέψεις, που ακολουθούν, αναφέρονται στην τελευταία αυτή μορφή «παγκοσμιοποίησης», με κεντρική ιδέα τα αίτια που προκαλούν αυτές τις μετακινήσεις και κυρίως στην υπάρχουσα δυνατότητα σύμμειξης του βιωματικού πολιτισμού των μεταναστών με εκείνον της χώρας υποδοχής τους ή διαφορετικά, στη συμβατότητα των πολιτισμικών βιωμάτων των πρώτων με εκείνα των λαών της χώρας υποδοχής τους, ώστε, σε καταφατική περίπτωση, να δημιουργήσουν μαζί τους μια πολυφυλετική – πολιτισμική κοινωνία ανθρώπων, που θα συμβιώνουν χωρίς εθνικιστικές ή άλλης μορφής αντιπαραθέσεις.
Αν συντρέχει αυτό το στοιχείο, όλα εξελίσσονται ομαλά και για τους μετανάστες και για τον εγχώριο πληθυσμό. Αν όμως δεν συντρέχει αυτό το στοιχείο, αλλά, απεναντίας, υπάρχουν εγγενείς αδυναμίες που αποτρέπουν αυτή την συναφομοίωση, με τον δυσθεώρητο έτσι κίνδυνο δημιουργίας ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΟΥ προβλήματος στη χώρα υποδοχής, με την κακή σημασία του όρου – Γιουγκοσλαβία, Κόσοβο, Σκόπια, Βοσνία, Ρουμανία, Ινδία – τότε τα πράγματα παίρνουν μια άλλη διάσταση, μπροστά στην οποία δεν έχουμε το ιστορικό δικαίωμα απέναντι στις επερχόμενες γενεές να εφησυχάσουμε.
Αναφερόμενοι, ειδικότερα, στον όρο «πολιτισμός», στην πολιτισμική εξέλιξη και σύμμειξη γενικά των λαών, πρέπει να κάνουμε μια βασική διάκριση του εννοιολογικού τους περιεχομένου, όπως οι όροι αυτοί έχουν διαμορφωθεί στην σύγχρονη πραγματικότητα. Τι είναι πολιτισμός, στην ουσιαστική του διάσταση, εξαρτάται από ποια οπτική γωνία θα θεωρηθεί ο όρος και τα παράγωγά του. Στην κύρια, τη βασική του διάσταση, ο όρος αναφέρεται κυρίως στην πνευματική ανάπτυξη και εξέλιξη των ανθρώπων. Στη γνώση και εξέλιξη της επιστήμης σε όλες τις μορφές της, στα δημιουργήματα γενικά του ανθρώπινου πνεύματος. Στην πιο απλοϊκή του μορφή, ο όρος αναφέρεται στα βιώματα ενός λαού, στον τρόπο γενικά της ζωής του, όπως εκφράζεται μέσα από τα ήθη, τα έθιμά του, το δίκαιό του, τη θρησκεία του, την κοινωνική του οργάνωση.
Και ενώ η πρώτη μορφή του πολιτισμού, τα προϊόντα του ανθρώπινου πνεύματος, είναι από τη φύση τους «παγκοσμιοποιήσιμα» και δεν νοείται εθνική ιδιοποίησή τους, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την άλλη, τη βιωματική μορφή του πολιτισμού. Στην πρώτη, τα προϊόντα της διανόησης, ανεξάρτητα από τον τόπο «παραγωγής τους», πρέπει να διακινούνται σε κάθε γωνιά της γης, ως αποκτήματα του ανοριοθέτητου ανθρώπινου πνεύματος. Δεν πρέπει να γνωρίζουν σύνορα ή άλλου είδους εμπόδια. Είναι αγαθά που ανήκουν στο ανθρώπινο γένος, ανεξάρτητα από τη φυλή, τη γλώσσα, το χρώμα, το θρήσκευμα ή την καταγωγή του δημιουργού και των αποδεκτών τους.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την άλλη μορφή του πολιτισμού, του «βιωματικού» πολιτισμού. Αυτή έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες από χώρα σε χώρα και, για τον λόγο αυτόν, είναι δύσκολο και πολλές φορές αδύνατο να «παγκοσμιοποιείται». Ειδικότερα, όπου παρατηρούνται συγγενικές μορφές πολιτισμικών βιωματικών γνωρισμάτων, το πράγμα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες «παγκοσμιοποίησης» με την έννοια της συνύπαρξης ή συναφομοίωσης των λαών που τα βιώνουν. Εκεί, όμως, που η ανομοιογένεια των γνωρισμάτων αυτών είναι ουσιαστική, είναι μάταιο να μιλάμε για οποιαδήποτε μορφή «παγκοσμιοποίησής» τους και κυρίως εκείνων των βιωμάτων ενός λαού που έχουν σχέση με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και τις συγγενικές με αυτές παραμέτρους.
Κατ’ αρχήν, κάθε λαός βιώνει τον δικό του πολιτισμό, όπως τον βιώνει, και δεν τίθεται ζήτημα εκτόπισης του πολιτισμού του από την όποια αφηρημένη παγκοσμιοποίηση. Το ζήτημα ανακύπτει σε όλη του τη διάσταση όταν πρόκειται για ομαδικές μετακινήσεις και εγκατάσταση πληθυσμών από έναν γεωγραφικό χώρο σε άλλον, ο οποίος κατοικείται από ανθρώπους με εντελώς διαφορετική πολιτισμική κουλτούρα από εκείνη των μεταναστών, κυρίως, όπως σημειώθηκε, εκείνη που αναφέρεται στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των δύο λαών. Ενώ, δηλαδή, δημιουργείται, κατ’ αρχήν, η εντύπωση ότι με την υλοποίηση της όποιας μορφής παγκοσμιοποίησης – είτε με την έννοια της απλής συνύπαρξης λαών με διαφορετικά πολιτιστικά γνωρίσματα είτε με εκείνη της συναφομοίωσής τους – τίθενται οι προϋποθέσεις για την σύσταση μιας πολυφυλετικής – πολυπολιτισμικής κοινωνίας ανθρώπων, απαλλαγμένης από εθνικές ή άλλης μορφής αντιπαλότητες, στην πραγματικότητα δημιουργούνται όλες εκείνες οι προϋποθέσεις που οδηγούν στην πρόκληση έκρυθμων καταστάσεων, για το απλό λόγο ότι τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους δεν είναι συμβατά. Σήμερα, η συχνή μετανάστευση πληθυσμών είναι ένα από τα κύρια γνωρίσματα της νέας τάξης πραγμάτων που δημιουργεί τέτοια προβλήματα συμβατότητας.
Το ζήτημα αυτό έχει ήδη αρχίσει να εμφανίζεται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την εγκατάσταση εκατομμυρίων οικονομικών μεταναστών, τα πολιτιστικά γνωρίσματα των οποίων είναι ολοφάνερο ότι δεν είναι συμβατά με εκείνα των λαών της Ευρώπης. Τα διάφορα θεσμικά όργανα της ένωσης επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό από την πλευρά, κυρίως, του κατευνασμού των αισθημάτων δυσφορίας που σοβούν ή αναπτύσσονται στον Ευρωπαϊκό χώρο απέναντι των πληθωρικά εισερχόμενων οικονομικών μεταναστών. Το βλέπουν, κυρίως, ως ζήτημα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι τόσο απλό. Δεν έχει μόνο αυτή την παράμετρο. Έχει διαστάσεις εντελώς άσχετες με ό,τι μπορεί να λέγεται ρατσισμός ή ξενοφοβία. Είναι οι θέσεις αυτές, της Ε. Ένωσης κατά το μέρος που αναφέρονται στη λήψη μέτρων για την εξάλειψη κάθε ρατσιστικής νοοτροπίας – η οποία εξυπηρετεί τάσεις φυλετικών και άλλων διακρίσεων – αξιοσέβαστες και πρέπει να αποτελούν τις κύριες προτεραιότητες όλων των κρατών – μελών της Ε.Ε. Κάθε δυσμενής διάκριση οποιουδήποτε ανθρώπου, εξαιτίας αυτών των γνωρισμάτων, είναι απαράδεκτη.
ΕΚΕΙ, όμως, όπου οι διατυπούμενες αυτές θέσεις και προτροπές των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. εμφανίζονται ασαφείς και δημιουργούν πολλούς προβληματισμούς, είναι η αναφορά σε μια επιθυμητή, επιδιωκόμενη, θα έλεγε κανείς, πολιτισμική πολυμορφία και πολυφυλετική διαμόρφωση της Ευρώπης, χωρίς να παρατίθεται κανένα στοιχείο, χωρίς να παρέχεται καμία ειδική επεξήγηση, με βάση την οποία να μπορεί να βοηθηθεί ο αμερόληπτος παρατηρητής, Ευρωπαίος πολίτης, για το τι ακριβώς νοείται με την επίκληση των όρων αυτών. Ποιο είναι το βαθύτερο εννοιολογικό τους περιεχόμενο, όταν είναι βέβαιο ότι το ζήτημα συνδέεται άρρηκτα με την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ρεύματος στην Ευρώπη και τη δυνατότητα αφομοίωσης ή συνύπαρξης των ανθρώπων αυτών στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Υπάρχουν, ειδικότερα, στις διακηρύξεις και στα ψηφίσματα, εννοιολογικές ασάφειες, που δημιουργούν απορίες σε σχέση με τους αναφερόμενους «στόχους» της Ε.Ε. για την αλλοίωση της πολιτιστικής ομοιογένειας της Ευρώπης και τη δημιουργία μια πολυπολιτισμικής, πολυφυλετικής κοινωνίας πολιτών, με αφορμή τις ποικίλες ομάδες μεταναστών που εισρέουν σ’ αυτή.
