Κώστας Χατζηαντωνίου
Ἱστορικός, πεζογράφος καὶ δοκιμιογράφος
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ Κ. ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
«Ἐκάματε τὴν Ἑλλάδα ὄχι κράτος δυνάμενον νὰ σώση τὸν Ἑλληνισμὸν ἀλλὰ φαῦλον καταγώγιον».
Τά σκληρὰ αὐτὰ λόγια ἀκούστηκαν τὸ 1886 στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ ἕνα σπουδαῖο διανοούμενο καὶ πρωτοπόρο Δημοκράτη πολιτικό τοῦ 19ου αἰῶνα, τὸν Ἀνδρέα Ρηγόπουλο. Ἂν προσέξουμε πότε διατυπώνεται αὐτή, ἡ μᾶλλον κοινότοπη στὶς ἡμέρες μας φράση, θὰ βρεθοῦμε ἀμέσως ἀντίκρυ στὶς αἰτίες τῆς Νεοελληνικῆς κακοδαιμονίας. Εἴμαστε στὴν ἐπαύριον μίας ἀκόμη κρίσης τοῦ ἀνατολικοῦ ζητήματος ποὺ οἱ Ἕλληνες πολιτικοὶ τὴν ἔχουν ἀντιμετωπίσει εἴτε μὲ τὴ γνώριμη ἀβελτηρία τους εἴτε μὲ τὴ συνήθη πατριδοκαπηλία ἐνῶ ἔχουν ἀμελήσει ἐγκληματικὰ νὰ εἶναι ἡ Πατρίδα ἰσχυρὴ ὥστε νὰ διεκδικῆ τὰ ἱστορικά της δικαιώματα καὶ νὰ μὴν περιορίζεται στὶς ἀναποτελεσματικὲς πατριωτικὲς κορῶνες. Συνέπεια; Ὀδυνηρὲς ἀπώλειες, τότε τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, τὸ 1886, ἀλλὰ καὶ γενικότερες καταστροφὲς ποὺ ὁδήγησαν τελικά, μερικὲς δεκαετίες ἀργότερα, στὴν ἀκύρωση τῆς ἱερότερης προσδοκίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Στὴ ματαίωση τῆς ἐθνικῆς ὁλοκλήρωσης.
Στίς ἡμέρες μας, σχεδὸν δύο αἰῶνες μετὰ τὴ λαμπρὴ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, τὴν «ἁγιασμένη ἐπανάσταση», ὅπως τὴν εἶπε ἕνας μεγάλος Ρωμηός, ὁ Φώτης Κόντογλου, τὸ ζήτημα τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας καὶ ὁλοκλήρωσης τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ ἐπανέρχεται διαρκῶς μὲ ποικίλες καὶ ἑτερογενεῖς ἀμφισβητήσεις οἱ ὁποῖες θέτουν στὸ στόχαστρο ὄχι ἁπλῶς τὴν πολιτισμική μας συνέχεια ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ δικαίωμα τοῦ φυσικοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ μας. Κι ὅμως. Ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς ὑπάρχει. Σύγχρονη μορφὴ ἑνὸς ἀρχαίου Ἔθνους τὸ ὁποῖο διασώθηκε ἀπὸ τὸ ναυάγιο τοῦ ἀρχαίου κόσμου χάρη στὸν ἐκχριστιανισμό του, γιὰ νὰ γίνη στὴ συνέχεια πηδαλιοῦχος μίας ὁλόκληρης αὐτοκρατορίας, εὐθεία ἐξέλιξη ἑνὸς ἡρωϊκοῦ λαοῦ, τοῦ λαοῦ τῶν Ρωμηῶν ποὺ στὴ μεγάλη τους πλειοψηφία ἀντιστάθηκαν καὶ δὲν ἀφομοιώθηκαν ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ δεσποτεία, χάρη στοὺς κοινοτικοὺς θεσμοὺς καὶ τὶς θυσίες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς δίνει ἐδῶ καὶ διακόσια χρόνια τὴν μαρτυρία του. Κι εἶναι ἄδικο ἐπειδὴ ἡ ἡγεσία του στάθηκε πολλὲς φορὲς ἀνάξια, νὰ ὑποβαθμίζονται τὰ ἐπιτεύγματα αὐτοῦ τοῦ λαοῦ ποὺ βρέθηκε πολὺ συχνὰ νὰ ἀγωνίζεται μόνος, σὲ συνθῆκες ἀντίξοες, χωρὶς ἱκανὴ καθοδήγηση καὶ μὲ μοναδικό του ὁδηγητή τὴ ζωηφόρο του Ἱστορία καὶ τὶς ἔστω ὑποσυνείδητες συλλογικὲς ἐμπειρίες ἀπὸ τὸ μακραίωνο παρελθόν του.
Μία τέτοια ἐμπειρία πού καθόρισε τὸ ἀσυνείδητο ἀλλὰ καὶ τὴ συγκρότηση τῆς συνείδησής μας, ὅρισε ἡ ἀνεξερεύνητη Μοίρα νὰ ἐκτυλιχθῆ τὸ πρωΐ τῆς 29ης Μαΐου 1453. Ἡ ἠχὼ τῆς κραυγῆς «Ἐάλω ἡ Πόλις» ποὺ ἀκούστηκε στὴ Βασιλεύουσα ἐκείνη τὴν αὐγή, ἦταν ἡ ἀναγγελία ἑνὸς θανάτου, τοῦ θανάτου τῆς μεσαιωνικῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Συγχρόνως ὅμως ἀποτέλεσε καὶ τὸ σύνθημα γιὰ τὴν ἀπαρχὴ ἑνὸς σκληροῦ καὶ μακραίωνου ἀγώνα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας ποὺ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε (γιατί οἱ καιροὶ εἶναι πονηροὶ καὶ κάποιοι ἀφελῶς ἢ καὶ ὕποπτα ὁρισμένοι ὑποβαθμίζουν, ἐξωραΐζοντας τὴ δουλεία) ὅτι ἀποτελεῖ ἀπαράβατο θεμέλιο τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς.
