Ιεροψάλτου
(Διασκευή από ομιλίες του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, πάνω στην Ανάσταση του Χριστού)
Η πλάνη πάντα αυτοαναιρείται και χωρίς να το θέλει στηρίζει την αλήθεια. Έπρεπε να αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε, ετάφη και αναστήθηκε. Οι Ιουδαίοι προσπάθησαν να το διαψεύσουν. Χωρίς να το θέλουν όμως το επιβεβαιώνουν με τις πράξεις τους.
Εφόσον έφραξαν τον τάφο με ένα τεράστιο λίθο [βλ. «τίς ἀποκυλήσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; (Μαρκ. ιστ΄ 3) ήταν ο προβληματισμός των γυναικών μυροφόρων γυναικών πρίν φθάσουν στον τάφο του Χριστού] και τον σφράγισαν και έβαλαν φρουρά από 24 στρατιώτες (6 ανά τετράωρο) να φυλάει τον τάφο νυχθημερόν, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμμία κλοπή. Με αυτές τις συνθήκες, όποιος επιχειρούσε να κλέψει το σώμα του Χριστού, θα γινόταν οπωσδήποτε αντιληπτός. Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι ο Χριστός αναστήθηκε!
Ας δούμε αλήθεια, πότε θα μπορούσαν να τον κλέψουν οι Μαθητές. Το Σάββατο; Μα σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, το Σάββατο δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορήσουν. Αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον νόμο του Θεού, υπήρχε άλλο ουσιαστικό εμπόδιο, ο φόβος των Ιουδαίων. Πώς θα τολμούσαν αυτοί οι δειλοί άνθρωποι, οι μαθητές, να βγουν έξω από το σπίτι, από όπου εκρύβοντο από φόβο και για την δική του ζωή; Με ποιό θάρρος θα ριψοκινδύνευαν για έναν νεκρό; Προσμένοντας ποια αμοιβή;
Και στ’ αλήθεια, πού αλλού θα μπορούσαν να στηριχθούν οι μαθητές, για να διαδώσουν την φήμη της Αναστάσεως; Στη δεινότητα του λόγου τους; Ήσαν αγράμματοι ψαράδες. Στα πολλά τους πλούτη; Αυτοί δεν είχαν ούτε ραβδί, ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους ; Αυτοί ήσαν οι πιο άσημοι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Δεν ξεπερνούσαν του ένδεκα, που και αυτοί σκόρπισαν.
Αν ο κορυφαίος τους (ο Πέτρος) φοβήθηκε το λόγο μιας θυρωρού και μιας υπηρέτριας (παιδίσκης, δούλης) και όλοι οι άλλοι, όταν συνέλαβαν τον διδάσκαλό τους σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τολμούσαν να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης να διαδώσουν ένα πλαστό κήρυγμα αναστάσεως; Αφού φοβήθηκαν μια απλή γυναίκα θυρωρό, την θέα μόνο των δεσμών, την απειλή των Ιουδαίων, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς, με άρχοντες που είχαν κοσμική δύναμη, να υπερνικήσουν ξίφη, τιμωρίες, βασανιστήρια, να αψηφήσουν μύριους θανάτους, αν δεν είχαν την βοήθεια και την συμπαράσταση του Θεού και άν δεν είχαν την βεβαιότητα της Αναστάσεως ;
Ας ξαναρωτήσουμε όμως τους Εβραίους, πώς έκλεψαν το σώμα του Χριστού οι μαθητές; Πώς θα μπορούσαν να το κλέψουν, αφού ο τάφος ήταν σφραγισμένος και εφρουρείτο νυχθημερόν, τουλάχιστον από 6 στρατιώτες ανά πάσα στιγμή ;
Και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το παραμύθι της Αναστάσεως του Χριστού; Πώς μπορούσαν να είναι συνεννοημένοι και οι 11, για να κυκλοφορήσουν στα πέρα-τα του κόσμου ένα τέτοιο ψέμα ; Πώς θα μπορούσαν αυτοί οι δειλοί να κάνουν κάτι τέτοιο ; Να κυλήσουν ένα μεγάλο λίθο και να μην γίνουν αντιληπτοί από τους άγρυπνους και άγριους φρουρούς; [¨Ας σημειώσουμε ότι ο Ρωμαίος διοικητής της Παλαιστίνης είχε διαθέσει στρατιωτική φρουρά στους Εβραίους για τη φύλαξη του Ναού. Γι΄ αυτό ο Πιλάτος τους είπε : «ἒχετε κουστωδίαν, ὓπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς οἲδατε» (Ματθ. κζ΄ 65)].
