Eις τον Παράμονον.
Ὁ Παράμονος νύπεταί σοι Χριστέ μου.
Γνοὺς γὰρ Θεὸν μόνον σε, σοὶ θνῄσκει μόνῳ.
Eις τους τριακοσίους εβδομήκοντα.
Ξίφει κεφαλὰς ἄνδρες ἑπτάκις δέκα
Σὺν ἐξαπλῇ διδοῦσι πεντηκοντάδι.
Παράμονον δ’ ἐνάτῃ κτάνον εἰκάδι ἔγχεα μακρά.
Ο Άγιος Παράμονος μαρτύρησε μαζί με άλλους 370 χριστιανούς στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος, που είχε κάνει πολλούς φόνους χριστιανών. Τότε λοιπόν, κοντά στον ποταμό Τίγρη υπήρχαν ιαματικά λουτρά. Στα λουτρά αυτά είχε πάει και ένας φανατικός λάτρης των ειδώλων, ο άρχων Ακυλίνος. Όταν έκανε θυσίες στο ναό της Ίσιδος, έδωσε διαταγή να συμμετέχουν σ’ αυτές ο Παράμονος και άλλοι 370 χριστιανοί, που είχαν συλληφθεί και τους κρατούσαν φυλακισμένους. Όλοι όμως αρνήθηκαν. Και ενώ γίνονταν οι ειδωλολατρικές θυσίες, οι πιστοί του Χριστού έψαλλαν «ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς» (Προς Εφεσίους, ε’ 19) στο Σωτήρα τους. Ο Ακυλίνος, εξαγριωμένος από τη στάση τους, διέταξε να τους σκοτώσουν. Όρμησαν εναντίον τους οι στρατιώτες, και κτυπώντας τους με τις λόγχες, καταξέσχισαν τα σώματα τους. Έτσι, μαρτυρικά και ένδοξα παρέδωσαν όλοι τη γενναία ψυχή τους στο στεφανοδότη Χριστό.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι’ ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Παράμονος, καρτερικῶς ἐναθλῶν, τοῖς ῥείθροις τοῦ αἵματος, πολυθεΐας πυράν, ἐνθέως κατέσβεσεν· ὅθεν τῶν ἰαμάτων, εἰληφὼς θείαν χάριν, δαίμονας ἀπελαύνει, καὶ νοσήματα παύει αὐτοῦ Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.