Ὁ σπαρακτικός στίχος «Πάλι μὲ χρόνους μὲ καιρούς…», στίχος τῆς δημοτικῆς ποίησης καὶ ἑπομένως τῆς ἴδιας τῆς λαϊκῆς ψυχῆς καὶ ὄχι κάποιας ἀστικῆς ἐθνικιστικῆς ἰδεολογίας, ὅπως θέλησαν κάποιοι νὰ παρουσιάσουν τὴ Μεγάλη Ἰδέα, πιστοποιεῖ ὅτι ἐκείνη ἡ μέρα, ἡμέρα πτώσεως μίας αὐτοκρατορίας εἶναι καὶ ἡ μέρα γενέσεως μίας ἰδέας. Τῆς ἰδέας τῆς ἐδαφικῆς ἀποκατάστασης τῆς ἐλευθερίας τῆς Ρωμηοσύνης, δηλαδὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὰ αὐτοκρατορικά του ὅρια. Ἀποκατάστασης ὄχι μόνο ὑπὸ τὴν ἐδαφικὴ ἔννοια ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς πνευματικῆς ἀνεξαρτησίας. Διότι ἡ ἔλλειψη πολιτικῆς αὐτονομίας, μοιραία ἐπρόκειτο νὰ ὁδηγήση τὸν Ἑλληνισμὸ σὲ μία διπλὴ ἠθικὴ ἀλλοίωση ποὺ παρατηροῦμε νὰ ἐξακολουθῆ δυστυχῶς μέχρι σήμερα: Ἐκδυτικισμὸς τῶν διανοουμένων καὶ τῶν ἀνώτερων στρωμάτων καὶ ἐξανατολισμὸς τῶν λαϊκῶν τάξεων.
Ἀπέναντι σὲ αὐτὴ τὴ διαδικασία ἀφελληνισμοῦ καὶ ἀπορωμαϊκοποίησης, ἡ ἰδέα τῆς ἐθνικῆς ὁλοκλήρωσης τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ ὑπῆρξε ἡ μόνη δύναμη πραγματικῆς ἀντιστάσεως. Ἂν ζητήσουμε νὰ ἀνιχνεύσουμε τὶς ρίζες αὐτῆς τῆς Ἰδέας ποὺ δίκαια ὀνομάστηκε Μεγάλη, πολὺ εὔκολα θὰ τὶς ἀνακαλύψουμε στὴν ἐποχὴ καὶ στὴν περιοχὴ ποὺ γεννήθηκε ὁ Νέος Ἑλληνισμός, μαχόμενος τόσο ἐναντίον τῆς τουρκοϊσλαμικῆς Ἀνατολῆς ὅσο καὶ τῆς Φραγκοκαθολικῆς Δύσεως. Ἀναφέρομαι φυσικὰ στὴν ἁγιοτόκο Μικρασία καὶ εἰδικὰ στὸ κράτος τῆς Νικαίας ὅπου ἀναπτύσσεται ἡ ἐξόριστη ἑλληνικὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία μετὰ τὴν κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τὸ 1204. Στὴ Νίκαια, στὴν πόλη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀκούστηκε ἡ πρώτη ἐπίσημη διακήρυξη τῆς Μεγάλης Ἰδέας κατὰ τὸν ἱστορικὸ λόγο τοῦ θρόνου τοῦ βασιλέως Θεοδώρου Α΄ Λασκάρεως. Διαβάζουμε ἀπὸ τὸ λόγο αὐτὸ ποὺ ἐγράφη ἀπὸ τὸν ἔξοχο λόγιο Νικήτα Χωνιάτη:
«Καὶ τῶν πατρίδων αὔθις λαβώμεθα, ὧν ἁμαρτόντες ἀπεσφαιρίσθημεν. Αὗται δὲ εἰσὶ τὸ ἀρχαῖον καὶ πρῶτον ἡμῶν ἐνδιαίτημα, ὁ παράδεισος καὶ ἡ πρὸς Ἑλλησπόντῳ πόλις τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τὸ εὔρριζον ἀγαλλίαμα πάσης τῆς γῆς, ἡ παρὰ πᾶσιν ἔθνεσι περιμάχητός τε καὶ περιώνυμος. Καὶ γένοιτο, Χριστὲ βασιλεῦ…».
