Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα

Γράφει ο Γιάννης Σιατούφης

Τα εδάφη που αποτέλεσαν το ελληνικό κράτος το 1830 ανακηρύχτηκαν «εθνική ιδιοκτησία». Έτσι το ελληνικό δημόσιο γίνεται ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας στην Ελλάδα κατέχοντας περίπου το 50% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Το κράτος απαιτούσε από τους αγρότες-ενοικιαστές το 15% της ακαθάριστης παραγωγής ως ενοίκιο για τη μίσθωση. Επίσης απαιτούσε τον παλιό φόρο της δεκάτης κι έναν φόρο ίσο με το 25% της ακαθάριστης παραγωγής. Έτσι η Ελλάδα επέλεξε την πολιτική των «εθνικών γαιών» και δεν έδωσε μια ουσιαστική λύση στο αγροτικό ζήτημα, αλλά το άφησε για αργότερα. Όμως η σύγχυση γύρω από το θεσμικό καθεστώς, η κακή διαχείριση από την πλευρά του κράτους και η χαμηλή παραγωγή έφερε μείωση του φόρου επικαρπίας από την ενοικίαση της γης.

αγροτικές κινητοποιήσεις

Από το 1840 ο αγροτικός κόσμος,  με τη συμπαράσταση πολιτικών, δημοσιογράφων και πολλών πνευματικών ανθρώπων της εποχής απαιτεί την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και τη διανομή των εθνικών γαιών. Έτσι πίστευαν ότι, αποδίδοντας την κυριότητα των εθνικών γαιών στους κατ’ επάγγελμα αγρότες, θα αυξάνονταν η αγροτική παραγωγή, επειδή θα αυξανόταν το προσωπικό ενδιαφέρον των καλλιεργητών μια που τα χωράφια που καλλιεργούσαν θα ήταν πλέον δικά τους. Η αύξηση της παραγωγικότητας θα ωφελούσε και την εθνική οικονομία με την βελτίωση των δημοσίων εσόδων.

Έρχεται λοιπόν η κυβέρνηση Κουμουνδούρου το 1871 και διένειμε εθνικές γαίες σε αγρότες, πράγμα το οποίο άρχισε να έχει ευεργετικές επιδράσεις στην αγροτική παραγωγή. Μάλιστα έχουμε για πρώτη φορά και φυτείες με εξαγωγικά προϊόντα, όπως η κορινθιακή σταφίδα. Η σταφίδα αποτελούσε το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας. Κάλυπτε αυτή το 50% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας τον 19ο αιώνα. Μετά το 1878, οπότε η γαλλική οινοπαραγωγή υπέστη καταστροφή από τη φυλλοξήρα, η κορινθιακή σταφίδα μπήκε και στη γαλλική αγορά, γιατί μέχρι τότε εξάγονταν κυρίως στην Αγγλία. Οι Εγγλέζοι τη χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή της περίφημης αγγλικής πουτίγκας.

Ο Κουμουνδούρος έκανε για πρώτη φορά διανομή αγροτικής γης
Ο Κουμουνδούρος έκανε για πρώτη φορά διανομή αγροτικής γης

Το 1890, όμως, η γαλλική οινοπαραγωγή  αποκαταστάθηκε και σε συνδυασμό με την επιβολή δασμών, την πτώση της ζήτησης και της τιμής της σταφίδας και την υπερπαραγωγή της χρονιάς 1892-1893 έφεραν μεγάλη ζημιά στην ελληνική οικονομία. Η σταφιδική κρίση με τη μείωση του ξένου συναλλάγματος συνέβαλε ως ένα σημείο και στην κήρυξη πτώχευσης από το ελληνικό κράτος το 1893. Έδειξε με τον πιο εμφαντικό τρόπο ότι η αγροτική παραγωγή έπρεπε να προσανατολιστεί σε νέες παραγωγές ξεπερνώντας όλες τις παλιές αγροτικές δομές. Η κρίση του 1893 ανάγκασε τους σταφιδοπαραγωγούς της Πελοποννήσου είτε να μεταναστεύσουν στην Αμερική για την εξεύρεση εργασίας είτε στην περιοχή της Αθήνας, η οποία μετατρέπεται στο νέο οικονομικό κέντρο της χώρας με τις μεταποιητικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην περιοχή.

Πριν όμως τη σταφιδική κρίση προηγήθηκε η προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το 1881. Οι Τούρκοι ιδιοκτήτες του θεσσαλικού κάμπου μεταβίβασαν τις ιδιοκτησίες τους σε μεγάλους Έλληνες εμπόρους και χρηματιστές του εξωτερικού. Οι Έλληνες της διασποράς απέκτησαν μεγάλες περιουσίες, ενώ οι καλλιεργητές έχασαν όποια προνόμια είχαν από το Οθωμανικό δίκαιο. Έγιναν απλοί μισθωτές της γης. Όταν έληγε το μισθωτήριο συμβόλαιο, ο μεγαλογαιοκτήμονας μπορούσε να τους διώξει από το τσιφλίκι του.

