Ἱερομόναχος Χαρίτων
Ἡ ἀξία καὶ ἡ σημασία τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Νέου εἶναι μεγάλη. Μετὰ τὸν βίο τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πρῶτος γνωστὸς ἐρημίτης, ἔρχεται ὁ ἅγιος Εὐθύμιος, ὁ ὁποῖος προηγεῖται ἕναν αἰώνα ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη μὲ τὸν ὁποῖον ἔχει πολλὰ κοινά. Ὁ βίος τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου μᾶς ἀφήνει νὰ ρίξουμε γιὰ λίγο μιὰ ματιὰ στὴν ἐρημικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἄθωνος, πρὶν ἀρχίσουν νὰ κτίζονται τὰ μεγάλα μοναστήρια του. Ἐπιβεβαιώνεται ὅτι ὁ Ἄθως δὲν ἦταν ἕνα ἀκατοίκητο βουνό, ἀλλὰ κατοικεῖτο ἀπὸ ἕνα πλῆθος μοναχῶν σὰν πολιτεία, ἀπὸ πότε; Ἀκόμη οἱ ἱστορικοὶ δὲν μᾶς τὸ ἔχουν ξεκαθαρίσει.
Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος γεννήθηκε τὸ 824 μ.Χ., στὸ χωριὸ Ὀψὼ τῆς Ἄγκυρας τῆς Μ. Ἀσίας. Ἕνας τόπος ἁγιότοκος ὅπου ἀνέδειξε Ἀποστόλους, Ἱεράρχες, Μάρτυρες, Ὁσίους, νεομάρτυρες πλῆθος, μέχρι τὸν μεγάλο ξεριζωμὸ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τὸ σβήσιμο τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν…
Ὁ ἅγιος σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἀφοῦ ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα σὰν ἀκρίτας στρατιώτης στὴν ἐποχή του, ὕστερα νυμφεύεται παρὰ τὴ θέλησή του, γιὰ νὰ ἀναπαύσει περισσότερο τὴ χήρα μητέρα του. Σύντομα ὅμως, ἀφοῦ ἀπέκτησε ἕνα τέκνο, σπάζει τὰ δεσμὰ τῆς ἐπίγειας συζυγίας γιὰ νὰ σηκώσει τὸν «χρηστὸν ζυγόν» τοῦ Κυρίου. Παλληκάρι δεκαοκτὼ χρονῶν τρέχει μὲ πολὺ πόθο καὶ φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα πετάει ψηλὰ στὶς κορυφὲς τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βυθινίας, ὅπου ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ξακουστὰ μοναστικὰ κέντρα τῆς ἐποχῆς του. Ἐδῶ γνωρίζεται μὲ τὸν ὅσιο Ἰωαννίκιο τὸν Μέγα, ὁ ὁποῖος βλέποντας τὸν νεαρὸ δόκιμο προβλέπει τὴ μελλοντική του ἐξέλιξη καὶ προλέγει ὅτι «αὐτὸς θὰ στολίσει τὸ πολίτευμα τῶν μοναχῶν». Ἀρχίζει τὴν μοναχική του ζωὴ κοντὰ σ’ ἕναν Γέροντα ἐρημίτη, καί, ἀφοῦ πῆρε τὰ βασικὰ μαθήματα τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, κατόπιν ἀσκεῖται γιὰ δεκαπέντε χρόνια στὸ Κοινόβιο. Ἐκεῖ ἔδειξε μεγάλη καρτερία στοὺς σωματικοὺς κόπους τῶν διακονημάτων καὶ στὴν ὑπακοὴ γενόμενος παράδειγμα ὠφελείας. Ὁ πόθος του ὅμως γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ μὲ τὸν ὁποῖον ἦταν σφραγισμένη ἄνωθεν ἡ ψυχὴ του τὸν ἔκανε νὰ ἀναχωρήσει καὶ νὰ καταλάβει τώρα ὄχι τὶς κορυφὲς τοῦ Ὀλύμπου ἀλλὰ τὶς κορυφὲς ἑνὸς ἄλλου ἱεροῦ βουνοῦ, τοῦ Ἄθωνος. Ὁ Ἄθωνας ἀναδεικνύεται τώρα ὡς ἕνας ἱερὸς τόπος φημισμένος καὶ ἰδανικὸς γιὰ ἡσυχία καὶ ἄσκηση, ὅπου καταφεύγουν πολλὲς φιλέρημες ψυχές.