Ὁ λόγος αὐτός συνιστᾶ τὴν αὐθεντικὴ γέννηση τῆς Μεγάλης Ἰδέας, ἀφοῦ ἡ ἀποκατάσταση τῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία συντελέστηκε τὸ 1261 μὲ τὴν ἀνάκτηση τῆς Βασιλεύουσας, θὰ ἀποδειχθῆ πρόσκαιρη. Ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς ὅμως εἶχε πλέον γεννηθεῖ ταυτισμένος μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ Παράδοση ὄχι μόνο θεωρητικὰ ἀλλὰ κυρίως βιωματικά. Στὰ δίσεκτα χρόνια ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσαν τὴν Ἅλωση, ὁ ἀγώνας γιὰ διαφύλαξη αὐτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἦταν ἀγώνας γιὰ τὴ διάσωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ἀντίστροφα. Παράλληλα, ἀδιάκοποι θὰ ἦταν οἱ ἀγῶνες, συνεχεῖς οἱ ἔνοπλες ἐξεγέρσεις τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῶν Τούρκων κατακτητῶν, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ χάθηκε ἡ Πόλη. Ὁ λαός, ὅπως ἀποδεικνύει περίτρανα ἡ δημοτικὴ ποίηση, εἶχε συνείδηση τῶν πραγματικῶν αἰτιῶν τῆς καταστροφῆς ποὺ ἦταν πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ ἔλλειψη μαχητικῆς βούλησης. Δύο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ποίημα «Θρῆνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως» ποὺ ἐγράφη λίγους μόλις μῆνες μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ 1453, εἶναι νομίζω χαρακτηριστικά:
«Λοιπὸν ἂν τὸν ἀφήσετε μόνον καὶ δύο χρόνους [ἐνν. τὸν Τοῦρκο] εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν νὰ περιανασάνη, ὀμνύω σας εἰς τὸν Θεόν, ὅλους μας θέλει φάγει». Καί:
«Νὰ τὄχαν πολεμᾶν καὶ οἱ Ρωμαῖοι οὕτως καὶ νἄχαν κάμει αἵματα καὶ κρίσες τοῦ θανάτου, ποτὲ δὲν θὰ ἐχάνασι, λέγω, τὴν βασιλείαν».
Ἡ δημοτικὴ αὐτὴ ἔμπνευση πηγάζει ἀπευθείας ἀπὸ τὶς παραδοσιακὲς καὶ ἀγωνιστικὲς δυνάμεις τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς Οἰκουμενικότητας, ὅπως αὐτές ἐκφράζονταν ἀπὸ τὴ στρατιωτικὴ γαιοκτητικὴ ἀριστοκρατία, στοὺς κόλπους τῆς ὁποίας γεννήθηκαν καὶ τὰ περίφημα Ἀκριτικὰ ἔπη. Ἂν ὅμως μία πράξη εἶχε τεράστια ἠθικὴ σημασία καὶ ὑπῆρξε καίρια γιὰ τὴν τελικὴ διαμόρφωση τῆς Ἐθνικῆς Ἰδέας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, αὐτὴ δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στὴν πύλη τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ. Ὅταν ὁ ἕνας του ἀδελφὸς συμβιβάζεται μὲ τοὺς Τούρκους καὶ ὁ ἄλλος καταφεύγει στὴ Δύση, ἡ ἀπόφαση τοῦ Αὐτοκράτορα, ἀκόμη καὶ ὅταν ὑβρίζετο σκαιῶς ἀπ᾿ ὅσους προτιμοῦσαν νὰ κατακρίνουν ἀντὶ νὰ πολεμοῦν, ὑπῆρξε σωτήρια γιὰ τὴν πίστη τοῦ λαοῦ του. Ἡ πολεμικὴ πτώση τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἡ μὴ παράδοσή της ἦταν ἡ ἀπαραίτητη συνθήκη γιὰ νὰ συνεχίση τὴν αὐτόνομη ἱστορική του πορεία ὁ Ἑλληνισμὸς ὡς μόνος γνήσιος φορέας καὶ κληρονόμος τῆς ρωμαϊκῆς πολιτικῆς παράδοσης, ὁ ἀναγκαῖος ὅρος γιὰ νὰ διαφυλάξη τὴ συνείδηση τοῦ ἰδιαίτερου προορισμοῦ του στὴν ἱστορία.
Οἱ Ἕλληνες πού ἐπιβίωσαν ἀπό τό καμίνι τῆς δουλείας τεσσάρων αἰώνων εἶχαν ἀπόλυτη συναίσθηση αὐτοῦ τοῦ προορισμοῦ. Ἡ Μεγάλη Ἰδέα ἔλαβε ἔτσι τὴ μορφὴ μίας τρίτης ἱστορικῆς ἐντολῆς, ὅπως τὴν ὅρισε καὶ περιέγραψε ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος:
«Ὑπάρχει ἐν τῇ Ἀνατολῇ Ἔθνος τὸ ὁποῖον ἔχει τὴν ἀδιάσειστον πεποίθησιν ὅτι, καθὼς ἐν τῇ ἀρχαιότητι ἐξεπλήρωσε μίαν μεγάλην ἱστορικὴν ἐντολήν, καθὼς ἔπειτα ἐσώθη ὑπὸ τῆς θείας Προνοίας ἐπὶ τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας ἵνα ἐκπληρώση ἐν τῷ μέσῳ αἰῶνι δευτέραν μεγάλην ἱστορικὴν ἐντολήν, οὕτως βραδύτερον ἐσώθη πάλιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐπὶ τῆς τουρκικῆς κυριαρχίας ἵνα ἐκπληρώση καὶ ἐν τοῖς νεωτέροις χρόνοις τρίτην τινὰ οὐδὲν ἧττον μεγάλην ἱστορικὴν ἐντολήν, ὅτι, ἐν ἄλλαις λέξεσι, προώρισται νὰ προεδρεύση εἰς τὴν ἀναβίωσιν τῆς Ἀνατολῆς».