Με όσα όμως έκαναν οι Εβραίοι αυτοδιαψεύσθησαν, όταν πλήρωσαν τους στρατιώτες της φρουράς να διαδώσουν «ἡμῶν κοιμωμένων, οἱ μαθηταί ἦλθον νυκτός και ἒκλεψαν τό σώμα τοῦ Ἰησοῦ». ¨Αν δε πήγαιναν στον Πιλάτο να ζητήσουν κουστωδία για να ασφαλίσουν και να φρουρούν τον τάφο, πιο εύκολα θα μπορούσαν να διαδώσουν ένα τέτοιο ψέμα. Μα τώρα όχι. Η κλοπή του σώματος, χωρίς τα «ὀθόνια», δεν μπορούσε να διαφύγει την προσοχή τόσων στρατιωτών. Και έπειτα, αν οι μαθητές είχαν σκοπό να κλέψουν το σώμα, θα το έκαναν την πρώτη νύχτα, από Παρασκευή προς Σάββατο, όταν ακόμα δεν εφρουρείτο ο τάφος. Διότι τότε ήταν πιο εύκολο και ακίνδυνο. Αν το σώμα είχε κλαπεί το πρώτο βράδυ, η φρουρά θα είχε αποχωρήσει αμέσως, δεν θα είχε μείνει καθόλου στον τάφο. Διότι όλο το Σάββατο και το πρωί της επομένης (τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων) ο τάφος εφρουρείτο. Κάτι άλλο επίσης πολύ σημαντικό. Τι γύρευαν στο έδαφος τα οθόνια και το σουδάριον, που βρήκαν τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και ο Ιωάν-νης ; Εἰναι γνωστό ότι, είχε πάει στον τάφο πρώτη η Μαρία η Μαγδαληνή (μαζί με τις άλλες γυναίκες μυροφόρες) και άκουσε από τον άγγελο: «οἶδα γάρ ὃτι Ἰησοῦν τόν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε∙ οὐκ ἒστιν ὧδε∙ ἠγέρθη καθώς εἶπεν. Δεῦτε ἲδετε τόν τόπον ὃπου ἒκειτο ὁ Κύριος» (Ματθ. κη΄ 5). Επέστρεψε η Μαρία η Μαγδαληνή και ανήγγειλε το γεγονός στους μαθητές. Τότε ο Πέτρος και ο Ιωάννης ανεχώρησαν εσπευσμένως για τον τάφο και τον βρήκαν κενό και τα οθόνια καταγής.
Είναι προφανές, ότι άν οι μαθητές ήθελαν να κλέψουν το σώμα του Χριστού, δεν θα το έκλεβαν γυμνό. Διότι ήταν όχι μόνο ατιμωτικό για τον νεκρό, αλλά και ανόητο.Έπειτα, διότι για να ξετυλίξουν τα οθόνια, που ήσαν ποτισμένα με την αρωματική αλλά κολλητική σμύρνα, θα τους έπαιρνε πολλή ώρα και θα γίνονταν αντιληπτοί. Οπωσδήποτε, δεν θα φρόντιζαν να τα ξετυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ’ ένα μέρος. Θα άρπαζαν όπως όπως το σώμα και θα έφευγαν.
(ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, προηγουμένως είχε περιγράψει ότι ο Ιησούς ετάφη έχοντας αλειφθεί με σμύρνα – μιά αρωματική, πυκνόρευστη αλλά καί κολλητική ουσία – και τυλιχθεί με οθόνια, το σώμα, και σουδάριο, το κεφάλι.)