Δεν είναι άγνωστοι οι λαοί αυτοί, που καλούνται να εισφέρουν το δικό τους πολιτισμό στην προβαλλόμενη αυτή πολιτισμική «παγκοσμιοποίηση» της Ευρώπης. Είναι, κυρίως, Τούρκοι, Κούρδοι, Πακιστανοί, Αφγανοί, Αλβανοί, Ινδοί, Ινδονήσιοι, Ιρανοί, Ιρακινοί, Σύριοι και υπήκοοι από τα διάφορα κράτη της Αφρικής.
Για μετακίνηση και εγκατάσταση λαών της Ευρώπης (εξαιτίας της υπογεννητικότητας) σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής δεν γίνεται λόγος, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για αμφιμερή ή πολυμερή «οικουμενοποίηση» ή «παγκοσμιοποίηση» με την ελεύθερη εγκατάσταση ομάδων ανθρώπων από μια ήπειρο στην άλλη. Έτσι, η διακηρυσσόμενη παγκοσμιοποίηση της μορφής αυτής είναι εντελώς μονομερής. Είναι εις «βάρος» της Ευρώπης. Εκτός αν, αντίστροφα, υποθέσουμε, ότι θα είναι η μόνη ωφελημένη ήπειρος του πλανήτη, αφού θα έχει τη μοναδικότητα του προνομίου να εμπλουτιστεί ο πολιτισμός της από την «προοδευτικότητα», την «ανωτερότητα» του πολιτισμού που αναδύεται μέσα από την κοσμοθεωρία του ισλαμισμού.
Είναι γνωστό ότι ο πολιτισμός των λαών αυτών έχει στην κυριολεξία του αναπτυχθεί, με εξαίρεση των Ινδουϊσμό, με κεντρικό άξονα το ισλαμικό «ιδεώδες», όπως αυτό εκφράζεται μέσα από το ιερό τους βιβλίο, που είναι το Κοράνιο. Κατ’ αρχήν, όποιος και αν είναι ο πολιτισμός αυτός αφορά τους λαούς που τον βιώνουν, όπως τον βιώνουν, και δεν μας «πέφτει λόγος», κανένας κριτικός λόγος, για την αξιολόγησή του. Από τη στιγμή όμως που, όπως σημειώθηκε, καλούμεθα σχεδόν υποχρεούμεθα, για χάρη της παγκοσμιοποίησης, να συμβιώσουμε με τους λαούς αυτούς, τότε δικαιούμεθα πλήρως νομιμοποιούμεθα να ελέγξουμε, τουλάχιστον, τα στοιχεία εκείνα που δεν είναι συμβατά για μια τέτοια ομαλή συγκατοίκηση μεταξύ ισλαμιστών και «αλλόθρησκων» Ευρωπαίων. Κανείς δεν μπορεί, στην εξυπηρέτηση του όποιου ιδεολογήματος, να αποστερήσει τους λαούς υποδοχής από αυτό το δικαίωμα. Είναι μια οικογενειακή τους υπόθεση, ένα δικό τους «πάντρεμα» με τους λαούς με τους οποίους καλούνται να συμβιώσουν.
Εδώ επιβάλλεται μια παρένθεση. Είναι φανερό ότι οι διακρίσεις αυτές, που αναφέρονται στο θρήσκευμα των διαφόρων λαών, προκαλούν δικαιολογημένες αντιδράσεις, γιατί προσκρούουν στο θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και στην αρχή της ανεξιθρησκείας. Όμως, στο εξεταζόμενο ζήτημα, η αναφορά στο θρήσκευμα δεν γίνεται με τις παραπάνω έννοιες, ούτε από κάποια μεταφυσική ή φονταμενταλιστική οπτική γωνία ή με την έννοια της «καλής» ή «κακής» θρησκείας. Η αναφορά γίνεται σε ένα πραγματικό γεγονός, σε μια υφιστάμενη πραγματική κατάσταση, που στην πρακτική της διάσταση δημιουργεί το α ή το β πρόβλημα συμβίωσης μεταξύ ανθρώπων, που ακολουθούν διαφορετικό θρήσκευμα, η παράκαμψη του οποίου – γεγονός – θα είχε χαρακτήρα ανευθυνότητας. Κάθε άνθρωπος, όπου γης, είναι ελεύθερος να ακολουθεί και να ασκεί το θρήσκευμα που πιστεύει. Ενσάρκωση αυτής της ελευθερίας αποτέλεσε η νομική κατοχύρωση της ανεξιθρησκείας, ως ένα από τα βασικότερα στοιχεία κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος, με την έννοια ότι η κρατική εξουσία πρέπει να ανέχεται και να προστατεύει την άσκηση όλων των γνωστών θρησκειών. Αν ληφθεί, όμως, υπόψη ότι βασικό στοιχείο του πολιτισμού των λαών αυτών είναι η κοσμοθεωρία που εκτυλίσσεται γύρω από τη θρησκεία τους, προκύπτει, ότι ο πολιτισμός των ατόμων αυτών, με εξαίρεση ορισμένα ιστορικά στοιχεία των Αράβων, ταυτίζεται, όπως προαναφέρεται, με τις διδαχές του Κορανίου, μέσα από το οποίο διαπιστώνεται πλήθος στοιχείων, που δεν είναι συμβατά με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Και είναι ειδικότερα τα ασύμβατα αυτά στοιχεία, εκείνα που αναφέρονται στην «ανωτερότητα», την «υπεροχή» του ισλαμισμού έναντι των άλλων πολιτισμών – θρησκειών και την εκ του λόγου τούτου επιβολή και επικράτησή του έναντι των τελευταίων, που κατά την κοσμοθεωρία του αποτελούν «μίασμα» πολιτισμών και όσοι τους ακολουθούν συνιστούν «συνονθύλευμα» απίστων. Ο Ισλαμισμός, κάτω από τις όποιες αιρέσεις του, αντιμετωπίζει, ειδικά τον δυτικό πολιτισμό, ως συνονθύλευμα αποτυχημένων αξιών, ως μίασμα αντιϊσλαμικού δέους, ώστε η εξουδετέρωσή του να επιβάλλεται ως «θεία επιταγή».
Μέσα από την πεμπτουσία του Ισλαμισμού δεν αναδύεται μόνο η θρησκευτικότητα των λαών που τον ακολουθούν, αλλά ένα ολόκληρο πολιτικο-οικονομικό-φιλοσοφικό σύστημα (ιδεολόγημα), η εφαρμογή του οποίου αποτελεί, όπως σημειώθηκε, θεία επιταγή για τον ισλαμισμό.
Κάθε μορφή παγκοσμιοποίησης την αντιλαμβάνεται με απόλυτο ετεροβαρή τρόπο, ως διείσδυση, δηλαδή, μουσουλμάνων στη Δύση και τον αποκλεισμό ή τη συμβολική είσοδο αλλόθρησκων στον ισλαμικό χώρο.
Αν αυτές είναι οι βασικές θέσεις του Ισλαμισμού απέναντι στον δυτικό ή όποιον άλλο πολιτισμό, που αδιάψευστα τεκμηριώνονται από σύγχρονα και ιστορικά γεγονότα, αντιλαμβάνεται κανείς τι πολυπολιτισμική συμβίωση ή, διαφορετικά, ποια «αγαστή κοινωνία πολιτών» μπορεί να πραγματοποιηθεί μεταξύ των δύο αυτών πολιτισμών (Δυτικοευρωπαϊκού – Ισλαμικού), για να μπορούμε να μιλάμε για ένα «πολυπολιτισμικό ευρωπαϊκό πλούτο», που θα καταστήσει «παρελθόν» τις ιστορικές συγκρούσεις των λαών.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ασυμβατότητας μεταξύ Ισλαμισμού και των άλλων πολιτισμών – θρησκειών αποτελεί η Ινδία. Παρά τον διαχωρισμό της από το Πακιστάν, οι Μουσουλμανικές μειονότητες που παρέμειναν στην Ινδία αποτελούν μόνιμη εστία αναταραχών και καθημερινών αιματηρών συγκρούσεων με τους Ινδουιστές. Παίρνουν τέτοιες διαστάσεις οι αντιπαλότητες αυτές, ώστε να θεωρούνται το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα που απασχολεί τη μεγάλη αυτή χώρα. Έχει γίνει συνείδηση ότι είναι αδύνατη η συμβίωση των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων. Και η διαμάχη αυτή ξεκίνησε και συνεχίζεται επί μία χιλιετία και πλέον (712 μ.Χ., όταν ο Mohamet Bin Ras κατέκτησε και ίδρυσε το πρώτο μουσουλμανικό κράτος στην Ινδία). Και να σκεφθεί κανείς, ότι έχουν κοινές εθνικές ρίζες. Και οι μεν και οι δε είναι Ινδοί. Όσο οι Μουσουλμάνοι είχαν την πλειοψηφία στην Ινδία και κυβερνούσαν με υποτεταγμένους τους ινδουιστές στην εξουσία τους, το πρόβλημα αντιμετωπιζόταν με την πραότητα των Ινδουιστών. Όταν όμως οι Ινδουιστές απέκτησαν πλειοψηφία το μουσουλμαντικό φίλτρο, που μόνο στην επιβολή και στην «υπεροχή» ευδοκιμεί, δεν ανέχθηκε την περιθωριοποίηση της κοσμοθεωρίας του, για να οδηγήσει την Ινδία στη διάσπαση, η οποία εξακολουθεί να τη βασανίζει και σήμερα, παρότι οι εναπομείναντες στην Ινδία Μουσουλμάνοι αποτελούν το 10% του πληθυσμού της.