Ἡ Μεγάλη Ἰδέα ἑδράζεται στή συνείδηση ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς πίστεως, στὸν προορισμὸ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς πρωταγωνιστή στὸ ἐγκόσμιο σχέδιο τῆς θείας Πρόνοιας. Ἔτσι οἱ πατριωτικοὶ ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων παίρνουν Οἰκουμενικὸ χαρακτήρα ἀφοῦ ἀγωνιζόμενοι γιὰ τὴν ἐθνική τους ὁλοκλήρωση καὶ τοὺς ἐθνικούς τους σκοπούς, ἀγωνίζονται συγχρόνως καὶ γιὰ τὴ διάσωση καὶ τὴν ἀνανέωση τῆς πνευματικῆς παράδοσης τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς Οἰκουμένης, τοῦ ἀληθινοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ σύνθεση τῶν ἑλληνικῶν, τῶν ρωμαϊκῶν καὶ τῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν. Ὑπ᾿ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ἡ Ἑλληνικὴ Μεγάλη Ἰδέα δὲν εἶναι ἁπλὰ ἄλλη μία ἰδεολογία ἐθνικῆς ἐπέκτασης, ὅπως αὐτὲς τῶν ἐθνικιστικῶν κινημάτων, ἀλλὰ τὸ ἑνοποιητικὸ σύμβολο τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς ρωμέϊκης παράδοσης, συναίσθηση Οἰκουμενικῆς ἀποστολῆς, μέσον γιὰ νὰ ἐπανεύρη ὁ Ἑλληνισμὸς τὸ νόημα τῆς ἱστορικῆς του πορείας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη, πρώτη ἱστορικὴ πρωτεύουσα τοῦ Ἑνιαίου Ἔθνους μετὰ ἀπὸ αἰῶνες πολυαρχίας καὶ συνάμα μία πόλη ποὺ ἦταν Νέα Ρώμη, Νέα Ἱερουσαλὴμ καὶ Νέα Ἀθήνα ἐν ταυτῷ, ἀναδείχθηκε στὸ θεμέλιο ὅλης τῆς νεοελληνικῆς ζωῆς καὶ τῶν λαϊκῶν παραδόσεων, πλοηγὸς τοῦ σκάφους τῆς ρωμέϊκης ψυχῆς καὶ πολικὸς ἀστέρας τῆς ἐθνικῆς μας πορείας μέχρι τὸ 1922.
Ἡ Μεγάλη Ἰδέα ἦταν ὁ φυσικός καί ἀναντικατάστατος συνεκτικὸς ἱστός, ὁ κεντρικός στόχος κάθε πολιτικοῦ προγράμματος, τόσο κατὰ τὴ μακραίωνη δουλεία ὅσο καὶ κατὰ τὸν πρῶτο αἰῶνα τῆς νεοελληνικῆς ἀνεξαρτησίας. Δὲν ἀφίστατο τῆς αὐτοκρατορικῆς ἢ τῆς ρωμέϊκης αὐτοσυνειδησίας ὅπως κάποιοι ἀνιστόρητοι ὑποστηρίζουν, θεωρώντας την ὡς εἰσαγόμενη δυτικὴ ἰδεολογία. Τὸ ἀντίθετο. Ἦταν τὸ ἀνυπέρβλητο ἠθικὸ ἀνάχωμα τόσο στὶς προσπάθειες μιμητικοῦ ἐκδυτικισμοῦ ὅσο καὶ στὶς παθογένειες τοῦ φυλετικοῦ ἐθνικισμοῦ. Ἡ Μεγάλη Ἰδέα, ὡς Οἰκουμενικὸ κίνημα τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας, οὐδέποτε στόχευσε ἕνα ἐθνοφυλετικὸ κράτος τῆς νότιας Βαλκανικῆς. Ὁραματιζόταν τὴν ἐπανασύσταση ἑνὸς ἄλλου πόλου πολιτικῆς, ἠθικῆς καὶ πολιτισμοῦ στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο. Οἱ ὑπόδουλοι ἀλλὰ ἀπροσκύνητοι Ρωμηοὶ δὲν εἶχαν ποτὲ κατὰ νοῦν νὰ συγκροτήσουν ἕνα μονολιθικὸ Ἐθνικὸ κράτος ἀλλὰ τὴν ἐπανίδρυση τῆς αὐτοκρατορίας, ἀκόμη κι ὅταν αὐτὴ ὀνομάζεται «Ἑλληνικὴ Δημοκρατία», ὅπως στὸ ἔργο τοῦ Ρήγα Φερραίου.
Δυστυχῶς, ὅπως ἀναφέραμε ἐξ ἀρχῆς, τὸ ἑλληνικὸ κράτος, ἀποτέλεσμα μίας μεγαλειώδους ἀλλὰ ἡμιτελοῦς ἐπανάστασης, δὲν ἀπεικόνιζε τοὺς πόθους καὶ τοὺς σκοποὺς τῆς μοναδικῆς ἐκείνης φυσικῆς ἔκρηξης τοῦ 1821. Παρὰ τὶς ἐπιτυχίες του τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν τὴν ἀνεξαρτησία, δὲν ἔγινε ὅ,τι οἱ ἐπαναστάτες ὁραματίστηκαν, δηλ. κέντρο ἑλληνικῆς πολιτικῆς, ἐπιτελεῖο τῆς ἐθνικῆς ὁλοκλήρωσης καὶ στρατηγεῖο ἑνὸς νέου, σύγχρονου ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ. Ἡ δολοφονία τοῦ Ἰωάννη Καπποδίστρια ἀπὸ τὶς συνασπισμένες δυνάμεις τῶν πιὸ συντηρητικῶν δῆθεν παραδοσιακῶν στοιχείων τοῦ κοτζαμπασισμοῦ καὶ τῶν δῆθεν προοδευτικῶν δυτικόπληκτων, σφράγισε τὸ ξεκίνημα ἑνὸς ταπεινοῦ καὶ ἐξαρτημένου βασιλείου ποὺ ἔγινε μηχανισμὸς ἰδεολογικῆς μετακένωσης τῶν ἰδεῶν τῆς Δύσεως. Ἀπὸ τὴν πρώτη περίοδο μάλιστα, ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Βαυαροκρατίας, ὁ ἀρχαιότατος μικροελλαδισμός, ὁ τοπικισμὸς κι ὁ διχασμὸς τῶν τελευταίων βυζαντινῶν αἰώνων (μεταξὺ «ἑνωτικῶν» καὶ «ἀνθενωτικῶν») ἀνανεώθηκαν σὲ μία νέα ἀδιέξοδη διαμάχη συντηρητικῶν- προοδευτικῶν, ἐκσυγχρονισμοῦ καὶ παράδοσης, μία διαμάχη ποὺ μέχρι σήμερα ταλανίζει τὸ ἐθνικό μας σῶμα.