Επίσης, το να τοποθετήσουν χωριστά τα οθόνια και χωριστά το σουδάριο τυλιγμένο, δεν ήταν έργο βιαστικών και ανήσυχων κλεπτών. Και από αυτή τη λεπτομέρεια, αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Γι’ αυτό και οι Αρχιερείς έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντάς τους : «Πείτε εσείς πως τον έκλεψαν και μεις θα φροντίσουμε να πείσουμε τον ηγεμόνα να μην σας ζητήσει ευθύνες». Υποστηρίζοντας ότι οι μαθητές το έκλεψαν ομολογούν εμμέσως ότι το σώμα δεν ήταν μέσα στον τάφο. Ομολογούν εμμέσως, ότι ο Χριστός ανέστη αφού η κλοπή ήταν αδύνατη με τα μέτρα που είχαν πάρει. Αυτά, όσον αφορά στον τάφο, το σώμα και την κλοπή.
Κατόπιν αυτών εγείρεται ένα σοβαρό ερώτημα. Αφού οι Ιουδαίοι Αρχιερείς και Γραμματείς Τον αμφισβητούσαν, γιατί ο Χριστός δεν εμφανίστηκε αναστάς σ’ αυτούς ; Η απάντηση είναι ότι δεν υπήρχε ελπίδα να πιστέψουν. Αν υπήρχε έστω και μικρή ελπίδα να πιστέψουν ο Χριστός δεν θα αμελούσε να τους φανερωθεί.
Ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα, το απέδειξε η Ανάσταση του Λαζάρου. Αν και ο Λάζαρος ήταν τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει (όπως είπε η αδελφή του η Μάρθα), ο Χριστός τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων, αποδεικνύοντας τη Θεϊκή Του δύναμη. Παρά ταύτα, οι Ιουδαίοι άρχοντες του λαού όχι μόνο δεν πίστεψαν στον Χριστό, αλλά εξαγριώθηκαν εναντίον Του και ήθελαν να σκοτώσουν και τον Χριστό και τον Λάζαρο.
Αφού λοιπόν δεν πίστεψαν με την Ανάσταση του Λαζάρου και εξαγριώθηκαν, η Ανάσταση του Χριστού θα τους εξαγρίωνε ακόμη περισσότερο. Ήσαν τυφλοί από μίσος και πωρωμένοι στην απιστία τους. Έτσι, ακόμα και να τους εμφανιζόταν ο Χριστός αναστάς δεν θα Τον πίστευαν. Επομένως η εμφάνισή Του ήταν περιττή. Επί πλέον ο Χριστός δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παραβιάσει την θέληση τους.
Αντίθετα για να άρει κάθε αμφιβολία για την Ανάστασή Του (από όλους τους μελλοντικούς μαθητές), εμφανιζόταν επί 40 μέρες στους μαθητές του, συνομιλούσε και συνέτρωγε μαζί τους. Στο Θωμά που δικαιολογημένα έδειξε δυσπιστία, φανέρωσε τα σημάδια στο σώμα Του, από τα καρφιά και τη λόγχη. Έτσι έγινε ο Θωμάς ο αντιπροσωπευτικός αυτόπτης μάρτυς για όλες τις εποχές. Τέλος εμφανίστηκε στη Γαλιλαία σε ένα πλήθος περισσοτέρων από 500 ανθρώπους.
Μερικοί ρωτούν, γιατί ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του δεν έκανε μεγάλα και εντυπωσιακά θαύματα, ώστε να πιστέψουν όλοι, αλλά μόνο συνέφαγε και συνομίλησε με τους μαθητές Του ; Το μεγαλύτερο θαύμα ήταν η Ανάστασή Του. Ο Χριστός δεν θέλησε ποτέ να παραβιάσει τη θέληση κανενός. Ο εντυπωσιασμός ήταν έξω από τη λογική Του.
Ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως και της Θεϊκής ενισχύσεως που πήραν οι μαθητές από αυτήν είναι, η μετατροπή της δειλίας τους σε τόλμη. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν 12 αγράμματοι και φτωχοί αλιείς, χωρίς την βοήθεια του Θεού, να κατακτήσουν πνευματικά την οικουμένη και να νικήσουν την βαθιά ριζωμένη αμαρτία του ειδωλολατρικού κόσμου ; Αλλά και αν ακόμα οι Απόστολοι ήσαν ένδοξοι, πλούσιοι και μορφωμένοι, θα ήταν παράτολμο να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο.
