της Μαρίας Κορνάρου
«Τί έμορφη που είναι η καλοσύνη! Τί χαροποιό που είναι το πρόσωπό της κι η κάθε κίνηση του χεριού της. Και με πόση απλότητα έρχεται θαρρετά κοντά σου για να σε ξεκουράζει και με πόση ταπείνωση σε σιμώνει, σανα’ σαι αδερφός της, δείχνοντάς σου φυσικά κι απροσπάθητα πως σ’ αγαπά και πως πονά για σένα! … Ανοίξτε τις καρδιές σας στο φως, όσοι ποθείτε να χαρείτε αληθινά, αφήσετε την καλοσύνη να μπει μέσα της και να τη φαρδύνει, ώστε από στενή φυλακή, να γίνει περιβόλι απλόχωρο και μοσκοβολημένο! Ποτίστε τη με το δροσερό νερό της αγάπης, θρέψτε τη με αγνότητα και με ειρήνη για να νιώσετε αληθινά πως ζείτε και πως δεν είσαστε πεθαμένοι ….», έγραφε ο Κόντογλου.
Πράγματι, νομίζω πως η καλοσύνη μοιάζει με ήλιο που ζεσταίνει τις ζωές μας. Γι’ αυτό πρώτοι εμείς την αποζητούμε στη συναναστροφή μας με τους άλλους. Την χειρότερη αμαρτία και αν κάνουμε, ευχόμαστε μέσα μας να βρούμε ένα φέρσιμο γεμάτο καλοσύνη κι από εκείνους ακόμη που λυπήσαμε. Από τον φιλάνθρωπο Θεό παίρνουμε πάντοτε αυτή τη μεταχείριση, ακόμη και όταν Τον έχουμε περιφρονήσει και έχουμε πράξει κάθε τι ενάντιο στο θέλημά Του. Εκείνος μας περιμένει πάντα στην πτώση μας και μας γεμίζει χαρά και ελπίδα, μας τρέφει μάλιστα με το σώμα και το αίμα Του για να έχουμε αληθινή ζωή. Η καλοσύνη είναι θεϊκή αρετή, γιατί αντικατοπτρίζει τη συναναστροφή του Χριστού με τους ανθρώπους. Αυτήν επεφύλασσε ο Χριστός ακόμη και στους χειρότερους ανθρώπους, όταν εκείνοι τον προσέγγιζαν με θάρρος και διάθεση μετανοίας. Όταν βρισκόταν ενώπιον ανθρώπων με πωρωμένη καρδιά, όπως οι Φαρισαίοι, μπορεί τα λόγια του να ήταν σκληρά, όμως ήταν απαραίτητα, και ο τρόπος του πάντοτε ήταν μετριασμένος και επιεικής. Η ίδια η ενανθρώπηση του Κυρίου είναι μία πράξη άπειρης αγαθότητας απέναντι στο ανθρώπινο γένος, που ήταν εχθρικό προς το Θεό. Έτσι και ο αγαθός στον τρόπο του, μιμείται το Θεό. Όποιος είναι καλότροπος μα δεν το αντλεί από τη Χάρη του Θεού αλλά απ’ το δικό του θέλημα, ακόμη κι αν φαίνεται αγγελικός, μπορεί μέσα του να είναι γεμάτος υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια. Ο καλοσυνάτος άνθρωπος του Θεού είναι σαν το διάφανο γυαλί, στους εσωτερικούς λογισμούς και τις εξωτερικές πράξεις ο ίδιος. Ακόμη και αν πατά στη γη, μαρτυρεί με την παρουσία του στους πάντες πώς είναι να κερδίζεις τα μυστήρια του Ουρανού.
