Ἀρχιμ. Κυρίλλου
Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μητροπ. Πατρῶν
Ἀπό τούς πεπειραμένους ἁγίους Πατέρες γνωρίζουμε ὅτι ἡ πνευματική προσευχή, σύντομη ἀλλά περιεκτική καί ἐπαναλαμβανόμενη συχνά ἔχει μεγάλη ὠφέλεια ἀπό τίς πολλές καί φλύαρες προσευχές. Σέ αὐτές τίς παρατεταμένες προσευχές δύσκολα ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου στέκεται προσηλωμένος στόν Θεό. Συνήθως νικιέται ἀπό τήν ἀδυναμία τῆς συγκέντρωσης τοῦ νοῦ, ἀφαιρεῖται ἀπό ἐξωτερικές ἐντυπώσεις καί εἰκόνες καί πράγματα τοῦ κόσμου καί ὡς ἐκ τούτου ἡ θερμότητα τῆς προσευχῆς ὑποβαθμίζεται καί ἐξασθενεῖ. Ὅμως ἡ σύντομη καί συχνή προσευχή τυγχάνει περισσότερο σταθερή, καθ᾿ ὅτι ὁ νοῦς ἐμβαθύνει στόν Θεό καί μετά ἀπό λίγο καιρό μπορεῖ νά ἐκτελεῖ τήν προσευχή μέ μεγαλύτερη θέρμη καί προσήλωση. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριός μας συνιστᾶ: ”προσευχόμενοι μή βαττολογήσητε…” (Ματθ. 6, 7). Καί ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος διδάσκει: ”Μήν ἐπιχειρεῖς νά λέγεις πολλά λόγια, γιά νά μήν σκορπᾶ ὁ νοῦς σέ ἀναζήτηση λέξεων. Μόνον μία λέξη τοῦ Τελώνου προσείλκυσε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί μία μόνον λέξη τοῦ ληστοῦ στόν σταυρό τόν ἔσωσε. Ἡ πολυλογία στήν προσευχή διασκορπίζει τόν νοῦ σέ ρεμβασμούς, ἐνῶ ἡ ὀλιγολογία βοηθᾶ στήν περισυλλογή τοῦ νοῦ”. Ἔτσι λοιπόν ἡ συχνή προσευχή μας ἄς εἶναι σύντομη καί δίχως περιττά λόγια, ἀλλά νά εἶναι ἀδιάλειπτος ὅπως διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει τά ἑξῆς: ”Ὅποιος περιττολογεῖ στίς προσευχές του ἀργολογεῖ” (Πρός Ἐφεσ. Στ’, ὁμιλία 24), ἐνῶ καί ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας σημειώνει ὅτι ‘‘δέν ἁρμόζει νά μακρύνει κανείς τήν προσευχή του πολυλογώντας, ἀλλά εἶναι προτιμότερον να προσεύχεται ὀλιγόλογα καί ἀδιαλείπτως”. Οἱ Πατέρες αὐτοί ἑρμηνεύουν στηριζόμενοι στά λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου: ”Θέλω πέντε λόγους διά τοῦ νοός μου λαλῆσαι, ἵνα καί ἄλλους κατηχήσω, ἤ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ” (Α’ Κορ. 14, 19), δηλ. προτιμότερη εἶναι μία σύντομη προσευχή πρός τόν Θεό μέ προσοχή παρά νά προφέρει κανείς μυρίους λόγους ἄνευ προσοχῆς. Ἡ προτροπή τοῦ Ἀπ. Παύλου ”ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε” πρέπει νά ἑρμηνευθεῖ ὡς ἡ σύντομη πνευματική προσευχή τοῦ νοῦ, πού μπορεῖ νά κατευθύνεται πάντοτε πρός τόν Θεό καί νά προσεύχεται ἀδιαλείπτως.