Αν δεν είχε γίνει η Ανάσταση του Χριστού, με ποιές ελπίδες και προσδοκίες, θα είχαν διασπαρεί στα πέρατα της οικουμένης οι Απόστολοι, γιά να διδάξουν τους ανθρώπους την έλευση της Βασιλείας του Θεού, άν δεν απέβλεπαν στα μελλοντικά αγαθά αυτής της Βασιλείας; Αντί να πείσουν τους ανθρώπους θα εισέπρατταν, την τιμωρία του Θεού.
Άλλωστε, ακόμη και αν είχαν μεγάλη προθυμία όταν ζούσε ο Χριστός, η προθυμία τους θα έσβηνε μόλις εκείνος πέθαινε. Όπως συνέβη καί στην πραγματικότητα. Όλοι οι μαθητές πλήν του Ιωάννη του Θεολόγου εγκατέλειψαν από φόβο τον Διδάσκαλό Τους όταν εκείνος συνελήφθη και εσταυρώθη.
Εάν δεν είχε αναστηθεί ο Χριστός, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι’ αυτόν, αλλά θα τον θεωρούσαν «απατεώνα». Διότι τους είχε πεί «μετά τρεῖς ἡμέρες ἐγείρομαι». Τους είχε υποσχεθεί την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος (τοῦ Παρακλήτου, ὃστις ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν), την επιτέλεση θαυμάτων, όσα έκανε Εκείνος «καί μείζονα τούτων». Εάν αυτές οι υποσχέσεις Του δεν είχαν πραγματοποιηθεί, τι θα έβγαιναν να διδάξουν στην Οικουμένη; Εάν δεν είχε αναστηθεί πραγματικά ο Χριστός, για ποιο λόγο θα εκήρυτταν ότι αναστήθηκε ; Επειδή δήθεν Τον αγαπούσαν; Μα τότε θα έπρεπε να Τον μισούν διότι τους εξαπάτησε. Τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες, τους ξεσήκωσε από τα σπίτια τους, τις οικογένειές τους, τις δουλειές τους και ύστερα τους πρόδωσε. Αν ήταν κοινός θνητός, δεν θα έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια;
Επομένως, εάν δεν είχε πραγματικά αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αντίθετο από αυτό που έκαναν τώρα. Είναι γνωστό ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο(*) για να πουν, ότι την νύχτα οι μαθητές έκλεψαν το σώμα, ενώ αυτοί εκοιμώντο (**). Εάν λοιπόν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί και πήγαιναν οι μαθητές στους Ιουδαίους και έλεγαν «εμείς κλέψαμε το σώμα» πόσες τιμές και χρήματα δεν θα απολάμβαναν, αντί των μυρίων κινδύνων και διωγμών τους οποίους υπέστησαν; Ποιος θα ήταν τρελός να διακινδυνέψει για ένα ψέμα;
Ακόμα και αν ήθελαν να διδάξουν τον κόσμο τα όσα είχε πει ο Ιησούς, πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το όνομα ενός απατεώνα, αν αυτός δεν είχε αναστηθεί; Ήδη, όταν 40 ημέρες πριν τη σύλληψή Του, άρχισε να τους προετοιμάζει γι’ αυτό που θα συνέβαινε, οι περισσότεροι μαθητές πάγωσαν από το φόβο τους: «εἶπεν οὖν Θωμάς ὁ λεγόμενος δίδυμος· ἂγωμεν καἰ ἡμεῖς ἳνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ». Ο Πέτρος που έκανε το γενναίο και δήλωνε αποφασισμένος να πεθάνει μαζί Του, Τον αρνήθηκε τρεις φορές με όρκο μπροστά σε ασήμαντους ανθρώπους και Τον εγκατέλειψε μαζί με τους άλλους μαθητές, πλήν του Ιωάννη.