Οι Μουσουλμάνοι δεν ανέχονται τη σύμμειξη. Αξιώνουν δική τους νομοθεσία και δικαστική εξουσία, δική τους βιωματικότητα, σύμφωνα με τις «προδιαγραφές» του Κορανίου. Οι διακηρύξεις των Βρετανών: «Μια Ινδία, δύο θρησκευτικές κοινότητες», δεν στάθηκαν ικανές να δαμάσουν την ακατάσχετη διαμάχη μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Μόνο οι συγκρούσεις κατά την περίοδο της διχοτόμησης είχαν ως αποτέλεσμα 500.000 νεκρούς. Ούτε η σωφροσύνη του Νεχρού ούτε αυτό το Σύνταγμα της χώρας, που τοποθετούσε όλες τις θρησκείες στην ίδια βάση, μπόρεσαν να δαμάσουν το μέγεθος αυτής της αντιπαλότητας. Και η μεγάλη ανεξήγητη ειρωνεία του ζητήματος: Η Ινδία κληρονόμησε το τεράστιο αυτό πρόβλημα κάτω από ιστορικές συγκυρίες, χωρίς την παρεμβολή «δική της υπαιτιότητας». Απεναντίας, η Ευρώπη έρχεται να αποκτήσει ανάλογο πρόβλημα, ίσως το μεγαλύτερο στην ιστορική της διαδρομή. ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΑ, πηγαίνοντας έτσι κόντρα σε μια αμείλικτη ιστορική εμπειρία. Και αυτό για χάρη ενός ψευδεπίγραφου ιδεολογήματος, που το ονόμασαν «πολυπολιτισμό» αντί του ορθού που είναι μουσουλμανικός επεκτατισμός. Χαρακτηριστικό, επίσης, παράδειγμα αυτής της ασυμβατότητας μεταξύ ισλαμισμού και άλλων θρησκειών – πολιτισμών αποτελούν ο Λίβανος, η Βοσνία, η Κύπρος, το Τιμόρ, το Νότιο Σουδάν. Ειδικά ο Λίβανος, πριν από τη διαμάχη ισλαμιστών – χριστιανών, εθεωρείτο σαν η Ελβετία της Μέσης Ανατολής. Όταν οι ισλαμιστές έχασαν την πλειοψηφία, που περιήλθε στους χριστιανούς, οι πρώτοι δεν τους το «συγχώρησαν», με αποτέλεσμα ο Λίβανος να φθάσει εκεί που βρίσκεται σήμερα.
Ας μην αυτοαπατώμεθα. Τη Γιουγκοσλαβία δεν τη διέλυσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Απλώς, της έδωσαν τη χαριστική βολή. Οι εθνικοθρησκευτικές «διαφορές» μεταξύ των κοινοτήτων που την συγκροτούσαν αποτέλεσαν τη μοναδική αιτία διάλυσής της. Η μουσουλμανική Βοσνία, το Κόσοβο, τα Σκόπια δεν μπορούσαν να είναι «υποτελείς» στην αλλόθρησκη Σερβία. Ήταν η μέγιστη για τους πολίτες τους ταπείνωση. (Μήπως εκεί οδηγείται και η Ελλάδα σήμερα, με την εγκατάσταση εκτομμυρίων μεταναστών με μη συμβατά πολιτισμικά βιώματα;)
Παραστατικά αποδίδει αυτή τη σύγκρουση μεταξύ Ισλαμικού και άλλων πολιτισμών και ο Ινδός μουσουλμάνος συγγραφέας Ομ Τζι Ακμπάρ, όταν γράφει: «Η επόμενη πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η Δύση θα προέλθει αδιαμφισβήτητα από τον μουσουλμανικό κόσμο. Ο αγώνας για μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων θα ξεκινήσει από την πλειάδα των ισλαμικών εθνών, από το Μάγκρεπ έως το Πακιστάν».
Η αδυναμία συμβίωσης μεταξύ μουσουλμάνων και αλλόθρησκων «απίστων» (όταν οι Μουσουλμάνοι δεν έχουν το «πάνω χέρι»), είναι, δυστυχώς, μια πραγματικότητα, η αγνόηση της οποίας, εν ονόματι του όποιου οικουμενικού ιδεολογήματος, θα είναι πράξη αφροσύνης.
Η απλή μεταναστευτική λογική επιβάλλει να δεχθεί η Ευρώπη τόσους οικονομικούς μετανάστες μουσουλμανικής προέλευσης, όσους μπορεί να αφομοιώσει η πληθυσμική της σύνθεση. Έναν ελάχιστο αριθμό, για να μη μεταμορφωθεί στο μέλλον σε μουσουλμανική παροικία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ομαλή συμβίωση των λαών της.
Τα στοιχεία αυτά φανερώνουν ότι είναι από δύσκολη έως ανέφικτη η διαμόρφωση ενός «οικουμενικού» Ευρωπαϊκού πολιτισμού, με τη βιωματική του έννοια, όταν η οικουμενοποίηση αυτή «εμβολιάζεται» από το Ισλαμικό στοιχείο. Η μόνη δυνατή, ρεαλιστική προσπάθεια, είναι εκείνη που αποβλέπει στη δημιουργία συνθηκών, που επιτρέπουν τη συνύπαρξη των πολιτισμών αυτών, γεγονός που επιτυγχάνεται μόνο με τη διαφορετική εδαφική διαβίωση του ενός από τον άλλον και τη δημιουργία προϋποθέσεων για άριστη μεταξύ τους συνεργασία σε όλους τους τομείς των διεθνών σχέσεων. Πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος μας, αν τα προβλήματα αυτά που μας κληροδότησε η ιστορία λύνονταν με τα αφηρημένα ιδεολογήματα των αγαθών διανοουμένων μας, τα οποία διαπλάσσονται μέσα στο ήσυχο περιβάλλον του γραφείου τους. Οι άνθρωποι είτε από εγγενείς είτε από ιστορικούς λόγους έχουν τις ιδιαιτερότητές τους, καλές ή κακές. Δεν ισοπεδώνονται. Όπου μπορούν να συνυπάρξουν έχει καλώς, όπου δεν μπορούν θα συγκρουσθούν αναπόφευκτα. (Το απλοϊκό παράδειγμα των χωριστών κερκίδων για τους οπαδούς των ποδοσφαιρικών ομάδων είναι αντιπροσωπευτικό).
Ίσως αντιπαρατεθεί ότι οι Ευρωπαίοι, ως πολιτισμένος λαός που είναι, με κατάλληλη «διαφώτιση», θα αντιμετωπίσουν την άλλη πλευρά με πνεύμα ανωτερότητας και ως ένα βαθμό θα την αφομοιώσουν στη δική τους πνευματική κουλτούρα, ή, στην χειρότερη περίπτωση, θα συνυπάρξουν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα συμβίωσης και επομένως δεν θα δημιουργηθούν επικίνδυνες αντιπαραθέσεις.
Μια τέτοια αντίληψη εκφράζει πράγματι έναν ευγενικό πόθο, η ικανοποίηση του οποίου όμως προσκρούει στην προαναφερόμενη αλήθεια. Παραβλέπει η αντίληψη αυτή το ουσιωδέστερο, όπως σημειώθηκε, στοιχείο αυτής της αντιπαράθεσης, που είναι η πεμπτουσία του Ισλαμισμού. Ο Ισλαμισμός συμβιώνει «ισότιμα» με άλλους πολιτισμούς, μόνο αν αποτελεί ασήμαντη μειοψηφία και οι περιστάσεις δεν του επιτρέπουν να επιβάλλει τα «ιδανικά του». Όταν ανδρωθεί πληθυσμικά, μέσα σε οποιοδήποτε σχήμα πολιτισμού, και νιώσει τις δυνάμεις του ισχυρές, ξυπνούν μέσα του όλες τις ιστορικές και θρησκευτικές του καταβολές για επιβολή και καθυπόταξη των «απίστων». Δέχεται τη συνύπαρξη μόνο με τη μορφή του «περιθωριοποιουμένου» για τους συνυπάρχοντες αλλόθρησκους.
Η υπογεννητικότητα των Ευρωπαίων είναι η βασική αιτία δημιουργίας όλων των παραμέτρων του προβλήματος: Μετανάστευση – Ρατσισμός – Ξενοφοβία – Ισλαμισμός.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αποκλειστικό πρόβλημα, που έχει ανακύψει με την εισροή μερικών δεκάδων εκατομμυρίων – και εκατοντάδων στο μέλλον – μεταναστών στον ευρωπαϊκό χώρο (ισλαμικής προέλευσης) και της, με αφορμή αυτήν, αντιρατσιστικής πολιτικής, είναι απόρροια του δημογραφικού ελλείμματος που μαστίζει την Ευρώπη και όχι οποιασδήποτε επιθυμίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την όποια πολιτισμική της αναμόρφωση από πολιτισμούς της Ασίας και της Αφρικής. Κανείς Ευρωπαίος πολίτης δεν πείθεται με αυτής της μορφής τα επιχειρήματα – τεχνάσματα.
Αν η Ευρώπη κάλυπτε όλες τις εργασιακές της ανάγκες από αυτόχθονες, ασφαλώς δεν θα γινόταν λόγος για πολυφυλετική και «πολιτιστική» ανάπλασή της. Της ήταν επαρκής ο δικός της πολιτισμός, με την όποια φυλετική του «σύνθεση» έστω και αν δεν είναι η «καλύτερη», ώστε να υπερηφανεύεται για τον εμπλουτισμό της από το «καύχημα» του ισλαμισμού.
