Η ΕΘΝΙΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

 

Κώ­στα­ς  Χα­τζη­αν­τω­νί­ου

Ἱ­στο­ρι­κός, πε­ζο­γρά­φος καὶ δο­κι­μι­ο­γρά­φος

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ Κ. ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

      «Ἐ­κά­μα­τε τὴν Ἑλ­λά­δα ὄ­χι κρά­τος δυ­νά­με­νον νὰ σώ­ση τὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸν ἀλ­λὰ φαῦ­λον κα­τα­γώ­γιον».

Τά σκλη­ρὰ αὐ­τὰ λό­για ­ἀκούστη­καν τὸ 1886 στὴ Βου­λὴ τῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­πὸ ἕ­να σπου­δαῖ­ο δι­α­νο­ού­με­νο καὶ πρω­το­πό­ρο Δη­μο­κρά­τη πο­λι­τι­κό τοῦ 19ου αἰ­ῶνα, τὸν Ἀν­δρέ­α Ρη­γό­που­λο. Ἂν προ­σέ­ξου­με πό­τε δι­α­τυ­πώ­νε­ται αὐ­τή, ἡ μᾶλ­λον κοι­νό­το­πη στὶς ἡ­μέ­ρες μας φρά­ση, θὰ βρε­θοῦ­με ἀ­μέ­σως ἀν­τί­κρυ στὶς αἰ­τί­ες τῆς Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς κα­κο­δαι­μο­νί­ας. Εἴ­μα­στε στὴν ἐ­παύ­ριον μί­ας ἀ­κό­μη κρί­σης τοῦ ἀ­να­το­λι­κοῦ ζη­τή­μα­τος ποὺ οἱ Ἕλ­λη­νες πο­λι­τι­κοὶ τὴν ἔ­χουν ἀν­τι­με­τω­πί­σει εἴ­τε μὲ τὴ γνώ­ρι­μη ἀ­βελ­τη­ρί­α τους εἴ­τε μὲ τὴ συ­νή­θη πα­τρι­δο­κα­πη­λί­α ἐ­νῶ ἔ­χουν ἀ­με­λή­σει ἐγ­κλη­μα­τι­κὰ νὰ εἶ­ναι ἡ Πα­τρί­δα ἰ­σχυ­ρὴ ὥ­στε νὰ δι­εκ­δι­κῆ τὰ ἱ­στο­ρι­κά της δι­και­ώ­μα­τα καὶ νὰ μὴν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στὶς ἀ­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κὲς πα­τρι­ω­τι­κὲς κο­ρῶ­νες. Συ­νέ­πεια; Ὀ­δυ­νη­ρὲς ἀ­πώ­λει­ες, τό­τε τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ρω­μυ­λί­ας, τὸ 1886, ἀλ­λὰ καὶ γε­νι­κό­τε­ρες κα­τα­στρο­φὲς ποὺ ὁ­δή­γη­σαν τε­λι­κά, με­ρι­κὲς δε­κα­ε­τί­ες ἀρ­γό­τε­ρα, στὴν ἀ­κύ­ρω­ση τῆς ἱ­ε­ρό­τε­ρης προσ­δο­κί­ας τοῦ Νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Στὴ μα­ταί­ω­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς ὁ­λο­κλή­ρω­σης.

     

      Στίς ἡμέ­ρες μας, σχε­δὸν δύ­ο αἰ­ῶ­νες με­τὰ τὴ λαμ­πρὴ Ἑλ­λη­νι­κὴ Ἐπα­νά­στα­ση, τὴν «ἁ­γι­α­σμέ­νη ἐ­πα­νά­στα­ση», ὅ­πως τὴν εἶ­πε ἕ­νας με­γά­λος Ρω­μηός, ὁ Φώ­της Κόν­το­γλου, τὸ ζή­τη­μα τῆς ἐ­θνι­κῆς ταυ­τό­τη­τας καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σης τοῦ Νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ ἐ­πα­νέρ­χε­ται δια­ρκῶς μὲ ποι­κί­λες καὶ ἑ­τε­ρο­γε­νεῖς ἀμ­φι­σβη­τή­σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες θέ­τουν στὸ στό­χα­στρο ὄ­χι ἁ­πλῶς τὴν πο­λι­τι­σμι­κή μας συ­νέ­χεια ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τὸ τὸ δι­καί­ω­μα τοῦ φυ­σι­κοῦ αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ μας. Κι ὅ­μως. Ὁ Νέ­ος Ἑλ­λη­νι­σμὸς ὑ­πάρ­χει. Σύγ­χρο­νη μορ­φὴ ἑ­νὸς ἀρ­χαί­ου Ἔ­θνους τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­α­σώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ναυά­γιο τοῦ ἀρ­χαί­ου κό­σμου χά­ρη στὸν ἐκ­χρι­στι­α­νι­σμό του, γιὰ νὰ γί­νη στὴ συ­νέ­χεια πη­δα­λι­οῦ­χος μί­ας ὁ­λό­κλη­ρης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, εὐ­θεί­α ἐ­ξέ­λι­ξη ἑ­νὸς ἡ­ρω­ϊ­κοῦ λα­οῦ, τοῦ λα­οῦ τῶν Ρω­μηῶν ποὺ στὴ με­γά­λη τους πλει­ο­ψη­φί­α ἀν­τι­στά­θη­καν καὶ δὲν ἀ­φο­μοι­ώ­θη­καν ἀ­πὸ τὴν Ὀ­θω­μα­νι­κὴ δε­σπο­τεί­α, χά­ρη στοὺς κοι­νο­τι­κοὺς θε­σμοὺς καὶ τὶς θυ­σί­ες τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ Νέ­ος Ἑλ­λη­νι­σμὸς δί­νει ἐ­δῶ καὶ δι­α­κό­σια χρό­νια τὴν μαρ­τυ­ρί­α του. Κι εἶ­ναι ἄ­δι­κο ἐ­πει­δὴ ἡ ἡ­γε­σί­α του στά­θη­κε πολ­λὲς φο­ρὲς ἀ­νά­ξια, νὰ ὑ­πο­βαθ­μί­ζον­ται τὰ ἐ­πι­τεύγ­μα­τα αὐ­τοῦ τοῦ λα­οῦ ποὺ βρέ­θη­κε πο­λὺ συ­χνὰ νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται μό­νος, σὲ συν­θῆ­κες ἀν­τί­ξο­ες, χω­ρὶς ἱ­κα­νὴ κα­θο­δή­γη­ση καὶ μὲ μο­να­δι­κό του ὁ­δη­γη­τή τὴ ζω­η­φό­ρο του Ἱ­στο­ρί­α καὶ τὶς ἔ­στω ὑ­πο­συ­νεί­δη­τες συλ­λο­γι­κὲς ἐμ­πει­ρί­ες ἀ­πὸ τὸ μα­κραί­ω­νο πα­ρελ­θόν του.

 

      Μί­α τέ­τοι­α ἐμ­πει­ρί­α πού κα­θό­ρι­σε τὸ ἀ­συ­νεί­δη­το ἀλ­λὰ καὶ τὴ συγ­κρό­τη­ση τῆς συ­νεί­δη­σής μας, ὅ­ρι­σε ἡ ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τη Μοί­ρα νὰ ἐ­κτυ­λι­χθῆ τὸ πρω­ΐ τῆς 29ης Μα­ΐ­ου 1453. Ἡ ἠ­χὼ τῆς κραυ­γῆς «Ἐά­λω ἡ Πό­λις» ποὺ ἀ­κού­στη­κε στὴ Βα­σι­λεύ­ου­σα ἐ­κεί­νη τὴν αὐ­γή, ἦ­ταν ἡ ἀ­ναγ­γε­λί­α ἑ­νὸς θα­νά­του, τοῦ θα­νά­του τῆς με­σαι­ω­νι­κῆς ρω­μα­ϊ­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τοῦ Χρι­στι­α­νι­κοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Συγ­χρό­νως ὅ­μως ἀ­πο­τέ­λε­σε καὶ τὸ σύν­θη­μα γιὰ τὴν ἀ­παρ­χὴ ἑ­νὸς σκλη­ροῦ καὶ μα­κραί­ω­νου ἀ­γώ­να γιὰ τὴν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας ποὺ δὲν πρέ­πει νὰ  ξε­χνᾶ­με (για­τί οἱ και­ροὶ εἶ­ναι πο­νη­ροὶ καὶ κά­ποι­οι ἀ­φε­λῶς ἢ καὶ ὕ­πο­πτα ὁ­ρι­σμέ­νοι ὑ­πο­βαθ­μί­ζουν, ἐ­ξω­ρα­ΐ­ζον­τας τὴ δου­λεί­α) ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­πα­ρά­βα­το θε­μέ­λιο τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ζω­ῆς.

