Ανωνύμου
Ἦταν ἄραγε θέλημα Θεοῦ νὰ πέσει ἡ Πόλη τῶν προπατόρων μας;
Ἀλήθεια εἶναι, τὴ σκέψη αὐτὴ ὅλοι μας τὴν ἔχουμε ἀκούσει. Ποιός μας νὰ ἔχει σταθεῖ σὲ συζήτηση ποὺ νὰ ἔχει τεθεῖ τὸ ἐρώτημα καὶ νὰ μὴν ἔχει ἐπισύρει ἀντίδραση; Δὲ χωρᾶ εὔκολα στὸ νοῦ καὶ δὲ χωνεύεται εὔκολα στὴν καρδιὰ ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι «θέλημα Θεοῦ» νὰ πέσει ἡ Πόλη.
Δὲν μᾶς ἀρέσει αὐτὴ ἡ σκέψη. Μᾶς διώχνει τὸ αἴσθημα ὅτι εἴμαστε κύριοι τῆς μοίρας μας. Ἀκόμα χειρότερα, μᾶς κάνει νὰ σκεπτόμαστε τὸ ἀκατονόμαστο, ὅτι ἴσως καὶ νὰ μὴν εἴμαστε καὶ τὰ πλέον εὐλογημένα καὶ ἐκλεκτὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐμᾶς, ποὺ κοιμόμαστε τὰ βράδια ἥσυχοι καὶ ἐπαναπαυμένοι, μιᾶς καὶ ξέρουμε ὅτι ἡ Παναγία πάντα μεσιτεύει μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Παντοκράτορος, γιὰ μᾶς τοὺς ἐκλεκτοὺς Ἕλληνες.
Ἴσως νὰ βροῦμε πιὸ ξεκάθαρη ἀπάντηση στὸ δύσκολο κι ἐπίπονο ἐρώτημα, ἂν τὸ φέρουμε πιὸ κοντά μας. Ἂς διατυπώσουμε ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ἀντικρουόμενο ἐρώτημα, ἀλλάζοντας τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο:
Θέλημα Θεοῦ ποὺ ἔπεσε ὁ Πόντος καὶ ἡ Σμύρνη τῆς γενιᾶς τῶν παππούδων μας;
Θέλημα Θεοῦ ποῦ ἔπεσε ἡ μισὴ Κύπρος τῆς γενιᾶς τῶν πατεράδων μας;
Θέλημα Θεοῦ ποῦ ἔπεσαν τὰ Ἴμια τῆς γενιᾶς μας;
Κι ἀκόμα χειρότερα:
Θέλημα Θεοῦ νὰ πέσει – μὴ γένοιτο!- ὁ Ἅγιος Παντελεήμονας καὶ ὁ Παρθενώνας τῆς ἑπόμενης γενιᾶς τῶν παιδιῶν μας;
Ἂν δεχόμασταν πὼς ὄντως τὸ ἤθελε ὁ Θεός, οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἄθεης καὶ ὑλιστικῆς μοιρολατρίας θὰ μᾶς ἀπαντοῦσαν μὲ τὴν ἀπάντηση τῆς ριψάσπιδος ἀπελπισίας: «τότε ποιὸ τὸ ὄφελος νὰ πολεμᾶμε; Ἂς φᾶμε καὶ ἂς πιοῦμε καὶ γαία πυρὶ μειχθήτω». Μὲ πιὸ ἀνδρεῖο, μὰ ἀλαζόνα καὶ ἐξίσου ἀρνησίθεο τρόπο, κάποιοι ὀπαδοὶ τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ θὰ ἀνταπαντοῦσαν: «τότε λοιπὸν ἂς πολεμήσουμε καὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀφοῦ ἀρνεῖται τὴν ἐθνική μας ὑπεροχὴ καὶ μᾶς στέκεται ἀντίθετος στὸ νόμο τῆς φυλῆς καὶ τοῦ αἵματος».
