ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ

Λογγιβάρδοι-Λογγοβάρδοι-Λομβαρδοί

(Langobardi-Langobards-Lombards)

Θεοδώρου Λ. Κουτσιώρα,  Θεολόγου

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 

     Ὁ χρυσὸς δικέφαλος ἀετός,  μέσα σὲ πορφυρὸ φόντο, γνωρίζουμε ὅτι  ἀποτελοῦσε καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια σύμβολα τῆς Ρωμηοσύνης.Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, συμβόλιζε τὴν ἀνατολικὴ καὶ τὴ δυτικὴ Ρωμηοσύνη, δηλ. τὰ δύο ἰσότιμα τμήματα τῆς  αὐτοκρατορίας, τὰ ὁποῖα ὁ ἅγιος καὶ μέγας αὐτοκράτορας  τοῦ Γένους Θεοδόσιος ἀνέθεσε  τὸ 395 μ.Χ. στὰ παιδιά του, γιὰ τὰ ὁποῖα φρόντισε ἰδιαίτερα νὰ παιδαγωγηθοῦν μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Ἀρκάδιος ἀνέλαβε τὴ διακυβέρνηση τῆς Ἀνατολῆς καὶ ὁ Ὁνώριος τὴ Δύση. Ἀνατολὴ καὶ Δύση εἶχαν κοινὸ σκοπὸ καὶ ἐπιδίωξη, δηλ. οἱ πολίτες νὰ ζοῦν εἰρηνικὰ καὶ μὲ τὸν πιὸ ὑψηλὸ πολιτισμὸ τῆς Οἰκουμένης.

     Γλωσσικὸς ἐθνικισμὸς καὶ ἐπαρχιακὸς ρατσισμός, μέσα σ΄ αὐτὸ τὸν πολιτισμό, ἦταν καὶ εἶναι ἀδιανόητος. Στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο μέχρι τὸν Ἰουστινιανὸ ἐπίσημη γλῶσσα ἦταν τὰ λατινικά, ὅμως περισσότερη συμπάθεια ὑπῆρχε πρὸς τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία καὶ τελικὰ ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου ἐπικράτησε ὁριστικά. Στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ στὴν ἐπικράτεια τῆς Παλαιᾶς Ρώμης παρατηροῦμε ἀρχικὰ  μία εὔνοια πρὸς τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἐνῶ παράλληλα μιλοῦσαν  καὶ τὰ λατινικά. Ἀργότερα ἡ λατινικὴ ἔγινε ἡ κυρίαρχη γλῶσσα, ἐνῶ ἡ ἑλληνικὴ διδασκόταν  ὡς δεύτερη πιὸ σημαντικὴ γλῶσσα. Τὸν 8ο μ.Χ. αἰῶνα στὴ Ρώμη ὑπῆρχαν 38 ὀρθόδοξα  μοναστήρια ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ 10 ἦταν ἑλληνόφωνα!

 Ἡ ἱστορικὴ ἐποχὴ πού μᾶς ἀπασχολεῖ  καὶ ἔχει σχέση μὲ τοὺς Λογγοβάρδους εἶναι ὁ 6ος, ὁ 7ος καὶ ὁ 8ος αἰώνας. Στὴν  ἐποχὴ αὐτὴ ἡ Ἀνατολὴ μιλάει Ρωμαίϊκα, δηλ. ἑλληνικά, ἀλλὰ κατανοεῖ τὰ λατινικά, ἐνῶ ἡ Δύση μιλάει  ρωμαϊκά, δηλ. λατινικά, ἀλλὰ κατανοεῖ καὶ τὰ ἑλληνικά.