 

      Ὁ σπα­ρα­κτι­κό­ς  στί­χος «Πά­λι μὲ χρό­νους μὲ και­ρούς…», στί­χος τῆς δη­μο­τι­κῆς ποί­η­σης καὶ ἑ­πο­μέ­νως τῆς ἴ­διας τῆς λα­ϊ­κῆς ψυ­χῆς καὶ ὄ­χι κά­ποι­ας ἀ­στι­κῆς ἐ­θνι­κι­στι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας, ὅ­πως θέ­λη­σαν κά­ποι­οι νὰ πα­ρου­σιά­σουν τὴ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α, πι­στο­ποι­εῖ ὅ­τι ἐ­κεί­νη ἡ μέ­ρα, ἡ­μέ­ρα πτώ­σε­ως μί­ας αὐ­το­κρα­το­ρί­ας εἶ­ναι καὶ ἡ μέ­ρα γε­νέ­σε­ως μί­ας ἰ­δέ­ας. Τῆς ἰ­δέ­ας τῆς ἐ­δα­φι­κῆς ἀ­πο­κα­τά­στα­σης τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τῆς Ρω­μηο­σύ­νης, δη­λα­δὴ τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ στὰ αὐ­το­κρα­το­ρι­κά του ὅ­ρια. Ἀ­πο­κα­τά­στα­σης ὄ­χι μό­νο ὑ­πὸ τὴν ἐ­δα­φι­κὴ ἔν­νοι­α ἀλ­λὰ καὶ ὑ­πὸ τὴν ἔν­νοι­α τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας. Δι­ό­τι ἡ ἔλ­λει­ψη πο­λι­τι­κῆς αὐ­το­νο­μί­ας, μοι­ραί­α ἐ­πρό­κει­το νὰ ὁ­δη­γή­ση τὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸ σὲ μί­α δι­πλὴ ἠ­θι­κὴ ἀλ­λοί­ω­ση ποὺ πα­ρα­τη­ροῦ­με νὰ ἐ­ξα­κο­λου­θῆ δυ­στυ­χῶς μέ­χρι σή­με­ρα: Ἐκ­δυ­τι­κι­σμὸς τῶν δι­α­νο­ου­μέ­νων καὶ τῶν ἀ­νώ­τε­ρων στρω­μά­των καὶ ἐ­ξα­να­το­λι­σμὸς τῶν λα­ϊ­κῶν τά­ξε­ων.

 

      Ἀ­πέ­ναν­τι  σὲ αὐ­τὴ τὴ δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ καὶ  ἀ­πο­ρω­μα­ϊ­κο­ποί­η­σης, ἡ ἰ­δέ­α τῆς ἐ­θνι­κῆς ὁ­λο­κλή­ρω­σης τοῦ Νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ ὑ­πῆρ­ξε ἡ μό­νη δύ­να­μη πραγ­μα­τι­κῆς ἀν­τι­στά­σε­ως. Ἂν ζη­τή­σου­με νὰ ἀ­νι­χνεύ­σου­με τὶς ρί­ζες αὐ­τῆς τῆς Ἰ­δέ­ας ποὺ δί­και­α ὀ­νο­μά­στη­κε Με­γά­λη, πο­λὺ εὔ­κο­λα θὰ τὶς ἀ­να­κα­λύ­ψου­με στὴν ἐ­πο­χὴ καὶ στὴν πε­ρι­ο­χὴ ποὺ γεν­νή­θη­κε ὁ Νέ­ος Ἑλ­λη­νι­σμός, μα­χό­με­νος τό­σο ἐ­ναν­τί­ον τῆς τουρ­κο­ϊσ­λα­μι­κῆς Ἀ­να­το­λῆς ὅ­σο καὶ τῆς Φραγ­κο­κα­θο­λι­κῆς Δύ­σε­ως. Ἀ­να­φέ­ρο­μαι φυ­σι­κὰ στὴν ἁ­γι­ο­τό­κο Μι­κρα­σί­α καὶ εἰ­δι­κὰ στὸ κρά­τος τῆς Νι­καί­ας ὅ­που ἀ­να­πτύσ­σε­ται ἡ ἐ­ξό­ρι­στη ἑλ­λη­νι­κὴ ρω­μα­ϊ­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α με­τὰ τὴν κα­τά­κτη­ση τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης ἀ­πὸ τοὺς Σταυ­ρο­φό­ρους τὸ 1204. Στὴ Νί­και­α, στὴν πό­λη τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ἀ­κού­στη­κε ἡ πρώ­τη ἐ­πί­ση­μη δι­α­κή­ρυ­ξη τῆς Με­γά­λης Ἰ­δέ­ας κα­τὰ τὸν ἱ­στο­ρι­κὸ λό­γο τοῦ θρό­νου τοῦ βα­σι­λέ­ως Θε­ο­δώ­ρου Α΄ Λα­σκά­ρε­ως. Δι­α­βά­ζου­με ἀ­πὸ τὸ λό­γο αὐ­τὸ ποὺ ἐ­γρά­φη ἀ­πὸ τὸν ἔ­ξο­χο λό­γιο Νι­κή­τα Χω­νιά­τη:

«Καὶ τῶν πα­τρί­δων αὔ­θις λα­βώ­με­θα, ὧν ἁ­μαρ­τόν­τες ἀ­πε­σφαι­ρί­σθη­μεν. Αὗται δὲ εἰ­σὶ τὸ ἀρ­χαῖ­ον καὶ πρῶ­τον ἡμῶν ἐν­δι­αί­τη­μα, ὁ πα­ρά­δει­σος καὶ ἡ πρὸς Ἑλ­λη­σπόν­τῳ πό­λις τοῦ Κυ­ρί­ου τῶν δυ­νά­με­ων, ἡ πό­λις τοῦ Θε­οῦ ἡμῶν, τὸ εὔρ­ρι­ζον ἀ­γαλ­λί­α­μα πά­σης τῆς γῆς, ἡ πα­ρὰ πᾶσιν ἔ­θνε­σι πε­ρι­μά­χη­τός τε καὶ πε­ρι­ώ­νυ­μος. Καὶ γέ­νοι­το, Χρι­στὲ βα­σι­λεῦ…».

 