Ἄς ἀρχίσουμε νά ἐξασκούμαστε καί νά συνηθίζουμε σέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν προσευχή σύμφωνα μέ τήν νουθεσία τοῦ Ἀπ. Παύλου: ”Καί πᾶν ὅ,τι ἄν ποιῆτε ἐν λόγῳ ἤ ἐν ἔργῳ, πάντα ἐν ὀνόματι Κυρίου Ἰησοῦ” (Κολοσ. 3 17), δηλ. τά πάντα νά τά κάνουμε μέ καλή πρόθεση, γιά δικό μας πνευματικό συμφέρον καί πρός δόξαν Θεοῦ, ὥστε καί μέ τά λόγια μας καί μέ τά ἔργα μας καί μέ τούς λογισμούς μας νά δοξάζεται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρος μας. Νά συνηθίσουμε σέ μία ζωή προσευχῆς καί δεήσεως συγκεντρώνοντας τήν σκέψη μας καί κατευθύνοντας τόν νοῦ μας πρός τόν Θεό. Διότι τί εἶναι προσευχή; Εἶναι ἡ κατεύθυνση τοῦ νοῦ καί τῆς διάνοιας πρός τόν Θεό. Προσεύχομαι σημαίνει στέκομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί συνομιλῶ μαζί Του μέ εὐλάβεια, φόβο καί ἐλπίδα γιά τό πλούσιο ἔλεός Του. Τήν ὥρα τῆς προσευχῆς βρισκόμαστε μπροστά στόν Θεό μέ πνεῦμα δοξολογίας, εὐχαριστίας καί συντριβῆς καρδιᾶς. Ἀπό μία θερμή προσευχή γεννᾶται στήν καρδιά μας ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα στόν Θεό, ἡ πνευματική μας ἐγκατάλειψη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ὅταν προσευχόμαστε πρέπει ὁ νοῦς μας νά στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί μόνον Αὐτόν νά σκέφτεται. Οἱ ἅγιοι Πατέρες συνήθιζαν νά χρησιμοποιοῦν σύντομες προσευχές καί νά τίς ἐπαναλαμβάνουν ἀδιάκοπα ὥστε νά πετύχουν τήν ἀπόλυτη συγκέντρωση τοῦ νοῦ στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί νά ἀποκρούουν κάθε ἐξωτερικό περισπασμό ἤ λογισμό. Ἰδίως πρός τόν σκοπό αὐτόν πολύ βοηθάει ἡ ”προσευχή τοῦ Ἰησοῦ”, τό γνωστό μας ”Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν”.
Οἱ Πατέρες ὀνομάζουν τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ πνευματική προσευχή γιατί μέσῳ αὐτῆς ἀποκτοῦμε διαρκῆ μνήμη τοῦ Θεοῦ καί καθαρή διάνοια πού συμβαδίζει μέ μία εἰλικρινή καρδιά καί βαθιά συναισθήματα εὐλαβείας, ἐλπίδος καί φόβου Θεοῦ. Ὅταν προσευχόμαστε ἔτσι, ὅλες μας οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς συγκεντρώνονται σέ μία καρδιά πού ξεχειλίζει ἀπό εὐγνωμοσύνη καί διαρκῆ εὐχαριστία πρός τόν Θεό. Ὅσο περισσότερο κοπιάζει κανείς στήν προσευχή, τόσο οἱ διαλογισμοί καταπραΰνονται καί ἠρεμοῦν, ἡ προσευχή γίνεται καθαρότερη καί ἡ ψυχή θερμαίνεται ἀπό τήν γλυκύτητα τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς προτρέπει ”διά πάσης προσευχῆς καί δεήσεως, προσευχόμενοι ἐν παντί καιρῷ ἐν Πνεύματι” (Ἐφεσ. 6, 18), ὑποδεικνύοντάς μας τόν ἀληθῆ τρόπο προσευχῆς πού γιά νά εἰσακουστεῖ ἀπό τόν Θεό πρέπει νά γίνεται μέ προσευχή καί δέηση, δηλ. ἐγκαρδίως, μέ πόνο καρδίας καί μέ θερμή δέηση, ”ἐν παντί καιρῷ”, ἀδιάκοπα καί συνεχῶς (πρβλ. Α’ Θεσ/κεῖς, 5, 17: ”Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε)”, καί τρίτον ”ἐν Πνεύματι”, δηλ. προσευχή ὄχι μόνον ἐξωτερική, ἀλλά καί ἐσωτερική, πνευματική, καρδιακή, ἐνεργουμένη ἀπό τήν Θεία χάρη. Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία τῆς προσευχῆς, νά ἀναπέμπεται στόν Θεό ἐκ βάθους καρδίας. Ἀλλά καί ἀλλοῦ ὁ Ἀπ. Παῦλος παραγγέλλει ”τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ” (Κολ. 4, 2). Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μέ τήν παραβολή τῆς χήρας καί τοῦ ἄδικου κριτῆ (Λουκ. κεφ. 18) θέλησε νά μᾶς δείξει πώς ἡ ἐπίμονη παράκληση καί δέηση ὑπέρ τῶν δικῶν μας αἰτημάτων φέρνει ἀποτελέσματα, εἰσακούεται. Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο μέρος τῆς χριστιανικῆς μας ζωῆς. Ἡ ζωή τοῦ Χριστιανοῦ ”κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ” (Κολ. 3, 3), ὀφείλει δηλ. ὁ Χριστιανός νά παραμένει ἑνωμένος μέ τόν Θεό προσευχόμενος διαρκῶς.