 

ΟΙ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΟΙ

     Οἱ Λογγοβάρδοι  ὑπῆρξαν  ἱστορικὰ ἕνα γερμανικῆς προέλευσης  φυλετικὸ καὶ νομαδικὸ ὑποσύνολο,  χωρὶς ἑνιαία πολιτιστικὴ συνοχή. Κύρια στοιχεῖα ἑνότητας θεωροῦνταν ἡ πολεμικὴ ἐξάσκηση, οἱ ἐπιδρομές, ἡ βαρβαρότητα, ὁ ἐπεκτατισμὸς καὶ ἡ ἀπόκτηση πλουτισμοῦ διὰ παντὸς μέσου. Τὸ 552 μ. Χ. οἱ Λογγοβάρδοι νίκησαν τοὺς  Ὀστρογότθους καὶ γιὰ τρεῖς περίπου αἰῶνες, δίκην χιονοστιβάδας, ἔγιναν ἡ θεομηνία τῆς δυτικῆς Ρωμηοσύνης στὴν περιοχὴ τῆς Ἰταλίας.  Νὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἀπὸ τὸ 476 μ. Χ. στὴ Δύση ὑπάρχει κενὸ πολιτικῆς ἐξουσίας.

     Ἡ ἀνατολικὴ Ρωμηοσύνη,  κατὰ τοὺς ἴδιους αἰῶνες, 6ο, 7ο καὶ 8ο, συνεχῶς ἀπειλεῖται  καὶ τὰ  σύνορά της παραβιάζονται  ἀπρόκλητα καὶ ἀδικαιολόγητα  ἀπὸ Ἀβάρους, Πέρσες, Σαρακηνούς κ.ἄ. Παρ΄ὅλα αὐτὰ ἡ ἀνατολικὴ Ρωμηοσύνη, στὰ μέτρα τοῦ ἐφικτοῦ, προσπαθεῖ  μὲ στρατιωτικὲς ἐνισχύσεις ἢ νὰ ἀμυνθεῖ ἢ νὰ ἀπωθήσει τὰ ἐχθρικὰ φῦλα τῶν Λογγοβάρδων, συμπαραστεκόμενη στὸ  σκληρὰ  δοκιμαζόμενο ἀδελφικὸ κομμάτι τῆς δυτικῆς Ρωμηοσύνης. Ὁ Ἰουστινιανὸς ἐπιστρατεύει τοὺς δύο ἀξιόλογους στρατηγούς του, Ναρσῆ καὶ Βελισσάριο,  ὥστε νὰ ἐπανακτήσουν τὰ κατακτημένα ἐδάφη της. Τὸ 751 μ. Χ. οἱ Λογγοβάρδοι καταλύουν καὶ τὸ  Ἐξαρχᾶτο τῆς Ραβέννας, τὸ προπύργιο τῆς Ρωμηοσύνης στὴ  Βόρεια  Ἰταλία.  Τὸ 774 μ. Χ. οἱ ὁμόφυλοι τῶν Λογγοβάρδων  Φράγκοι τοῦ Καρλομάγνου, μετὰ ἀπὸ αἱματηρὲς μάχες,  τοὺς ὑποτάσσουν καὶ ὅτι ἀπέμεινε ἀπὸ τοὺς Λογγοβάρδους σβήνει τὸν 11ο αἰ. ἀπὸ τοὺς Νορμανδούς.

     Ἀπὸ θρησκευτικῆς πλευρᾶς οἱ  ὀρδὲς τῶν Λογγοβάρδων, γιὰ τοὺς ὁποίους γίνεται  λόγος, διακρίνονται σὲ δύο κατηγορίες. Ἡ πρώτη κατηγορία  ἀποδέχτηκε τὴν ἀρειανικὴ αἵρεση. Μία αἵρεση ἡ ὁποία ἀμφισβητοῦσε τὴ Θεϊκὴ φύση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὁποία αἵρεση καταδίκασε, μὲ πρωτοβουλία τοῦ αὐτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνου, σύσσωμη  ἡ Ρωμηοσύνη τὸ 325 μ. Χ. μὲ τὴν  Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, πού ἔγινε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἡ δεύτερη κατηγορία τῶν Λογγοβάρδων ἀνῆκε στὴν παμπάλαια ἀσέβεια τοῦ παγανισμοῦ πού ἐμπιστευόταν τὰ πνεύματα τοῦ δάσους καὶ στὰ ὁποῖα πρόσφερε λατρεία καὶ αἱματηρὲς θυσίες.

ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΟΙ ΚΑΙ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ

     Μαῦρες σελίδες ἔχουν γραφτεῖ  γιὰ τοὺς Λογγοβάρδους στὴ διαχρονικὴ ἱστορία τῆς Ρωμηοσύνης. Στὶς ληστρικὲς  ἐπιδρομὲς τους κατέσφαξαν ἀνελέητα τὸ πολυπληθὲς καὶ πολύπαθο Γένος  τῶν Ρωμιῶν.   Πολιόρκησαν καὶ ἐρήμωσαν πόλεις  ἀπ΄τὶς ὁποῖες ἐλάχιστοι διασώθηκαν. Γκρέμισαν κάστρα, πυρπόλησαν  Ἐκκλησίες, διέλυσαν ἀνδρικὰ καὶ γυναικεία ὀρθόδοξα μοναστήρια.

     Ἔφευγαν ἀλλόφρονες οἱ φιλήσυχοι  Ρωμιοὶ νὰ κρυφτοῦν, σὰν τὰ ἀγρίμια, στὰ πιὸ ἀπίθανα καὶ ἀνυποψίαστα μέρη, ὥστε νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸ ἐπαίσχυντο ξῖφος τῶν Λογγοβάρδων. Ἡ θέα καὶ μόνο αὐτῶν τῶν βαρβάρων προκαλοῦσε τὴ φρίκη, τὸν τρόμο καὶ τὸν πανικό. Ἡ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τῶν Ρωμαίϊκων μοναστηριῶν, πού δὲν ὑποδουλώθηκαν στὸν κατακτητή, ἔγιναν τὸ καταφύγιο τῶν κατατρεγμένων Ρωμιῶν τῆς Δύσης.

     Ὅταν οἱ Λογγοβάρδοι συλλάμβαναν καλογήρους μας τοὺς τυραννοῦσαν καὶ τοὺς βασάνιζαν ἀπάνθρωπα μέχρι θανάτου, ζητώντας θησαυροὺς καὶ χρυσάφι. Ἀκόμα καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης, χωρὶς  ὑπερβολή, συνταράσσονταν ἀπὸ τίς αἱματοχυσίες καὶ τὶς σφαγὲς πού προκαλοῦσαν στοὺς  κατακτημένους. Πολλοὶ Λογγοβάρδοι ἐξαιτίας τῆς βάρβαρης συμπεριφορᾶς τους καὶ τῶν ἀνατριχιαστικῶν ἐγκλημάτων δαιμονίζονταν. Ἦταν ἕνα σημάδι τοῦ Θεοῦ νὰ διαπιστώσουν οἱ δοκιμαζόμενοι ὁμογενεῖς μας τῆς Δύσης ὅτι αὐτοὶ οἱ ἐπιδρομεῖς ὑπηρετοῦν τὸν Ἀντικείμενο. Ἦταν ἕνα σημάδι νὰ συναισθανθοῦν οἱ Λογγοβάρδοι τὰ πονηρά τους ἔργα καὶ ἕνα σημάδι ἐπίσης νὰ ἀποθαρρύνονται, ὅταν σχεδίαζαν βεβήλωση ἁγίων καὶ ἱερῶν τόπων τῶν Ὀρθόδοξων Ρωμηῶν. 

Η ΑΡΧΟΝΤΙΑ ΤΩΝ ΡΩΜΗΩΝ ΚΑΙ Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΡΕΙΑΝΩΝ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΩΝ

     Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη  ἑορτάζεται στὶς 12 Μαρτίου εἶναι ὁ ἱδρυτὴς ἕξι μοναστηριῶν στὴν περιοχὴ τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Σικελίας. Αὐτὸς λοιπὸν διηγεῖται:   