      Ὁ λό­γο­ς  αὐ­τό­ς συ­νι­στᾶ τὴν αὐ­θεν­τι­κὴ γέν­νη­ση τῆς Με­γά­λης Ἰ­δέ­ας, ἀ­φοῦ ἡ ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ἡ ὁ­ποί­α συν­τε­λέ­στη­κε τὸ 1261 μὲ τὴν ἀ­νά­κτη­ση τῆς Βα­σι­λεύ­ου­σας, θὰ ἀ­πο­δει­χθῆ πρό­σκαι­ρη. Ὁ Νέ­ος Ἑλ­λη­νι­σμὸς ὅ­μως εἶ­χε πλέ­ον γεν­νη­θεῖ ταυ­τι­σμέ­νος μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη καὶ Πα­ρά­δο­ση ὄ­χι μό­νο θε­ω­ρη­τι­κὰ ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως βι­ω­μα­τι­κά. Στὰ δί­σε­κτα χρό­νια ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τὴν Ἅ­λω­ση, ὁ ἀ­γώ­νας γιὰ δι­α­φύ­λα­ξη αὐ­τῆς τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἦ­ταν ἀ­γώ­νας γιὰ τὴ δι­ά­σω­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καὶ ἀν­τί­στρο­φα. Πα­ράλ­λη­λα, ἀ­δι­ά­κο­ποι θὰ ἦ­ταν οἱ ἀ­γῶ­νες, συ­νε­χεῖς οἱ ἔ­νο­πλες ἐ­ξε­γέρ­σεις τῶν Ἑλ­λή­νων κα­τὰ τῶν Τούρ­κων κα­τα­κτη­τῶν, ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη στιγ­μὴ ποὺ χά­θη­κε ἡ Πό­λη. Ὁ λα­ός, ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ει πε­ρί­τρα­να ἡ δη­μο­τι­κὴ ποί­η­ση, εἶ­χε συ­νεί­δη­ση τῶν πραγ­μα­τι­κῶν αἰ­τιῶν τῆς κα­τα­στρο­φῆς ποὺ ἦ­ταν πά­νω ἀ­π᾿ ὅ­λα ἡ ἔλ­λει­ψη μα­χη­τι­κῆς βού­λη­σης. Δύ­ο ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πὸ τὸ ποί­η­μα «Θρῆ­νος τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως» ποὺ ἐ­γρά­φη λί­γους μό­λις μῆ­νες με­τὰ τὴν ἅ­λω­ση τοῦ 1453, εἶ­ναι νο­μί­ζω χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά:

«Λοι­πὸν ἂν τὸν ἀ­φή­σε­τε μό­νον καὶ δύ­ο χρό­νους [ἐνν. τὸν Τοῦρ­κο] εἰς τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν νὰ πε­ρι­α­να­σά­νη, ὀ­μνύ­ω σας εἰς τὸν Θε­όν, ὅ­λους μας θέ­λει φά­γει». Καί:

«Νὰ τὄχαν πο­λε­μᾶν καὶ οἱ Ρω­μαῖ­οι οὕ­τως καὶ νἄχαν κά­μει αἵ­μα­τα καὶ κρί­σες τοῦ θα­νά­του, πο­τὲ δὲν θὰ ἐ­χά­να­σι, λέ­γω, τὴν βα­σι­λεί­αν».

 

      Ἡ δη­μο­τι­κὴ αὐ­τὴ ἔμ­πνευ­ση πη­γά­ζει ἀ­πευ­θεί­ας ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­δο­σια­κὲς καὶ ἀ­γω­νι­στι­κὲς δυ­νά­μεις τῆς ἑλ­λη­νο­ρω­μα­ϊ­κῆς Οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τας, ὅ­πως αὐ­τέ­ς  ἐκ­φρά­ζον­ταν ἀ­πὸ τὴ στρα­τι­ω­τι­κὴ γαι­ο­κτη­τι­κὴ ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α, στοὺς κόλ­πους τῆς ὁ­ποί­ας γεν­νή­θη­καν καὶ τὰ πε­ρί­φη­μα Ἀ­κρι­τι­κὰ ἔ­πη. Ἂν ὅ­μως μί­α πρά­ξη εἶ­χε τε­ρά­στια ἠ­θι­κὴ ση­μα­σί­α καὶ ὑ­πῆρ­ξε καί­ρια γιὰ τὴν τε­λι­κὴ δι­α­μόρ­φω­ση τῆς Ἐθνι­κῆς Ἰδέ­ας τοῦ Νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, αὐ­τὴ δὲν ἦ­ταν ἄλ­λη ἀ­πὸ τὴ θυ­σί­α τοῦ Κων­σταν­τί­νου Πα­λαι­ο­λό­γου στὴν πύ­λη τοῦ ἁ­γί­ου Ρω­μα­νοῦ. Ὅ­ταν ὁ ἕ­νας του ἀ­δελ­φὸς συμ­βι­βά­ζε­ται μὲ τοὺς Τούρ­κους καὶ ὁ ἄλ­λος κα­τα­φεύ­γει στὴ Δύ­ση, ἡ ἀ­πό­φα­ση τοῦ Αὐ­το­κρά­το­ρα, ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν ὑ­βρί­ζε­το σκαι­ῶς ἀ­π᾿ ὅ­σους προ­τι­μοῦ­σαν νὰ κα­τα­κρί­νουν ἀν­τὶ νὰ πο­λε­μοῦν, ὑ­πῆρ­ξε σω­τή­ρια γιὰ τὴν πί­στη τοῦ λα­οῦ του. Ἡ πο­λε­μι­κὴ πτώ­ση τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας καὶ ἡ μὴ πα­ρά­δο­σή της ἦ­ταν ἡ ἀ­πα­ραί­τη­τη συν­θή­κη γιὰ νὰ συ­νε­χί­ση τὴν αὐ­τό­νο­μη ἱ­στο­ρι­κή του πο­ρεί­α ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς ὡς μό­νος γνή­σιος φο­ρέ­ας καὶ κλη­ρο­νό­μος τῆς ρω­μα­ϊ­κῆς πο­λι­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης, ὁ ἀ­ναγ­καῖ­ος ὅ­ρος γιὰ νὰ δι­α­φυ­λά­ξη τὴ συ­νεί­δη­ση τοῦ ἰ­δι­αί­τε­ρου προ­ο­ρι­σμοῦ του στὴν ἱ­στο­ρί­α.

 

      Οἱ Ἕλ­λη­νε­ς  πού ἐπι­βί­ω­σα­ν ἀ­πό τό κα­μί­νι τῆς  δου­λεί­ας τεσ­σά­ρων αἰ­ώ­νων εἶ­χαν ἀ­πό­λυ­τη συ­ναί­σθη­ση αὐ­τοῦ τοῦ προ­ο­ρι­σμοῦ. Ἡ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α ἔ­λα­βε ἔ­τσι τὴ μορ­φὴ μί­ας τρί­της ἱ­στο­ρι­κῆς ἐν­το­λῆς, ὅ­πως τὴν ὅ­ρι­σε καὶ πε­ρι­έ­γρα­ψε ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­παρ­ρη­γό­που­λος:

«Ὑ­πάρ­χει ἐν τῇ Ἀ­να­το­λῇ Ἔ­θνος τὸ ὁ­ποῖ­ον ἔ­χει τὴν ἀ­δι­ά­σει­στον πε­ποί­θη­σιν ὅ­τι, κα­θὼς ἐν τῇ ἀρ­χαι­ότη­τι ἐ­ξε­πλή­ρω­σε μί­αν με­γά­λην ἱ­στο­ρι­κὴν ἐν­το­λήν, κα­θὼς ἔ­πει­τα ἐ­σώ­θη ὑ­πὸ τῆς θεί­ας Προ­νοί­ας ἐ­πὶ τῆς ρω­μα­ϊ­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας ἵνα ἐκ­πλη­ρώ­ση ἐν τῷ μέ­σῳ αἰ­ῶ­νι δευ­τέ­ραν με­γά­λην ἱ­στο­ρι­κὴν ἐν­το­λήν, οὕ­τως βρα­δύ­τε­ρον ἐ­σώ­θη πά­λιν ἀ­πὸ τοῦ Θε­οῦ τῶν πα­τέ­ρων αὐ­τοῦ ἐ­πὶ τῆς τουρ­κι­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας ἵνα ἐκ­πλη­ρώ­ση καὶ ἐν τοῖς νε­ω­τέ­ροις χρό­νοις τρί­την τι­νὰ οὐ­δὲν ἧτ­τον με­γά­λην ἱ­στο­ρι­κὴν ἐν­το­λήν, ὅ­τι, ἐν ἄλ­λαις λέ­ξε­σι, προ­ώ­ρι­σται νὰ προ­ε­δρεύ­ση εἰς τὴν ἀ­να­βί­ω­σιν τῆς Ἀ­να­το­λῆς».

