Τῷ κυματώδει μικρὸν ἐμπρέψας βίῳ,
Λύῃ Μιχαήλ, οἷα κούφη πομφόλυξ.
Εἰκάδι ἐν τριτάτῃ Μιχαὴλ ἀναδέδραμεν ἐκ γῆς.
Ο Όσιος Μιχαήλ, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα του Αρμένιου και καταγόταν από πλούσια και αρχοντική οικογένεια, από τα Σύναδα της Φρυγίας. Σπούδασε με ζήλο τα ιερά γράμματα και στη συνέχεια έφθασε στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του.
Εκεί συνδέθηκε με ένα φημισμένο πνευματικό άνθρωπο το Θεοφύλακτο (βλέπε 8 Μαρτίου), και αποφάσισαν να αφοσιωθούν στην άσκηση της σάρκας και τη μελέτη των Θείων Γραφών. Αποσύρθηκαν σε κάποιο μοναστήρι στον Εύξεινο Πόντο το οποίο είχε ιδρύσει ο Πατριάρχης Ταράσιος, ο οποίος φωτισθείς από το Άγιο Πνεύμα, τους υποδέχθηκε εγκάρδια και πολύ γρήγορα τους χειροτόνησε πρεσβυτέρους.
Στη συνέχεια, ο μεν Θεοφύλακτος εξελέγη επίσκοπος Νικομήδειας, ο δε Μιχαήλ επίσκοπος Συνάδων.
Από τη θέση του Επισκόπου ο Μιχαήλ έλαμψε πνευματικά. Δυναμικός μαχητής της πίστης, δίδασκε καθημερινά το λόγο του Θεού, κήρυττε, νουθετούσε και βοηθούσε δυναμικά τους πτωχούς, τους πάσχοντες και τους αδυνάτους. Διακρίθηκε επίσης για την προσήλωσή του στα ορθόδοξα δόγματα και την σφοδρή καταπολέμηση των αιρετικών διδασκαλιών.
Όταν ο αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος, κήρυξε διωγμό εναντίον όσων υπερασπιζόταν τις ιερές εικόνες, ο Μιχαήλ με γενναιότητα αντιτάχθηκε στη προκλητική αυτή ενέργεια του αυτοκράτορα. Εξοργισμένος ο Λέων έδωσε εντολή να φυλακισθεί σε ένα φρούριο, το οποίο ονομαζόταν Ευδοκιάς.
Ο Όσιος όμως συνέχιζε να διακηρύσσει την αλήθεια με αντίτιμο συνεχείς εξορίες κακουχίες και στερήσεις για να καταλήξει σε κάποια ανθυγιεινή περιοχή όπου από τις ταλαιπωρίες παρέδωσε την αγία ψυχή του ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού.
Την κάρα του Αγίου Μιχαήλ αποθησαυρίζει η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος, που της παραχωρήθηκε με χρυσόβουλο από τους βασιλείς Βασίλειο και Κωνσταντίνο.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεῷ ἀναθεμένος, τὴν σὴν ζωὴν ἐκ παιδός, ποιμὴν ἀνηγόρευσαι, καὶ Ἱεράρχης σεπτός, Χριστοῦ ἱερώτατε· ὅθεν τὴν τοῦ Δεσπότου, ὡς τιμήσας Εἰκόνα, θλίψεις ἐν ἐξορίαις, Μιχαὴλ καθυπέστης· καὶ νῦν ἀναπηγάζεις ἡμῖν, ῥεῖθρα ἰάσεων.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἤλιος, ἐξανατείλας, καταυγάζεις ἅπαντας, τῶν ἀρετῶν σου τῷ φωτί, καὶ τῶν θαυμάτων ταῖς λάμψεσι, θαυματοφόρε, Ἀγγέλων ὁμώνυμε.
Μεγαλυνάριον
Κλῆσιν ἀγγελώνυμον ἐσχηκώς, ἰσάγγελος ὤφθης, ἐν τῷ κόσμῳ μετὰ σαρκός, ὡς ἱερομύστης, καὶ στῦλος Ἐκκλησίας· ἔνθεν ὦ Μιχαήλ σε, Χριστὸς ἐδόξασε.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἱέρευσας σαυτόν, διὰ βίου τελείου, καὶ ὤφθης Ἱερεύς, τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, παρ’ οὗ δυναμούμενος, αἱρετίζοντα στόματα, ἀπεφίμωσας, κατὰ Χριστοῦ τῆς εἰκόνος, ἀνοιγόμενα, καὶ διωκόμενος Πάτερ, τὸν δρόμον τετέλεκας.