Το ελληνικό κράτος δεν ενδιαφέρθηκε να περιορίσει τη μεγάλη ιδιοκτησία. Ο Χ. Τρικούπης, υπό την πίεση των μεγαλογαιοκτημόνων-πλούσιων Ελλήνων του εξωτερικού, άλλαξε την πολιτική του ελληνικού κράτους και πήρε μέτρα προστασίας των τσιφλικιών με τη δικαιολογία ότι: «… αν επιβάλωμεν την διανομήν των κτημάτων εις τους καλλιεργητάς, όπως μου το ζητείτε, θα εκδιώξωμεν εξ Ελλάδος το χρήμα των Ελλήνων του εξωτερικού… η κατάσταση να παραμείνη ως έχει διότι τούτο απαιτούν τα γενικώτερα συμφέροντα της χώρας».

Αποτέλεσμα είχαμε την έναρξη συγκρούσεων μεταξύ τσιφλικούχων και κολίγων από το 1881 έως το 1910 (δολοφονία Μ. Αντύπα το 1907, σύγκρουση στο Κιλελέρ το 1910). Η αντίδραση των κολίγων εναντίον των αυθαιρεσιών των τσιφλικάδων μετατράπηκε σε ένα κίνημα που είχε υποστήριξη και στα αστικά κέντρα με κεντρικό αίτημα τη διανομή της γης στους αγρότες.

Μικρασιάτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε αγροτικές περιοχέ
Μικρασιάτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε αγροτικές περιοχέ

Όλα τα παραπάνω άλλαξαν στον Μεσοπόλεμο. Ο αγροτικός πληθυσμός της χώρας γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη με την αγροτική μεταρρύθμιση, την εγκατάσταση των προσφύγων, την ίδρυση του Υπουργείου Γεωργίας το 1917, τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, τη χορήγηση δανείων στους αγρότες από την Εθνική Τράπεζα, την ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας το 1929, τα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα στην επαρχία, την εφαρμογή της πολιτικής της αυτάρκειας σε αγροτικά προϊόντα και την εγκατάλειψη παραδοσιακών καλλιεργειών προς όφελος νέων εξαγωγικών προϊόντων.

Συγκεκριμένα εγκαταστάθηκαν πολλοί μικρασιάτες  πρόσφυγες σε αγροτικές περιοχές με αποτέλεσμα να διπλασιαστούν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις και να έχουμε εντυπωσιακή αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Επίσης στράφηκαν οι αγρότες σε νέες καλλιέργειες που είχαν μεγάλη εξαγωγική δυναμική, όπως το βαμβάκι και ο καπνός, και περιόρισαν την καλλιέργεια της σταφίδας. Μάλιστα, ενώ η καπνοκαλλιέργεια καταλάμβανε μόνο το 4% της καλλιεργήσιμης έκτασης, συμμετείχε όμως κατά 20% στο γεωργικό εισόδημα και αποτελούσε το 50% των εξαγωγών της χώρας. Τέλος οι μεσοπολεμικές κυβερνήσεις είχαν θέσει ως στόχο την επάρκεια της χώρας σε σιτηρά και τη δημιουργία αυτόνομων οργανισμών που θα συγκέντρωναν και θα απορροφούσαν τα πλεονάσματα της παραγωγής εξασφαλίζοντας έτσι ικανοποιητικές τιμές για τους αγρότες.

Μεταπολεμικά η χώρα μας στράφηκε στη γρήγορη εκβιομηχάνιση, εις βάρος της γεωργίας. Τα αγροτικά προϊόντα μεταφέρθηκαν στον βιομηχανικό τομέα της οικονομίας και η περιοριστική πολιτική που καθήλωσε τις τιμές βασικών αγροτικών προϊόντων ανάγκασε πολλούς αγρότες να μεταναστεύσουν ή να μεταφερθούν στα αστικά κέντρα προς αναζήτηση νέας εργασίας.

Η μεταπολίτευση και η είσοδος της χώρας στην Ενωμένη Ευρώπη έφερε νέα δεδομένα. Η επικράτηση του κομματισμού στον αγροτικό χώρο και του λαϊκισμού μετέτρεψε τις σχέσεις αγροτών και αγροτικών οργανώσεων με το κράτος σε ιδιαίτερα στενές και εξαρτώμενες. Με την πολιτική των αγροτικών επιδοτήσεων για την ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος και την παρακίνηση των συνεταιρισμών σε δράσεις που τους οδήγησαν σε χρεοκοπία ήταν γεγονότα που έφεραν καθυστέρηση στον διαρθρωτικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής γεωργίας.

Στις μέρες μας με την παγκοσμιοποίηση της αγοράς τροφίμων, την πρόοδο της βιοτεχνολογίας και τις αλλαγές στον τρόπο παραγωγής, μεταποίησης, διακίνησης και διάθεσης των αγροτικών προϊόντων γίνεται επιτακτική η ανάγκη του εκσυγχρονισμού της ελληνικής γεωργίας.

ΠΗΓΗ