 

      Ἡ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α ἑ­δρά­ζε­ται στή συ­νείδη­ση ἀκρι­βῶς αὐ­τῆς τῆς πίστε­ως, στὸν προ­ο­ρι­σμὸ  τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ ὡς πρω­τα­γω­νι­στή στὸ  ἐγ­κό­σμιο σχέ­διο τῆς θεί­ας Πρό­νοι­ας. Ἔ­τσι οἱ πα­τρι­ω­τι­κοὶ ἀ­γῶ­νες τῶν Ἑλ­λή­νων παίρ­νουν Οἰ­κου­με­νι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα ἀ­φοῦ ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι γιὰ τὴν ἐ­θνι­κή τους ὁ­λο­κλή­ρω­ση καὶ τοὺς ἐ­θνι­κούς τους σκο­πούς, ἀ­γω­νί­ζον­ται συγ­χρό­νως καὶ γιὰ τὴ δι­ά­σω­ση καὶ τὴν ἀ­να­νέ­ω­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης τῆς ἑλ­λη­νο­ρω­μα­ϊ­κῆς Οἰ­κου­μέ­νης, τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ποὺ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λο πα­ρὰ ἡ σύν­θε­ση τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν, τῶν ρω­μα­ϊ­κῶν καὶ τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν ἀ­ξι­ῶν. Ὑ­π᾿ αὐ­τὴ τὴν ἔν­νοι­α, ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α δὲν εἶ­ναι ἁ­πλὰ ἄλ­λη μί­α ἰ­δε­ο­λο­γί­α ἐ­θνι­κῆς ἐ­πέ­κτα­σης, ὅ­πως αὐ­τὲς τῶν ἐ­θνι­κι­στι­κῶν κι­νη­μά­των, ἀλ­λὰ τὸ ἑ­νο­ποι­η­τι­κὸ σύμ­βο­λο τοῦ ἀρ­χαί­ου ἑλ­λη­νι­σμοῦ καὶ τῆς ρω­μέ­ϊκης πα­ρά­δο­σης, συ­ναί­σθη­ση Οἰ­κου­με­νι­κῆς ἀ­πο­στο­λῆς, μέ­σον γιὰ νὰ ἐ­πα­νεύ­ρη ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς τὸ νό­η­μα τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς του πο­ρεί­ας. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, πρώ­τη ἱ­στο­ρι­κὴ πρω­τεύ­ου­σα τοῦ Ἑ­νια­ίου Ἔ­θνους με­τὰ ἀ­πὸ αἰ­ῶ­νες πο­λυ­αρ­χί­ας καὶ συ­νά­μα μί­α πό­λη ποὺ ἦ­ταν Νέ­α Ρώ­μη, Νέ­α Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ Νέ­α Ἀ­θή­να ἐν ταυ­τῷ, ἀ­να­δεί­χθη­κε στὸ θε­μέ­λιο ὅ­λης τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ζω­ῆς καὶ τῶν λα­ϊ­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων, πλο­η­γὸς τοῦ σκά­φους τῆς ρω­μέ­ϊκης ψυ­χῆς καὶ πο­λι­κὸς ἀ­στέ­ρας τῆς ἐ­θνι­κῆς μας πο­ρεί­ας μέ­χρι τὸ 1922.

 

       Ἡ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α ἦ­ταν ὁ φυ­σι­κό­ς καί ἀ­ναν­τι­κα­τάστα­τος συ­νε­κτι­κὸς ἱ­στός, ὁ κεν­τρι­κό­ς στό­χος κά­θε πο­λι­τι­κοῦ προ­γράμ­μα­τος, τό­σο κα­τὰ τὴ μα­κραί­ω­νη δου­λεί­α ὅ­σο καὶ κα­τὰ τὸν πρῶ­το αἰ­ῶνα τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας. Δὲν ἀ­φί­στα­το τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς ἢ τῆς ρω­μέ­ϊκης αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας ὅ­πως κά­ποι­οι ἀ­νι­στό­ρη­τοι ὑ­πο­στη­ρί­ζουν, θε­ω­ρών­τας την ὡς εἰ­σα­γό­με­νη δυ­τι­κὴ ἰ­δε­ο­λο­γί­α. Τὸ ἀν­τί­θε­το. Ἦ­ταν τὸ ἀ­νυ­πέρ­βλη­το ἠ­θι­κὸ ἀ­νά­χω­μα τό­σο στὶς προ­σπά­θει­ες μι­μη­τι­κοῦ ἐκ­δυ­τι­κι­σμοῦ ὅ­σο καὶ στὶς πα­θο­γέ­νει­ες τοῦ φυ­λε­τι­κοῦ ἐ­θνι­κι­σμοῦ. Ἡ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α, ὡς Οἰ­κου­με­νι­κὸ κί­νη­μα τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, οὐ­δέ­πο­τε στό­χευ­σε ἕ­να ἐ­θνο­φυ­λε­τι­κὸ κρά­τος τῆς νό­τιας Βαλ­κα­νι­κῆς. Ὁ­ρα­μα­τι­ζό­ταν τὴν ἐ­πα­να­σύ­στα­ση ἑ­νὸς ἄλ­λου πό­λου πο­λι­τι­κῆς, ἠ­θι­κῆς καὶ πο­λι­τι­σμοῦ στὴν Ἀ­να­το­λι­κὴ Με­σό­γειο­. Οἱ ὑ­πό­δου­λοι ἀλ­λὰ ἀ­προ­σκύ­νη­τοι Ρω­μηοὶ δὲν εἶ­χαν πο­τὲ κα­τὰ νοῦν νὰ συγ­κρο­τή­σουν ἕ­να μο­νο­λι­θι­κὸ Ἐθνι­κὸ κρά­τος ἀλ­λὰ τὴν ἐ­πα­νί­δρυ­ση τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν αὐ­τὴ ὀ­νο­μά­ζε­ται «Ἑλ­λη­νι­κὴ Δη­μο­κρα­τία­», ὅ­πως στὸ ἔρ­γο τοῦ Ρή­γα Φε­ρραί­ου.

 

      Δυ­στυ­χῶς, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρα­με ἐξ ἀρ­χῆς, τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος, ἀ­πο­τέ­λε­σμα μί­ας με­γα­λει­ώ­δους ἀλ­λὰ ἡ­μι­τε­λοῦς ἐ­πα­νά­στα­σης, δὲν ἀ­πει­κό­νι­ζε τοὺς πό­θους καὶ τοὺς σκο­ποὺς τῆς μο­να­δι­κῆς ἐ­κεί­νης φυ­σι­κῆς ἔ­κρη­ξης τοῦ 1821. Πα­ρὰ τὶς ἐ­πι­τυ­χί­ες του τὰ χρό­νια ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὴν ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α, δὲν ἔ­γι­νε ὅ,τι οἱ ἐ­πα­να­στά­τες ὁ­ρα­μα­τί­στη­καν, δηλ. κέν­τρο ἑλ­λη­νι­κῆς πο­λι­τι­κῆς, ἐ­πι­τε­λεῖ­ο τῆς ἐ­θνι­κῆς ὁ­λο­κλή­ρω­σης καὶ στρα­τη­γεῖ­ο ἑ­νὸς νέ­ου, σύγ­χρο­νου ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξου πο­λι­τι­σμοῦ. Ἡ δο­λο­φο­νί­α τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Κα­ππο­δί­στρια ἀ­πὸ τὶς συ­να­σπι­σμέ­νες δυ­νά­μεις τῶν πιὸ συν­τη­ρη­τι­κῶν δῆ­θεν πα­ρα­δο­σια­κῶν στοι­χεί­ων τοῦ κο­τζαμ­πα­σι­σμοῦ καὶ τῶν δῆ­θεν προ­ο­δευ­τι­κῶν δυ­τι­κό­πλη­κτων, σφρά­γι­σε τὸ ξε­κί­νη­μα ἑ­νὸς τα­πει­νοῦ καὶ ἐ­ξαρ­τη­μέ­νου βα­σι­λεί­ου ποὺ ἔ­γι­νε μη­χα­νι­σμὸς ἰ­δε­ο­λο­γι­κῆς με­τα­κέ­νω­σης τῶν ἰ­δε­ῶν τῆς Δύ­σε­ως. Ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη πε­ρί­ο­δο μά­λι­στα, ἀ­πὸ τὰ χρό­νια τῆς Βαυ­α­ρο­κρα­τί­ας, ὁ ἀρ­χαι­ό­τα­τος μι­κρο­ελ­λα­δι­σμός, ὁ το­πι­κι­σμὸς κι ὁ δι­χα­σμὸς τῶν τε­λευ­ταί­ων βυ­ζαν­τι­νῶν αἰ­ώ­νων (με­τα­ξὺ «ἑ­νω­τι­κῶν» καὶ «ἀν­θε­νω­τι­κῶν») ἀ­να­νε­ώ­θη­καν σὲ μί­α νέ­α ἀ­δι­έ­ξο­δη δι­α­μά­χη συν­τη­ρη­τι­κῶν- προ­ο­δευ­τι­κῶν, ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ καὶ πα­ρά­δο­σης, μί­α δι­α­μά­χη ποὺ μέ­χρι σή­με­ρα τα­λα­νί­ζει τὸ ἐ­θνι­κό μας σῶ­μα.

