Καλοκαιρινό πρωινό στον Πανορμίτη της Σύμης

Κείμενο: Νεκταρία Π.
 
Βλέμμα αγνό, ταπεινό κι ανυπότακτο να εκτοξεύεται μέσα από δύο μάτια σμαραγδένιας λίμνης, Μαλλιά έβενου, άλλοτε ξέπλεκα, άλλοτε μαζεμένα μεταξύ τους, χωρίς παρέμβαση φτιασιδώματος, να κυματίζουν με αέρα, να λούζονται με δάκρυα, να αγγιζουν χώμα σε εδαφιαίες μετάνοιες, να μοσχοβολούν θάλασσα, βουνὀ, βότανα κι αγριολούλουδα. Ψηλός, με περπατησιά από τα χρόνια του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, αυτή που έδεσε το πριν και το μετά του τώρα της γης των ηρώων και των Αγίων. Χέρια που μπορούν να κρατούν σπαθί και κομποσκοίνι μαζί. Μαύρο ράσο, ξεθωριασμένο από αλμύρα, ξεβοτάνισμα ψυχής κι αγρού, μπαλωμένο στου γόνατου τη σμίξη με το έδαφος, εκεί που ο ουρανός κατέβαινε στης γης το στήθος καθώς δεχὀταν προσευχή και ικεσία. Όλα πάνω του ασκητικά, γυμνασμένα, ποτισμένα με ιδρώτα ψυχής που ένωση με το θείο έρωτα ποθεί κἀθε της ζήσης του στιγμής.
Σαν ξάφνιασμα της φύσης χανὀταν σε δάσος και θαλασσινά βράχια κάθε που αποζητούσε να προσευχηθεί μόνος του ενώπιον του δημιουργού Του, όχι μόνο για την ψυχή του, αλλά και όλους τους χριστιανούς. Και για το δεύτερο πιότερο πονούσε. Ήταν καιρός από τότε που απαρνήθηκε επιστήμη κι εγκόσμια. Θέση σε επιστημονικό θρόνο που δύο-τρεις στον κόσμο την είχαν σε ξένη, μεγάλη ήπειρο. Του έταξαν τριπλάσια, τετραπλάσια, όμως η μεγάλη συνάντηση είχε ήδη γίνει εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό στον Πανορμίτη της Σύμης. Ένα προσκύνημα- η παρέα το είχε προτείνει… αυτός τί ήταν μέχρι τότε; ο χριστιανός του αντίδωρου των 4-5 φορών στο χρόνο. Όμως εκείνο το πρωινό βγαίνοντας στο χρυσό ήλιο κάποιας γωνιάς της Μονής ένοιωσε την αλλοίωση σε ὀψη και σωθικά. Η καρδιά του δε χωρούσε σε καμία επιστροφή.
Μοναχός ασκητής τώρα να δέεται υπέρ της άνωθεν ειρήνης, υπέρ των μισούντων και αγαπώντων ημάς, υπέρ της των πάντων ενώσεως. Ζωή αγγελική σε τούτη τη γη που οι ωμοί της δεν αντέχουν άλλη αδικία κι αμαρτία, που είναι όμορφη κι αποκρουστική συνάμα. Και το θαύμα να γίνεται ο ουράνιος κλέφτης διψασμένων ψυχών για να οδηγήσει στο φωτεινότερο του σύμπαντος ξέφωτο.
[Αφιερωμένο στους στρατιώτες του Χριστού, που δέονται για όλους εμάς κι η προσευχή τους κρατάει και συνέχει την πατρίδα μας. Ή αλλιώς… στον άγνωστο μοναχό…]