Ἐντελῶς σχηματικὰ θὰ μπορούσαμε νὰ περιγράψουμε αὐτὴ τὴ διαμάχη με τὰ συνήθη ἐρωτήματα: Ἐνσωμάτωση στὴ Δύση ἢ διατήρηση τῶν παραδοσιακῶν δομῶν; Ἀστικὸς ἐκσυγχρονισμὸς ἢ ἐθνικὴ αὐτοτέλεια; Τὰ διλήμματα αὐτὰ συσκοτίζουν τὴν ἐθνική μας ζωὴ καὶ ὑπονομεύουν κάθε σοβαρὴ πολιτικὴ πρωτοβουλία. Ἀπὸ τὴ μία ὁ διαφωτισμός, ἕνας κατ᾿ οὐσίαν λαϊκισμὸς τῶν φραγκοσπουδασμένων καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ λαϊκισμὸς τῶν παλαιῶν ἡγετικῶν ὁμάδων. Ἡ μέση ὁδός, ἡ γνήσια ρωμέϊκη ἡ μαρτυρικὴ ὁδὸς τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ἡ ὁδὸς τοῦ Ρήγα Φερραίου καὶ τῶν Φιλικῶν, ἡ ὁδὸς τοῦ Ἀλέξ. Ὑψηλάντη καὶ τοῦ Καπποδίστρια, ὅλων αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ τόνιζαν ὅτι ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς πρέπει νὰ πορευθῆ συνδυάζοντας τὶς παραδοσιακές του ἀξίες καὶ τὶς σύγχρονες ἀνάγκες, χάθηκε μέσα στὰ ἐμφύλια πάθη. Τὸ νεοελληνικὸ κράτος σύρθηκε στὴν ἰδεολογικὴ ὁδὸ τοῦ Κοραῆ καὶ στὶς μονομέρειες τῶν διαφωτιστῶν ποὺ κατέλαβαν τὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, μὲ τὶς εὐλογίες τῆς Βαυαροκρατίας.
Φυσιολογικὴ ἦταν βέβαια ἡ γοητεία τῆς Δύσης μετὰ ἀπὸ αἰῶνες Ὀθωμανικῆς-Ἀσιατικῆς βαρβαρότητας καὶ ἐνισχυόταν ἀπὸ τὶς ἐλπίδες ποὺ γεννοῦσαν ὁ φιλελληνισμὸς καὶ ἡ ἐπέμβαση γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως φυσιολογικὴ ἦταν καὶ ἡ ἀντίδραση τῶν παραδοσιακῶν ὅταν ἔβλεπαν τὶς ὀξείες ἐπιθέσεις τῶν φωταδιστῶν κατὰ τοῦ Βυζαντίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἢ τὴ βίαιη ἀντιεκκλησιαστικὴ πολιτικὴ τῶν Βαυαρῶν καὶ τῆς μοναρχίας ποὺ ἐπιβλήθηκε στὸν ἑλληνικὸ λαὸ περίπου, ὅπως περίπου οἱ Φράγκοι ἐπέβαλαν βασιλεῖς στὴν κατακτημένη ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους Κωνσταντινούπολη τὸ 1204. Παρότι ὅμως κυριαρχοῦσαν στὸ κράτος, τὴ διοίκηση, τὸ πανεπιστήμιο, οἱ φωταδιστὲς δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ὑποκαταστήσουν τὴν Ἁγία Σοφία μὲ τὸν Παρθενώνα, νὰ ἐξωραΐσουν τὴν ἐπικυριαρχία τῆς Δύσης (παλαιοῦ ἱστορικοῦ ἐχθροῦ τῆς αὐτοκρατορίας στὴ λαϊκὴ συνείδηση), καὶ βεβαίως δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ἀποκρύψουν τὴν ἀνικανότητα πολιτικῶν καὶ κομμάτων. Οἱ μικρές τους ἰδέες ἦταν πολὺ θαμπὲς ἐμπρὸς στὸ μεγαλεῖο τῆς λαμπρότητας τῆς Μεγάλης Ἰδέας. Ὁ λαὸς αὐτὸς εἶχε τέτοια δύναμη καὶ τόση πίστη σὲ αὐτὴν ποὺ πέτυχε μετὰ ἀπὸ ἕνα συγκλονιστικὸ αἰῶνα βίου, νὰ ἑορτάση τὸ 1921 τὴν Παλιγγενεσία ἔξω ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα καὶ νὰ σταθεροποιηθῆ τελικὰ ἐξαιτίας τῶν μικροελλαδικῶν σφαλμάτων στὸν Ἕβρο.