 

      Ἐν­τε­λῶς σχη­μα­τι­κὰ  θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ πε­ρι­γρά­ψου­με αὐ­τὴ τὴ δι­α­μά­χη με τὰ συ­νή­θη ἐ­ρω­τή­μα­τα: Ἐν­σω­μά­τω­ση στὴ Δύ­ση ἢ δι­α­τή­ρη­ση τῶν πα­ρα­δο­σια­κῶν δο­μῶν; Ἀ­στι­κὸς ἐκ­συγ­χρο­νι­σμὸς ἢ ἐ­θνι­κὴ αὐ­το­τέ­λεια; Τὰ δι­λήμ­μα­τα αὐ­τὰ συ­σκο­τί­ζουν τὴν ἐ­θνι­κή μας ζω­ὴ καὶ ὑ­πο­νο­μεύ­ουν κά­θε σο­βα­ρὴ πο­λι­τι­κὴ πρω­το­βου­λί­α. Ἀ­πὸ τὴ μί­α ὁ δι­α­φω­τι­σμός, ἕ­νας κα­τ᾿ οὐ­σί­αν λα­ϊ­κι­σμὸς τῶν φραγ­κο­σπου­δα­σμέ­νων καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ὁ λα­ϊ­κι­σμὸς τῶν πα­λαι­ῶν ἡ­γε­τι­κῶν ὁ­μά­δων. Ἡ μέ­ση ὁ­δός, ἡ γνή­σια ρω­μέ­ϊ­κη ἡ μαρ­τυ­ρι­κὴ ὁ­δὸς τοῦ Κων­σταν­τί­νου Πα­λαι­ο­λό­γου, ἡ ὁ­δὸς τοῦ Ρή­γα Φερ­ραί­ου καὶ τῶν Φι­λι­κῶν, ἡ ὁ­δὸς τοῦ Ἀ­λέξ. Ὑ­ψη­λάν­τη καὶ τοῦ Κα­ππο­δί­στρια, ὅ­λων αὐ­τῶν δη­λα­δὴ ποὺ τό­νι­ζαν ὅ­τι ὁ Νέ­ος Ἑλ­λη­νι­σμὸς πρέ­πει νὰ πο­ρευ­θῆ συν­δυ­ά­ζον­τας τὶς πα­ρα­δο­σια­κές του ἀ­ξί­ες καὶ τὶς σύγ­χρο­νες ἀ­νάγ­κες, χά­θη­κε μέ­σα στὰ ἐμ­φύ­λια πά­θη. Τὸ νε­ο­ελ­λη­νι­κὸ κρά­τος σύρ­θη­κε στὴν ἰ­δε­ο­λο­γι­κὴ ὁ­δὸ τοῦ Κο­ρα­ῆ καὶ στὶς μο­νο­μέ­ρει­ες τῶν δι­α­φω­τι­στῶν ποὺ κα­τέ­λα­βαν τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν, μὲ τὶς εὐ­λο­γί­ες τῆς Βαυ­α­ρο­κρα­τί­ας.

 

      Φυ­σι­ο­λο­γι­κὴ ἦ­ταν βέ­βαι­α ἡ γο­η­τεί­α τῆς Δύ­σης με­τὰ ἀ­πὸ αἰ­ῶ­νες Ὀθω­μα­νι­κῆς-Ἀ­σι­α­τι­κῆς βαρ­βα­ρό­τη­τας καὶ ἐ­νι­σχυ­ό­ταν ἀ­πὸ τὶς ἐλ­πί­δες ποὺ γεν­νοῦ­σαν ὁ φι­λελ­λη­νι­σμὸς καὶ ἡ ἐ­πέμ­βα­ση γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ὅ­μως φυ­σι­ο­λο­γι­κὴ ἦ­ταν καὶ ἡ ἀν­τί­δρα­ση τῶν πα­ρα­δο­σια­κῶν ὅ­ταν ἔ­βλε­παν τὶς ὀ­ξείες ἐ­πι­θέ­σεις τῶν φω­τα­δι­στῶν κα­τὰ τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου καὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἢ τὴ βί­αι­η ἀν­τι­εκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πο­λι­τι­κὴ τῶν Βαυα­ρῶν καὶ τῆς μο­ναρ­χί­ας ποὺ ἐ­πι­βλή­θη­κε στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ λα­ὸ πε­ρί­που, ὅ­πως πε­ρί­που οἱ Φράγ­κοι ἐ­πέ­βαλαν βα­σι­λεῖς στὴν κα­τα­κτη­μέ­νη ἀ­πὸ τοὺς Σταυ­ρο­φό­ρους Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τὸ 1204. Πα­ρό­τι ὅ­μως κυ­ρι­αρ­χοῦ­σαν στὸ κρά­τος, τὴ δι­οί­κη­ση, τὸ πα­νε­πι­στή­μιο, οἱ φω­τα­δι­στὲς δὲν θὰ μπο­ρέ­σουν νὰ ὑ­πο­κα­τα­στή­σουν τὴν Ἁ­γί­α Σο­φί­α μὲ τὸν Παρ­θε­νώ­να, νὰ ἐ­ξω­ρα­ΐ­σουν τὴν ἐ­πι­κυ­ρι­αρ­χί­α τῆς Δύ­σης (πα­λαι­οῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ ἐ­χθροῦ τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας στὴ λα­ϊ­κὴ συ­νεί­δη­ση), καὶ βε­βαί­ως δὲν θὰ μπο­ρέ­σουν νὰ ἀ­πο­κρύ­ψουν τὴν ἀ­νι­κα­νό­τη­τα πο­λι­τι­κῶν καὶ κομ­μά­των. Οἱ μι­κρές τους ἰ­δέ­ες ἦ­ταν πο­λὺ θαμ­πὲς ἐμ­πρὸς στὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς λαμ­πρό­τη­τας τῆς Με­γά­λης Ἰ­δέ­ας. Ὁ λα­ὸς αὐ­τὸς εἶ­χε τέ­τοι­α δύ­να­μη καὶ τό­ση πί­στη σὲ αὐ­τὴν ποὺ πέ­τυ­χε με­τὰ ἀ­πὸ ἕ­να συγ­κλο­νι­στι­κὸ αἰ­ῶ­να βί­ου, νὰ ἑ­ορ­τά­ση τὸ 1921 τὴν Πα­λιγ­γε­νε­σί­α ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν Ἄγ­κυ­ρα καὶ νὰ στα­θε­ρο­ποι­η­θῆ τε­λι­κὰ ἐ­ξαι­τί­ας τῶν μι­κρο­ελ­λα­δι­κῶν σφαλ­μά­των στὸν Ἕβρο.