Ο όσιος Ποιμήν έλεγε ότι δεν μπορείς να διώξεις την κακία με την κακία, αλλά πρέπει να ανταποδίδεις με καλό αν σου κάνει κακό ο αδελφός σου. Μόνο η καλοσύνη μπορεί να νικήσει την κακία. Μπορεί αυτό να μας φαντάζει παράλογο, ειδικά στον σύγχρονο κόσμο όπου η αμαρτία έχει στολιστεί με αυθάδεια και έχει μεθύσει απ’ το κρασί της αδιαντροπιάς, σαν την θλιβερή πόρνη της Αποκάλυψης. Βλέπουμε γύρω μας πράγματα αδιανόητα και καταστάσεις ανήκουστες, που μας βάζουν σε σκέψεις και φτάνουν να κλονίζουν ακόμη και την πίστη μας στο Θεό. Οι ιδέες που κυκλοφορούν, ακόμη και μέσα στην Εκκλησία, μας βάζουν σε μεγάλους πειρασμούς. Εμμένοντας στην πατερική παράδοση, μπορεί να νιώθουμε την ανάγκη να εκφραστούμε για την αλήθεια που όλοι φαίνεται να περιφρονούν. Και είναι δίκαιη ανάγκη! Μάλιστα, μπορεί να έχει ευλογημένα αποτελέσματα να εκφράσουμε τη γνώμη μας μέσα στον παραλογισμό που έχει κατακτήσει τον κόσμο και κουράσει τους ανθρώπους. Όταν, όμως, εκφραστούμε με τρόπο απότομο ή σκληρό, μπορεί αυτό να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που επιθυμούμε. Ας μην ξεχνάμε ότι ο λόγος του Θεού είναι από μόνος του φρικτός έλεγχος σε κάθε έναν που τον ακούει, ακόμη και αν φαίνεται να μην τον αγγίζει. Πόσο μάλλον εάν τον συνοδέψουμε από μία επιθετική ματιά. Μπορεί ο αποδέκτης του μηνύματός μας να ξεχάσει ότι μιλάμε στο όνομα του Θεού της αγάπης, όπως ίσως το ξεχάσαμε και εμείς…
Εάν αφήσουμε στην άκρη την καλοσύνη, που μαρτυρεί φροντίδα για τον πλησίον, υπάρχει κίνδυνος να απομονωθούμε. Καθώς δεν είμαστε πια πλειοψηφία στην κοινωνία μας – όπως με θλίψη διαπιστώσαμε τις ημέρες της πανδημίας – και έχουμε πόλεμο και συκοφαντίες εναντίον του χριστιανικού μηνύματος από το σχολείο, το κράτος, τα ΜΜΕ, ο αγώνας μας πρέπει να επικεντρώνεται στη διατήρηση του μηνύματος του Ευαγγελίου στον κόσμο. Να επιμένουμε στην καλή μαρτυρία, ακόμη και αν νιώθουμε ότι είμαστε ανεπιθύμητοι ή λοιδορούμαστε. Εκεί βρίσκεται η αγάπη στον πλησίον, στο να επιμένουμε παρά την περιφρόνηση. Και ο τρόπος για να ακουστεί το μήνυμά μας παρά την αδιαφορία και την αρνητικότητα του σύγχρονου κόσμου, είναι να το δίνουμε με αγάπη, καλοσύνη, κατανόηση. Γιατί την καλοσύνη δεν την διαθέτει καμία ιδεολογία, όση δύναμη και προβολή και αν έχει. Βρίσκεται μόνο μέσα στο Ευαγγέλιο. Είναι χρέος μας να δίνουμε το μήνυμά μας στολισμένο με την καλοσύνη, να την βάζουμε σε κάθε συμπεριφορά και συναναστροφή μας. Ακόμη και προς εκείνους που μας θλίβουν πολύ. Επειδή έχουμε τον Θεό, που είναι πηγή της ζωής και δοτήρ των αγαθών, δεν είναι δύσκολο για μας να δώσουμε και στους άλλους απ’ τη χαρά και τη γλυκύτητα που βιώνουμε κοντά Του. Πόσο μάλλον αν αναλογιστούμε, ότι η ζωή μακριά απ’ το Θεό είναι θλιμμένη και δύσκολη, γι’ αυτό είναι μεγάλη φιλανθρωπία να μοιράζει κανείς καλοσύνη.
Ας μην ξεχνάμε ότι αιτία για να πιστέψουν οι ειδωλολάτρες στο Χριστό έγιναν βέβαια τα φοβερά μαρτύρια που υπέφεραν οι χριστιανοί εκείνων των χρόνων, έγινε όμως και κάτι πολύ πιο ταπεινό και φαινομενικά δευτερεύον, όμως τελικά πολύτιμο: η αγάπη που είχαν μεταξύ τους. Αυτό είναι και το γνώρισμα των αληθινών μαθητών του Κυρίου, όπως ο ίδιος το δίδαξε: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ιω. ιγ΄35)