Ἡ πορεία αὐτὴ τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο τῆς Βυθινίας πρὸς τὸν Ἄθωνα εἶναι ἱστορική, διότι σηματοδοτεῖ μία σταδιακὴ μετατόπιση τοῦ Μοναχισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ πρὸς τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Ὁ Ἄθως ξεπροβάλλει σὰν ἄλλος ἥλιος ποὺ μέλλει νὰ φωτίζει διὰ τῆς ἁγιότητός του γιὰ αἰῶνες ἀκόμη τὴν Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν Μοναχισμό. Εἶναι τὸ νέο Μοναστικὸ κέντρο, ὅταν τὰ ἄλλα σιγὰ σιγὰ σβήνουν κάτω ἀπὸ τὴν τούρκικη ἐπέλαση καὶ κατάκτηση.
Ὁ Ἅγιος ἦρθε στὸν Ἄθωνα τὸ 859 μ.Χ. καὶ ἄρχισε νὰ ἀσκεῖται ὡς σπηλαιώτης ἔγκλειστος γιὰ τρία χρόνια ὅπου κατατρόπωσε τοὺς δαίμονες. Μετὰ ὁ νόμος τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ σεβασμοῦ πρὸς τὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, τὸν βγάζει ἔξω γιὰ νὰ τὸν παραλάβει, νὰ τὸν γηροκομήσει. Οἱ περιστάσεις αὐτὲς φέρνουν τὸν Ὅσιο σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο γιὰ πρώτη φορὰ καὶ λίγο πιὸ ἔξω ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἀνεβαίνει σὲ ἕναν στύλο καὶ γίνεται στυλίτης καὶ αὐτὸ τὸ κάνει χάριν ὠφελείας πρὸς τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἀγκάλιασε μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια. Εἶναι ὁ τελευταῖος στυλίτης στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Γρήγορα ὅμως ἐπιστρέφει πίσω στὸν ἀγαπημένο του Ἄθωνα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μαζὶ μὲ δυὸ σπουδαίους συνασκητές, τὸν ὅσιο Ἰωάννη τὸν Κολοβὸ καὶ τὸν ὅσιο Συμεών, ὅπου καὶ οἱ δύο γίνονται κτήτορες Μονῶν, καταφεύγει σὲ ἕνα ἐρημονήσι τῶν Νέων, ὅπου εἶναι τὸ σημερινὸ Ἅγιος Εὐστράτιος.
Τὸ βάρβαρο γένος ὅμως τῶν Ἀγαρηνῶν μὲ τὶς πειρατεῖες στὸ Αἰγαῖο καὶ στὸν Ἄθωνα διώχνει τοὺς Ὁσίους καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ καταφύγουν στὰ ὅρη καὶ στὶς κοιλάδες. Ὁ ὅσιος ἔρχεται στὰ ὅρη τοῦ Πολυγύρου στή θέση Βραστάμου, τὸ σημερινὸ χωριὸ Βραστά, ὅπου δημιουργεῖ μία μοναστικὴ Σκήτη μὲ τοὺς μαθητές του. Ἐδῶ μὲσα σὲ ἕνα σπήλαιο ἀσκούμενος ἐκοιμήθη ὁ πρῶτος συνασκητὴς τοῦ Ὁσίου, ὁ ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀρμενίων ὁ ὁποῖος ἐμυρόβλησε καὶ τὸ λείψανό του παρέμεινε ἀδιάφθορο. Ὁ ὅσιος Εὐθύμιος σὰν ἕνα μάκτρο θεϊκὸ ἀπορροφώντας καθημερινὰ τὴ θεία χάρη, ἀφοῦ καθαρίστηκε ἀπὸ κάθε ἁμαρτία καὶ πάθος, δέχεται θεία ἀποκάλυψη καὶ ἐντολὴ θεϊκὴ νὰ ἐγκαταλείψει τὶς ἐρημιὲς καὶ νὰ μάχεται μὲ τοὺς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι πρὸ πολλοῦ ἔχουν νικηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρετή του, καὶ νὰ πάει στὰ ἀνατολικά τῆς Θεσσαλονίκης στὸν τόπο Περιστερές. Ἐκεῖ θὰ βρεῖ τὸν ἀρχαῖο ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ὁ ὁποῖος εἶχε καταντήσει σὲ μαντρὶ προβάτων καί, ἀφοῦ τὸν ἀνακαινίσει, νὰ τὸν καταστήσει Μοναστήρι καὶ φροντιστήριο ψυχῶν. Ἀρχίζει τὸ κτίσιμο τὸ 871 μ. Χ. καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς κόπους προσευχὲς καὶ θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις ὁλοκληρώνεται ἡ Μονὴ καὶ προικίζεται μὲ ὅλα τὰ πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα χρειάζονται γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν λειτουργία της.