Εἴμαστε ὅμως ἔνθεοι καὶ θεοσεβεῖς, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ πρόγονοί μας στῶν ὁποίων τὸ ἦθος προσβλέπουμε. Οὔτε ἄθεοι, οὔτε θεομάχοι. Οὔτε καὶ πιστεύουμε πὼς ὁ Πατὴρ Ἠμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς εἶναι κατώτερος ἀπὸ μᾶς στὴν εὐσπλαχνία ἢ στὴν ἀντίληψη.
Ἀφοῦ δὲ μπορεῖ λοιπὸν νὰ τὸ ἤθελε ὁ Θεός, μᾶς μένει τότε μία μόνο ἀπάντηση: τὸ ἐπιτρέπει καὶ τὸ παραχωρεῖ. Κι ἐδῶ σκοντάφτουμε στὴν ἄρνηση τῆς ἐγωιστικῆς δικαιολογίας: «Ἀδιανόητο! Δὲ γίνεται ὁ Θεὸς νὰ ἀνέχεται σιωπηρὰ τὰ ὅσα συμβαίνουν εἰς βάρος τῆς Ἑλλάδας μας, ἀφοῦ ἐμεῖς ποτὲ δὲ φταῖμε! Πῶς καὶ γιατί ὁ Θεὸς νὰ πάρει τὴ μεριὰ τῶν ἐχθρῶν μας;»
Ἔχουμε μιὰ δικαιολογία γιὰ τὰ πάντα!
Τότε, γιὰ τὴν πτώση τῆς Πόλης, ἔφταιγαν οἱ διεφθαρμένοι καὶ ἐξουσιολάγνοι καθολικοί, οἱ ἐπεκτατιστὲς Τοῦρκοι, ἡ μυωπικὴ Ἐκκλησία, τὸ κράτος τῶν βυζαντινισμῶν καὶ τῶν φατριῶν.
Καὶ γιὰ τὴν πτώση τοῦ Πόντου καὶ τῆς Σμύρνης, ἔφταιγαν οἱ Σύμμαχοι ποὺ μᾶς ἐγκατέλειψαν, ὁ Βενιζέλος ποὺ εἶχε κάνει ἐχθρούς τοὺς Ρώσους, ὁ Βασιλιὰς ποὺ εἶχε ψυχράνει τοὺς δυτικούς, οἱ κομμουνιστὲς ποὺ εὐαγγελίζονταν τὴν καταστροφὴ τῶν μεγαλοτσιφλικάδων, οἱ μασῶνοι ποὺ βοηθοῦσαν τὸν Κεμάλ, ἡ γεωγραφία τῆς Μικρασίας.
Γιὰ τὴν πτώση τῆς μισῆς Κύπρου, ἔφταιγαν ὁ φιλοκομμουνιστὴς Μακάριος, ἡ φιλοαμερικανὴ δικτατορία, οἱ μακράν τῆς Κύπρου ἀδιάφοροι καλαμαρᾶδες, ἡ σιωνιστικὴ Ἀμερικὴ τοῦ Κίσσιγκερ, οἱ ἐπιτήδειοι Ἄγγλοι τοῦ «διαίρει καὶ βασίλευε», τὸ χολερικὸ καθεστὼς τῆς τουρκικῆς στρατοκρατίας.
Γιὰ τὴν πτώση τῶν Ἰμίων, οἱ ἐξουσιολάγνοι Ἀμερικανοί, οἱ ἐπεκτατιστὲς Τοῦρκοι, οἱ πολυεθνικὲς τῶν πετρελαίων ποὺ κοιτάζουν ἄψυχα καὶ κτηνώδικα κάθε γωνιὰ κοιτάσματος ποὺ θέλουν νὰ τοὺς ἀνήκει, φταῖνε οἱ ἄτολμοι καὶ προσκυνημένοι πολιτικοί, φταίει τὸ ἀδύναμο καὶ καρπαζοεισπρακτορικὸ κράτος.