Ὁ λαὸς καὶ οἱ ἀλύτρωτοι δέν συμβιβάζονταν μὲ τὸ περιορισμένο ἀποτέλεσμα τῆς Ἐπανάστασης ἂν καὶ πολλοὶ μικροελλαδίτες θὰ ἤθελαν μία Πατρίδα κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσίν τους. Τὰ πρῶτα νεοελληνικὰ κόμματα, χωρὶς σαφεῖς ἰδεολογικές, ταξικὲς ἢ πολιτικὲς διαφορές, ἦταν συνασπισμοὶ ὁμάδων μὲ μόνο στόχο τὴν ἐξουσία. Ἀνταγωνίζονταν γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς ξένης προστασίας καὶ τῆς εὔνοιας τῶν ἀνακτόρων, μὲ τακτικὲς κάθε μορφῆς γιὰ τὴ συγκρότηση τοῦ πελατειακοῦ συστήματος ποὺ ὡς σήμερα καταδυναστεύει τοὺς Ἕλληνες. Τὸ πρῶτο ἑλλαδικὸ κομματικὸ σύστημα, μὲ τὰ τρία κόμματα τῆς ξένης προστασίας (ἀγγλικό, γαλλικό, ρωσικὸ) θὰ καταρρεύση μέσα σὲ τρεῖς δεκαετίες, μετὰ τὴν ἀπογοήτευση τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου. Ἀγγλία καὶ Γαλλία ὄχι μόνο δὲν θὰ στηρίξουν τὰ ἑλληνικὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα στὴν Ἤπειρο καὶ τὴ Θεσσαλία (1854) ἀλλὰ θὰ ἐπιβάλουν τὸ θανάσιμο ἀποκλεισμὸ τοῦ Πειραιᾶ ἐνῶ τὴν ἀπόγνωση συμπληρώνει τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ ἑπόμενα χρόνια ἡ ὁμόδοξη Ρωσία σταδιακὰ στρέφεται πρὸς μία φυλετικὴ πολιτική, ὑποστηρίζοντας τὰ σλαβικὰ ἔθνη τῆς Βαλκανικῆς καὶ ἀνατινάσσοντας ἔτσι κάθε δυνατότητα ὀρθόδοξης συνεργασίας. Παρὰ ταῦτα, οἱ πολιτικοί τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου, διψασμένοι πάντα γιὰ τὴν ἐξουσία, θὰ συνεχίσουν νὰ ὑποτάσσουν τὴν ἐθνικὴ πολιτικὴ στὶς κομματικὲς σκοπιμότητες. Πολιτικοὶ καὶ πανεπιστημιακοὶ θὰ σκέπτονται καὶ θὰ δροῦν ἀνάλογα μὲ τὸ τί ἔφερνε τὸ εὐρωπαϊκὸ ταχυδρομεῖο ἐνῶ λυδία λίθος τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς ἦταν ἡ φράση «μὴ γεννᾶτε ζητήματα», τὸ σῆμα τῆς ἀψόγου στάσεως. Ὅταν βέβαια ὁ λαὸς ἀγανακτοῦσε, ἡ ἑκάστοτε ἀντιπολίτευση ξεσπάθωνε κατὰ τῆς ἐνδοτικῆς κυβέρνησης ἂν καὶ γνώριζε τὴν παντελῆ ἀδυναμία τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ νὰ ἐπιτύχη τὴν ἐθνικὴ ὁλοκλήρωση.
Μέσα σε αὐτὸ τὸ ἀδιέξοδο, ὅλο καί περισσότεροι Ἕλληνες συνειδητοποιοῦν ὅτι μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει. Αὐτὸς τῆς ταχείας οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης καὶ τῶν κοινωνικῶν μεταρρυθμίσεων στὸ πολιτικὸ πεδίο, μὲ ταυτόχρονη ἰσχυρὴ στρατιωτικὴ ὀργάνωση καὶ ἀνάδειξη τῆς λαϊκῆς ρωμέϊκης παράδοσης στὸ χῶρο τῆς παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ὅπου ὁ διαφωτισμὸς εἶχε ἐπιβάλλει μία μονομερῆ ἀρχαιολατρία. Ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία ἄρχισε πρὸς τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα νὰ συνειδητοποιῆ αὐτὲς τὶς ἀλήθειες καὶ τὸ ἐπεῖγον τῆς προπαρασκευῆς γιὰ τὴ δυναμικὴ λύση στὸ περίφημο ἀνατολικὸ ζήτημα ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦταν διατεθειμένοι νὰ θυσιάσουν τὰ ὀθωμανικά τους προνόμια. Καὶ εὐτυχῶς. Ἀλλοίμονο ἂν ἐπικρατοῦσαν κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα τὰ ἀνεδαφικὰ ὁράματα περὶ ἀναγεννήσεως Ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας μέσα ἀπὸ τὴν Ὀθωμανική. Πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάδυση τοῦ νεοτουρκικοῦ ἐθνικισμοῦ ποὺ δὲν θὰ ἐπέτρεπε ποτὲ αὐτὴ τὴν ἐξέλιξη (ὅπως εἴδαμε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα), ἀναπτύσσονταν ταχύτατα καὶ τὰ σλαβικὰ ἔθνη, μὲ συνέπεια, ὅταν ὁ Ἑλληνισμὸς ἀντιλαμβανόταν τὸ λάθος του, ἡ Μακεδονία νὰ εἶχε χαθῆ καὶ στὸν Ὄλυμπο νὰ συναντοῦσε πλέον βουλγαρικὲς λόγχες.