Μέσα από αυτήν την ιδιομορφία του δημογραφικού προβλήματος της Ευρώπης, πίσω από αυτόν τον ωμό ρεαλισμό, πρέπει να αντιμετωπιστεί το μεγάλο αυτό πρόβλημα της Ευρώπης, μακριά από κάθε ωραιοποίηση του φαινομένου, όσο «θεμιτή» και αν είναι, και προπαντός μέσα στα πλαίσια της σοφίας του αριθμητικού μέτρου, που επιτρέπει την υποδοχή τόσων μεταναστών μουσουλμανικής προέλευσης, όσους η πληθυσμική σύνθεση της Ευρώπης μπορεί να «αντέξει». Τα «διπλωματικά» συνθήματα του τύπου «αντιρατσισμός», «πολυφυλετικές εθνότητες» δεν δελεάζουν κανένα λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο. Θυμίζουν προπαγανδιστικές μεθόδους αυταρχικών καθεστώτων άλλων εποχών, που στήριξαν την ύπαρξή τους σε προπαγανδιστικές τακτικές, οι οποίες δεν προσδιορίζουν την ουσία του προβλήματος: «μετανάστευση – ρατσισμός – ξενοφοβία». Με άλλα λόγια, επιβάλλεται να αντιμετωπισθεί αυτό το φαινόμενο της πληθωρικής μετανάστευσης Μουσουλμάνων, μέσα στο πλαίσιο ενός αμείλικτου ρεαλισμού, μακριά από κάθε αφηρημένη ιδεολογική σκοπιμότητα, για να μην βρεθούμε σύντομα σε καταστάσεις χειρότερες από εκείνες που επιδιώκουμε να αντιμετωπίσουμε με τις λεγόμενες «πολυφυλετικές» και «πολιτισμικές» διακηρύξεις, που δεν εναρμονίζονται με την υφιστάμενη ιστορική και τρέχουσα ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Διανοήθηκαν, άραγε, οι διαπνεόμενοι από αυτές τις «πολυπολιτισμικές» αντιλήψεις τι θα συμβεί, όταν μέσα σε μία ή σε δύο εκατονταετίες (είναι μια λεπτομέρεια στην ιστορική διαδρομή) το ισλαμικό στοιχείο, με την υπεργεννητικότητα που το διακρίνει και την αντίστοιχη υπογεννητικότητα των Ευρωπαίων, αυξηθεί δυσανάλογα σε σχέση με τον γηγενή πληθυσμό, που συνεχώς θα βαίνει προς την κατιούσα; Δεν θα αργήσει η ημέρα, σύμφωνα με τους αμείλικτους κανόνες της στατιστικής, που οι Μουσουλμάνοι θα φθάσουν σε πληθυσμική υπεροχή, αν επιπλέον ληφθεί υπόψη και η συνεχής ανανεωτική εισροή των ίδιων μεταναστών από τις πληθυσμικά ακμάζουσες Μουσουλμανικές Μητροπόλεις, ως μόνων πηγών αναπλήρωσης του δημογραφικού ελλείμματος της Ευρώπης; Ένας νέος ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ θα αναδυθεί στην ιστορική της διαδρομή, μπροστά στον οποίο ο «απελθών» θα φαντάζει μια πολιτισμική ΟΑΣΗ.
Το ζήτημα αυτού του κινδύνου, τον οποίο συνεπάγεται η σύσταση ισχυρής μουσουλμανικής μειονότητας στην Ευρώπη, δεν είναι απλή έκφραση ενός ιδεολογήματος «παγκοσμιοποίησης – οικουμενοποίησης», του οποίου οι συνέπειες μπορεί να παροραθούν κάτω από τον μανδύα του όποιου δογματικού χαρακτηριστικού. Ούτε ζήτημα νομοθετικής ρουτίνας και τακτικής. Δεν είναι ρύθμιση συνηθισμένων θεμάτων του κοινωνικού βίου, που η κακή, ενδεχομένως, αρχική νομοθετική ρύθμιση μπορεί να διορθωθεί μεταγενέστερα με κάποια άλλη καλύτερη νομοθετική ρύθμιση. Το μειονοτικό, στην κακή του μορφή, όταν παγιωθεί δεν αντιμετωπίζεται με «νόμους». Δυστυχώς, μόνο με αίμα αντιμετωπίζεται. Αίμα αθώων παιδιών και από τις δύο πλευρές. Παιδιών, τα οποία δεν «συνείργησαν» σε τίποτε στη διαμόρφωση μιας «προοδευτικής» – ουτοπικής αντίληψης των μεγάλων (σε ηλικία), που θέλησαν να τους κληροδοτήσουν ένα τέτοιο «πολυπολιτισμικό πλούτο».
Ασφαλώς, βασική αιτία αυτής της εξέλιξης δεν θα είναι μόνο η πέρα από το μέτρο αύξηση των μουσουλμανικών πληθυσμών της Ευρώπης και η «αφύσικη» μείωση των γηγενών, αλλά παράλληλα, όπως σημειώθηκε, η παντελής απουσία ευρωπαϊκών πληθυσμών στις μουσουλμανικές χώρες, δηλαδή το αντίθετο από εκείνο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη μουσουλμανική απειλή. Στη νομική γλώσσα, αυτό λέγεται «ετεροβαρής σύμβαση» ή «λεόντειος εταιρεία».
Ενώ, δηλαδή, οι μουσουλμανικές χώρες θα παραμένουν ανόθευτες από το ευρωπαϊκό «μίασμα», χωρίς, ακόμη και τον ελάχιστο, επηρεασμό της «πολιτιστικής» τους σύνθεσης, η Ευρώπη θα περιέλθει, έστω μακροπρόθεσμα, σε «πολιτισμικό» εξισλαμισμό και τότε οι οραματισμοί για μια πολυφυλετική πολυπολιτισμική Ευρώπη θα έχουν υλοποιηθεί σε ένα μουσουλμανικό μόρφωμα. Ένα μόρφωμα το οποίο υπερηφανευόμαστε να αποκαλούμε πολιτισμική παγκοσμιοποίηση ή οικουμενοποίηση της Ευρώπης!
Αν αυτό συμβεί, ο ρατσισμός θα ενεργοποιηθεί στην πιο απεχθή μορφή του. Με αντίθετη, όμως, αυτή τη φορά κατεύθυνση. Ρατσιστές θα είναι οι «αλλογενείς» και θύματα οι «αλλόθρησκοι» γηγενείς. Και όχι μόνο αυτό. Δεν θα πρόκειται τότε για μια κατάσταση ρατσισμού και αντιρατσισμού, αλλά για μια ενδογενή σύγκρουση «πολιτισμών», γιατί κάποιος από αυτούς από τη φύση του δεν συμβιβάζεται σε συνύπαρξη με οποιοδήποτε άλλον (ινδουϊστικό, βουδιστικό, χριστιανικό), γιατί, ας τονισθεί και πάλι, κύριο γνώρισμα της κοσμοθεωρίας του ισλαμισμού είναι η καθυπόταξη των αλλοθρήσκων (απίστων) στις όποιες επιταγές του.
Τα διπλωματικά «τεχνάσματα» του τύπου «εμπρός για μια πολυεθνική «πολυπολιτισμική Ευρώπη», έμφορτη «πολυτισμικού πλούτου» και άλλα αφελή είναι εντελώς απρόσφορα για να μεταβάλουν την πολιτισμική της κληρονομιά σε Μεσαιωνική – Μουσουλμανική παροικία.
Και όμως, υπάρχουν ακραία ιδεολογήματα, που όχι μόνο δέχονται αυτή την «εξέλιξη – μουσουλμανοποίηση» της Ευρώπης, αλλά την επικροτούν ως κάτι το «φυσιολογικά» εξελισσόμενο, ως ιστορικό αποτέλεσμα της υπογεννητικότητας των Ευρωπαίων. Αν η διαμόρφωση μιας τέτοιας κατάστασης αποτελεί πολιτισμική πρόοδο ή οπισθοδρόμηση σε ανεδαφικό πολιτιστικό σχήμα, αυτό τους αφήνει αδιάφορους.
Το παράδοξο με τους εμφορούμενους από την αντίληψη αυτή είναι ότι, ενώ η επιστροφή σε κάποια άλλη μορφή συντηρητισμού θα τους έφερνε στην πρώτη γραμμή των χαρακωμάτων για την αποτροπή του, την «εξέλιξη» σε ένα μόρφωμα υπερσυντηρισμού, που από την ιδιοσυστασία του βιώνει ο ισλαμισμός, την δέχονται ως επερχόμενο «πολιτισμικό» πλούτο, γιατί το αντίθετο θα ήταν ρατσισμός!!! Ο όρος «ρατσισμός» έχει χάσει στην αντίληψη αυτή την αληθινή του σημασία. Ρατσισμός σημαίνει αξιολόγηση των ανθρώπων σύμφωνα με τα ανθρωπολογικά τους γνωρίσματα (φυλής, χρώματος, διάπλασης) ή και των πολιτιστικών τους γνωρισμάτων και συνάρτηση αυτής της αξιολόγησης, όταν είναι αρνητική, με απαρέσκεια και αποστροφή απέναντί τους (ψυχολογική κυρίως), εξαιτίας, ακριβώς, αυτών των γνωρισμάτων. Δεν έχει σχέση ο ρατσισμός με την όποια προσπάθεια εφαρμογής ενός μέτρου στον αριθμό υποδοχής μεταναστών, που επιβάλλει η ιστορική συγκυρία, για να αποφευχθεί ένας ορατός κίνδυνος, που συναρτάται με την απεριόριστη υποδοχή αυτών των μεταναστών, γιατί ακριβώς το μέτρο αποβλέπει στην αποτροπή οδυνηρών καταστάσεων, που θα επέλθουν από αυτή την αλόγιστη υποδοχή, απείρως χειρότερων από εκείνες του ρατσισμού. Το κριτήριο δεν έχει την αναφορά του στη «ράτσα» των ενδιαφερομένων, αλλά στη συγκυρία άλλων καταστάσεων, εντελώς άσχετων με ό,τι μπορεί να λέγεται ρατσισμός.
Η πλάνη της αντίληψης αυτής είναι προφανής. Δύσκολα όμως, όπως κάθε πλάνη, γίνεται αντιληπτή από τον ίδιο τον πλανώμενο. Η δύναμη της ιδεολογίας, για μια πολυφυλετική «παγκοσμιοποίηση» της Ευρώπης, έστω και αν αυτό μεταφράζεται σε ισλαμοποίηση της Ευρώπης, είναι επικρατέστερη. Είναι οι μεγάλες αντιφάσεις της ανθρώπινης διανόησης. Η αίγλη της ιδεολογίας. Η αίγλη που ασκεί τέτοια καταλυτική επίδραση στη διανόηση του ανθρώπου, που η μεταστροφή της, η υποκατάστασή της με κάποια άλλη, όσο ορθή και αν είναι, να αποτελεί θέμα ανυπέρβλητο και όταν ακόμη είναι εμφανή τα σημεία της πλάνης της.