 

      Ὁ λα­ὸς καὶ  οἱ ἀ­λύ­τρω­τοι δέν συμ­βι­βάζον­ταν μὲ τὸ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης ἂν καὶ πολ­λοὶ μι­κρο­ελ­λα­δί­τες θὰ ἤ­θε­λαν μί­α Πα­τρί­δα κα­τ᾿ εἰ­κό­να καὶ κα­θ᾿ ὁ­μοί­ω­σίν τους. Τὰ πρῶ­τα νε­ο­ελ­λη­νι­κὰ κόμ­μα­τα, χω­ρὶς σα­φεῖς ἰ­δε­ο­λο­γι­κές, τα­ξι­κὲς ἢ πο­λι­τι­κὲς δι­α­φο­ρές, ἦ­ταν συ­να­σπι­σμοὶ ὁ­μά­δων μὲ μό­νο στό­χο τὴν ἐ­ξου­σί­α. Ἀν­τα­γω­νί­ζον­ταν γιὰ τὴν ἐ­ξα­σφά­λι­ση τῆς ξέ­νης προ­στα­σί­ας καὶ τῆς εὔ­νοι­ας τῶν ἀ­να­κτό­ρων, μὲ τα­κτι­κὲς κά­θε μορ­φῆς γιὰ τὴ συγ­κρό­τη­ση τοῦ πε­λα­τεια­κοῦ συ­στή­μα­τος ποὺ ὡς σή­με­ρα κα­τα­δυ­να­στεύ­ει τοὺς Ἕλ­λη­νες. Τὸ πρῶ­το ἑλ­λα­δι­κὸ κομ­μα­τι­κὸ σύ­στη­μα, μὲ τὰ τρί­α κόμ­μα­τα τῆς ξέ­νης προ­στα­σί­ας (ἀγ­γλι­κό, γαλ­λι­κό, ρω­σι­κὸ) θὰ κα­ταρ­ρεύ­ση μέ­σα σὲ τρεῖς δε­κα­ε­τί­ες, με­τὰ τὴν ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση τοῦ Κρι­μα­ϊ­κοῦ πο­λέ­μου. Ἀγ­γλί­α καὶ Γαλ­λί­α ὄ­χι μό­νο δὲν θὰ στη­ρί­ξουν τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἐ­πα­να­στα­τι­κὰ κι­νή­μα­τα στὴν Ἤ­πει­ρο καὶ τὴ Θεσ­σα­λί­α (1854) ἀλ­λὰ θὰ ἐ­πι­βά­λουν τὸ θα­νά­σι­μο ἀ­πο­κλει­σμὸ τοῦ Πει­ραι­ᾶ ἐ­νῶ τὴν ἀ­πό­γνω­ση συμ­πλη­ρώ­νει τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι τὰ ἑ­πό­με­να χρό­νια ἡ ὁ­μό­δο­ξη Ρω­σί­α στα­δια­κὰ στρέ­φε­ται πρὸς μί­α φυ­λε­τι­κὴ πο­λι­τι­κή, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας τὰ σλα­βι­κὰ ἔ­θνη τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς καὶ ἀ­να­τι­νάσ­σον­τας ἔ­τσι κά­θε δυ­να­τό­τη­τα ὀρ­θό­δο­ξης συ­νερ­γα­σί­ας. Πα­ρὰ ταῦ­τα, οἱ πο­λι­τι­κοί τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ βα­σι­λεί­ου, δι­ψα­σμέ­νοι πάν­τα γιὰ τὴν ἐ­ξου­σί­α, θὰ συ­νε­χί­σουν νὰ ὑ­πο­τάσ­σουν τὴν ἐ­θνι­κὴ πο­λι­τι­κὴ στὶς κομ­μα­τι­κὲς σκο­πι­μό­τη­τες. Πο­λι­τι­κοὶ καὶ πα­νε­πι­στη­μια­κοὶ θὰ σκέ­πτον­ται καὶ θὰ δροῦν ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ τί ἔ­φερ­νε τὸ εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸ τα­χυ­δρο­μεῖ­ο ἐ­νῶ λυ­δί­α λί­θος τῆς ἐ­ξω­τε­ρι­κῆς πο­λι­τι­κῆς ἦ­ταν ἡ φρά­ση «μὴ γεν­νᾶ­τε ζη­τή­μα­τα», τὸ σῆ­μα τῆς ἀ­ψό­γου στά­σε­ως. Ὅ­ταν βέ­βαι­α ὁ λα­ὸς ἀ­γα­να­κτοῦ­σε, ἡ ἑ­κά­στο­τε ἀν­τι­πο­λί­τευ­ση ξε­σπά­θω­νε κα­τὰ τῆς ἐν­δο­τι­κῆς κυ­βέρ­νη­σης ἂν καὶ γνώ­ρι­ζε τὴν παν­τε­λῆ ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ στρα­τοῦ νὰ ἐ­πι­τύ­χη τὴν ἐ­θνι­κὴ ὁ­λο­κλή­ρω­ση.

 

      Μέ­σα σε αὐ­τὸ τὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο, ὅλο καί πε­ρισ­σό­τε­ροι Ἕλ­λη­νες συ­νει­δη­το­ποι­οῦν ὅ­τι μό­νο ἕ­νας δρό­μος ὑ­πάρ­χει. Αὐ­τὸς τῆς τα­χεί­ας οἰ­κο­νο­μι­κῆς ἀ­νά­πτυ­ξης καὶ τῶν κοι­νω­νι­κῶν με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων στὸ πο­λι­τι­κὸ πε­δί­ο, μὲ ταυ­τό­χρο­νη ἰ­σχυ­ρὴ στρα­τι­ω­τι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση καὶ ἀ­νά­δει­ξη τῆς λα­ϊ­κῆς ρω­μέ­ϊ­κης πα­ρά­δο­σης στὸ χῶ­ρο τῆς παι­δεί­ας καὶ τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ὅ­που ὁ δι­α­φω­τι­σμὸς εἶ­χε ἐ­πι­βάλ­λει μί­α μο­νο­με­ρῆ ἀρ­χαι­ο­λα­τρί­α. Ἀρ­γὰ ἀλ­λὰ στα­θε­ρὰ ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ κοι­νω­νί­α ἄρ­χι­σε πρὸς τὸ τέ­λος τοῦ 19ου αἰ­ῶ­να νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ῆ αὐ­τὲς τὶς ἀ­λή­θει­ες καὶ τὸ ἐ­πεῖ­γον τῆς προ­πα­ρα­σκευ­ῆς γιὰ τὴ δυ­να­μι­κὴ λύ­ση στὸ πε­ρί­φη­μο ἀ­να­το­λι­κὸ ζή­τη­μα ἀ­φοῦ οἱ Τοῦρ­κοι δὲν ἦ­ταν δι­α­τε­θει­μέ­νοι νὰ θυ­σιά­σουν τὰ ὀ­θω­μα­νι­κά τους προ­νό­μια. Καὶ εὐ­τυ­χῶς. Ἀ­λλοί­μο­νο ἂν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν κα­τὰ τὸν 19ο αἰ­ῶ­να τὰ ἀ­νε­δα­φι­κὰ ὁ­ρά­μα­τα πε­ρὶ ἀ­να­γεν­νή­σε­ως Ἑλ­λη­νι­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας μέ­σα ἀ­πὸ τὴν Ὀ­θω­μα­νι­κή. Πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­δυ­ση τοῦ νε­ο­τουρ­κι­κοῦ ἐ­θνι­κι­σμοῦ ποὺ δὲν θὰ ἐ­πέ­τρε­πε πο­τὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­ξέ­λι­ξη (ὅ­πως εἴ­δα­με στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 20ου αἰ­ῶνα), ἀ­να­πτύσ­σον­ταν τα­χύ­τα­τα καὶ τὰ σλα­βι­κὰ ἔ­θνη, μὲ συ­νέ­πεια, ὅ­ταν ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν τὸ λά­θος του, ἡ Μα­κε­δο­νί­α νὰ εἶ­χε χα­θῆ καὶ στὸν Ὄ­λυμ­πο νὰ συ­ναν­τοῦ­σε πλέ­ον βουλ­γα­ρι­κὲς λόγ­χες.