Γιὰ τὴν αὐριανὴ πτώση τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα καὶ τοῦ Παρθενώνα, θὰ φταῖνε οἱ παγκόσμιοι τραπεζίτες μὲ τοὺς ἐγχώριους ὑπαλλήλους τους, οἱ ἄπληστοι καὶ ἐκδικητικοὶ Γερμανοί, οἱ μεταναστολάγνοι ἀριστεροί, οἱ ψεῦτες οἰκονομολόγοι, οἱ ἀρνησιπάτριδες πολιτικοί τῆς διχόνοιας, οἱ ληστρικοὶ διαχειριστὲς τοῦ δημοσίου χρήματος.
Μπορεῖ αὐτὰ νὰ εἶναι ὄψεις τῆς ἀλήθειας. Ὅμως, τελικά, πάντα ἔχουμε τὸ δάχτυλο στραμμένο νὰ δείχνει στὸν ἄλλο. Ποτὲ σ’ ἐμᾶς, ποτὲ στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου.
Ὡς μέλη τῆς κοινωνίας μας, πῶς ἀγαποῦμε αὐτὴν τὴν κοινωνία, ὅταν ἡ δημοφιλέστερη φράση πού τριγυρίζει στὰ χείλη μας εἶναι: «γιατί, ἐγὼ θὰ τὴ σώσω;» Καὶ πῶς ἀγαποῦμε τὸν ἁμαρτάνοντα ἀδελφό μας, ὅταν πρῶτοι στυλώνουμε τὰ πόδια τῆς ἀσυγχωρησίας μὲ τὸ προσφιλὲς «καλὰ νὰ πάθει»;
Ὁ Χριστὸς μᾶς ἐντέλλει νὰ ἀγαποῦμε τὸν ἁμαρτάνοντα, μισώντας τὴν ἁμαρτία του. Ἐμεῖς ἀγαποῦμε τὴν ἁμαρτία μισώντας τὸν ἁμαρτάνοντα, ἂν μὴ τί ἄλλο ἐπειδὴ πρόλαβε νὰ διαπράξει τὴν ἁμαρτία γρηγορότερα ἢ πιὸ περίτεχνα ἀπό μᾶς.
Ἂς μὴν ἐλπίζει καμμία σωτηρία, καμμία πρόοδο, κανένα ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία ὡς σῶμα, ὅταν τὰ μέλη του εἶναι «γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι, καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ὠφελείας χάριν.» (Ἰούδ. 1:16).
Πρωτίστως γιὰ ὅλα αὐτὰ χάνουμε τὴν Πόλη, τὴ Σμύρνη, τὴν Κύπρο, τὰ Ἴμια, τὸν Ἅγιο Παντελεήμονα. Ὁ Θεὸς μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους καὶ ἐπιλέγουμε. Στρέψαμε, τότε καὶ τώρα, τὴν πλάτη μας στὸν Θεό, στὸν Συνάνθρωπο καὶ στὴν Πατρίδα. Θέλημα δικό μας καὶ δική μας αἰσχύνη νὰ πέσουν! Καὶ κρυβόμαστε πίσω ἀπὸ τὴ λέξη Θεός, μιᾶς καὶ ὑποσυνείδητα βαφτίσαμε τὸ θέλημα τοῦ ἑαυτοῦ μας «θέλημα Θεοῦ».
Ἑλληνικὴ κοινωνία, ἀνήθικη κι ἐγωίστρια, ὁ Θεὸς τάχα σου φταίει ποῦ γκρεμίζεσαι;
Ἑλληνικὴ κοινωνία, μετανόησε τώρα!
Θέλουμε τὴν Παναγία νὰ μεσιτεύει γιὰ τὴν πάρτη μας, μὰ ἡ καρδιὰ καὶ τὸ στόμα μας εἶναι γεμᾶτο ἀκαθαρσία καὶ ἀσέβεια γιὰ τὴν Ἐκκλησία!
Ἑλληνικὴ κοινωνία, μετανόησε τώρα!
Προσκυνᾶς καὶ σέβεσαι τάχα τὸν Τίμιο Σταυρό, μὰ ὁ μόνος σταυρὸς ποὺ ἀνέχεσαι νὰ σηκώσεις δὲν εἶναι παρὰ φτιασιδωμένο κόσμημα ἐπίδειξης στὸν λαιμό σου!