Ἀν σήμερα ἀποτελεῖ ὄντως ἀναγκαία ἱστορικὴ ἐπιλογὴ ἡ συνεργασία τῶν Ὀρθόδοξων Ἐθνῶν, ἡ κατάσταση στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα, εἰδικὰ μετὰ τὴ ρωσικὴ ὑποστήριξη τῶν σωβινιστικῶν ἀξιώσεων τῆς βουλγαρικῆς ἐξαρχίας, διόλου δὲν διευκόλυνε αὐτὴ τὴ συνεργασία. Καὶ ἡ εὐθύνη ἐκείνης τῆς ρήξης ἀσφαλῶς δὲν βαρύνει τὴν ἑλληνικὴ πλευρά. Δὲν πρέπει ἄλλωστε νὰ ξεχνᾶμε ὅτι οἱ διαδικασίες ἐθνογένεσης στὰ Βαλκάνια ἔχουν ἀρχίσει ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας: Ἀναφέρομαι στὶς γνωστὲς συγκρούσεις τόσο μὲ τοὺς Βουλγάρους ὅσο καὶ μὲ τοὺς Σέρβους, γεγονὸς ποὺ καταρρίπτει τὶς ἐπιφανειακὲς καὶ ἐπιστημονικὰ ἀβάσιμες θεωρίες περὶ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ ὁ ὁποῖος δῆθεν διέσπασε τὴν ἑνότητα τῶν λαῶν τῆς αὐτοκρατορίας. Ἐξάλλου οἱ Ὀθωμανοὶ κάτι περισσότερο ἤξεραν ἀφοῦ ὡς Ροὺμ ὀνόμαζαν μόνο τοὺς Ἑλληνορθόδοξους καὶ ὄχι Βούλγαρους, Σέρβους, Ἀρμένιους ἢ τὰ ἄλλα ἔθνη τῆς μεσαιωνικῆς μας αὐτοκρατορίας.
Οἱ Ἕλληνες, οἱ Ρωμηοὶ ποὺ δὲν προσκύνησαν τοὺς αἰῶνες τῆς δουλείας καὶ γνώριζαν ἀπὸ πρῶτο χέρι τὰ «καλά» τῆς ὀθωμανοκρατίας, διάλεξαν τὸ μόνο ἔντιμο καὶ ρεαλιστικὸ δρόμο, τὸ δρόμο τοῦ ἀγῶνα. Δυστυχῶς ὅμως, γιὰ πολλὲς δεκαετίες, δὲν εἶχαν ἄξια ἡγεσία. Καθ᾿ ὅλο σχεδὸν τὸν 19ο αἰῶνα, ὁ ἑλλαδισμὸς καταγινόταν μὲ εἰρηνοπολέμους, πολιτικὴ καφενείων, ἐπιδείξεις τριόδων, πανηγυρισμοὺς ἐπετείων καὶ μεγάλα λόγια γιὰ τὴν προγονική τους κληρονομιά, καθυβρίζοντας μάλιστα τὴ βυζαντινή μας κληρονομιὰ μέχρι νὰ ἐμφανιστοῦν οἱ μεγάλες μορφὲς τῆς νεοελληνικῆς ἱστοριογραφίας, ὁ Σπύρ. Ζαμπέλιος καὶ ὁ Κων. Παπαρρηγόπουλος. Σὲ ἕνα κράτος ἐξαρτημένο ἐθνικά, διεφθαρμένο πολιτικὰ καὶ διχασμένο ἰδεολογικά, πολιτικοὶ καὶ ἕνα Παλάτι φοβισμένο (ἐπειδὴ ἦταν ξενόφερτο), παρέσυραν σὲ συνεχεῖς ταπεινώσεις καὶ ἧττες, ὅπως αὐτὲς τοῦ 1885 καὶ τοῦ 1897. Ὁ πρῶτος ἑλληνικὸς δικομματισμὸς (Δηλιγιάννη-Τρικούπη), σηματοδοτεῖ μία πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ διάσπαση ποὺ φέρνει τεχνητὰ καὶ γιὰ κομματικοὺς σκοποὺς ἀντιμέτωπες τὶς ἰδέες τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς προόδου ὑπονομεύοντας ἔτσι κάθε πραγματικὴ προοπτικὴ κοινωνικῆς προόδου ποὺ ἀπαιτεῖ ἀκριβῶς τὸ συνδυασμὸ αὐτῶν τῶν ἰδεῶν.
Μέ τήν εἴσοδο στὸν 20ο αἰῶνα ὁ ἑλληνικὸς λαὸς θὰ ἀποδείξη τὴ ζωτικότητά του. Ἡ πτώχευση καὶ ἡ ταπείνωση τῆς ἥττας τοῦ 1897 θὰ προκαλέσουν τὸν ψυχικὸ συγκλονισμὸ ποὺ θὰ ὁδηγήση τοὺς Ἕλληνες νὰ συναισθανθοῦν τὴ θλιβερὴ κατάσταση τοῦ πολιτικοῦ καὶ πνευματικοῦ τους βίου, νὰ ἀναλάβουν οἱ ἴδιοι τὶς εὐθύνες τους. Εὐλογημένη συγκυρία θέλησε νὰ ἐμφανιστῆ τότε μία νέα γενιὰ ποὺ ἄρχισε νὰ σκέπτεται, νὰ δημιουργῆ καὶ νὰ δρᾶ σύγχρονα καὶ ἑλληνικά. Ἡ γενιὰ τοῦ Παλαμᾶ καὶ τῶν δημοτικιστῶν ποὺ ἀποκαθιστοῦν τὸ ὄνομα τῆς Ρωμηοσύνης στὰ γράμματα, ἡ γενιὰ τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα καὶ τῆς Ἐπανάστασης στὸ Γουδί, ἡ γενιὰ τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου στὴν πολιτική, θὰ ἀναλάβουν νὰ ὁδηγήσουν τὸ Ἔθνος στὰ πεπρωμένα του. Κι εἶναι πραγματικὴ εὐλογία τῆς θείας Πρόνοιας αὐτὴ ἡ ἐμφάνιση γιατί συνέβη τὴν πιὸ κρίσιμη ὥρα: Οἱ νεότουρκοι ἄρχιζαν νὰ σχεδιάζουν τὴ βίαιη τουρκοποίηση τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους, οἱ Βούλγαροι καὶ οἱ Σέρβοι συνασπίζονταν γιὰ νὰ διεκδικήσουν τὴ Θράκη καὶ τὴ Μακεδονία ἐνῶ καὶ ὁ Διεθνὴς ὁρίζοντας μὲ τὸν ἀνταγωνισμὸ τῆς Ἐγκάρδιας Συνεννόησης Ἀγγλίας-Γαλλίας-Ρωσίας ἀπὸ τὴ μία καὶ Γερμανοαυστριακοῦ ἄξονα ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶχε ἀρχίσει νὰ σκοτεινιάζη.
Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1909 προσέδωσε νέα ὁρμὴ καὶ γέννησε νέα ζωὴ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό. Ἡ κοινωνικὴ ἀφασία, ἡ οἰκονομικὴ καχεξία καὶ ἡ στρατιωτικὴ ἀδυναμία, πάγια στοιχεία τοῦ ἑλλαδικοῦ βίου, ξεπεράστηκαν μέσα σὲ ἕνα πρωτόγνωρο κλίμα ἐθνικῆς αὐτοπεποίθησης καὶ πολιτικῆς ἀνόρθωσης. Τὸ ἀσήμαντο κράτος τῆς Μελούνας μέσα σὲ μία δεκαετία κατέστη ἡ μεγάλη Ἑλλάδα τῶν δύο ἠπείρων καὶ τῶν πέντε θαλασσῶν. Δυστυχῶς, οἱ μικρότητες, οἱ ἰδιοτέλειες, τὰ ἀτομικὰ καὶ ταξικὰ πάθη τοῦ μικροελλαδισμοῦ, ἡ κόπωση ἑνὸς καθημαγμένου ἀπὸ τὴν ὑπερπροσπάθεια λαοῦ ποὺ τὴν κρισιμότερη ὥρα στερήθηκε τῆς ἐπαναστατικῆς του ἡγεσίας καὶ ἔγινε στόχος τῆς πιὸ ἀνήθικης, δημαγωγικῆς εἰρηνιστικῆς προπαγάνδας, ὑπονόμευσαν χωρὶς ἀναστολὲς τὸ μεγαλοπρεπὲς οἰκοδόμημα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ ποὺ κάηκε στὶς φλόγες τῆς Σμύρνης. Ἡ περίφημη τρίτη ἱστορικὴ ἐντολὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐγκαταλείφθηκε. Μετὰ ἀπὸ ἕναν αἰῶνα συνεχοῦς ἐξόρμησης, ὁ Ἑλληνισμὸς εἰσερχόταν σὲ μία ἀντίστροφη ἀπρόβλεπτη πορεία συρρίκνωσης. Ἡ εὐημερία τὴν ὁποία μετὰ ἀπὸ νέες περιπέτειες κατέκτησε, δὲν μπόρεσε νὰ καλύψη στὴν ἐθνικὴ ψυχὴ τὴν πληγὴ τοῦ 1922. Κι οὔτε βέβαια ἡ ἀμνησία, ἡ ὁποία καλλιεργήθηκε ἀπὸ συγκεκριμένες σκοπιμότητες, μπόρεσε ποτὲ νὰ ἁπαλύνη τὸν πόνο γιὰ τὸν ξεριζωμὸ ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες Πατρίδες τῆς Ἀνατολῆς.
Σήμερα, ἑκατὸ χρόνια ἀπό τίς λαμπρές ἡμέρες τοῦ 1910, ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει μέσῳ τῆς κρίσεως μία μοναδικὴ εὐκαιρία. Νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὰ Ἔθνη ποὺ ἀρνοῦνται τὸν ἱστορικό τους προορισμό, ὁδηγοῦνται πρὸς ἱστορικὸ θάνατο. Διότι δὲν ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μόνο σκοπὸ ζωῆς γιὰ ἕνα Ἔθνος τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα. Τώρα, ἀφοῦ ἀπωθήσαμε ἀπὸ τὴ μνήμη μας τὴν ἀποτυχία μας νὰ ὁλοκληρωθοῦμε ἐθνικὰ καὶ ἀφοῦ θυσιάσαμε χάριν τῆς ὑλικῆς μας εὐημερίας ὅση ἐθνικὴ κυριαρχία μᾶς ἀπέμενε, ἦρθε ὁ καιρὸς τῆς πληρωμῆς. Καλούμαστε πλέον νὰ ἀναμετρηθοῦμε μὲ ἕνα κόσμο ποὺ ὁ ἐξελισσόμενος ἐποικισμὸς τὸν κάνει ἀκόμη πιὸ σκοτεινό. Ἂν ἀποτύχαμε νὰ ὑλοποιήσουμε τὴν τρίτη ἱστορικὴ ἐντολὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, δὲν θὰ ἔχουμε καμμιὰ δικαιολογία, ὅση Πατρίδα καὶ ὅση πίστη οἱ πατέρες μας διέσωσαν ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τὸ λόγο τῆς Δύσης, ἐμεῖς σήμερα νὰ τὰ παραδώσουμε χωρὶς μάχη. Κι εἶναι παρήγορη ἡ συνάντησή μας ἐδῶ, χάρη στὴν «Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη», γιατί ζεσταίνει τὴν ἐλπίδα, πὼς ὑπάρχουν Ἕλληνες, ὑπάρχουν Ρωμηοὶ ποὺ τὴ μάχη αὐτὴ θὰ τὴ δώσουν.