     Κάποτε  οἱ  Ἀρειανοὶ  Λογγοβάρδοι,  πού συνέβαινε νὰ εὐλαβοῦνται  πολὺ τὸν Ἰωάννη Βαπτιστή, συνέλαβαν,  στὴν περιοχὴ τῆς Ἰταλίας,  πολλοὺς  Ρωμιοὺς αἰχμαλώτους. Συνέλαβαν  καὶ τὸν πρεσβύτερο(ἱερέα) τῆς Νουρσίας Σάγκτουλο καθὼς καὶ ἕνα διάκονο, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν μᾶς διασώζεται. Οἱ Λογγοβάρδοι εἶχαν ἀποφασίσει σύντομα νὰ ἐκτελέσουν τὸ διάκονο. Ὁ Σάγκτουλος,  ὅταν τὸ ἔμαθε, σκέφθηκε νὰ τὸν ἐλευθερώσει κρυφά. Ζήτησε ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς νὰ τὸν προσέχει καὶ ἐκεῖνοι ἔκαναν τὴν παραχώρηση μὲ τὴν ὑπόσχεση πώς , ἂν δραπετεύσει ὁ διάκονος, τότε θὰ ἐκτελεστεῖ ὁ ἴδιος ἀντὶ γιὰ ΄κεῖνον. Ὅταν βράδιασε καὶ οἱ Λογγοβάρδοι ἀποκοιμήθηκαν κατάκοποι, ὁ Σάγκτουλος βρῆκε μία εὐκαιρία καὶ ἐλευθέρωσε τὸ διάκονο πού, ὅπως ἦταν ἑπόμενο,  εἶχε τοὺς δισταγμούς του.

     Τὴν ἄλλη μέρα πού ξύπνησαν οἱ Λογγοβάρδοι καὶ διαπίστωσαν πώς ὁ κρατούμενος διάκονος εἶχε δραπετεύσει ἀποφάσισαν νὰ ἐκτελέσουν τὸν Σάγκτουλο. Τοῦ ζήτησαν νὰ διαλέξει τὸν τρόπο τῆς θανάτωσής του καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:    -Εἶμαι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Σκοτῶστε με,  μὲ ὅποιον τρόπο ἐπιτρέψει ὁ Κύριος. Οἱ Λογγοβάρδοι ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἐκτελέσουν μὲ ἀποκεφαλισμό, χωρὶς νὰ κάνουν χρήση βασανιστηρίων. Συγκεντρώθηκαν λοιπὸν ὅλοι τους, σχημάτισαν κύκλο γύρω του καὶ ἕνας γεροδεμένος καὶ ἁρματωμένος Λογγοβάρδος ἐπιλέχτηκε νὰ γίνει ὁ δήμιός του. Ὁ Σάγκτουλος τοὺς παρακάλεσε  νὰ τοῦ δώσουν λίγο χρόνο γιὰ προσευχὴ καὶ μετὰ θὰ εἶναι στὴ διάθεσή τους. Ἐκεῖνοι συμφώνησαν καὶ ὁ Σάγκτουλος γονάτισε καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται θερμά. 

     Ὁ δήμιος ὅμως ἦταν ἀνυπόμονος, τὸν σκούντηξε μὲ τὸ πόδι του, εἰδοποιώντας τον πώς καθυστερεῖ. Τοῦ ζήτησε νὰ ἁπλώσει τὸ κεφάλι του ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ στὴν ἀποτομή. Ὁ Σάγκτουλος  γονατιστὸς ἅπλωσε τὸ κεφάλι καὶ βλέποντας τὸ ξῖφος τοῦ δημίου νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ θηκάρι του, μὲ ἔντονη φωνὴ, εἶπε τὰ λόγια: 

 -Ἅγιε Ἰωάννη Πρόδρομε, δέξου τὴν κεφαλή μου.      

Τὸ γυμνωμένο σπαθὶ τοῦ Λογγοβάρδου  ὑψώθηκε μὲ σκοπὸ νὰ  κατεβεῖ  μὲ δύναμη στὸν αὐχένα τοῦ ἥρωα πρεσβυτέρου, ἀλλὰ προέκυψε κάτι τὸ θαυμαστὸ καὶ  ἀπίστευτο. Τὸ ὑψωμένο χέρι  πού  κράδαινε σφιχτὰ τὸ κοφτερὸ ξῖφος, ὀρθωμένο πρὸς τὸν οὐρανό,  αὐτοστιγμεὶ  ἀκινητοποιήθηκε, μένοντας ἀλύγιστο σ΄αὐτὴ τὴ θέση. Οἱ Λογγοβάρδοι σάστισαν ἀπὸ τὴ μορφὴ πού ἔβλεπαν  μπροστά τους. Μὰ ποιὸς εἶναι  αὐτός, ἀναρωτήθηκαν,  πού μὲ τὴν  προσευχὴ καὶ μόνο ἔδεσε τὸ χέρι τοῦ δημίου; Τώρα θαύμαζαν τὴν ἁγιότητά του, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ σηκωθεῖ  ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ ἐπίσης μὲ τὴν  προσευχή του νὰ λύση τὴν παραλυσία στὸ χέρι τοῦ δημίου. Καὶ ὁ Σάγκτουλος ἀπάντησε:                                                                   

 -Δὲν πρόκειται νὰ προσευχηθῶ γιὰ τὸν δήμιο πού μὲ παρακαλεῖται, παρὰ μόνο ἄν μοῦ ὑποσχεθεῖ μὲ ὅρκο ὅτι δὲν θὰ ξανασκοτώσει Ὀρθόδοξο Χριστιανό.

Ἀφοῦ δόθηκαν οἱ ὅρκοι καὶ  οἱ βέβαιες ὑποσχέσεις ὁ Σάγκτουλος τοῦ εἶπε:                                       

 -Κατέβασε τὸ χέρι σου καὶ ξαναβάλε τὸ σπαθὶ στὴ θήκη του.                                                              

 Τὸ χέρι ἀπέκτησε καὶ πάλι τὴν  εὐλυγισία του καὶ λειτούργησε  κανονικά, ὅπως καὶ πρῶτα. Μπροστὰ  στὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ θαῦμα οἱ Λογγοβάρδοι ἔτρεχαν νὰ τοῦ  φέρει ὁ καθένας κάποιο μικρὸ  ἢ μεγάλο δῶρο, ὥστε νὰ τὸν ἔχουν  σύμμαχο καὶ βοηθό. Ὁ Σάγκτουλος ὅμως, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, δὲν  δέχτηκε τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ πού ἀποτελοῦσαν προϊόντα λεηλασίας  ἀπὸ τὶς περιουσίες τῶν Ρωμιῶν. Ἀντίθετα τοὺς εἶπε:

-Μπορεῖτε νὰ μοῦ προσφέρετε  κάτι καὶ τὸ ὁποῖο θὰ δεχτῶ  μὲ χαρά. Θέλω νὰ ἐλευθερώσετε  ὅλους τους αἰχμάλωτους Ρωμιούς,  πού ἔχετε στὰ χέρια σας,  καὶ ἐγὼ σᾶς ὑπόσχομαι πώς  θὰ προσεύχομαι γιὰ σᾶς.

Τέτοια ἦταν πιὰ ἡ ἐμπιστοσύνη  στὸ πρόσωπό του,  πού οἱ Λογγοβάρδοι  ἀποδέχτηκαν τὸ αἴτημα καὶ ὅλοι οἱ αἰχμάλωτοι Ρωμηοὶ μαζὶ μὲ τὸν  Σάγκτουλο ἐλεύθεροι, διὰ τῆς  χάριτος τοῦ Θεοῦ, ξαναγύρισαν καὶ πάλι στὰ σπίτια τους. Νὰ σημειωθεῖ  ὅτι ὁ πρεσβύτερος(ἱερέας) Σάγκτουλος δὲν γνώριζε καθόλου γράμματα, ἀλλὰ βίωνε τὸ γλυκύτατο ρωμαίϊκο ἦθος. Ἔχοντας ἁπλότητα, ἀρχοντιά, εὐσέβεια καὶ ἀγάπη στὴν καρδιά του, ἐκπλήρωνε  μὲ χαρά, τὶς ἐντολὲς  τοῦ θεοῦ καὶ ἔτσι ἀνυψώθηκε  σὲ ἀξιοθαύμαστα πνευματικὰ ὕψη.

     Ἄλλοτε πάλι ἕνας Ἀρειανὸς Λογγοβάρδος  «ἐπίσκοπος» ζητοῦσε ἐπίμονα  ἀπὸ τοὺς κατακτημένους Ρωμιοὺς στὰ βόρεια τῆς Ρώμης νὰ τοῦ  παραδώσουν τὸν Ὀρθόδοξο  ναό  τους. Οἱ  Ὀρθόδοξοι Ρωμιοὶ ὄχι  μόνο ἀρνήθηκαν κατηγορηματικά,  ἀλλὰ ὁ ὑπεύθυνος τοῦ Ὀρθόδοξου  ναοῦ, γιὰ νὰ μὴ βεβηλωθεῖ ὁ  ναός τους ἀπὸ τοὺς ἀλλόπιστους,  ἔσβησε τοὺς λύχνους καὶ τὶς  κανδῆλες τοῦ ναοῦ καὶ ἀφοῦ τὸν  ἀσφάλισε  παρέμεινε μέσα στὸ  ναό. Ὁ Λογγοβάρδος ψευδεπίσκοπος  δήλωσε πώς τὴν ἑπόμενη μέρα θὰ ἅρπαζε μὲ τὴ βία τὸν Ὀρθόδοξο ναό, πού  ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ἀπόστολο Παῦλο. 

Χαράματα ἦταν ὅταν ἔφτασε ἀγανακτισμένος ὁ Λογγοβάρδος αἱρετικὸς ἐπίσκοπος, μαζὶ μὲ πλῆθος ὁμοεθνῶν του, μπροστὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. τοιμάστηκαν νὰ τήν παραβιάσουν καὶ νὰ ἁρπάξουν  τὸν σβηστὸ καὶ ἀσφαλισμένο ναὸ τῶν Ὀρθοδόξων. Πρὶν ὅμως κάνουν τὴν ὁποιαδήποτε κίνηση, αἰσθάνονται νὰ σείεται ἡ γῆ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους.  Ἔκπληκτοι βλέπουν ὅλες τὶς θύρες τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀνοίγουν, τὰ κλεῖθρα τους νὰ κατρακυλοῦν στὸ ἔδαφος, ὅλοι οἱ λύχνοι καὶ οἱ κανδῆλες νὰ ἀνάβουν διὰ μιᾶς, κάνοντας τὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου νὰ φωτοβολεῖ καὶ νὰ λάμπει σὰν νὰ γινόταν πανηγύρι, καὶ τὸν «ἐπίσκοπό» τους τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ τυφλώνεται. Οἱ Λογγοβάρδοι πανικοβλήθηκαν.  Πῆραν τὸν τυφλὸ « ἐπίσκοπό» τους ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἔφυγαν κατατρομαγμένοι γιὰ τὸ καταφύγιο. Ἡ εἴδηση τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ γεγονότος ἁπλώθηκε σὲ ὅλους τούς Λογγοβάρδους. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ  θαυμαστὸ συμβὰν δὲν ξανατόλμησαν νὰ βεβηλώσουν  Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. 

Η ΑΡΧΟΝΤΙΑ ΤΩΝ ΡΩΜΗΩΝ ΚΑΙ Η ΕΥΤΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΓΑΝΙΣΤΩΝ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΩΝ

      Γύρω στὸ 579 μ. Χ. 40 Ρωμιοὶ χωρικοί της Ἰταλίας αἰχμαλωτίστηκαν ἀπὸ παγανιστὲς Λογγοβάρδους. Οἱ Λογγοβάρδοι,  ἀφοῦ ἔκαναν θυσίες στοὺς θεούς τους, ἐξανάγκαζαν τοὺς αἰχμαλώτους νὰ φᾶνε ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα,  δηλ. ἀπὸ τὰ σφάγια τῆς δαιμονολατρείας, διαφορετικὰ θὰ τοὺς θανάτωναν. Καὶ  οἱ  40 αἰχμάλωτοι Ρωμιοὶ  χωρικοὶ ἀντιστάθηκαν μὲ σθένος καὶ ἔμειναν ἀνυποχώρητοι. Τότε οἱ ἀπάνθρωποι Λογγοβάρδοι τοὺς ἐκτέλεσαν ὅλους ἕναν-ἕναν, χωρὶς κανένα οἶκτο. Οἱ  Ὀρθόδοξοι αὐτοὶ χωρικοί, μένοντας ἀμετακίνητοι ἀναδείχτηκαν ἄξιοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀλήθειας, ἀφοῦ προτίμησαν τὸ ξῖφος, παρὰ νὰ ἀσεβήσουν καὶ νὰ προσβάλλουν τὸν ἴδιο τὸ Δημιουργό.

      Τὴν ἴδια ἐποχὴ  παγανιστὲς  Λογγοβάρδοι συνέλαβαν ἄλλους  περίπου 400  ὁμόδοξους αἰχμαλώτους  τῆς δυτικῆς Ρωμηοσύνης. Οἱ παγανιστὲς  Λογγοβάρδοι σχημάτισαν κύκλο γύρω τους καὶ λέγοντας μαγικὲς προσευχὲς θυσίασαν στοὺς δαίμονες  μία κατσίκα καὶ προσκυνοῦσαν τὸ κεφάλι της.                                                                           

     Στὴ συνέχεια ζήτησαν ἀπὸ τοὺς αἰχμάλωτους Ρωμιοὺς νὰ κάνουν καὶ αὐτοὶ τὸ ἴδιο. Ἐπειδὴ οἱ αἰχμάλωτοι Ὀρθόδοξοι ἀρνήθηκαν νὰ προσκυνήσουν τὸ ἱερό τους ζῶο, οἱ ἀδίστακτοι κατακτητὲς Λογγοβάρδοι ἔβγαλαν τὰ σπαθιά τους καὶ ἔσφαξαν σὰν ἀρνιὰ ὅλους τους αἰχμάλωτους Ρωμιούς. Καὶ οἱ 400 ὑπῆρξαν ἐκλεκτοὶ καὶ ἀξιώθηκαν νὰ δεχτοῦν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀκόμα καὶ ἐκεῖνοι πού συνήθως δὲν φαίνονταν νὰ ἀκολουθοῦν μὲ συνέπεια τὴν ὁδὸ τοῦ Εὐαγγελίου. 

ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΑΥΘΑΔΕΙΑΣ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΟΥ.  ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΣΥΝΕΒΗ! 

     Τὸ 968 μ.Χ. ὁ Λογγοβάρδος καὶ  ὀπαδὸς τοῦ Ἀρείου  «ἐπίσκοπος»  Κρεμώνας, ὁ Λιουτπράνδος, τόλμησε να παρουσιαστεί, ὡς διπλωμάτης, στὸν Καππαδόκη αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς Νικηφόρο Φωκᾶ (963-969), ζητώντας γιὰ πρώτη φορὰ τὴν πορφυρογέννητη  βασιλοπούλα καὶ κόρη τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Β΄, Θεοφανώ, γιὰ σύζυγο τοῦ συνομηλίκου της γερμανοῦ ρήγα τῆς Δύσης Ὄθωνα τοῦ Β΄. 

     Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς δέχτηκε  τὸν Λιουτπράνδο, χωρὶς ἰδιαίτερες  φιλοφρονήσεις. Μὰ ὅταν ὁ  Λιουτπράνδος διατυπώνοντας τὸ  αἴτημά του ἀποκάλεσε τὸν  Γερμανὸ ἡγεμόνα καί κατακτητή,  Ὄθωνα Α΄, «Ρωμαῖο» καὶ «αὐτοκράτορα» τῆς Δύσης ὁ αὐτοκράτορας Φωκᾶς, τὸν διέκοψε πάραυτα  λέγοντάς του τὴ λατινικὴ φράση “incredibile auditu”(εἶναι ἀδιανόητα τὰ ὅσα ἀκούγονται). Τὸ αἴτημα ἀπορρίφθηκε καὶ ὁ Λιουτπράνδος ὁδηγήθηκε στὴ φυλακὴ γιὰ αὐθάδεια καὶ ὑπέρβαση νομιμότητας. Οἱ Λογγοβάρδοι ποτὲ δὲν ἦταν  Ὀρθόδοξοι καὶ ποτὲ ἐπίσης δὲν ἀνῆκαν στὸ Γένος τῶν Ρωμιῶν. Ὁ αὐτοκράτορας δὲν τοῦ  ἐπέτρεψε κἄν νὰ ἐπιχειρηματολογήσει μπροστά του. Τότε ὁ «ἐπίσκοπος»  Λιουτπράνδος  καταφάνερα ἐνοχλημένος καὶ ὀργισμένος, ἔχασε τὴν ψυχραιμία  του, καὶ ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, εἶπε καὶ τὰ παρακάτω λόγια:                                       

«Αὐτοὺς(τοὺς Ρωμιοὺς) ἐμεῖς,  δηλαδὴ οἱ Λογγοβάρδοι, οἱ  Σάξωνες, οἱ Φράγκοι, οἱ Λοθαρίγγιοι, οἱ Βαυαροί, οἱ Σουηβοί, οἱ Βουργούνδιοι τοὺς περιφρονοῦμε τόσο πολύ, ὥστε ὅταν ὀργιζόμαστε κατὰ τῶν ἐχθρῶν μας δὲν τοὺς ἀπευθύνουμε καμμιὰ ἄλλη ἀπὸ τὶς ὕβρεις παρὰ μόνο τὴ λέξη: Ρωμαῖε! Καὶ σ’ αὐτὸ μόνο τὸ ὄνομα τῶν Ρωμαίων περιλαμβάνουμε κάθε εἶδος ἀγένειας, δειλίας, φιλαργυρίας, ἀσωτείας, ἀπιστίας, καὶ γενικὰ κάθε εἶδος κακίας» 

     Μέχρι σήμερα τὰ προσβλητικὰ αὐτὰ στερεότυπα μισελληνισμοῦ τῶν δυτικῶν  ἐχθρικῶν φυλῶν παραμένουν ἀμείωτα στούς ἐπιγόνους τους καί ἐπανέρχονται εὐκαίρως  ἀκαίρως  στὴν ἐπιφάνεια, ὅταν θέλουν νὰ πλήξουν τὸν ἀνώτερο πολιτισμὸ τῆς Ρωμηοσύνης. Ὅταν οἱ Δυτικοὶ ἀποφασίσουν νά κάνουν οὐσιαστικὴ αὐτοκριτικὴ καὶ  βροῦν  τὴ δύναμη νὰ παραδεχτοῦν τὴν ὑπεροχὴ  τοῦ μοναδικοῦ αὐτοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ρωμηοσύνης θὰ ἔχουν σημειώσει σημαντικὰ βήματα ἐκσυγχρονισμοῦ. Τὸ δικό μας χρέος εἶναι νὰ διαφυλάξουμε ἄθικτη  καί ζωντανή τήν ἱστορική μας μνήμη. Τὴ μνήμη  ποὺ ἀποτελεῖ καί τὸ ἀκαταμάχητο ὅπλο τοῦ Γένους μας.

 

Βιβλιογραφία

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου  «Βίοι ἀγνώστων ἀσκητῶν» Εἰσαγωγὴ –Μετάφραση-Σημειώσεις ὑπὸ Στεφάνου δ. μ. Ἔκδοσις ἀδελφότητος Ἱερομ. Ἰωάννου  «Κοίμησις τῆς Θεοτόκου»   Ἁγ.  Ἄννα ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 1988

 Liutprandus, «Relatio de legatione Constantinopolitana», ἔκδ. Becker, Ἀννόβερο-Λειψία, 1915, κεφάλαιο 12ο.

The Roman church in the time Gregory the Grate, by Edward spearing, B.A., LLB. CAMBRIGE. At the university pres 1918

Steven Runciman.  «Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσίᾳ (1968)