Πώς λοιπόν, αν δεν ανασταινόταν ο Χριστός – αφού όλοι στην Ιερουσαλήμ παρακολούθησαν τη σύλληψη, τη δίκη και τη σταύρωση του Χριστού – δεν θα είχαν πέσει οι μαθητές σε μεγάλη απογοήτευση και θα ζητούσαν να ανοίξει η γη να τους καταπιεί ; Πώς θα μπορούσαν να βεβαιώσουν ότι είδαν τον Αναστάντα, σε ανθρώπους που κατοικούσαν στην Ιουδαία, πριν πάνε να διδάξουν σε ξένες χώρες ; Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως σ’ αυτούς που είχαν οι ίδιοι συμμετάσχει στο φοβερό έγκλημα της σταυρώσεως Του αναμάρτητου ευεργέτου, σε εκείνους που ενέπαιξαν, εσταύρωσαν και έθαψαν τον Χριστό; Μερικοί όμως από τους «σταυρώσαντες» έγιναν «πιστεύσαντες», ώστε η παρανομία της Σταυρώσεως να γίνει απόδειξη της Αναστάσεως.
(*) Η Παράδοση διασώζει ότι δύο από τους 24 στρατιώτες της φρουράς αρνήθηκαν να πάρουν χρήματα για να ψευδομαρτυρήσουν «ότι οι μαθητές ήλθαν την νύχτα , ενώ οι φρουροί εκοιμώντο, και έκλεψαν το σώμα του Ιησού». Αυτοί οι δύο έφυγαν στην Καπαδοκία με τον εκατόνταρχο Λογγίνο (τον επικεφαλής του στρατιωτικού αποσπάσματος που εκτέλεσε την θανατική καταδίκη του Χριστού), ο οποίος σύμφωνα μα τα Ευαγγέλια, είχε πιστέψει στην Θεότητα του Χριστού. Εκεί εκήρυτταν τον Χριστό ως Υιό του Θεού, ώσπου εκτελέστηκαν με διαταγή του αυτοκράτορος Τιβερίου, κατόπιν αιτήματος του Πόντιου Πιλάτου. Προς επιβεβαίωση εστάλη, στον Πιλάτο το κεφάλι του Λογγίνου.
(**) Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, αφού εκοιμώντο οι στρατιώτες και δεν αντελήφθησαν τί έγινε, πως είδαν ποιός έκλεψε το σώμα του Ιησού ;
Για να ελκύονται όμως τα πλήθη στην Ιουδαία και στα πέρατα της οικουμένης, σημαίνει ότι οι μαθητές στο όνομα του Χριστού έκαναν θαύματα. Αν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί και παρέμενε νεκρός, πώς οι μαθητές στο όνομά Του θα έκαναν θαύματα: Πώς πάλι θα έπειθαν τον κόσμο, χωρίς θαύματα ; Προφανώς αν δεν έκαμαν θαύματα, διότι πράγματι έκαμαν, και κυριαρχούσαν πνευματικά παντού, αυτό θα ήταν ακόμα πιο αξιοθαύμαστο. Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επεκράτησαν οι 12 απλοϊκοί ψαράδες, αλλά μόνο με τη θεϊκή δύναμη και χάρη, που ακολουθούσε το κήρυγμά τους. Ήταν αδύνατο, να έχει οποιαδήποτε επί-δραση στους ανθρώπους το κήρυγμα των απλοϊκών ψαράδων της Γαλιλαίας, αν δεν ενεργούσε η δύναμη της Αναστάσεως και το Άγιο Πνεύμα, ώστε να κάνουν τέτοια εκπληκτικά πράγματα σε τόσο αντίξοα περιβάλλοντα. Αν δεν αναστήθηκε ο Χριστός, πώς έγιναν στο όνομά του μεγα-λύτερα θαύματα από όσα έκανε εν ζωή ο ίδιος ο Κύριος; Μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση ;
α) Κατά τη φύση, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των Αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα (βλ. Πέτρος) .
β) Κατά τον τρόπο, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρόσταζε, άγγιζε, έφτιαχνε πηλό και θαυματουργούσε. Μετά την Ανάστασή Του, απλοί άνθρωποι με πίστη επικαλούμενοι το όνομά Του, επιτελούσαν μεγαλύτερα και εκπληκτικότερα θαύματα,
Γι’ αυτό οι Πατέρες όρισαν, μετά την Ανάσταση του Χριστού να διαβάζονται στην θεία λατρεία οι Πράξεις των Αποστόλων, που περιγράφουν τα άπειρα θαύματα που έγιναν στο όνομα του Αναστάντος Χριστού και που επικυρώνουν έμπρακτα την Ανάστασή Του.