Ἑλληνικὴ κοινωνία, μετανόησε τώρα!
Οἱ ἄνεργοι καὶ τὰ ἀνήμπορα γεροντάκια μας, ποὺ σήμερα ἀπελπίζονται καὶ αὐτοκτονοῦν, εἶναι λιγότεροι ἀπὸ τὶς μετανάστριες ποὺ πληρώναμε γιὰ πόρνες ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια!
Ἑλληνικὴ κοινωνία, μετανόησε τώρα!
Ποτάμια εἶναι τὸ αἷμα τῶν σφαγμένων ἀγεννήτων παιδιῶν μας, ποὺ ζητοῦν ἐκδίκηση!
Ἑλληνικὴ κοινωνία, μετανόησε τώρα!
Ἡ δυσωδία τῶν ἁμαρτιῶν μας ἔχει φθάσει μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ!
Η ΔΙΕΞΟΔΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
Ὁ Θεὸς παρεμβαίνει. Παρεμβαίνει γιὰ χάρη μας μόνο ὅταν Τοῦ τὸ ζητοῦμε ἐμεῖς, μὲ ἔντιμη καὶ μετανοημένη φωνή, ὅπως κάποτε οἱ Νινευΐτες μετανόησαν καὶ ἀπαλλάχθηκαν ἀπὸ τὴν ἐπικρεμάμενη «δικαία τοῦ Θεοῦ ἀπειλή». Ὅταν Τοῦ τὸ ζητοῦμε καὶ εἶναι γιὰ τὸ ἀληθινὸ καλό μας. Καὶ ἀληθινὸ καλό μας δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸ ξερό μας κεφάλι νομίζει γιὰ καλό, ὅπως κάποτε νόμιζε ὁ Μίδας. Ἀληθινὸ καλὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἀπὸ μία ἀνώτερη, σχεδὸν πάντα ἀκατάληπτη σέ μας, ὀπτικὴ γωνία – εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνεται καλὸ μόνο στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια, καὶ ἄρα ἀληθινὸ καλὸ εἶναι τὸ κατὰ Θεὸν καλό.
Ἂς ἀποκτήσουμε τὰ πνευματικὰ κότσια νὰ χρεώνουμε τὶς ἐθνικές μας ἀποτυχίες στὴ δική μας πλάτη – ὅπως ἐξάλλου μᾶς ἀξίζει – καὶ τὶς ἐθνικές μας ἐπιτυχίες στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ – γιατί ἐξάλλου μᾶς τὸ ἐπέτρεψε ὅταν οἱ δικές μας πλάτες δὲν θὰ ἄντεχαν ἄλλο βάρος. Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ὁ ἀγαπημένος Στρατηγὸς Μακρυγιάννης, πιὸ μπαρουτοκαπνισμένος ἀπὸ ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἐξυπνάκηδες (ἐμένα πρῶτο, φυσικά), ξεκαθάρισε μερικὲς κατὰ τὰ φαινόμενα ἀναιτιολόγητες νίκες: «Ὁ Θεὸς τοὺς τύφλωσε τὸν νοῦ καὶ δὲν ἔβλεπαν τί ἔπρεπε νὰ κάνουν καὶ δὲ μᾶς πετσόκοψαν ὅλους».