Ὅταν λοιπόν συνηθίσουμε τόν ἑαυτό μας στήν διαρκῆ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ προσευχόμενοι μέ λόγια ὄχι ἁπλῶς ἐπαναλαμβανόμενα τυπικά, ἀλλά μέ λόγια πού βγαίνουν ἀπό τήν καρδιά μας, τότε καί ὁ Θεός θά εὐλογήσει τόν κόπο τῆς προσευχῆς μας. Μέ τήν συνεχῆ ἐπανάληψη τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας ἀπευθύνεται πρός τόν Κύριο καί λαμβάνει τό πλούσιο ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἕνα ἄλλο δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ εἰρήνευση τῶν λογισμῶν. Ὅμως ἡ θεία αὐτή δωρεά δέν παρέχεται χωρίς ἔντονη προσωπική πνευματική ἐργασία καί κόπο, παρά μόνον μετά ἀπό θερμή προσευχή καί καρδιά πού χτυπᾶ ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό. Πράγματι, ἡ προσευχή εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν (Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).
Ἡ ἐσωτερική ἤ πνευματική προσευχή γίνεται ἀφοῦ συγκεντρώσουμε τόν νοῦ μας ἐντός τῆς καρδιᾶς μας, ἀποδιώχνοντας κάθε ξένο λογισμό ἤ ἐξωτερικό περισπασμό, μέ συντετριμμένη διάθεση, μέ ἀναγνώριση τῶν ἁμαρτιῶν μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἡ πορεία πρός τόν Κύριο εἶναι ὁδός ἐσωτερική, πορεία καρδιακή καί πνευματική. Πρέπει λοιπόν νά προδιαθέσουμε τόν νοῦ καί τήν καρδιά μας ὥστε ἡ διάνοιά μας νά βρίσκεται πάντοτε μέ τόν Κύριο. Ὅταν τό κατορθώσουμε αὐτό, τότε θά αἰσθανθοῦμε τήν θεϊκή παρουσία στήν ζωή μας καί θά μπορέσουμε νά ποῦμε μαζί μέ τόν ψαλμωδό Δαυΐδ: ”Ἐσημειώθη ἐφ᾿ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε” (Ψαλμ. 4, 7).
