Λες και δεν παράγουμε απολύτως τίποτα σ’ αυτή τη χώρα, εισάγουμε από τρίτες χώρες.
Γράφει ο Νίκος Τσιαμτσίκας
Μαλακό στάρι στο 80% των αναγκών μας για την παραγωγή ψωμιού, Χοιρινό κρέας καλύπτοντας το 65% της ζήτησης στην αγορά και μοσχαρίσιο κρέας σε ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες καλύπτοντας το 80% της εγχώριας ζήτησης αντιστοίχως.
Εισάγουμε γαλακτοκομικά στο 50% της κάλυψης των αναγκών της αγοράς, κίτρινα τυριά, ζωοτροφές, κυρίως σόγια και καλαμπόκι, ξηρούς καρπούς από την Κίνα, όσπρια από τον Καναδά, μέλι από Λιθουανία, κρεμμύδια από Τουρκία, λεμόνια απ’ το Ισραήλ, την Αργεντινή και την Αλβανία.
Ακόμη, πατάτες από Αίγυπτο, ντομάτες απ’ τα Σκόπια, μήλα από τη Χιλή και ζάχαρη από τη Σερβία.
Κι όλα αυτά επειδή το κόστος παραγωγής στην Ελλάδα είναι απαγορευτικό για χαμηλές τιμές καταναλωτή, γεγονός που ευνοεί τους αγρότες των υπόλοιπων χωρών.
Οι δικοί μας αγρότες είναι ευτυχείς μόνο όταν εξάγουν και οι ίδιοι την παραγωγή τους όπως στην περίπτωση του ελαιόλαδου που το δίνουν στην Ισπανία με 8 ευρώ το λίτρο και περιμένουν να πάει στα 10 ευρώ σε λίγες ημέρες.
Οι αθρόες εισαγωγές ευνοούν μόνο τους εισαγωγείς που μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών οι οποίοι λειτουργούν με τις ευλογίες των κυβερνήσεων καθώς θέλουν να υπάρχουν στα ράφια προϊόντα και τρόφιμα με όσο το δυνατόν χαμηλότερες τιμές.
Με αυτή τη λογική ωστόσο, οι Έλληνες αγρότες εγκατέλειψαν τα χωράφια τους, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τους τευτλοπαραγωγούς της ευαίσθητης περιοχής της Θράκης που από περίπου 400.000 στρέμματα που καλλιεργούσαν πριν από μια δεκαετία έφτασαν πλέον να καλλιεργούν μόλις περίπου 58.000 στρέμματα, ενώ ο αριθμός τους από 20.336 παραγωγούς ,έφτασε το 2022 στους μόλις 2.133 . Κι αυτό τα λέει όλα.