 

      Ἀ­ν σή­με­ρα ἀ­πο­τε­λεῖ ὄν­τως ἀ­ναγ­καί­α ἱ­στο­ρι­κὴ ἐ­πι­λο­γὴ ἡ συ­νερ­γα­σί­α τῶν Ὀρ­θό­δο­ξων Ἐ­θνῶν, ἡ κα­τά­στα­ση στὰ τέ­λη τοῦ 19ου αἰ­ῶνα, εἰ­δι­κὰ με­τὰ τὴ ρω­σι­κὴ ὑ­πο­στή­ρι­ξη τῶν σω­βι­νι­στι­κῶν ἀ­ξι­ώ­σε­ων τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς ἐ­ξαρ­χί­ας, δι­ό­λου δὲν δι­ευ­κό­λυ­νε αὐ­τὴ τὴ συ­νερ­γα­σί­α. Καὶ ἡ εὐ­θύ­νη ἐ­κεί­νης τῆς ρή­ξης ἀ­σφα­λῶς δὲν βα­ρύ­νει τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πλευ­ρά. Δὲν πρέ­πει ἄλ­λω­στε νὰ ξε­χνᾶ­με ὅ­τι οἱ δι­α­δι­κα­σί­ες ἐ­θνο­γέ­νε­σης στὰ Βαλ­κά­νια ἔ­χουν ἀρ­χί­σει ἀ­πὸ τὰ χρό­νια τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας: Ἀ­να­φέ­ρο­μαι στὶς γνω­στὲς συγ­κρού­σεις τό­σο μὲ τοὺς Βουλ­γά­ρους ὅ­σο καὶ μὲ τοὺς Σέρ­βους, γε­γο­νὸς ποὺ κα­ταρ­ρί­πτει τὶς ἐ­πι­φα­νεια­κὲς καὶ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἀ­βά­σι­μες θε­ω­ρί­ες πε­ρὶ ἑλ­λη­νι­κοῦ ἐ­θνι­κι­σμοῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος δῆ­θεν δι­έ­σπα­σε τὴν ἑ­νό­τη­τα τῶν λα­ῶν τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἐ­ξάλ­λου οἱ Ὀ­θω­μα­νοὶ κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἤ­ξε­ραν ἀ­φοῦ ὡς Ροὺμ ὀ­νό­μα­ζαν μό­νο τοὺς Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξους καὶ ὄ­χι Βούλ­γα­ρους, Σέρ­βους, Ἀρ­μέ­νιους ἢ τὰ ἄλ­λα ἔ­θνη τῆς με­σαι­ω­νι­κῆς μας αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.

 

      Οἱ Ἕλ­λη­νες, οἱ Ρω­μηοὶ ποὺ δὲν προ­σκύ­νη­σαν τοὺς αἰ­ῶ­νες τῆς δου­λεί­ας καὶ γνώ­ρι­ζαν ἀ­πὸ πρῶ­το χέ­ρι τὰ «κα­λά» τῆς ὀ­θω­μα­νο­κρα­τί­ας, δι­ά­λε­ξαν τὸ μό­νο ἔν­τι­μο καὶ ρε­α­λι­στι­κὸ δρό­μο, τὸ δρό­μο τοῦ ἀ­γῶνα. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως, γιὰ πολ­λὲς δε­κα­ε­τί­ες, δὲν εἶ­χαν ἄ­ξια ἡ­γε­σί­α. Κα­θ᾿ ὅ­λο σχε­δὸν τὸν 19ο αἰ­ῶνα, ὁ ἑλ­λα­δι­σμὸς κα­τα­γι­νό­ταν μὲ εἰ­ρη­νο­πο­λέ­μους, πο­λι­τι­κὴ κα­φε­νεί­ων, ἐ­πι­δεί­ξεις τρι­ό­δων, πα­νη­γυ­ρι­σμοὺς ἐ­πε­τεί­ων καὶ με­γά­λα λό­για γιὰ τὴν προ­γο­νι­κή τους κλη­ρο­νο­μιά, κα­θυ­βρί­ζον­τας μά­λι­στα τὴ βυ­ζαν­τι­νή μας κλη­ρο­νο­μιὰ μέ­χρι νὰ ἐμ­φα­νι­στοῦν οἱ με­γά­λες μορ­φὲς τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­ας, ὁ Σπύρ. Ζαμ­πέ­λιος καὶ ὁ Κων. Πα­παρ­ρη­γό­που­λος. Σὲ ἕ­να κρά­τος ἐ­ξαρ­τη­μέ­νο ἐ­θνι­κά, δι­ε­φθαρ­μέ­νο πο­λι­τι­κὰ καὶ δι­χα­σμέ­νο ἰ­δε­ο­λο­γι­κά, πο­λι­τι­κοὶ καὶ ἕ­να Πα­λά­τι φο­βι­σμέ­νο (ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν ξε­νό­φερ­το), πα­ρέ­συ­ραν σὲ συ­νε­χεῖς τα­πει­νώ­σεις καὶ ἧτ­τες, ὅ­πως αὐ­τὲς τοῦ 1885 καὶ τοῦ 1897. Ὁ πρῶ­τος ἑλ­λη­νι­κὸς δι­κομ­μα­τι­σμὸς (Δη­λι­γιά­ννη-Τρι­κού­πη), ση­μα­το­δο­τεῖ μί­α πο­λι­τι­κὴ καὶ κοι­νω­νι­κὴ δι­ά­σπα­ση ποὺ φέρ­νει τε­χνη­τὰ καὶ γιὰ κομ­μα­τι­κοὺς σκο­ποὺς ἀν­τι­μέ­τω­πες τὶς ἰ­δέ­ες τοῦ Ἔ­θνους καὶ τῆς προ­ό­δου ὑ­πο­νο­μεύ­ον­τας ἔ­τσι κά­θε πραγ­μα­τι­κὴ προ­ο­πτι­κὴ κοι­νω­νι­κῆς προ­ό­δου ποὺ ἀ­παι­τεῖ ἀ­κρι­βῶς τὸ συν­δυα­σμὸ αὐ­τῶν τῶν ἰ­δε­ῶν.

 

      Μέ τή­ν  εἴ­σο­δο στὸν 20ο αἰ­ῶ­να ὁ ἑλ­λη­νι­κὸς λα­ὸς θὰ ἀ­πο­δεί­ξη τὴ ζω­τι­κό­τη­τά του.  Ἡ πτώ­χευ­ση καὶ ἡ τα­πεί­νω­ση τῆς ἥτ­τας τοῦ 1897 θὰ προ­κα­λέ­σουν τὸν ψυ­χι­κὸ συγ­κλο­νι­σμὸ ποὺ θὰ ὁ­δη­γή­ση τοὺς Ἕλ­λη­νες νὰ συ­ναι­σθαν­θοῦν τὴ θλι­βε­ρὴ κα­τά­στα­ση τοῦ πο­λι­τι­κοῦ καὶ πνευ­μα­τι­κοῦ τους βί­ου, νὰ ἀ­να­λά­βουν οἱ ἴ­διοι τὶς εὐ­θύ­νες τους. Εὐ­λο­γη­μέ­νη συγ­κυ­ρί­α θέ­λη­σε νὰ ἐμ­φα­νι­στῆ τό­τε μί­α νέ­α γε­νιὰ ποὺ ἄρ­χι­σε νὰ σκέ­πτε­ται, νὰ δη­μι­ουρ­γῆ καὶ νὰ δρᾶ σύγ­χρο­να καὶ ἑλ­λη­νι­κά. Ἡ γε­νιὰ τοῦ Πα­λα­μᾶ καὶ τῶν δη­μο­τι­κι­στῶν ποὺ ἀ­πο­κα­θι­στοῦν τὸ ὄ­νο­μα τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης στὰ γράμ­μα­τα, ἡ γε­νιὰ τῶν ἀ­ξι­ω­μα­τι­κῶν τοῦ Μα­κε­δο­νι­κοῦ Ἀ­γῶ­να καὶ τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης στὸ Γου­δί, ἡ γε­νιὰ τοῦ Ἐ­λευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου στὴν πο­λι­τι­κή, θὰ ἀ­να­λά­βουν νὰ ὁ­δη­γή­σουν τὸ Ἔθνος στὰ πε­πρω­μέ­να του. Κι εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὴ εὐ­λο­γί­α τῆς θεί­ας Πρό­νοι­ας αὐ­τὴ ἡ ἐμ­φά­νι­ση για­τί συ­νέ­βη τὴν πιὸ κρί­σι­μη ὥ­ρα: Οἱ νε­ότουρ­κοι ἄρ­χι­ζαν νὰ σχε­διά­ζουν τὴ βί­αι­η τουρ­κο­ποί­η­ση τοῦ ὀ­θω­μα­νι­κοῦ κρά­τους, οἱ Βούλ­γα­ροι καὶ οἱ Σέρ­βοι συ­να­σπί­ζον­ταν γιὰ νὰ δι­εκ­δι­κή­σουν τὴ Θρά­κη καὶ τὴ Μα­κε­δο­νί­α ἐ­νῶ καὶ ὁ Δι­ε­θνὴς ὁ­ρί­ζον­τας μὲ τὸν ἀν­τα­γω­νι­σμὸ τῆς Ἐγ­κάρ­διας Συ­νεν­νό­η­σης Ἀγ­γλί­ας-Γαλ­λί­ας-Ρω­σί­ας ἀ­πὸ τὴ μί­α καὶ Γερ­μα­νο­αυ­στρια­κοῦ ἄ­ξο­να ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ σκο­τει­νιά­ζη.