Ὕστερα ἀπὸ σαρανταδύο χρόνια τελείας ξενητείας καλεῖ κοντά του τοὺς συγγενεῖς του, οἱ ὁποῖοι γίνονται μοναχοὶ καὶ ἱδρύει γιὰ τὶς γυναῖκες γυναικεία Μονή. Ποιμαίνει γιὰ δεκατέσσερα χρόνια τὰ Μοναστήρια του καί, ἀφοῦ ἀνδρώθηκαν πνευματικά, παραδίδει τὴν ἡγουμενία. Ἡ νοσταλγία γιὰ τὴν εἰρηνικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωὴ παρὰ τὸ ἀρξάμενον γῆρας τὸν ἑλκύει τόσο, ὥστε τὰ ἀφήνει ὅλα, τὶς ἀνθρώπινες παρηγοριὲς καὶ φεύγει καὶ πάλι γιὰ τὶς ἀγαπημένες βουνοκορφὲς τοῦ Ἄθωνος. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ οἱ μαθητές του καὶ οἱ μοναχοί του τὸν ΄΄καταδιώκουν΄΄ καὶ τὸν ἐνοχλοῦν. Γι’ αὐτὸ καὶ προγνωρίζοντας τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου παροικίας του, ἀφοῦ τοὺς χαιρέτησε παραθέτοντας πλούσια τράπεζα, κρυφὰ φεύγει ἀπὸ κοντά τους ἔχοντας μαζί του μόνο ἕναν μοναχὸ καὶ μὲ μία βάρκα πηγαίνει στὴν ἱερὰ νῆσο τὰ σημερινὰ Γιούρα στὶς Β.Σποράδες. Ἐκεῖ μόνος του μὲ μόνο τὸν Θεὸ ἔζησε τὶς τελευταῖες μέρες του ἐν ἄκρᾳ ἡσυχία καὶ προσευχὴ καὶ παρέδωσε τὴν ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ ἀγαπημένου του Κυρίου χάριν τοῦ ὁποίου ἐκδαπάνησε ὅλη του τὴ ζωή, στὶς 15 Ὀκτωβρίου τοῦ 898 μ. Χ. . Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἔμεινε ἄφθαρτο καὶ εὐωδιάζον καὶ ὕστερα μεταφέρθηκε στή Μονὴ τῶν Περιστερῶν.
Ὁ ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Νέος καὶ Ἀθωνίτης μᾶς ἄφησε ὡς ἱερὰ παρακαταθήκη πρῶτα τὴν ἴδια του τὴν ἁγία ζωὴ λέγοντάς μας διὰ τῶν λόγων του: «Ἀδελφοί…ἂς ἀσφαλίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ διὸ ἐξήλθομεν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἂς ἀγωνιστοῦμε γι’ αὐτό. Ἐὰν ἀπαρνηθήκαμε τὸν κόσμο, τότε ἂς μὴν ὑποπίπτουμε σὲ κοσμικὲς ἐπιθυμίες. Ἐὰν τὸ σῶμα ἐσταυρώσαμε καὶ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου ντυθήκαμε ἂς περιπατοῦμε ἐν πνεύματι καὶ τότε δὲν θὰ πέσουμε στὶς ἡδονὲς τῆς σαρκός. Ἐὰν διὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐνδυθήκαμε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, σὰν ἄγγελοι ἐπὶ τῆς γῆς ἂς ζήσουμε…».
Ὅσιε Εὐθύμιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ε΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡ. 2011