Ἡ φιλοπατρία ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ σήμερα, στὸν καιρὸ εἰρήνης. Νὰ θέλω μόνος μου τὸ καλὸ καὶ τοῦ διπλανοῦ μου, νὰ θέλω μόνος μου μὴν κλέβω τὴ θέση κάποιου πιὸ ἄξιου στὸ δημόσιο ἢ στὸν ἰδιωτικό, νὰ θέλω μόνος μου νὰ ἀγαπάω τὴ δουλειά μου καὶ νὰ τὴν τιμήσω λίγο περισσότερο ἀπὸ ὅσο τὴν τιμᾶ ὁ ἐργοδότης μου καὶ ὁ συνάδελφός μου. Νὰ θέλω μόνος μου νὰ πληρώσω τοὺς φόρους πού μοῦ ἀναλογοῦν, οἱ ὁποῖοι ναὶ μὲν θὰ πᾶνε καὶ σὲ ἁμαρτίες τῶν πολιτικῶν (λὲς καὶ δὲν θὰ λογοδοτήσουν κι ἐκεῖνοι στὸν Μέγα Κριτή!) μὰ θὰ πᾶνε ἔστω καὶ λίγα καὶ στὸ φάρμακο τοῦ ἀρρώστου διπλανοῦ μου, στὸ βιβλίο τοῦ φτωχοῦ παιδιοῦ τοῦ διπλανοῦ μου, στὰ χέρια τοῦ παππούλη διπλανοῦ μου ποὺ μόχθησε μιὰ ζωὴ καὶ ἔσκαβε μὲ τίμιο ἱδρώτα καὶ ἔστρωνε μὲ ἀγάπη τὶς λεωφόρους ποὺ σήμερα βαδίζω καὶ φτύνω ἀδιάφορα. Νὰ ξεκινάω ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ἄδικου, ὄχι τοῦ …λυσσασμένου ποὺ ὅλη ἡ κοινωνία τὸν ἔχει ἀδικήσει καὶ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ εἰσπράξει τὰ πάντα τώρα γιατί τοῦ ἀξίζουν δῆθεν τὰ πάντα τώρα.
Κι ἂν τελικὰ πρέπει νὰ χύσω τὸ αἷμα μου γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῆς κοινωνίας μας, ἡ φιλοπατρία μου ἂς συνεχισθεῖ τὸ ἴδιο ἄφοβα, συνειδητοποιημένα καὶ φυσικά, ὅπως ἦταν σὲ καιρὸ εἰρήνης. Ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς σειρῆνες ποὺ θὰ μοῦ ψιθυρίζουν «ὁ ἄλλος δὲν πῆρε ὅπλο, πῆγε στὴν Ἐλβετία, ἐσὺ τί κάνεις ἐδῶ». Σκεπτόμενος πὼς ὅλοι νοιάζονται κρυφὰ ἀπὸ μένα γιὰ τὴν πατρίδα μου, καὶ πὼς μόνος ἐγὼ ἔχω ἀπομείνει κούφιος, ἄχρηστος καὶ ξερὸς νὰ μὴν τὴν ὑπηρετῶ – καὶ πὼς ἂν δὲν ἤμουν ἐγὼ νὰ τῆς φέρομαι τόσο ἀπάνθρωπα καὶ νὰ λερώνω τὴ γῆ της μὲ τὸ πάτημά μου, ἡ πατρίδα θὰ ἦταν καλύτερη. Γι’αὐτὸ καὶ πρὶν τελειώσει καὶ ἡ τελευταία μου ἀνάσα στὸ χῶμα της καὶ βρεθῶ ἀναπολόγητος μπροστὰ στὸν Μέγα Κριτή, ἂς κάνω ὅ,τι περνᾶ ἀπὸ τὸ χέρι μου νὰ ὠφελήσω τὴν πατρίδα, χωρὶς νὰ κοιτάζω ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ τί φαίνεται νὰ κάνει ὁ διπλανός μου γι’ αὐτήν. Ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συγχωρήσει τὴν ἄσχημη καὶ ἄδικη ζωὴ ποὺ ἔχουμε κάνει ὡς κοινωνία. Δοξάζοντάς Τον ποὺ μπορέσαμε κι ἐμεῖς οἱ ἀνίκανοι νὰ σταθοῦμε, ἔστω γιὰ στιγμές, στὰ ἄξια πατήματα τῶν Θερμοπυλῶν. Εὐχόμενοι «γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου». Καὶ εὐγνωμονώντας Τον ἂν γείρει τὴν πλάστιγγα τῆς νίκης σέ μᾶς, ἐνθυμούμενοι ὄχι ὅτι εἴμαστε πιὸ ἄξιοι καὶ χαρισματικοί, ἀλλὰ ὅτι Τοῦ χρωστᾶμε μία παραπάνω εὐκαιρία νὰ διορθώσουμε τὰ στραβά μας.
ΓΙΑ ΤΗΝ Ε.ΡΩ.