Μπορεῖ ὁ ἐξωτερικός ἄνθρωπος νά ἀσχολεῖται μέ τά καθημερινά του καθήκοντα, ἀλλά ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἶναι ἀφιερωμένος στήν προσευχή, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου: ”Σύ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τό ταμεῖον σου καί κλείσας τήν θύραν σου πρόσευξαι τῷ Πατρί σου ἐν τῷ κρυπτῷ” (Ματθ. 6, 6). Τό ταμεῖον τῆς ψυχῆς εἶναι τό σῶμα, οἱ θύρες εἶναι οἱ πέντε αἰσθήσεις. Ἡ ψυχή εἰσέρχεται στό ταμεῖο της ὅταν ὁ νοῦς δέν σκορπίζεται σέ ἔργα τοῦ κόσμου, σέ εἰκόνες καί φαντασίες, ἀλλά κλείνεται στήν καρδιά της ἐπικαλουμένη τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ στήν προσευχή. Διότι ὁ πονηρός καί ἐχθρός τῆς ψυχῆς μας ἀλλά καί τῆς προσευχῆς μέ ἐξωτερικά πράγματα, εἰκόνες, σχήματα, σκέψεις, φαντασίες, σκοπό ἔχει νά μᾶς ἀποσπάσει τήν προσοχή τοῦ νοῦ ἀπό τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ, νά ἀπομακρύνει τήν καρδιά μας ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ καί νά μεταβάλει τήν καρδιά μας ἀπό κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ σέ κατοικητήριο πονηρῶν καί αἰσχρῶν λογισμῶν. Τότε ἀκριβῶς εἶναι πού μέ περισσότερη ἐπιμονή νά μείνουμε στήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ὥστε νά καθαρίσει τήν καρδιά καί τόν νοῦ μας ἀπό ἐμπαθεῖς καταστάσεις, καί νά μᾶς χαρίσει τήν εἰρήνευση τῶν λογισμῶν καί τήν καθαρά προσευχή. Διότι ἀλλοίμονο στόν Χριστιανό πού θά ἀτονίσει ἡ διάθεσή του γιά προσευχή. Θά στερηθεῖ τῆς Θείας χάριτος καί προστασίας καί ὁ ἐσωτερικός του κόσμος θά αἰχμαλωτισθεῖ ἀπό τά πάθη.
Ὅποια στιγμή θελήσουμε νά προσευχηθοῦμε, εἴτε στόν Ναό ἤ στήν οἰκία μας ἤ καθ᾿ ὁδόν, νά φροντίσουμε νά ἀφήσουμε τήν καρδιά μας ἐλεύθερη νά ἐκφράσει μέ τά δικά της λόγια ἤ μέσα ἀπό τίς καθιερωμένες προσευχές τῆς Ἐκκλησίας ὅ,τι αἰσθάνεται καί μέ θάρρος νά τό πεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εὐαρεστεῖται σέ προσευχές οὐσιώδεις, συγκεκριμένες, καρδιακές.
Ἡ πνευματική προσευχή γιά νά εἶναι καρποφόρα προϋποθέτει κόπο. ”Προσευχή ἄνευ πόνου, λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὡς ἔκτρωμα λογίζεται ἀπό τόν Θεό”. Ἡ συντριβή τῆς καρδιᾶς καί ὁ σωματικός κόπος κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς προσελκύουν τό ἔλεος καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Πῶς θά ἀναγνωρίσουμε ἐάν ἡ προσευχή μας εἶναι πνευματική; Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ συντετριμμένη καρδιά καί ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποτελοῦν τά βασικά γνωρίσματα τῆς γνήσιας ἐσωτερικῆς προσευχῆς. Ὅταν ὑπάρχουν αὐτά τά γνωρίσματα, τότε βαδίζουμε σέ καλό πνευματικό δρόμο. Ἐπίσης, ὀφείλουμε νά φροντίζουμε, ὅταν ἐξασθενεῖ κάπως ὁ ζῆλος γιά προσευχή, νά ἀναθερμαίνουμε τήν καρδιά μας συγκεντρωνόμενοι σταθερότερα ἐντός τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἐπικαλούμενοι τόν Κύριο.
Ὅσο περισσότερο ἐνυπάρχει στήν προσευχή μας ὁ ζῆλος καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, ὅσο περισσότερο ἀνάβει μέσα μας τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τόσο εὐκολότερο εἶναι νά προσελκύσουμε τήν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί νά γευθοῦμε τούς γλυκούς καρπούς τῆς πνευματικῆς προσευχῆς. Ὅσον καιρό ὁ νοῦς μας εἶναι προσηλωμένος πρός τόν Θεό καί συλλογίζεται τά τοῦ Θεοῦ, τόσο περισσότερο καί ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Ὁπλισμένοι μέ τήν πνευματική προσευχή καί τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ἀπομακρύνουμε τούς πονηρούς λογισμούς καί τούς δαίμονες τῆς ὀργῆς, τῆς λύπης, τῆς κενοδοξίας, τῆς φιλαυτίας. ”Ἀδειάζουμε” τήν καρδιά μας ἀπό κάθε τί ἄχρηστο καί πνευματικά βλαβερό καί γεμίζουμε μέ φόβο Θεοῦ, μέ ταπείνωση καί ἐλπίδα στόν Κύριο.
Ἐπειδή ὅμως τό ἔργο τῆς προσευχῆς εἶναι δύσκολο καί κοπιῶδες χρειαζόμαστε τήν καθοδήγηση καί τήν συμπαράσταση ἔμπειρων πνευματικῶν Πατέρων, πού θά μᾶς βοηθήσουν νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν κυριαρχία τῶν παθῶν, τήν αὐταπάτη ὅτι εἴμαστε κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ζοῦμε δουλωμένοι στά πάθη καί τήν ἁμαρτία.
Ὁ Θεός ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς μία καθαρή καρδιά πού νά ζεῖ γιά τόν Θεό. Ὅταν ἡ καρδιά μας βρίσκεται κοντά στόν Θεό, τότε μποροῦμε νά ποῦμε πώς προσευχόμαστε ”ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ”. Ἀπό αὐτό ἐξαρτᾶται ἡ ἐπιτυχία στήν πνευματική ζωή, κατά πόσον ζοῦμε, ἀναπνέουμε καί ὑπάρχουμε ἑνωμένοι μέ τόν Θεό, ἤ κατά πόσον ἐπιτρέπουμε στόν πονηρό νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Κύριο.
Ὁ Θεός βρίσκεται πάντοτε μαζί μας, κοντά καί μέσα μας. Ἐμεῖς ὅμως δέν εἴμαστε πάντοτε μαζί Του, καί πολλές φορές κάνουμε πράγματα πού δέν θά τά εἴχαμε κάνει ἐάν εἴχαμε συνεχῆ μνήμη Θεοῦ. Ἄς θέσουμε ὡς κανόνα στόν ἑαυτό μας νά εἴμαστε πάντοτε μέ τόν Κύριο, μέ τόν νοῦ, μέ τήν καρδιά, μέ τήν προσευχή, γιά νά μήν ἐπιτρέψουμε ἄσχετες σκέψεις καί ἀσεβεῖς λογισμοί νά μᾶς ἐπηρεάσουν, καί ἐάν συμβεῖ αὐτό, τότε μέ εὐκολία θά μπορέσουμε νά τούς ἀποκρούσουμε μέ τήν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. ”Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν”. Ὅταν ὁ Θεός βασιλεύει μέσα μας, ὅταν ὁμολογοῦμε τόν Θεό ὡς Βασιλέα καί Δεσπότη ἡμῶν καί ὑποτασσόμαστε σέ Αὐτόν ὁλοψύχως, τότε καί ὁ Θεός ἐνεργεῖ ἀγαθά ὑπέρ ἡμῶν καί ”ἐστίν ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καί τό θέλειν καί ἐνεργεῖν ὑπέρ τῆς εὐδοκίας” (Φιλιπ. 4, 14). Ἄς ἀναζητήσουμε τόν Θεό μόνον μέσα στήν καρδιά μας, διότι δέν βρίσκεται μακριά ἀπό κανέναν. Βρίσκεται πλησίον ὅσων Τόν ἀναζητοῦν εἰλικρινῶς. Ὁ τόπος συναντήσεως μέ τόν Θεό καί συνομιλίας μαζί Του βρίσκεται μέσα μας, στήν καρδιά, τήν ψυχή, τήν διάνοιά μας. Ὁ ἐσωτερικός σύνδεσμος πιστοῦ καί Θεοῦ ἐνισχύεται μέσῳ τῆς προσευχῆς, σταθεροποιεῖται καί καρποφορεῖ μέ τήν δύναμη τῆς Θείας χάριτος καί τῶν θείων Μυστηρίων.
Τότε βιώνουμε τήν κατάσταση πού περιγράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος: ”Τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες” (Ρωμ. 12, 12). Ὁ Χριστιανός ὅλες του τίς ἐλπίδες τίς ἔχει ἀποθέσει στόν Θεό καί στήν αἰώνιο ζωή. Ἡ καρδιά του δέν συγκινεῖται ἀπό τά παρόντα καί πρόσκαιρα τοῦ κόσμου, χαίρεται γιά τά μέλλοντα ἀγαθά, ἔχοντας στηρίξει τήν ἐλπίδα του στίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μέ ὑπομονή ἀντιμετωπίζουμε τίς θλίψεις, ἐνδυναμωνόμαστε μέ τήν προσευχή, πορευόμαστε ἐπί τῆς γῆς μέ προσανατολισμό τήν οὐράνιο ἐλπίδα. Τότε ζοῦμε χριστιανικά, ὅταν τό φρόνημά μας δέν εἶναι κοσμικό, ἀλλά ἐπιζητεῖ τά ἄνω (Κολ. 3, 4). ”Συγκέντρωση τοῦ νοῦ ἐντός τῆς καρδιᾶς?”. Ὁ νοῦς μας βρίσκεται ἐκεῖ, ὅπου καί ἡ προσοχή. Συγκέντρωση λοιπόν τοῦ νοῦ σημαίνει προσοχή καί ἐπιφυλακή καί ἐπαγρύπνηση ὥστε ἡ καρδιά μας νά ἀπευθύνεται πάντοτε στόν Θεό μέ δοξολογία, εὐχαριστία καί δέηση, προσέχοντας ἰδιαιτέρως μήπως κάτι ξένο, καμμιά φαντασία ἤ ἀπρεπής λογισμός εἰσέλθει σέ αὐτήν τήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ἀκριβῶς ἐδῶ ἔγκειται τό μυστικό τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλά καί τό δυσκολοτερο ἄθλημα, πώς δηλ. θά διαφυλάξουμε τήν καρδιά μας καθαρή ἀπό τά πάθη, καί τόν νοῦ ἀπρόσβλητο ἀπό πονηρούς λογισμούς καί ἀπρεπεῖς φαντασίες.
Ἡ αἰτία τῆς ἐσωτερικῆς ἀκαταστασίας προέρχεται ἀπό τήν διάσπαση τῶν αἰσθήσεων σέ πολλά πράγματα. Ἡ ἐνασχόληση μέ πολλά (πολυπραγμοσύνη) διασπᾶ τήν ἑνότητα καί τήν ἁπλότητα τοῦ νοῦ. Ἔτσι, ὁ νοῦς μας πορεύεται τόν δικό του δρόμο, ἐνῶ ἡ καρδιά μας μπορεῖ νά ἐπιθυμεῖ τήν ὁδό τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἀνάγκη νά ἀποκαταστήσουμε τήν συμπόρευση νοῦ, καρδιᾶς καί διανοίας, ὥστε καί ὁ διασκορπισμός τῶν λογισμῶν νά ἀποτραπεῖ καί ὅλος ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος νά κατευθυνθεῖ πρός τόν Θεό. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν συνεχῆ καί πυκνή προσευχή. Ὁ πιστός καί συνειδητός Χριστιανός ὀφείλει νά μήν λησμονεῖ ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο γιά τήν σωτηρία νά ἑνωθεῖ μέ τόν Κύριο μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη, νά δέεται ὥστε ὁ Κύριος νά ἔλθει νά κατοικήσει στήν καρδιά του. Ὅπως ὁ Κύριος ἐνεδύθη τήν ἀνθρώπινη σάρκα, ἔτσι καί ἐμεῖς ὀφείλουμε νά ἐνδυθοῦμε τόν Κύριο καί νά πορευόμαστε μαζί Του. Μόνον ὁ Κύριος μπορεῖ νά μᾶς προσφέρει τό φῶς Του, τήν εἰρήνη καί τήν πνευματική ζωή πού χάσαμε μέ τήν ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας. Ἡ προσευχή τοῦ Κυρίου συμβάλει σημαντικά στήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ.
Βεβαίως, ἡ προσπάθειά μας θά συναντήσει πολλά ἐμπόδια ἀπό τόν διάβολο, τόν ἐχθρό τοῦ Θεοῦ καί τῆς ψυχῆς μας. Ὅταν δεῖ κάποιον νά καταφεύγει στήν προσευχή καί νά κατευθύνεται πρός τόν Θεό, τότε τοῦ προβάλλει φόβο, προφάσεις, δυσκολίες καί πολλά ἐμπόδια, γιά νά ἐμποδίσει τήν προσευχή. Συχνά φέρνει στόν νοῦ μας ἐνθυμήσεις ἀπό προηγούμενες ἁμαρτίες, σκέψεις δυσάρεστες, ἀρνητικούς λογισμούς. ”Ἡ γέφυρα διά τῆς ὁποίας εἰσέρχεται ὁ πονηρός στήν ψυχή εἶναι ἡ φαντασία”, μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Στήν δική μας προσπάθεια ἔγκειται νά μήν ἐπιτρέψουμε τίς αἰτίες τῆς ἁμαρτίας νά μᾶς προσβάλλουν, ἀπομακρύνοντάς τες ἀπό τόν νοῦ μέ ὑπομονή καί ἐγκαρτέρηση στήν προσευχή. Σταδιακά θά δοῦμε τούς κακούς λογισμούς νά ἀραιώνουν καί νά φεύγουν. Μήν δίνουμε ἀφορμή καί τόπο στόν διάβολο. Ὁ πονηρός δέν ἔχει καμμία θέση σέ μία φωτεινή ψυχή. Ὅταν ὅμως ἡ ψυχή μας σκοτισθεῖ ἀπό κάποιο πάθος καί συγκατατεθεῖ σέ αὐτό, τότε ὁ πονηρός βρίσκει τόν τρόπο νά εἰσέλθει στήν ψυχή καί τήν καρδιά μας καί νά τήν πολιορκήσει.
Οὐσιαστικό λοιπόν γνώρισμα τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ προσοχή. Ἄνευ προσοχῆς δέν ὑπάρχει ἐπιμελής καί οὐσιαστική προσευχή. Ἡ ἀληθινή καί γνήσια προσευχή προέρχεται ἀπό τόν ἀποχωρισμό τῆς καρδίας ἀπό τόν κόσμο (αὐτό πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν ”ξενιτεία” καί μᾶς προτρέπουν ὅπως ”ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου”, νά γίνουμε δηλ. ξένοι γιά τόν κόσμο), τόσο ἀπό ἐξωτερικά καί αἰσθητά πράγματα, ὅσο καί ἀπό ἐσωτερικούς διαλογισμούς, ἔννοιες καί φροντίδες. Αὐτό σημαίνει ὁ λόγος τοῦ Παύλου: ”Σταυροῦσθε καί νεκροῦσθε τῷ κόσμῳ”. Μόνον τότε θά κατορθώσουμε νά λατρεύσουμε τόν Κύριο ”ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ΄΄.
Τά πάθη νεκρώνονται καί σταυρώνονται μέσῳ τῆς συνεχοῦς καί θερμῆς προσευχῆς, μέ τήν συχνή ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ τά πάθη τιθασεύονται καί ἠρεμοῦν, καί τότε ἡ καρδιά γαληνεύει καί εἰρηνεύει, συμφιλιώνεται μέ τόν Θεό. Βασική ὅμως προϋπόθεση γι᾿ αὐτό ἀποτελεῖ ἡ νίκη κατά τοῦ ἑαυτοῦ μας, δηλ. ἡ μεταβολή τῆς θελήσεώς μας καί παράδοση ἄνευ ὅρων καί ὁρίων τοῦ ἑαυτοῦ μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Νά συνηθίσουμε τόν ἑαυτό μας νά μισήσει τήν ἁμαρτία καί νά ἀγαπήσει τόν Χριστό. Αὐτό δέν ἐπιτυγχάνεται ἀμέσως, ἀπό τήν μία στιγμή στήν ἄλλη. Πρέπει νά ἀνεβοῦμε σταδιακά ὅλα τά σκαλοπάτια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, νά βαδίσουμε τήν ”κλίμακα τῶν ἀρετῶν”, ὅμως μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, νά ἐξοικειωθοῦμε καί νά συμφιλιωθοῦμε μέ τόν Θεό. Στήν πορεία μας ἡ παρουσία καί ἡ συμβουλή ἑνός ἔμπειρου Πνευματικοῦ θά ἀποδειχθεῖ πολύτιμη.
Συνήθως ὁ πονηρός τήν ὥρα τῆς προσευχῆς μᾶς φέρνει δυσάρεστα πράγματα καί θά πρέπει νά τά περιμένουμε. Ὅταν συμβαίνει κάποια ἐναντίωση ἤ δυσκολία καί εἴμαστε ἕτοιμοι νά πικραθοῦμε καί νά στενοχωρηθοῦμε, ἄς φροντίσουμε ἀμέσως νά μήν ἐπιτρέψουμε στήν καρδιά μας νά φωλιάσει ἐχθρική διάθεση. Μέ προσοχή τῶν λογισμῶν μας καί προσευχή ἀμέσως νά ἀποκρούουμε τέτοιες πειρασμικές καταστάσεις, νά μήν ἀφήσουμε κάτι τέτοιο νά διαταράξει τήν εἰρήνη μας. Νά σπεύσουμε προσευχόμενοι μέ ἠρεμία. Ἀκόμη καί ὅταν ἀντιμετωπίζουμε ἄδικη κατάκριση ἀπό τούς ἄλλους, νά σκεφτόμαστε ὅτι ὁ Θεός δικαιώνει κάθε ἀγαθή συνείδηση, τότε οἱ κρίσεις τῶν ἄλλων δέν μᾶς βλάπτουν. Ἡ ζωή μας ἐπί γῆς εἶναι γεμάτη θλίψεις καί δοκιμασίες. Ὀφείλουμε νά μαχώμαστε κατά τῆς σαρκός, κατά τῶν παθῶν καί κατά τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας. Γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁ κυριώτερος δρόμος εἶναι ὁ σταυρός. Ψυχή πού δέν ἔχει δοκιμασθεῖ ἀπό θλίψεις καί δέν ἔχει ἐξαγνισθεῖ στό καμίνι τῆς στενοχώριας, δέν ἔχει παρρησία καί παρουσία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς μας προσπάθειας συνίσταται στήν ἐσωτερική ἀλλαγή τῆς ζωῆς μας πού θά ἐκδηλωθεῖ σέ ψυχική ἀναμόρφωση ἀλλά καί σέ ἐξωτερική ἀλλαγή τῆς συμπεριφορᾶς μας. Ἄς προσευχόμαστε ὅπως ὁ Δαυΐδ: ”Δεῖξον, Κύριε, ὁδόν ἐν ᾖ πορεύσομαι”. Ἐάν παρατηροῦμε πνευματική στασιμότητα, ἴσως νά πρέπει νά ψάξουμε μέσα μας τήν αἰτία. Πιθανῶς ἡ καρδιά μας νά ἔχει καταληφθεῖ ἀπό φιλαυτία καί ἐγωϊσμό. Σέ μία τέτοια ἐγωϊστική καρδιά πού φωλιάζει μέσα της ἡ ἁμαρτία, ἡ κυριαρχοῦσα παρουσία τοῦ Θεοῦ μειώνεται καί ἀντικαθίσταται μέ τήν πολυπραγμοσύνη καί τήν πλεονεξία.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας γράφει σχετικῶς: ”Τό κυριώτερο σέ κάθε ἀγαθή προσπάθεια καί ἀνώτερο ὅλων τῶν κατορθωμάτων εἶναι ἡ ἐπιμελής ἐμμονή στήν προσευχή. Δι᾿ αὐτῆς, ἐμμένουμε στήν προσευχή καί μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε καί τίς ἄλλες ἀρετές. Ἀπό αὐτήν προέρχεται ἡ ἐπικοινωνία, ἡ συναναστροφή ἐν ἁγιότητι Θεοῦ, ἡ πνευματική δραστηριότητα, καί ὁ σύνδεσμος ἐν ἀγάπῃ πρός τόν Κύριον.
Ἐάν μέ εὐλάβεια λέμε τήν προσευχή ἐπικαλούμενοι τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, καί τήν ἐνθρονίσουμε βαθειά μέσα στήν καρδιά μας καί τήν ψυχή μας, θά νοιώσουμε τέτοια συντριβή γιά τίς ἁμαρτίες μας, θά γευθοῦμε τόσο πνευματική γλυκύτητα ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί δέν ”θά μᾶς κάνει καρδιά” νά σταματήσουμε τό εὐλογημένο ἔργο τῆς προσευχῆς πού πολύν πνευματικό καρπό θά φέρει στήν ζωή μας. ΑΜΗΝ.