Τον τελευταίο καιρό πολλά λέγονται και πολλοί αναθεματίζουν, εκτοξεύοντας μύδρους κατά της έννοιας του Έθνους και των σχετικών παραμέτρων της. Παραβλέπουν όμως ότι είναι έμφυτο, είναι απόλυτα ανθρώπινο το συναίσθημα του δεσμού των ατόμων με κάποια εθνική ή χωρική, ακόμη και τοπική ιδιαιτερότητα (π.χ. μεταξύ Κρητών, Μακεδόνων, Ηπειρωτών, Κερκυραίων κ.ο.κ.). Ο κάθε άνθρωπος από τη φύση του θέλει να αισθάνεται ότι κάπου ανήκει εθνικά, θρησκευτικά, γεωγραφικά, ιδεολογικά, κομματικά, ποδοσφαιρικά. Η εκρίζωση αυτών των συναισθημάτων και η ισοπέδωσή τους εν ονόματι κάποιου άλλου κόσμου, κάποιου άλλου θεωρητικού ιδεολογήματος, θα εναντιωνόταν στη φυσική και ψυχική του ιδιοσυστασία. Θα ήταν εξωπραγματική. Έτσι και η αντίληψη που βλέπει, εν ονόματι των όσων κακών έγιναν στο παρελθόν, την εξάλειψη της εθνικής συνείδησης των Ευρωπαίων με την εισδοχή μερικών δεκάδων ή και εκατοντάδων εκατομμυρίων Μουσουλμάνων και τη δημιουργία μιας «παγκοσμιοποιημένης» ανθρώπινης μάζας, πρέπει να θεωρείται εξωπραγματική, πεπλανημένη, γιατί ακριβώς, οι προϋποθέσεις της αντιπαλότητας θα είναι πιο προκλητικές.
Σε οποιαδήποτε παγκοσμιοποιημένη κοινωνία ή κοινότητα ανθρώπων, οι ιδιαιτερότητες των ανθρώπων εθνικές – θρησκευτικές – γλωσσικές – πολιτισμικές – ιστορικές θα παραμένουν ως προσδιοριστικά στοιχεία στη ζωή των ανθρώπων, έστω και αν πολλές από τις ιδιαιτερότητες αυτές χαρακτηρίζονται «ξεπερασμένες». Όσο υπάρχουν άνθρωποι πάνω στη γη, οι ιδιαιτερότητες αυτές θα είναι «αξεπέραστες», έστω και αν στο παρελθόν έγινε κατάχρηση στην άσκηση πολλών από αυτές και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις σε υπερθετικό βαθμό, που κάθε λογικός άνθρωπος πρέπει απερίφραστα να καταδικάζει, γεγονός, άλλωστε (κατάχρησης), που, δυστυχώς παρατηρείται και στις πιο θεμιτές ιδιαιτερότητες του ανθρώπου.
Είναι, εντελώς διαφορετικό το ζήτημα της κατάχρησης αυτών των ιδιαιτεροτήτων, προπαντός των εθνολογικών, για σκοπούς άσχετους με ό,τι αυτές εκφράζουν. Όπως είναι εντελώς απαράδεκτη η σύνδεση αυτών των ιδιαιτεροτήτων (εθνολογικών, φυλετικών) με οποιαδήποτε πραγματική ή φανταστική ανωτερότητα ή με οποιοδήποτε φανατισμό ή εγωκεντρισμό των φορέων τους. Κάθε προσπάθεια για την εκρίζωση των παρασιτικών παραμέτρων των ιδιαιτεροτήτων αυτών είναι και θεμιτή και αναγκαία.
Η ιστορική πραγματικότητα δεν εκβιάζεται με δογματισμούς και αφηρημένα ιδεολογήματα, όσο καλοπροαίρετα και αν είναι αυτά. Αντιθέτως, δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις για την επέλευση ανώμαλων καταστάσεων, τις οποίες οι καλοί μας ιδεολόγοι θέλουν να αγνοούν.
Ένας αμείλικτος ιστορικός, αλλά και σύγχρονος εμπειρικός ρεαλισμός φανερώνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει την ιστορική πολυτέλεια για την οποία ισλαμοποίησή της ή τη σύσταση πολυπληθών μουσουλμανικών κοιτίδων μέσα στους κόλπους της. Οι λαοί που απαρτίζουν την Ε.Ε. παραχωρούν με δημοκρατικές διαδικασίες μέρος της εθνικής τους εξουσίας στο όραμα μιας ενοποιημένης Ευρώπης, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να βρεθούν μια ημέρα αιχμάλωτοι του ισλαμικού «ιδεώδους» μέσα στον ιστορικό τους χώρο, για την ικανοποίηση ανεδαφικών ιδεολογημάτων. Ιδεολογημάτων, που οραματίζονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την οικουμενοποίηση του κόσμου, που όμως μεταφράζεται αποκλειστικά και μόνο σε ισλαμοποίηση της Ευρώπης, χωρίς ούτε κατά κεραία «οικουμενοποίηση» των ισλαμικών χωρών από το Ευρωπαϊκό πολιτισμικό «μίασμα».
Πώς, όμως, εφόσον αποκλείσουμε τη μουσουλμανική πλημμυρίδα, θα αναπληρωθεί και πως θα αναπληρώνεται στο μέλλον το δημογραφικό έλλειμμα της Ευρώπης, όταν εκατομμύρια εργατικού δυναμικού και οι Ευρωπαίοι δεν έχουν «πειστεί» να αυτοαναπληρώνονται;
Η λύση που προτείνεται από πολλούς διεθνείς αναλυτές του φαινομένου είναι η εξής: η αναπλήρωση δεν θα γίνεται μονομερώς από τις μουσουλμανικές πληθυσμικές πηγές. Θα περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατόν, όσον αφορά αυτές τις πηγές. Υπάρχει επαρκής δυνατότητα το έλλειμμα να καλύπτεται από λαούς της Ανατολικής Ευρώπης και της Νότιας Αμερικής, σε ποσοστό μεγαλύτερο από τις άλλες «πολιτιστικές» πηγές. Η ομοιογένεια της πολιτιστικής σύνθεσής τους με εκείνη των λαών της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης, προσφέρεται για πλήρη «αμφιμερή» συναφομοίωση.
Ο Δυτικός πολιτισμός, με τις όποιες θρησκευτικές ιδιαιτερότητές του (καθολικοί – ορθόδοξοι – προτεστάντες), έχει κοινές ρίζες στον κλασικό ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, ο οποίος του παρέχει κοινή πολιτιστική βάση, ικανή να δημιουργεί τις προϋποθέσεις αρμονικής συμβίωσης, χωρίς οι δογματικές ιδιαιτερότητες να αποτελούν (με εξαίρεση ακραίες φανατικές τοποθετήσεις) αγεφύρωτες αντιθέσεις σε αυτή τη συμβίωση και προπαντός στο ζήτημα της επιμειξίας. Οι μικροδιαφορές που μπορεί να παρατηρήθηκαν στην όλη πολιτισμική τους πορεία είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία, σε αντίθεση με το αγεφύρωτο χάσμα – για σύμμειξη – που χωρίζει το δυτικό με τον ισλαμικό πολιτισμό. Η γεωγραφική διάσταση και η ανιδιοτελής αναζήτηση όλων των μέσων αγαστής συνεργασίας, είναι ο μόνος τρόπος «συμβίωσης» με τον ισλαμικό κόσμο.
Όσοι διακατέχονται από την αντίληψη της σύστασης μια «παγκοσμιοποιημένης» ευρωπαϊκής κοινωνίας, χωρίς τη δυνατότητα επιμειξίας μεταξύ των λαών που θα τη συγκροτήσουν, βρίσκονται κάτω από την επήρεια μιας ανεξέλεγκτης πλάνης. Η ένωση του «αίματος» είναι εκείνη που θα φέρει ουσιαστική συναφομοίωση μεταξύ των ανθρώπων της «παγκοσμιοποιημένης» στον ευρωπαϊκό χώρο συνύπαρξης. Η εξωτερική συνύπαρξη είναι μια επιφανειακή κοινωνία ανθρώπων, που από μόνη της γεννά τις αιτίες αντιπαλότητας και σύγκρουσης μεταξύ των «ανομοίως» συμβιούντων ατόμων, όσο απαράδεκτη και αν κρίνεται αυτή η κατάσταση. Είναι, δυστυχώς, συνακόλουθη της ανομοιότητος.
Είναι εντελώς διαφορετική η περίπτωση των λαών εκείνων (Η.Π.Α. – ΚΑΝΑΔΑ – ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ) που, κάτω από ειδικές ιστορικές συνθήκες, συγκροτήθηκαν από διαφορετικές εθνικές ομάδες, για να αποτελέσουν ενιαία κρατική οντότητα, η φύση της οποίας δεν ευνοεί την παραγωγή μειονοτικών σχημάτων, με την εμπειρική σημασία του όρου. Εκεί δεν προϋπήρξε εθνοτική νοοτροπία. Αυτή διαμορφώθηκε ενιαία από όλους τους μετανάστες (ανεξάρτητα από το ποιοι πάτησαν πρώτοι το πόδι τους σε αυτή την ήπειρο), με συνδετικό κρίκο την οικονομική τους επιβίωση και ευμάρεια, πάνω στην οποία στηρίχθηκε ολόκληρη η εθνική τους φιλοσοφία.