 

      Ἡ Ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ 1909 προ­σέ­δω­σε νέ­α ὁρ­μὴ καὶ γέν­νη­σε νέ­α ζω­ὴ γιὰ τὸν Ἑλ­λη­νι­σμό. Ἡ κοι­νω­νι­κὴ ἀ­φα­σί­α, ἡ οἰ­κο­νο­μι­κὴ κα­χε­ξί­α καὶ ἡ στρα­τι­ω­τι­κὴ ἀ­δυ­να­μί­α, πά­για στοι­χεί­α τοῦ ἑλ­λα­δι­κοῦ βί­ου, ξε­πε­ρά­στη­καν μέ­σα σὲ ἕ­να πρω­τό­γνω­ρο κλί­μα ἐ­θνι­κῆς αὐ­το­πε­ποί­θη­σης καὶ πο­λι­τι­κῆς ἀ­νόρ­θω­σης. Τὸ ἀ­σή­μαν­το κρά­τος τῆς Με­λού­νας μέ­σα σὲ μί­α δε­κα­ε­τί­α κα­τέ­στη ἡ με­γά­λη Ἑλ­λά­δα τῶν δύ­ο ἠ­πεί­ρων καὶ τῶν πέν­τε θα­λασ­σῶν. Δυ­στυ­χῶς, οἱ μι­κρό­τη­τες, οἱ ἰ­δι­ο­τέ­λει­ες, τὰ ἀ­το­μι­κὰ καὶ τα­ξι­κὰ πά­θη τοῦ μι­κρο­ελ­λα­δι­σμοῦ, ἡ κό­πω­ση ἑ­νὸς κα­θη­μαγ­μέ­νου ἀ­πὸ τὴν ὑ­περ­προ­σπά­θεια λα­οῦ ποὺ τὴν κρι­σι­μό­τε­ρη ὥ­ρα στε­ρή­θη­κε τῆς ἐ­πα­να­στα­τι­κῆς του ἡ­γε­σί­ας καὶ ἔ­γι­νε στό­χος τῆς πιὸ ἀ­νή­θι­κης, δη­μα­γω­γι­κῆς εἰ­ρη­νι­στι­κῆς προ­πα­γάν­δας, ὑ­πο­νό­μευ­σαν χω­ρὶς ἀ­να­στο­λὲς τὸ με­γα­λο­πρε­πὲς οἰ­κο­δό­μη­μα τοῦ Νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ ποὺ κά­η­κε στὶς φλό­γες τῆς Σμύρ­νης. Ἡ πε­ρί­φη­μη τρί­τη ἱ­στο­ρι­κὴ ἐν­το­λὴ τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε. Με­τὰ ἀ­πὸ ἕ­ναν αἰ­ῶνα συ­νε­χοῦς ἐ­ξόρ­μη­σης, ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς εἰ­σερ­χό­ταν σὲ μί­α ἀν­τί­στρο­φη ἀ­πρό­βλε­πτη πο­ρεί­α συρ­ρί­κνω­σης. Ἡ εὐ­η­με­ρί­α τὴν ὁ­ποί­α με­τὰ ἀ­πὸ νέ­ες πε­ρι­πέ­τει­ες κα­τέ­κτη­σε, δὲν μπό­ρε­σε νὰ κα­λύ­ψη στὴν ἐ­θνι­κὴ ψυ­χὴ τὴν πλη­γὴ τοῦ 1922. Κι οὔ­τε βέ­βαι­α ἡ ἀ­μνη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α καλ­λι­ερ­γή­θη­κε ἀ­πὸ συγ­κε­κρι­μέ­νες σκο­πι­μό­τη­τες, μπό­ρε­σε πο­τὲ νὰ ἁ­πα­λύ­νη τὸν πό­νο γιὰ τὸν ξε­ρι­ζω­μὸ ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χαῖ­ες Πα­τρί­δες τῆς Ἀ­να­το­λῆς.

 

      Σή­με­ρα, ἑ­κα­τὸ χρό­νια ἀ­πό τίς  λαμ­πρέ­ς  ἡ­μέ­ρες τοῦ 1910, ἡ Πρό­νοια τοῦ Θε­οῦ μᾶς  δί­νει μέσῳ τῆ­ς κρί­σε­ω­ς μία  μο­να­δι­κὴ εὐ­και­ρί­α. Νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὅ­τι  τὰ Ἔ­θνη ποὺ ἀρ­νοῦν­ται τὸν ἱ­στο­ρι­κό τους προ­ο­ρι­σμό, ὁ­δη­γοῦν­ται πρὸς ἱ­στο­ρι­κὸ θά­να­το. Δι­ό­τι δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­σφα­λῶς μό­νο σκο­πὸ ζω­ῆς γιὰ ἕ­να Ἔ­θνος τὸ κα­τὰ κε­φα­λὴν εἰ­σό­δη­μα. Τώ­ρα, ἀ­φοῦ ἀ­πω­θή­σα­με ἀ­πὸ τὴ μνή­μη μας τὴν ἀ­πο­τυ­χί­α μας νὰ ὁ­λο­κλη­ρω­θοῦ­με ἐ­θνι­κὰ καὶ ἀ­φοῦ θυ­σι­ά­σα­με χά­ριν τῆς ὑ­λι­κῆς μας εὐ­η­με­ρί­ας ὅ­ση ἐ­θνι­κὴ κυ­ρι­αρ­χί­α μᾶς ἀ­πέ­με­νε, ἦρ­θε ὁ και­ρὸς τῆς πλη­ρω­μῆς. Κα­λού­μα­στε πλέ­ον νὰ ἀ­να­με­τρη­θοῦ­με μὲ ἕ­να κό­σμο ποὺ ὁ ἐ­ξε­λισ­σό­με­νος ἐ­ποι­κι­σμὸς τὸν κά­νει ἀ­κό­μη πιὸ σκο­τει­νό. Ἂν ἀ­πο­τύ­χα­με νὰ ὑ­λο­ποι­ή­σου­με τὴν τρί­τη ἱ­στο­ρι­κὴ ἐν­το­λὴ τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, δὲν θὰ ἔ­χου­με καμ­μιὰ δι­και­ο­λο­γί­α, ὅ­ση Πα­τρί­δα καὶ ὅ­ση πί­στη οἱ πα­τέ­ρες μας δι­έ­σω­σαν ἀ­πὸ τὸ ξί­φος τοῦ Ἰσ­λὰμ καὶ τὸ λό­γο τῆς Δύ­σης, ἐ­μεῖς σή­με­ρα νὰ τὰ πα­ρα­δώ­σου­με χω­ρὶς μά­χη. Κι εἶναι  πα­ρή­γο­ρη ἡ συ­νάν­τη­σή μα­ς ἐδῶ, χά­ρη στὴν «Ἑ­νω­μέ­νη Ρω­μηο­σύ­νη», για­τί ζε­σταί­νει τὴν ἐλ­πί­δα, πὼς ὑ­πάρ­χουν Ἕλ­λη­νες, ὑ­πάρ­χουν Ρω­μηοὶ ποὺ τὴ μά­χη αὐ­τὴ θὰ τὴ δώ­σουν.

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα