ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ

ΟΙ  ΙΕΡΟΙ  ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ

       Μετά τό 330 μ. Χ., ὅταν ὁ χριστιανισμός εἶχε ἤδη γίνει ἡ ἐπίσημη θρησκεία τῆς ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, μετά ἀπό θεία γιά πολλούς ἔμπνευση, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων, εἶχε γίνει ἡ πρωτεύουσα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ πρῶτος αὐτοκράτορας, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, γιά νά τιμήσει μεταξύ τῶν ἄλλων τήν νέα του πρωτεύουσα, εἶχε ἀνεγείρει σέ ἕνα κεντρικό σημεῖο δίπλα στά αὐτοκρατορικά ἀνάκτορα, ἕνα μεγάλο μνημεῖο πού πολλοί ὑποστήριξαν ὅτι εἶχε ἀνεγερθεῖ πρός τιμή τοῦ θεοῦ Ἀπόλλωνα καί μία μεγάλη στήλη πού εἶχε ὀνομαστεῖ  «Κίων τοῦ Κωνσταντίνου». 

     Τότε, ἡ κυρίαρχη ἀκόμα θρησκεία στήν Πόλη ἦταν ἡ θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος δέν ἤθελε νά δημιουργήσει θρησκευτικά προβλήματα ἀνάμεσα στόν πληθυσμό τῆς νέας Ρώμης, ὅπως εἶχε ὀνομαστεῖ στήν ἀρχή ἡ Κωνσταντινούπολη γιά νά πάρει στή συνέχεια τό ὄνομα τοῦ μεγάλου ἱδρυτῆ της, καθώς οἱ χριστιανοί ἦταν ἀκόμα μία μικρή μειονότητα. 

     Τήν περίοδο ἐκείνη ἡ μητέρα τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, καί αὐτή πού ἔγινε ἡ αἰτία νά γίνει χριστιανός ὁ γιός της, ἡ Ἁγία Ἑλένη, εἶχε πάει στά Ἱεροσόλυμα γιά νά ἐρευνήσει ποῦ βρίσκεται ὁ ἱερός τάφος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά βρεῖ τόν σταυρό τοῦ Ἱεροῦ Μαρτυρίου καθώς καί ὅ,τι ἄλλο ἱερό ὑπῆρχε καί σχετίζονταν μέ τήν σταύρωσή Του. Ἡ αὐτοκράτειρα καί ἁγία Ἑλένη, ἀφοῦ ἀνακάλυψε τόν Τίμιο Σταυρό καί ἔκτισε ἕνα ναό πρός δόξαν Του στήν Ἱερουσαλήμ, στή συνέχεια μετέφερε μαζί της στήν Κωνσταντινούπολη τά Ἱερά Κειμήλια πού εἶχαν βρεθεῖ μαζί μέ τόν σταυρό.  Ἀνάμεσα σέ αὐτά, πολλοί ὑποστηρίζουν σήμερα ὅτι  βρίσκονταν  τά Ἱερά Καρφιά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἕνα μεγάλο κομμάτι ἀπό τόν Ἱερό Χιτῶνα, ἄλλα πολύτιμα Ἱερά  Κειμήλια, ἀκόμα καί τό Ἱερό Δισκοπότηρο, πού ἔγινε στή συνέχεια  ἀντικείμενο διαμάχης ἐπί πολλούς αἰῶνες . Ὅλα αὐτά, ὅπως ἀναφέρει ἡ ἱστορική παράδοση, ἡ ἁγία Ἑλένη τά  ἔβαλε  σέ μία μεγαλοπρεπῆ μαρμάρινη εἰδική θήκη καί τά τοποθέτησε σέ ἕνα κτίριο μέσα στόν ναό  πού εἶχε ἀναγείρει ὁ γιός της στό κέντρο τῆς Πόλης. Οἱ ἱστορικοί ὑποστηρίζουν ὅτι μαζί μέ τά Ἱερά Καρφιά ἡ Ἁγία Ἑλένη  τοποθέτησε στό ἴδιο μέρος  καί  τά ἄλλα Ἱερά Κειμήλια πού εἶχε φέρει ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί τά ὁποία σχετίζονται μέ τίς τελευταῖες μέρες τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τά σκεύη τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου.

      Ἀπό ἐδῶ καί πέρα ἀρχίζει μία μεγάλη μυθολογία, πού ἔφτασε μέχρι τίς μέρες μας, γιά τό ποῦ  βρίσκονται αὐτά τά Ἱερά Κειμήλια.

      Κατά καιρούς, ἔχουν ἀναφερθεῖ πολλές ἱστορίες σχετικά μέ τό Τίμιο Ξύλο, τόν Ἱερό Χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ,  ὅπως ἡ περίφημη ἐκείνη ὑπόθεση τῆς ἐκκλησιᾶς τοῦ Τουρίνου, (ὅπου ἀναφέρθηκε γιά πρώτη φορά ὅτι  βρέθηκε ὁ Ἱερός Χιτῶνας) καί τό Ἱερό Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ πού κύλησε ἀπό τόν σταυρό Του καί συνελέγει, σύμφωνα μέ κάποιες παραδόσεις, σέ ἕνα δισκοπότηρο.    Σύμφωνα μέ τήν Βίβλο ὁ πρῶτος πού ἔσπευσε νά παραλάβει τό σῶμα τοῦ ἐσταυρωμένου ἦταν ὁ Ἰωσήφ τῆς Ἀριμαθαίας, ὁ ὁποῖος συνέλεξε καί τό Ἱερό Αἷμα ὅπως κύλησε ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, σέ ἕνα Ἱερό Δισκοπότηρο.

     Εἶναι γνωστό ἐπίσης ὅτι ὁ μῦθος τοῦ Ἱεροῦ Αἵματος, δηλαδή τοῦ Ἱεροῦ Δισκοπότηρου, ἀποτέλεσε τόν κεντρικό μῦθο τοῦ τάγματος τῶν Ναϊτῶν. Μία  ἀτελείωτη παράδοση καί μυθολογία ἔχει ἀναπτυχτεῖ διά μέσῳ τῶν αἰώνων γιά αὐτή τήν ἱστορία. Πρόκειται γιά ἕνα γνωστό θέμα πού συγκλόνισε τήν ἀνθρώπινη ἱστορία γιά ἑκατοντάδες χρόνια, φτάνοντας στήν σύγχρονη ἐποχή μέ τόν περίφημο βιβλίο -μπεστ σέλερ – μῦθο, τοῦ «Κώδικα ντᾶ Βίντσι» καί τήν γνωστή ἱστορία μέ τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή.

     Στήν Τουρκία τό ζήτημα τῶν κειμηλίων τῆς Ἁγίας Ἑλένης, πού  θεωρεῖται ὅτι ἔιναι ἕνας πολύτιμος θησαυρός, ἄρχισε μέ ἕνα πρωτοσέλιδο δημοσίευα τῆς τουρκικῆς ἐφημερίδας Χουριέτ, στίς 6 Δεκεμβρίου τοῦ 2004, δηλαδή παραμονές Χριστουγέννων. Στό δημοσίευμα αὐτό  ἀναφέρονταν ὅτι τό Ἱερό Δισκοπότηρο πού ἀναζητεῖται ἐπί αἰῶνες βρίσκεται στήν Τουρκία. Σύμφωνα μέ τό δημοσίευμα, ἡ πρόεδρος ἑνός βρετανικοῦ θρησκευτικοῦ ἱδρύματος, κάποια Christine Large, ὑποστήριξε ὅτι μετά ἀπό ἔρευνες δεκαετιῶν, ἐπικαλουμένη καί μία σπάνια γαλλική ἔκδοση τοῦ 1973, ἔχει πειστεῖ πώς τό Ἱερό Δισκοπότηρο βρίσκεται στήν Κωνσταντινούπολη καί ὅτι τό εἶχε φέρει στήν Πόλη μαζί της ἡ Ἁγία Ἑλένη, μετά τό περίφημο ἐκεῖνο ταξίδι της στά Ἱεροσόλυμα.

     Γιά τό Ἱερό Δισκοπότηρο εἶχε ἐνδιαφερθεῖ κατά τή διάρκεια τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου καί ἡ μυστηριώδης ναζιστική ὀργάνωση, «Αἴνιγμα», ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τήν Christine Large, εἶχε διεξάγει ἔρευνες στό Ἰσραήλ καί στήν Ἑλλάδα, ἐνῷ οἱ ἔρευνές της εἶχαν κατευθυνθεῖ καί σέ ἄλλες χῶρες, ὅπως ὁ Καναδᾶς.

     Ὅμως, τίς περισσότερες πιθανότητες γιά τό μέρος ὅπου βρίσκονταν τά Ἱερά Κειμήλια καί κυρίως τό Ἱερό Δισκοπότηρο, σύμφωνα μέ τίς μυστικές αὐτές ἔρευνες, συγκέντρωνε ἡ Κωνσταντινούπολη. Τό μεγάλο αὐτό πρόβλημα  θά μποροῦσε νά τό λύσουν, ὅπως ἀποκάλυψε ἡ Christine Large, κάποιοι μυστικοί ὀθωμανικοί χάρτες πού ἐπίσης πρέπει νά βρίσκονταν στήν Πόλη. Τό ἐνδιαφέρον τῶν Ναζιστῶν γιά τό Ἱερό Δισκοπότηρο προέρχονταν ἀπό τήν πεποίθησή τους γιά τή μεγάλη δύναμη πού ἔχει ἕνα τέτοιο ἱερό ἀντικείμενο, ὅπως τό ἱερό Δισκοπότηρο, τό ὁποῖο εἶχε γίνει καί τό κεντρικό σημεῖο τῆς ἀναζήτησης τῶν Ναϊτῶν ἱπποτῶν διά μέσου τῶν αἰώνων.

     Τό δημοσίευμα τῆς Χουριέτ προκάλεσε πολλές συζητήσεις στά τουρκικά ΜΜΕ, καθώς ἔγινε φανερό τό τεράστιο τουριστικό, θρησκευτικό καί ὄχι μόνο, ἐνδιαφέρον πού γεννοῦσε μία ἰδέα καί μόνο τῆς ἀναζήτησης τοῦ Ἱεροῦ Δισκοπότηρου στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ συζήτηση εἶχε φτάσει σέ τέτοιο σημεῖο πού ἀναγκάστηκε δύο μέρες μετά νά ἐπέμβει τό ἴδιο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Συγκεκριμένα, στίς 8 Δεκεμβρίου τοῦ 2004, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀρχιμανδρίτης Δοσίθεος Ἀναγνωστόπουλος, δήλωσε στήν ἴδια ἐφημερίδα, τήν Χουριέτ, ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δέν πίστευε πώς διασῴζεται ἤ μποροῦσε νά βρεθεῖ τό Ἱερό Δισκοπότηρο, τό ὁποῖο ἔχει γίνει ἡ αἰτία γιά  ὅλη αὐτή τή σύγχρονη μυθολογία πού φτάνει μέχρι τόν περίφημο κώδικα Ντά Βίτσι καί τίς ἱστορίες μέ τούς Ναΐτες ἱππότες. Ἐκεῖνο ὅμως πού προκάλεσε ἐντύπωση στίς δηλώσεις τοῦ ἐκπρόσωπου τοῦ Πατριαρχείου, ἀρχιμανδρίτη Ἀναγνωστόπουλου, ἦταν πώς δέν ἀπέκλεισε, ἄλλα ἱερά ἀντικείμενα ἀπό τή σταύρωση καί τόν ἐνταφιασμό τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τά Ἱερά Καρφιά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Μαρτυρίου, νά  ἔχουν διασωθεῖ ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη και νά μεταφέρθηκαν ἀπό τήν περίοδο ἐκείνη, τό 309 μ. Χ. στή βασιλίδα τῶν Πόλεων, δηλαδή στήν Κωνσταντινούπολη. Στή συνέχεια  τοποθετήθηκαν στό ἱερό πού βρίσκονταν στό κέντρο τῆς Πόλης καί σήμερα εἶναι γνωστό σάν Τσαμαρλί Τάς, τά γνωστά δηλαδή Ὀθωμανικά Λουτρά.

     Ὅσον ἀφορᾶ τούς Ναΐτες πού ἐπί πολλούς αἰῶνες ἀναζητοῦσαν  τό Ἱερό Δισκοπότηρο, εἶναι ἐνδιαφέρον νά σημειώσουμε ὅτι, σύμφωνα μέ τίς ἔρευνες τοῦ Γάλλου ἐρευνητῆ, Πατρίκ Ριβιέρ, πού δημοσιεύτηκαν τό 1994 στή Γαλλία, δύο ἀπό τούς κυριότερους ἱδρυτές τοῦ τάγματος τῶν Ναϊτῶν, ὁ μέγας Μάγιστρος Οὖγκο ντέ Πεγιέν καί ὁ φίλος του καί ὁμοϊδεάτης του, Οὖγκο ντέ Καμπέιν, μετά τήν Πρώτη Σταυροφορία, τό 1095, καί τήν ἵδρυση τοῦ τάγματός τους, ταξίδεψαν στήν Κωνσταντινούπολη ὅπου παρέμειναν γιά τρία χρόνια, ψάχνοντας γιά τούς θησαυρούς τῆς Ἁγίας Ἑλένης. Παράλληλα, στήν Κωνσταντινούπολη ἦταν σέ διαρκῆ ἐπαφή, στήν οὐσία μαθήτευσαν διαδοχικά δίπλα στό μεγάλο μάγιστρο μίας  μυστηριώδους, ὅπως ἀναφέρονταν, ἀδελφότητας, πού δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τόν ἀποκληθέντα, «ὕπατο τῶν φιλοσόφων», Μιχαήλ Ψελλό καί τό διάδοχό του, στήν ἡγεσία τῶν ἀποκαλουμένων «Ἀδελφῶν της Ἀνατολῆς».  Γιά τήν ἀδελφότητα αὐτή ἀναφέρονταν πώς ἦταν τό τελευταῖο μεγάλο ἐσωτερικό τάγμα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καθαρά ἑλληνικοῦ χαρακτῆρα, γιά τό ὁποῖο ἐλάχιστα ἔχουν γίνει γνωστά καί ὀνομαζόταν «Ἐταιρία τῶν Ἀδελφῶν της Ἀνατολῆς». Πολλοί μάλιστα ἰσχυρίζονταν ὅτι τό τάγμα αὐτό ποτέ δέν ἔπαψε νά ὑπάρχει κι ὅτι ἀκόμα καί σήμερα γίνονται συναθροίσεις τῶν μελῶν του, κάπου στή Μικρά Ἀσία, χωρίς φυσικά νά εἶναι δυνατόν νά γίνονται ἀντιληπτές ἀπό κανένα. Σύμφωνα μέ τά λίγα στοιχεῖα πού ὑπάρχουν, μυημένοι στό τάγμα αὐτό ἦταν ὁ μεγάλος χριστιανός φιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός, ὁ ὁποῖος ἦταν κάτοχος τῶν πιό μυστικῶν γνώσεων τῆς ἐποχῆς του καθώς καί τῆς ὕπαρξης τῶν ἱερῶν θησαυρῶν τῆς Ἁγίας Ἑλένης καί ὁ λίγο προγενέστερός του, Πατριάρχης Φώτιος. Αὐτή ἡ ἀδελφότητα ὑπῆρξε ἡ ἔμπνευση καί τό πρότυπο τῶν περίφημων δυτικῶν ναϊτικῶν ταγμάτων, μέ ὅλο τό θρῦλο πού τά περιβάλλει καί ὅλες τίς ἀπόκρυφες γνώσεις πού κατεῖχαν.

 

     Τό ἐρώτημα πού γεννιοῦνταν μετά ἀπό ὅλα αὐτά ἦταν, ποῦ ἀκριβῶς βρίσκονταν τά Ἱερά Κειμήλια, ὁ μυθικός δηλαδή θησαυρός τῆς Ἁγίας Ἑλένης.

     Ὅταν ἡ Κωνσταντινούπολη ἔγινε ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας,  ἤδη ὑπῆρχαν τρεῖς μεγάλοι ἀρχαῖοι ναοί, ἀπό τήν ἐποχή πού οἱ Μεγαρεῖς εἶχαν κτίσει τήν πρώτη ἀποικία τους στό μέρος ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ὀνόμασαν Βυζάντιο, ἀπό τό ὄνομα τοῦ βασιλιᾶ τους Βύζαντα.

     Ὁ ναός τῆς Ἀρτέμιδος – Σελήνης, ὁ ναός τοῦ Ἀπόλλωνος – Ἥλιου καί ὁ ναός τῆς Ἀφροδίτης. Οἱ ναοί αὐτοί δέν ἔκλεισαν μέ τό νέο θρησκευτικό καθεστώς, ἀλλά συνέχισαν νά λειτουργοῦν καί νά δέχονται τούς πιστούς τους, στερήθηκαν ὅμως τίς προσόδους τους, δηλαδή τά ἔσοδά τους ἀπό τίς ἀρχές τῆς Πόλης κι ἔτσι καταδικάστηκαν σέ οἰκονομικό μαρασμό. Ταυτόχρονα, ὁ Κωνσταντῖνος γιά νά ἐξασφαλίσει στήν Πόλη του τή βοήθεια ὅλων τῶν τότε θεϊκῶν δυνάμεων, ἔκτισε δύο ἀκόμα ναούς πρός τιμή τῶν ἀρχαίων θεῶν, τό ναό τῆς Ἥρας καί τό ναό τῆς Τύχης. Ἰδιαίτερα ὅμως, ὅπως ἦταν φυσικό, τίμησε τή νέα θρησκεία, τόν Χριστιανισμό καί ἔκτισε πολυάριθμους νέους ναούς.

     Παράλληλα, φρόντισε στήν κεντρική πλατεῖα τῆς Πόλης, πού ἦταν γνωστή σάν «Φάρος τοῦ Κωνσταντίνου», νά στηθοῦν τό ἄγαλμα τό δικό του καί τῆς μητέρας του καί ἀνάμεσά τους ἕνας σταυρός-στήλη μέ τήν ὑπογραφή, «Εἰς Ἅγιος, εἰς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς Δόξαν Θεοῦ Πατρός Ἀμήν». Ἐκεῖ δίπλα βρίσκονταν καί ὁ ἀρχαῖος ναός τοῦ Ἀπόλλωνα μέ τό μεγάλο ἄγαλμα τοῦ ἀρχαίου Θεοῦ.

     Ἡ περιοχή αὐτή γύρω ἀπό τόν ἀρχαῖο ναό ὅπου βρίσκονταν τό μεγαλοπρεπές αὐτό ἄγαλμα, διατηρήθηκε στήν ἀρχική της μορφή  γιά  τά ἑπόμενα 700 χρόνια περίπου καί ὀνομάζονταν πλατεῖα Κωνσταντίνου.  Τόν ἐνδέκατο ὅμως αἰῶνα, μετά ἀπό μία σφοδρότατη θύελλα, τό ἄγαλμα  ταρακουνήθηκε, ἔπεσε κάτω καί ἔγινε θρύψαλα. Τότε οἱ  Βυζαντινοί, πού θεώρησαν ὅτι ἡ πτώση τοῦ ἀγάλματος ἦταν μία θεία τιμωρία σέ ἕνα εἰδωλολατρικό σύμβολο, τοποθέτησαν στήν θέση του ἕνα μεγάλο σταυρό, σύμβολο τῆς ὀρθοδοξίας πού ἦταν πιά ἡ κυρίαρχη θρησκεία στήν βασιλίδα τῶν πόλεων. Γύρω ἀκριβῶς ἀπό αὐτόν τόν σταυρό οἰκοδομήθηκε ἕνας εἰδικός ἱερός θάλαμος μέ μαρμάρινους κίονες, μέσα στόν ὁποῖο πιστεύεται ὅτι θάφτηκαν τά Ἱερά Κειμήλια πού εἶχε φέρει ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στήν Κωνσταντινούπολη ἡ Ἁγία Ἑλένη.

     Ὅταν ἔπεσε ἡ Πόλη στούς Ὀθωμανούς, ὁ ἴδιος ὁ σουλτάνος Μωάμεθ ὁ Πορθητής, πού εἶχε γαλουχηθεῖ στόν χριστιανισμό ἀπό τήν χριστιανή μητέρα του (γιά ἄλλους Ἑλληνίδα, γιά ἄλλους Σερβίδα),  ἀπό τίς πρῶτες κιόλας μέρες πού ἐγκαταστάθηκε στήν Πόλη ἐπισκέφτηκε τό μέρος ἐκεῖνο θέλοντας νά διαπιστώσει ἄν ἦταν ἀλήθεια ἡ παράδοση ὅτι ἐκεῖ βρίσκονταν τά Ἱερά Καρφιά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ὅμως, σύμφωνα μέ τίς ἐπίσημες μουσουλμανικές μαρτυρίες, δέν βρῆκε τότε τίποτα παρά μόνο κάποια ἐρείπια ἀπό τίς λεηλασίες στίς ὁποῖες εἶχαν ἐπιδοθεῖ οἱ γενίτσαροί του, μόλις κατέλαβαν τήν Πόλη. Τότε δόθηκε ἡ ἐντολή νά κατεδαφιστεῖ ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπό τό μαρμάρινο κτίσμα μέ τίς μαρμάρινες κολῶνες καί στήν θέση του νά ἀνεγερθεῖ ἕνα μουσουλμανικό μετζίτι, δηλαδή, τόπος προσευχῆς καί τά δημόσια λουτρά τῆς Πόλης, πού εἶναι ἀπό τότε γνωστά σάν Τσαμαρλί Τάς.

     Μετά τό δημοσίευμα τῆς Χουριέτ, τόν Δεκέμβριο τοῦ 2004, τό θέμα τῶν Ἱερῶν Κειμηλίων καί τοῦ θησαυροῦ  τῆς Ἁγίας Ἑλένης  ἔπεσε γιά ἕνα διάστημα στήν ἀφάνεια καί κανείς δέν ἀσχολήθηκε πλέον μέ αὐτό. Ξαφνικά, τόν Μάρτιο τοῦ 2007, ἐπανῆλθε στήν δημοσιότητα μέ ἕνα καταπληκτικό δημοσίευα τῆς τουρκικῆς ἐφημερίδας Σαμπάχ, στίς 15 Μαρτίου τοῦ 2007, μέ τόν χαρακτηριστικό τίτλο, «Hazreti Isa cak? lan civiler Cemberlitas’? n alt? nda m? gizli?» δηλαδή, «Κάτω ἀπό τό Τσαμαρλί Τάς κρύβονται τά ἱερά καρφιά τοῦ Ἰησοῦ;».

     Στό δημοσίευμα αὐτό ἀποκαλύπτονταν ὅτι ἡ καθολική ἐκκλησία εἶχε ἐνδιαφερθεῖ ἄμεσα γιά τήν πιθανότητα νά βρίσκονται τά καρφιά τοῦ Ἱεροῦ Σταυροῦ, πάνω στόν ὁποῖο ἐξέπεμψε τήν τελευταία του πνοή ὁ Ἰησοῦς Χριστός, κρυμμένα κάτω ἀπό τό γνωστό ὀθωμανικό κτίσμα τοῦ Τσαμαρλί Τάς, στό κέντρο τῆς Κωνσταντινούπολης. Τό δημοσίευμα ἀναφέρονταν σέ κάποιες ἀποκαλύψεις πού ἔρχονταν ἀπό τό ἀπόκρυφο εὐαγγέλιο τοῦ Βαρνάβα, τό ὁποῖο ἀνέφερε ὅτι τά Ἱερά Καρφιά εἶχαν περισυλλεγεῖ ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ  καί εἶχαν τοποθετηθεῖ σέ μία Ἱερή Κρύπτη γιά νά φυλαχτοῦν σάν πολύτιμα κειμήλια ἀπό τήν σταύρωση τοῦ Θεανθρώπου.

     Στό ἴδιο δημοσίευμα ἀναφέρονταν, πώς ὅταν ἡ Ἁγία Ἑλένη εἶχε πάει τό 309 στήν Ἱερουσαλήμ γιά νά βρεῖ τό Τίμιο Ξύλο, εἶχε ἐνδιαφερθεῖ καί γιά ἄλλα ἀντικείμενα πού σχετίζονταν μέ τίς τελευταῖες στιγμές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν μετά ἀπό ἐντατικές ἔρευνες κατάφερε τελικά νά ξαναβρεῖ τό Τίμιο Ξύλο, ἀπέσπασε ἕνα κομμάτι, καθώς καί τά καρφιά πού βρίσκονταν  πάνω του  καί τά μετέφερε μαζί της στή Κωνσταντινούπολη.  Στήν Πόλη τά ἐγκατέστησε στόν περίλαμπρο ἐκεῖνο θρησκευτικό ναό πού εἶχε ἀναγείρει ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος στό κέντρο τῆς Πόλης, δίπλα ἀπό τά αὐτοκρατορικά ἀνάκτορα. Στό ἴδιο δημοσίευμα γίνονταν λόγος καί γιά τόν Ἱερό Χιτῶνα τοῦ Ἰησοῦ πού εἶχε παρουσιαστεῖ στήν Ἰταλία, μέ τόν ἰσχυρισμό  ὅτι καί αὐτός προέρχονταν ἀπό τήν  Κωνσταντινούπολη ὅπου εἶχε βρεθεῖ τό 1204. Ἐκεῖ τόν βρῆκαν καί τόν πῆραν οἴ Σταυροφόροι γιά νά χαθεῖ ἕνα διάστημα καί νά ξαναβρεθεῖ τό 1350 στήν Γαλλία, ἀπό ὅπου ξαναχάθηκε καί πάλι γιά νά ἐμφανιστεῖ τέλος τόν δέκατο ἕκτο αἰῶνα στό Τορίνο τῆς Ἰταλίας. Ἡ Σαμπάχ ἔκανε λόγω γιά ἕνα μεγάλο θησαυρό ἀμύθητης οἰκονομικῆς, ἀλλά κυρίως θρησκευτικῆς ἀξίας,  κάτω ἀπό τό Τσαμαρλί Τάς, δίπλα στά Ὀθωμανικά ἀνάκτορα τοῦ Τόπ Καπί, (πού εἶχαν κτιστεῖ ἀκριβῶς στό σημεῖο τῶν βυζαντινῶν ἀνακτόρων).

     Μάλιστα ἡ τουρκική ἐφημερίδα ὑποστήριζε ὅτι τήν ὕπαρξη τοῦ μεγάλου θησαυροῦ τῆς Ἁγίας Ἑλένης  γνώριζαν καί οἱ πρῶτοι σουλτάνοι ὅταν εἶχε πέσει ἡ Κωνσταντινούπολη στά χέρια τῶν Ὀθωμανῶν. Ὁ συντάκτης τοῦ δημοσιεύματος τῆς Σαμπάχ, Μουράτ Μπαρντακτσί, γνωστός Τοῦρκος ἱστορικός – δημοσιογράφος, ὑποστήριζε ὅτι τό  Βατικανό ἤδη εἶχε στείλει κάποιους ἐρευνητές νά ἐξετάσουν τό ἐνδεχόμενο τῆς ὕπαρξης αὐτῶν τῶν Ἱερῶν Κειμηλίων στήν Κωνσταντινούπολη καί φυσικά τήν δυνατότητα νά ἐξορυχθοῦν καί νά ἔρθουν στήν ἐπιφάνεια.

     Στίς 15 Νοεμβρίου τοῦ 2007, ἡ ἄλλη μεγάλης κυκλοφορίας τουρκική ἐφημερίδα, ἡ Χουριέτ, ἐπανέρχονταν στό θέμα αὐτή τή φορά μέ πραγματικά συγκλονιστικές λεπτομέρειες γιά τό τί κρύβεται κάτω ἀπό  τό  Τσαμαρλί Τάς.

     Σύμφωνα λοιπόν μέ τίς ἀποκλειστικές πληροφορίες τῆς τουρκικῆς ἐφημερίδας,  πού ἐπικαλέστηκε τόν ἴδιο τόν Τοῦρκο ὑπουργό Πολιτισμοῦ τοῦ 2001, Ἀμπντουλκαντίρ Ἀκπινάρ, στό μέρος αὐτό κρύβονταν τά ἑξῆς Ἱερά Ἀντικείμενα πού σχετίζονταν μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τά ὁποία εἶχε μεταφέρει ἀπό τούς ἁγίους τόπους στήν Κωνσταντινούπολη ἡ Ἁγία Ἑλένη: α) Ἱερό χῶμα ἀπό τόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅπου ἔμεινε σύμφωνα μέ τά εὐαγγέλια ἡ σωρός του ἐπί τρεῖς μέρες. β) Κομμάτια ἀπό τό Τίμιο Ξύλο. γ) Τά καρφιά τοῦ Τίμιου Ξύλου, μέ τά ὁποία σταυρώθηκε ὁ Θεάνθρωπος.  δ) Τό Ἱερό Δισκοπότηρο. ε)  Τμήματα ἀπό τόν ἄφθαρτο Ἱερό Ἄρτο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. ζ) Ἀκόμα καί προσωπικά ἀντικείμενα ἀπό τόν προφήτη Μωυσῆ,  τόν βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, Δαβίδ, καί μία ἑπτάφωτη λυχνία τοῦ βασιλέα Σολωμόντα.

     Ὅπως ἦταν ἑπόμενο, αὐτό τό δημοσίευμα ξεσήκωσε νέα θύελλα συζητήσεων γιά τό Τσαμαρλι Τάς καί τό τί πραγματικά ἱερό, γιά τούς χριστιανούς, κρύβεται σέ μία σημερινή μουσουλμανική Κωνσταντινούπολη. 

     Μετά ἀπό λίγες μέρες ἡ τουρκική ἐφημερίδα Ραντικάλ δημοσίευε δηλώσεις τοῦ Τούρκου ἱστορικοῦ, Σεμαβί Ἐγιτζέ, πού ὑποστήριζε ὅτι σύμφωνα μέ στοιχεῖα τοῦ πρώην ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ, Ἀμπντουλκαντίρ Ἀκπινάρ, κάτω ἀπό τό Τσαμαρλί Τάς ὑπάρχει ἕνας χῶρος σάν μεγάλη αἴθουσα μέ ἐπένδυση, μήκους 11,5 μέτρων καί ὕψους 2,5 μέτρων. Στήν μυστική αὐτή  αἴθουσα,  σύμφωνα μέ τόν Ἄκπιναρ, κρύβονται οἱ  θησαυροί τῆς Ἁγίας Ἑλένης. Ὁ Τοῦρκος ἱστορικός ἀναφέρθηκε στήν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Σταυροφόρους τό 1203, οἱ ὁποῖοι λεηλάτησαν κυριολεκτικά τήν Πόλη.

     Γιά νά σωθοῦν λοιπόν τότε αὐτά τά Ἱερά Κειμήλια, κρύφτηκαν ἀπό τούς πιστούς σέ βάθος πολλῶν μέτρων κάτω ἀπό τήν κεντρική πλατεῖα, ὅπου σήμερα βρίσκεται τό Τσαμαρλί Τάς.  Ὁ Σεμαβί Ἐγιτζέ ὑποστήριξε ὅτι στό ἴδιο μέρος κάτω ἀπό τά ὀθωμανικά κτίσματα, βρίσκονται καί οἱ  κρυφοί τάφοι τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, οἱ  ὁποῖοι μέχρι σήμερα δέν ἔχουν ἐντοπιστεῖ, παρά τίς προσπάθειες πολλῶν ἀρχαιολόγων, καί ἀποτελοῦν ἄλλο ἕνα μυστήριο γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπως ἐπίσης καί ὁ τάφος τοῦ Μωάμεθ τοῦ Πορθητῆ, γιά τόν ὁποῖο ἔχουν γραφτεῖ πολλά, ὅπως ὅτι θάφτηκε μαζί μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς καί ἕνα σταυρό διπλά στήν σωρό του.

     Τό ἴδιο βράδυ, τό γνωστό τουρκικό εἰδησεογραφικό κανάλι, CNNTurk, ἔκανε λεπτομερῆ ἀναφορά γιά ἕνα κρυφό βάθρο καί μία μυστική αἴθουσα πού βρίσκεται κάτω ἀπό τό Τσαμαρλί Τάς καί ὅτι οἱ  σκαπτικές ἐργασίες πού γίνονται ἐδῶ καί ἕνα χρόνο ἔχουν ἐντοπίσει κάποια σημάδια αὐτῆς τῆς μυστικῆς κρύπτης. Σύμφωνα μέ τό τουρκικό κανάλι, τό 1706 ὁ τότε σουλτάνος, Σελίμ Γιαβούζ, εἶχε περιφράξει τόν χῶρο ἔτσι ὥστε νά εἶναι δύσκολο σέ κάποιο περίεργο νά φτάσει στά καλά φυλαγμένα κρυμμένα Ἱερά Κειμήλια πού εἶχε φέρει στή Κωνσταντινούπολη ἡ Ἁγία Ἑλένη.

     Γιά τό ἴδιο θέμα, ἡ γνωστή, ἰσλαμικῶν πεποιθήσεων, τουρκική ἐφημερίδα Γιενή Σάφακ, ἔγραφε πώς ὁ δήμαρχος τοῦ Ἐμινονοῦ, δηλαδή τῆς περιοχῆς τοῦ Τσαμαρλι Τάς, Νεβζάτ Ἔρ, παραδέχονταν ὅτι πράγματι κάτω ἀπό τό Τσαμαρλί Τάς κρύβονται τά ἱερά κειμήλια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδή οἱ  θησαυροί τῆς Ἁγίας Ἑλένης καί αὐτό, σύμφωνα μέ τόν Νεβζάτ Ἔρ, τό ἤξεραν καί τό εἶχαν καταγράψει οἱ Ὀθωμανοί σουλτάνοι ἀπό τόν δέκατο ἕβδομο αἰῶνα, ὅταν ἔκτιζαν στό ἴδιο σημεῖο τά ὀθωμανικά λουτρά. Μάλιστα ἡ τουρκική ἐφημερίδα δημοσίευε δηλώσεις τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ Πάπα στήν Κωνσταντινούπολη, Georges Marovitch, ὁ ὁποῖος παραδέχονταν πώς κάτω ἀπό τό μέρος αὐτό κρύβονται κομμάτια τοῦ Τίμιου Ξύλου καί ἄλλα  κειμήλια ἀπό τά Ἱεροσόλυμα πού σχετίζονται μέ τίς τελευταῖες στιγμές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τά ὁποία εἶχε μεταφέρει μέ λαμπρότητα στήν Πόλη ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Ἑλένη, πού τά ἐναπόθεσε στή συνέχεια σέ μία περίτεχνη αἴθουσα, δίπλα ἀπό τά αὐτοκρατορικά ἀνάκτορα. Ἡ τουρκική ἐφημερίδα ἔγραφε καί γιά ἕνα μυστικό τοῦνελ πού συνέδεε τήν μυστική αὐτή κρύπτη μέ τά αὐτοκρατορικά ἀνάκτορα, ἐνῷ ὁ Τοῦρκος καθηγητής τῆς ἱστορίας, Φαρούκ Γκιοντσούογλου, ὑποστήριξε ὅτι ὁ χῶρος αὐτός εἶναι ἱερός γιά τούς  Χριστιανούς καί ὅτι ἀπό τήν πρώτη περίοδο τῆς κατάληψης τῆς Πόλης ἀπό τούς Ὀθωμανούς, οἱ  ἴδιοι οἱ σουλτάνοι εἶχαν σεβαστεῖ τήν ἱερότητα τοῦ χώρου καί τόν εἶχαν κρατήσει μυστικό ἀπό διάφορους πού θά ἤθελαν νά τόν λεηλατήσουν.

     Μάλιστα, γιά τό ἴδιο θέμα ὑπάρχει καί ἡ μαρτυρία τοῦ Ὀθωμανοῦ  ἱστορικοῦ, Χεζαρφέν Χουσεΐν Τσελεμπί,  πού ἔγραψε, στό βιβλίο του,  «Tarih-i Devlet-i Rumiye», ὅτι ἡ βασιλομήτορα Ἑλένη στό προσκυνηματικό της ταξίδι στά Ἱεροσόλυμα βρῆκε καί ἔφερε στήν Κωνσταντινούπολη κάποια Ἱερά γιά τούς χριστιανούς Κειμήλια, ὅπως τά Ἱερά Καρφιά ἀπό τό Σταυρό τοῦ Μαρτυρίου καί τά ἐναπόθεσε σέ μία κρύπτη κοντά στά αὐτοκρατορικά ἀνάκτορα ὅπου ἔμειναν κρυμμένα ἀπό τότε.  Ἀλλά καί ὁ βυζαντινός ἱστορικός, A.A. Vasiliev, σύμφωνα μέ τούς Τούρκους, ἔγραψε πώς ἡ Ἁγία Ἑλένη στό ταξίδι της στούς ἁγίους τόπους εἶχε βρεῖ καί εἶχε φέρει στήν Κωνσταντινούπολη κομμάτια ἀπό τό Τίμιο Ξύλο καί τά καρφιά μέ τά ὁποῖα σταυρώθηκε ὁ Θεάνθρωπος.

     Τό 1919 ὅταν ἡ Κωνσταντινούπολη, μετά τήν ἧττα καί τήν κατάρρευση τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, εἶχε περιέλθει στήν κυριαρχία τῶν δυνάμεων τῆς Ἀντάντ, κάποιοι ἐπεδίωξαν νά σκάψουν στήν περιοχή αὐτή γιά νά ἀνακαλύψουν τήν μυστική κρύπτη ὅπου πίστευαν ὅτι κρύβονται πολλά Ἱερά Κειμήλια τοῦ  Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ξεσηκώθηκε ὅμως θύελλα ἀντιδράσεων ἀπό μουσουλμανικά τάγματα καί ἀπειλήθηκε λαϊκή ἐξέγερση γι’ αὐτό καί δόθηκε ἡ διαταγή νά σταματήσουν οἱ ἀνασκαφές.   Μετά ἀπό λίγα χρόνια, τό 1929, ἕνας Δανός θρησκευτικός ἀρχαιολόγος, ὁ Teosof C. Vett, συνεργασμένος μέ τόν Βρετανό ἀρχαιολόγο, E. Mamboury πού ἐργάζονταν στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπεχείρησε πάλι νά διενεργήσει κάποιες ἀνασκαφές στό ἴδιο σημεῖο ἀλλά καί αὐτή τήν φορά ξεσηκωθῆκαν οἴ μουσουλμανικές ὀργανώσεις καί μετά ἀπό ἔντονες ἀντιδράσεις καί αὐτές οἱ  προσπάθειες σταμάτησαν πρίν καλά καλά ἀρχίσουν.

     Σήμερα, μετά ἀπό τόσους αἰῶνες, οἱ Τοῦρκοι ὑποστηρίζουν ὅτι τό αἴνιγμα τί ἀπέγινε ἡ Ἱερή Κάσα μέ τά καρφιά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔχει τήν ἀπάντηση στό ὅτι παρέμεινε θαμμένη κάτω ἀπό τό μουσουλμανικό κτίσμα, δηλαδή κάτω ἀπό τό Τσαμαρλί Τάς. Μάλιστα ἡ   παράδοση αὐτή μεταβιβάστηκε στούς Ὀθωμανούς ἀξιωματούχους ἐπί αἰῶνες καί πέρασε μέχρι τήν σημερινή ἐποχή.

   

                                                                                                                          ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