Αλλά και εκεί η σύμπνοιά τους δεν λειτούργησε χωρίς εξαίρεση. Είναι χαρακτηριστική η τάση του Κεμπέκ για απόσχιση από το κράτος του Καναδά, με μόνη αιτία τη διαφορετική εθνική συνείδηση των κατοίκων του, συνεπικουρούντος και του όποιου εξωτερικού δακτύλου. «Ζήτω το Γαλλικό Κεμπέκ», είχε αναφωνήσει κάποτε ο Ντεγκώλ. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα δημιουργήσουμε, εφαρμόζοντας τη λεγόμενη «πολυπολιτισμική» σύνθεση της Ευρώπης (κατ’ ακριβολογία, πολυ-μουσουλμανική), τις προϋποθέσεις εκείνες που θα δώσουν αφορμή, ώστε κάτι ανάλογο να αναφωνήσουν μετά από ορισμένες γενιές οι αρχηγοί μουσουλμανικών χωρών – και πρώτη από όλες η γειτονική Τουρκία – για κάποια ή κάποιες ευρωπαϊκές «επαρχίες».
Το αμερικανικό πρότυπο πληθυσμικής σύνθεσης είναι αδύνατο να λειτουργήσει στον Ευρωπαϊκό χώρο, με μουσουλμανική πληθυσμική σύνθεση, δεδομένου ότι οι ιστορικές παραδόσεις έχουν δομηθεί σε διαφορετικά εθνικά πρότυπα, άγνωστα στην αμερικανική κουλτούρα. Η διαμορφωμένη μέσα από το πέρασμα των αιώνων ιστορική συνείδηση των λαών της Ευρώπης δεν μεταβάλλεται ούτε απαλλοτριώνεται, «καλώς ή κακώς», επειδή άλλες ιστορικές συγκυρίες διαμόρφωσαν κάποιο άλλο πρότυπο (Αμερικανικό) συμβίωσης μεταξύ διαφόρων εθνοτήτων. Σύγκριση ανόμοιων ιστορικών δεδομένων δεν συγκροτεί συλλογισμό, που να οδηγεί σε συνεπές και ασφαλές συμπέρασμα. Ειδικότερα, η μεγάλη διαφορά των δύο φαινομένων (Η.Π.Α. – Ευρώπη) έγκειται στο γεγονός ότι οι μετανάστες της Αμερικής (Η.Π.Α.) εγκαταστάθηκαν εξαρχής σε έναν κοινό γεωγραφικό χώρο «εξ αδιαιρέτου», χωρίς δηλαδή να μοιρασθούν κατά εθνότητες στα διάφορα τμήματα της χώρας αυτής, οπότε αναμφίβολα θα δημιουργούνταν ανεξάρτητη κατά τμήματα εθνική συνείδηση μεταξύ των διαφορετικής εθνικής προέλευσης μεταναστών, όμοια με εκείνη των ευρωπαϊκών λαών. Αν αυτό είχε συμβεί (εγκατάσταση σε διαφορετικά εδαφικά τμήματα), η εθνική τοπική συνείδηση που θα είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους (π.χ. Άγγλων – Αράβων – Ιαπώνων – Γάλλων), δεν θα επέτρεπε το σημερινό τρόπο συμβίωσης.
Σχετική είναι και η αντίληψη εκείνη, κατά την οποία ο θρησκευτικός παράγοντας φθίνει στο σύγχρονο κόσμο και επομένως κάθε επίδραση στον κόσμο αυτόν θα είναι περιορισμένη, οπότε ο συγχρωτισμός Μουσουλμάνων και αλλοθρήσκων (Χριστιανών – Βουδιστών – Ινδουιστών) δεν θα αποτελεί αξεπέραστο εμπόδιο.
Παραβλέπει όμως η αντίληψη αυτή, ότι μέσα από την εμπειρικά ανεξερεύνητη δομή και πλοκή αυτού του κόσμου, το θρησκευτικό συναίσθημα, στην πλειοψηφία των ανθρώπων, είναι και θα παραμείνει το κυρίαρχο στοιχείο προσδιορισμού της υπαρξιακής τους υφής, σε βαθμό που κάθε άλλο στοιχείο, εθνικό πολιτικό κ.λ.π. να βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση.
Το ζήτημα της εισδοχής ανεξέλεγκτου αριθμού ισλαμιστών στην Ευρώπη έχει και μια άλλη παράμετρο. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι οι περιστάσεις που επιβάλλουν σήμερα τη διατήρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την περαιτέρω εξέλιξή της σε μια ομοσπονδία κρατών, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και στο απώτερο μέλλον και δεν θα ανατραπούν κάτω από τη μεταβολή και τη σύγκρουση συμφερόντων των ισχυρών δυνάμεων που την απαρτίζουν; Είναι σαφείς οι ενδείξεις της υποβόσκουσας ηγεμονικής τάσης των δύο μεγάλων κρατών της Ε. Ε. – Γερμανίας, Γαλλίας – με το ενδεχόμενο ανατροπής εκ του λόγου αυτού των επιβαλλόμενων ισορροπιών που είναι απαραίτητες για την λειτουργία της Ένωσης. Όπως επίσης είναι γνωστές υπολανθάνουσες ερωτοτροπίες της Αγγλίας με την πέρα από τον Ατλαντικό Υπερδύναμη, σε βαθμό που να μην είναι έξω από τα πράγματα η μελλοντολογία που θέλει την Αγγλία ως την 51η Πολιτεία των Η.Π.Α.
Αν οι συσχετισμοί και τα συμφέροντα των ισχυρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεταβληθούν και ακολουθήσει η αποσύνθεσή της «εις τα εξ ων συνετέθη», ποια θα είναι η μεγαλύτερη συνέπεια αυτής της διάλυσης; Μήπως η μόνη ωφελημένη θα είναι η μουσουλμανική μειονότητα, «η πλειονότητα», η οποία θα έχει πλοκαμωθεί στον Ευρωπαϊκό χώρο και θα αξιώνει ό,τι θα της επιβάλλει η συγκεκριμένη πληθυσμική συγκυρία ή ό,τι άλλο θα υπαγορεύεται από τις ακμάζουσες πληθυσμικά μουσουλμανικές μητροπόλεις; «Αυτονομία, απόσχιση, ομοσπονδιοποίηση, διγλωσσία κ.ο.κ.».
Ίσως οι εκτιμήσεις αυτές αποτελούν μορφή «πεσσιμισμού». Ίσως είναι και «αντιλογικές». Δυστυχώς, η ιστορία διδάσκει ότι οι διεθνείς, οι διακρατικές σχέσεις, δεν στηρίζονται πάντοτε στην λογική. Προέχει στις σχετικές εκτιμήσεις το συμφέρον των ισχυρών.
Σε επίσημη έκθεση της Ουνέσκο αναφέρεται, ότι τα επόμενα 25 χρόνια η Ευρώπη θα χρειαστεί 150.000.000 μετανάστες για να καλύψει τις εργασιακές της ανάγκες. (Κατ’ ακριβολογία το δημογραφικό της έλλειμμα).
Αν οι μετανάστες αυτοί είναι όλοι ή στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ισλαμικής προέλευσης, υπολογίζεται ότι στα επόμενα 40 χρόνια, θα είναι, μαζί με τα 30.000.000 που βρίσκονται ήδη στην Ευρώπη, περίπου 300.000.000. Έστω στα επόμενα 100 χρόνια. (Είναι μια λεπτομέρεια στην ιστορική διαδρομή). Με άλλα λόγια θα έχουν την πληθυσμιακή πλειοψηφία στις χώρες της Ε. Ε.
Παραμένει τότε η παραμικρή αμφιβολία, ότι ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός, η Ευρωπαϊκή πολιτισμική κουλτούρα, όπως έχει διαμορφωθεί από την επίδραση του αρχαίου Ελληνορωμαϊκού πνεύματος, του Χριστιανισμού και της Γαλλικής επανάστασης, θα μπορέσει να επιβιώσει, όταν ο ισλαμισμός τους θεωρεί μίασμα πολιτισμού, προϊόν απίστων, συνοθύλευμα αποτυχημένων αξιών; Δεν θα συγκρουστεί αναπόφευκτα, μαζί του; Δεν θα επικρατήσει «πολιτισμικά» στη δημογραφικά γερασμένη Ευρώπη και μάλιστα με «δημοκρατικές» διαδικασίες, αφού οι ισλαμιστές θα έχουν την πληθυσμιακή πλειοψηφία, χωρίς να εξαιρείται και εκείνη του στρατιωτικού τομέα;
Υποστηρίζεται με έμφαση, ότι το ζήτημα αυτό, που αναφέρεται στην εισδοχή μεγάλου αριθμού ισλαμιστών στην Ευρώπη, όπως ειδικά, και στην Ελλάδα, είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα και η αντιμετώπισή του θέλει λεπτούς χειρισμούς, διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος στιγματισμού μας με το ανεπιθύμητο επίθετο του ΡΑΤΣΙΣΤΗ ή ότι έτσι, προσβάλλεται το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας, που πρέπει να είναι σεβαστό για κάθε άνθρωπο.
Πράγματι, είναι ένα ζήτημα κατ’ εξοχήν ευαίσθητο στη διεθνή κοινή γνώμη, και η αντιμετώπισή του προϋποθέτει μεγάλη προσοχή και λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς, προς αποφυγήν άλλων παραμέτρων. Οι λεπτοί χειρισμοί, όμως, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μεταφράζονται σε ΑΔΡΑΝΕΙΑ, με αποτέλεσμα το ζήτημα να εκφυλλίζεται βαθμιαία στην ανεξέλεγκτη διείσδυση και επικράτηση του φαινομένου «ισλαμισμός», εξαιτίας της εισροής μερικών εκατομμυρίων, και αύριο μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων οπαδών του στο χώρο της Ε. Ε.
Με άλλα λόγια το αποτέλεσμα αυτό θα είναι το μόνο που θα έχει επιτύχει ο όποιος λεπτός χειρισμός του προβλήματος, όταν έχει ως γνώρισμά του την αδράνεια και όχι τον λογικό ρεαλιστικό περιορισμό του φαινομένου.