Ήταν σωστή και θεόπνευστη η παρατήρηση του περίφημου Ιουδαίου νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ στο Μεγάλο Συνέδριο (Πραξ. ε′ 36-37) υπέρ των Αποστόλων, ο οποίος υπενθύμισε στους Ιουδαίους τις περιπτώσεις του Θευδά και του Ιούδα. Αυτοί ξεσήκωσαν τον λαό και είχαν οπαδούς. Όταν όμως εφονεύθησαν τα κινήματά τους διαλύθηκαν. Και συνέχισεν ο Γαμαλιήλ: «καί τά νῦν λέγω ὑμῖν, ἀπόστητε (απομακρυνθείτε, μήν ασχολείσθε) ἀπό τῶν ἀνθρώπων τούτων (δηλ. των Αποστόλων) και ἐάσατε (αφήστε ελεύθερους) αὐτούς· ὃτι ἐάν ἦ ἐξ ἀνθρώπων (διότι άν είναι έργο ανθρώπινο) ἡ βουλή αὓτη (αυτό που σκέπτονται) ἢ τό ἒργον τοῦτο (ή αυτό που κάνουν), καταλυθήσετε (θα διαλυθεί μόνο του). Εἰ δέ ἐκ Θεοῦ ἐστίν, οὐ δύνασθε καταλῦσαι αὐτό, μήποτε καί θεομάχοι εὑρεθῆτε».
Όσοι δεν είδαμε τον Αναστάντα με τα μάτια του σώματος, μπορούμε να Τον δούμε με τα μάτια της πίστεως, μέσω των θαυμάτων. Η επίδειξη των θαυμάτων, μας χειραγωγεί στην απόδειξη της Αναστάσεως.
Μεγίστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Σταυρωμένος Χριστός, έδειξε μετά τον θάνατό Του τόση δύναμη, ώστε έπεισε εκατομμύρια ανθρώπους να περιφρονήσουν διωγμούς μαστιγώσεις, κινδύνους και θάνατο, να εγκαταλείψουν πατρίδα, φίλους, συγγενείς για χάρη Του. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού μέσα στον τάφο, αλλά αναστημένου και ζωντανού.
Οι δειλοί μαθητές και ο Πέτρος όσο ζούσε ο Χριστός, τον εγκατέλειψαν και σκόρπισαν. Πού βρήκαν το θάρρος να Τον κηρύξουν στα πέρατα της οικουμένης, αν δεν Τον είχαν δει Αναστάντα, δεν είχαν φάει και συνομιλήσει μαζί Του ; Αλλά όχι μόνο οι μαθητές που Τον έζησαν από κοντά, αλλά και τόσα εκατομμύρια ανθρώπων που τους ακολούθησαν, άνδρες και γυναίκες, νεανίσκοι και παρθένες, μικρά παιδιά και υπερήλικες, που πείσθηκαν να αψηφήσουν θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, τα βασανιστήρια, κάθε είδους τιμωρία, να θυσιάσουν την παρούσα ζωή και να σπεύσουν για τη μέλλουσα Βασιλεία. Είναι αυτό κατόρθωμα ενός μάγου, ενός αγύρτη ; Όχι βέβαια. Μάγοι και αγύρτες πέρασαν και έσβησαν. Ξεχάστηκαν μόλις πέθαναν. Μόνο ο εσταυρωμένος και Αναστάς Σωτήρας Χριστός μένει εις τον αιώνα και αποτελεί έκτοτε την μοναδική ελπίδα όλης της ανθρωπότητας, «τόν πρωτότοκον τῶν νεκρῶν», που πρώτος αναστάς βγήκε από την κοιλιά του Άδη και αποτέλεσε «την ἀπαρχήν πάντων τῶν κεκοιμημένων». Η Ανάσταση είναι η ελπίδα της νέας μελλοντικής ζωής στη Βασιλεία του Θεού.
Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος! Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰώνας! ΑΜΗΝ!