Ίσως υποστηριχθεί, ότι με την συμβίωση Ευρωπαίων και Ισλαμιστών, οι τελευταίοι αυτοί θα αφομοιωθούν από τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό και επομένως δεν θα δημιουργηθούν καταστάσεις αντιπαλότητος, για την επικράτηση του ενός ή του άλλου πολιτισμού.
Πότε όμως και που αφομοιώθηκαν ισλαμιστές, έστω και σε μεμονωμένες περιπτώσεις από κάποιον άλλον πολιτισμό, (Βοσνία, Ινδία, Κόσοβο, Λίβανο, Κύπρο), ώστε να υπάρχει βάσιμη ελπίδα ότι κάτι ανάλογο θα συμβεί και στην παρούσα ιστορική συγκυρία; Το αντίθετο έχει συμβεί κατ’ επανάληψη και μάλιστα σε εκτεταμένες γεωγραφικές περιοχές (Ασία, Αφρική). Η διαφορά, σε σχέση με την Ευρώπη, έγκειται, στο ότι η επικράτησή του θα έχει διαφορετική την αιτία του. Θα είναι αποτέλεσμα όχι κατήχησης ή του τζιχάντ, αλλά ενός ανεξήγητου, ενός περιέργου εθελοντισμού, που κύριο γνώρισμά του είναι η έλλειψη προβληματισμού, σε ένα φαινόμενο, που αναμφίβολα θα επισωρεύσει, μελλοντικά, άπειρα δεινά στη ρημαγμένη δημογραφικά Ευρώπη. Μήπως, η αντίληψη που δέχεται ή δεν προβληματίζεται σ’ αυτή την εξέλιξη «ισλαμοποίησης της Ευρώπης» υπηρετεί τη χειρότερη μορφή ρατσισμού σε βάρος του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και εις όφελος ενός πρωτόγονου, ενός κατ’ εξοχή αντιδημοκρατικού πολιτισμού; Ή μήπως αυτό δεν είναι ρατσισμός και μόνο το αντίθετο, υπερηφανευόμαστε να ονομάζουμε «ρατσισμό», δηλαδή την περίπτωση, που αμυνόμενοι, προτείνουμε ή λαμβάνουμε μέτρα κατά της ανεξέλεγκτης επέκτασης του ισλαμισμού στον Ευρωπαϊκό χώρο;
Και όμως, ενώ το φαινόμενο έχει αυτές τις ιστορικές και σύγχρονες καταβολές, η αντιμετώπισή του έχει συνδεθεί όχι με αυτό τον οφθαλμοφανή κίνδυνο, αλλά με ένα άσχετο εξωπραγματικό σύνθημα, που το ονομάζουν «ρατσισμό», με συνοδευτικό του τον όρο «ξενοφοβία», ενώ είναι πλέον ή βέβαιον ότι αν δεν υπήρχε ο προαναφερόμενος κίνδυνος, δεν συνέτρεχε λόγος, κανένας σοβαρός λόγος, να τεθεί ζήτημα συγκατοίκησης, πλήρους συναφομοίωσης των μεν προς τους δε. Τότε μόνο η θέση ενός τέτοιου ζητήματος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ρατσισμός. Με άλλα λόγια όταν δεν υπήρχε κίνδυνος επικράτησης ενός πρωτόγονου πολιτισμού εις βάρος του δικού μας πολιτισμού.
Όταν, όμως, η συναφομοίωση ή και η απλή συγκατοίκηση είναι σχεδόν ανέφικτη, όταν οι ισλαμιστές θα έχουν πληθυσμικά πολλαπλασιασθεί, κάθε συσχετισμός ενός βάσιμου προβληματισμού για τον κίνδυνο αυτό με τους όρους ρατσισμός και ξενοφοβία, προσδίδει, τουλάχιστον, ανευθυνότητα, έλλειψη προβληματισμού, ακόμη και σοβαρότητος εκείνων που μεταχειρίζονται τους όρους αυτούς, στο εξεταζόμενο ειδικό αυτό θέμα. Δεν είναι ρατσιστής εκείνος που θέλει τη διατήρηση του πολιτισμού του, όταν αυτός αναμφίβολα απειλείται από έναν ανελεύθερο, αντιδημοκρατικό πολιτισμό, όπως από τη φύση του είναι ο ισλαμισμός. Ρατσιστής, απεναντίας, είναι εκείνος που δέχεται, ανεπίγνωστα ή ενσυνείδητα το αντίθετο. Την εξουδετέρωση, με τη «μέθοδο» της πληθυσμικής μετάλλαξης, του Ευρωπαϊκού πολιτισμού από τον πρωτογονισμό του Ισλαμισμού.
Διερωτήθηκαν, άραγε, οι εμφορούμενοι από μια τέτοια ακραία αντίληψη «ελεύθερη εισροή μουσουλμάνων», ποια θα είναι μακροπρόθεσμα, η τύχη του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, σε περίπτωση υλοποίησης αυτής της αντίληψης;
Με αυτή την έννοια, (αντιμετώπισης όλων των παραμέτρων του φαινομένου) το ζήτημα πρέπει να τεθεί πάνω στη σωστή του βάση, μακριά από λεκτικούς αφορισμούς του τύπου «ρατσισμός», «ξενοφοβία», «λεπεντισμός», «συντηρητισμός», «προοδευτισμός» που δημιουργούν στείρες αντιπαραθέσεις, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Το πιο πιθανόν είναι, ότι η πλειονότητα από τους εμφορούμενους με τις ακραίες αυτές αντιλήψεις, για τον τρόπο κάλυψης του δημογραφικού ελλείμματος της Ευρώπης, δεν θα θελήσουν να υιοθετήσουν, προβληματιζόμενοι, μια τέτοια εξέλιξη (μουσουλμανοποίηση) της Ευρώπης, αλλά θα θέσουν το ζήτημα σε άλλη βάση.
Εκείνη της ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ. Με την έννοια, δηλαδή, ότι ο προαναφερόμενος κίνδυνος δεν είναι δεδομένος, αλλά το ζητούμενο είναι η δυνατότητα ή όχι πολιτισμικής επικράτησης του ισλαμισμού στην Ευρώπη, κάτω από τις προαναφερόμενες συνθήκες απεριόριστης εισροής ισλαμιστών στο γεωγραφικό της χώρο.
Μια τέτοια θέση, μια τέτοια πρόταση, είναι λογική, είναι συνετή, είναι προϊόν δημοκρατικού προβληματισμού. Δεν έχει τον χαρακτήρα της «απόλυτης αυθεντίας», της ισχυρογνωμοσύνης, που εκφράζει η αντίληψη της ανεξέλεγκτης, χωρίς λογική στάθμιση, εισροής των μεταναστών αυτών στην Ευρώπη.
Η θέση αυτή ως πρόταση είναι η μόνη νουνεχής, που μπορεί να τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και μέσα από την ανταλλαγή και τη βάσανο των σχετικών αντιλήψεων να βρεθεί ο καλύτερος δυνατός τρόπος αντιμετώπισης του φαινομένου «ισλαμισμός προ των θυρών της Ευρώπης», κατ’ επανάληψη εκείνου «προ των πυλών της Βιέννης», για να μην επαληθευθεί ο αγέρωχος λόγος του Οζάλ: «εκείνο που δεν κατορθώσαμε με την ήττα μας στη Βιέννη, θα το επιτύχουμε τώρα με τους μετανάστες μας στην Ευρώπη».
Να τεθεί το τεράστιο αυτό ζήτημα κάτω από την ωμή, την ρεαλιστική του διάσταση: πού οδηγεί, μελλοντικά, η πρωτόγνωρη στην ιστορία υπογεννητικότητα των Ευρωπαίων; Ποιοι τρόποι υπάρχουν για την αντιμετώπιση του φαινομένου; Είναι ή δεν είναι αφομοιώσιμοι οι ισλαμιστές από τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό; Η αναπλήρωση εις το διηνεκές του δημογραφικού ελλείμματος της Ευρώπης από μουσουλμανικές πηγές, έχει ή δεν έχει τον κίνδυνο υποκατάστασης, εκτοπισμού του πολιτισμού της από εκείνον του ισλαμισμού; Υπάρχουν ή δεν υπάρχουν άλλοι εναλλακτικοί τρόποι για την αναπλήρωση του δημογραφικού ελλείμματος της Ευρώπης και ποιοι;
Η εμμονή στους υβριστικούς εκατέρωθεν χαρακτηρισμούς, ως μόνου τρόπου αντιμετώπισης του προβλήματος, δεν οδηγεί σε καμία ουσιαστική λύση, αλλά το μόνο που επιτυγχάνει είναι, ότι προσδίδει μια αυταρέσκεια, μια αυτοϊκανοποίηση στους φορείς των υβριστικών χαρακτηρισμών, ότι έτσι εμφανίζονται οι μεν ως ακραιφνείς «προοδευτικοί», οι δε ως ακραιφνείς «υπερεθνικιστές» και μέσα από την ικανοποίηση αυτή δρέπει ο καθένας πλούσιες τις δάφνες του ιδεολογήματός του, που τόσο εύκολα βλασταίνουν σε κάθε απροβλημάτιστη, φανατισμένη νοοτροπία.
ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ «ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ – ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ – ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ – ΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ».
Ο Ελληνισμός, στην ιστορική του διαδρομή, έχει υποστεί, ό,τι έχει υποστεί, από το μουσουλμανικό επεκτατισμό. Και αν το φαινόμενο είχε ολοκληρώσει το βιολογικό του κύκλο, όλα θα ήταν καλά. Το φαινόμενο θα είχε γραφικό, μουσειακό χαρακτήρα. «Ο γέγονε, γέγονε». Όμως…. Αυτό το όμως επιβάλλει επαγρύπνηση και επιφυλακτικότητα σε ό,τι έχει σχέση με την εγκατάσταση μουσουλμανικής μειονότητας στη χώρα μας όσο σε καμία άλλη Ευρωπαϊκή χώρα, αφού με βεβαιότητα θα αποτελέσει, μελλοντικά, προγεφύρωμα, την πέμπτη φάλαγγα, στα «ακμάζοντα» επεκτατικά σχέδια της γείτονας χώρας. Άραγε, το ιδεολόγημα του «πολυπολιτισμικού πλούτου», έστω και αν στην πραγματικότητα υποκρύπτει στοιχεία συμπαράστασης σε ομάδες οικονομικών μεταναστών, είναι επικρατέστερο και από αυτή τη στοιχειώδη άμυνα της χώρας.
Είναι τόσο νωπά, τόσο παραστατικά τα παραδείγματα του Κοσόβου, της Νότιας Σερβίας, του Τιμόρ, του Νότιου Σουδάν και των Σκοπίων, που οποιοσδήποτε παραλληλισμός θα αποτελούσε κοινοτυπία.
Με εξαίρεση μια κατηγορία συμπολιτών μας, που στο πρόσωπο αυτών των μεταναστών βλέπουν «φθηνά εργατικά χέρια» και πέραν τούτου τίποτε άλλο, ο ελληνικός λαός, στη συντριπτική του πλειοψηφία, βρίσκεται με κρατημένη την αναπνοή για το πού θα οδηγήσει η πλημμυρίδα αυτών των μεταναστών. Είναι φανερό, ότι, αν το ζήτημα δεν αντιμετωπιστεί κάτω από τον υφιστάμενο ρεαλισμό, σύντομα θα ξεφυτρώσουν μερικές δεκάδες «Τζαμουριές», διάσπαρτες σε όλη τη χώρα, με απροσδιόριστες συνέπειες του φαινομένου.
Η ελληνική Πολιτεία έχει ξεκινήσει, και ορθά, μια προσπάθεια διαφώτισης του κοινού σε σχέση με το ρατσισμό και την ξενοφοβία. Είναι, όμως, η προσπάθεια αυτή εντελώς απρόσφορη για οποιοδήποτε θετικό αποτέλεσμα, κατά το μέρος που αναφέρεται στην πλημμυρίδα των εν λόγω μεταναστών, αφού και ο τελευταίος Έλληνας πολίτης την αντιλαμβάνεται ως μια άσκοπη «προπαγάνδα» όταν έχει ζωντανά ακόμη τα προαναφερόμενα παραδείγματα του Κοσόβου και των Σκοπίων. Προς τι η οικειοθελής δημιουργία, σύντομα ή αργά, ανάλογων φαινομένων στη χώρα;
Δεν οφείλει τίποτε ο βασανισμένος αυτός λαός, που τόσα έχει υποστεί στη μακραίωση ιστορία του από ξένες επιδρομές – γιατί περί επιδρομής πρόκειται, με κατάργηση του δικαιώματος άμυνας – να μεταβληθεί, προς δόξαν κάποιου ιδεολογήματος και ορισμένων ιδιοτελών συμφερόντων, σε πεδίο αντιπαράθεσης για την αποτροπή «δικαιωμάτων» αυτονόμησης, διγλωσσίας, απόσχισης ή ομοσπονδιοποίησης περιοχών, που η πληθυσμική σύνθεση, με μαθηματική ακρίβεια, θα ευνοεί σε μερικές δεκαετίες τέτοιες καταστάσεις, λόγω υπεργεννητικότητας των μεν και υπογεννητικότητας των δε.
Τα όποια αισθήματα συμπόνιας ή αλληλεγγύης που νιώθουμε για τους κατατρεγμένους αυτούς ανθρώπους, τον όποιο ιδεολογισμό μας ας τον εκδηλώσουμε με άλλους τρόπους. Ας τους βοηθήσουμε με άλλα μέσα. Να τους βοηθήσουμε με όλες μας τις δυνατότητες από το ατομικό και εθνικό μας υστέρημα. Δεν είναι σχήμα λόγου. Μπορούμε να τους βοηθήσουμε να οργανώσουν την οικιακή τους οικονομία (αυτή που έθρεψε και γιγάντωσε στο παρελθόν εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικές οικογένειες, με τον ορνιθώνα, την κατσίκα, την αγελάδα, το χοιρινό, το μελίσσι, τον κήπο), να αναπτύξουν τη γεωργία τους, τη βιοτεχνία τους και τη βιομηχανία τους. Να τους βοηθήσουμε να μείνουν στον τόπο τους. Και από εκεί, ας τους έχουμε μόνο φίλους. Ας μη καταστήσουμε τους ίδιους και μακροχρόνια τα παιδιά τους όργανα (και τα παιδιά μας θύματα), στα χέρια «αοράτων» δυνάμεων, για την επίτευξη ανομολόγητων σκοπών.
Κατά τη μακραίωνη ιστορία του ελληνισμού, έχουν διαπραχθεί τόσα πολλά σφάλματα – διαμορφωτικά της σημερινής μας καχεξίας – ώστε να είναι ασυγχώρητη η προσθήκη ενός ακόμη, ίσως από τα μεγαλύτερα, όπως είναι η σύσταση ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΟΥ πληθυσμού από άλλες χώρες. Η ιδιότητα του πρόσφυγα ή του μετανάστη έχει ηθική υπόσταση και είναι άξια κάθε συμπαράστασης και προστασίας. Η περιφρόνηση της είναι πράξη βέβηλη. Είναι το Ιερό δικαίωμα του πρόσφυγα, που ζητά άσυλο και του μετανάστη που ζητά εργασία, δικαίωμα στην επιβίωση. Η εξασφάλιση των δικαιωμάτων αυτών στον πρόσφυγα και στον μετανάστη αποτελεί στοιχειώδη έκφραση ανθρωπισμού, πανανθρώπινη έκφραση αγάπης. Όμως, εδώ το ζήτημα τίθεται σε εντελώς διαφορετική βάση. Πρόκειται για τη σύσταση μειονοτικού πληθυσμού στην πιο επικίνδυνη μορφή του, άσχετη εντελώς με τις παραπάνω ανθρώπινες αξίες. Μειονότητα, που, με τη συνεπικουρία και των άλλων «αδελφών» μουσουλμάνων που έχουν εγκατασταθεί στη χώρα και συνεχώς εξακολουθούν να εισρέουν, θα αποτελέσει με βεβαιότητα την αιχμή του δόρατος, ή διαφορετικά, την πέμπτη φάλαγγα, στα μεγαλοϊδεατικά σχέδια των καλών μας «ένθεν και ένθεν» γειτόνων, όταν μάλιστα στο άμεσο μέλλον η πληθυσμική συγκρότηση της βορειοδυτικής χώρας δεν θα υπολείπεται, μαζί με τους δορυφόρους της, από εκείνη της χώρας μας.
Στοιχειώδης μεταναστευτική λογική επιβάλλει να παραχωρηθεί στους γείτονες Αλβανούς και στους φίλους Πακιστανούς κλπ. από τη «μεταναστευτική πίττα» τόσο ποσοστό όσο ακριβώς αναλογεί στους Ινδούς, στους Ουκρανούς, στους Ρουμάνους κ.λ.π. χωρίς την παραμικρή πλεονεκτική διάκριση, γιατί το τίμημα που θα κληθούν να πληρώσουν οι επερχόμενες γενιές θα είναι οδυνηρό. Όσοι πιστεύουν ότι θα αφήσει η τουρκική και αλβανική προπαγάνδα να αφομοιωθούν οι μετανάστες αυτοί, τελούν υπό την επήρεια μιας ανεξέλεγκτης πλάνης.
Από πού, άραγε, αντλούμε το ιστορικό δικαίωμα να κληροδοτήσουμε στους επερχόμενους μια τέτοια «πολιτισμική σύνθεση»; Υπάρχει τέτοιας μορφής ιδεολόγημα, ή πρόκειται για ανεξήγητη πολιτική πράξη, η οποία, χωρίς αποχρώντα λόγο, άγεται στη δημιουργία του μεγαλύτερου στην ιστορία της χώρας μειονοτικού προβλήματος, παρόλο που όλες οι συγκυρίες βοούν για το τι πρόκειται μελλοντικά να επακολουθήσει, όταν μάλιστα η Αλβανία θα έχει καταστεί (ή μάλλον θα την έχουν καταστήσει) ένα ισχυρό βαλκανικό κράτος, η δε γερασμένη πληθυσμικά Ελλάδα θα αγωνίζεται να επιβιώσει δημογραφικά; Το «φιλί της ζωής» δεν θα της το δώσει η Αλβανία. Το αντίθετο ευχαρίστως θα το έκανε. Άλλοι λαοί, με συμβατά πολιτιστικά βιώματα, μπορούν να της το δώσουν. Ή, μήπως, αυτό λέγεται ρατσισμός; Ενώ η δημιουργία πληθυσμικών προϋποθέσεων στη χώρα, για την τροφοδότηση του αλβανικού επεκτατισμού, ή, έστω, εσωτερικών αναταραχών «τύπου Σκοπίων», λέγεται «πολιτισμικός πλούτος», ή διαφορετικά, «πολύ-πολυφυλετική παγκοσμιοποίηση της Ελλάδος;»
Το ιδεολόγημα της πολυφυλετικής – πολιτισμικής σύμμειξης των λαών (μουσουλμανικής στην κυριολεξία του) έχει τις εξαιρέσεις του. Σ’ αυτές τις εξαιρέσεις ανήκει, για αυταπόδεικτους λόγους, και η Ελλάδα και προπαντός η Ελλάδα. Αν αυτή η εξαίρεση δεν τηρηθεί στο μέτρο που επιβάλλουν οι γεωγραφικές της συγκυρίες, τότε η διχόνοια, που θα έχει ενσυνείδητα, σπείρει η παρούσα γενιά στη ζωή των επερχόμενων (Ελλήνων και Μουσουλμάνων), θα είναι από τις χειρότερες στην ιστορία της χώρας. Έχουμε αυτό το ιστορικό δικαίωμα;
ΓΙΑ ΤΗΝ ΈΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΣΥΝΗ