ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Οἱ ἑορτὲς τοῦ δωδεκαημέρου, ὅπως ὀνομάζονται οἱ ἡμέρες τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων ἕως καὶ τῶν Θεοφανίων, ἀποτελοῦν ἕνα σημαντικὸ ἑορτολογικὸ σταθμὸ στὴ συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων νεοελλήνων. Γιὰ τοὺς πιστοὺς αὐτὴ ἡ ἁγία περίοδος εἶναι εὐκαιρία γιὰ πνευματικὴ ἀνάταση καὶ περισυλλογή. Γιὰ τὴ συντριπτικὴ ὅμως πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων ὅμως εἶναι εὐκαιρία γιὰ ἐφήμερες κοσμικὲς καὶ φτηνὲς ἐνασχολήσεις. Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς δυτικοευρωπαϊκής κοσμικῆς καὶ ὑλιστικῆς κουλτούρας παραμερίστηκε τὸ πνευματικὸ νόημα τῶν ἁγίων αὐτῶν ἑορτῶν καὶ δόθηκε προτεραιότητα σὲ κάθε εἴδους καταναλωτισμοῦ καὶ ὑλικῶν ἀπολαύσεων. Τὰ Χριστούγεννα εἶναι γι’ αὐτοὺς συνώνυμα πιὰ μὲ τὸ ἐμπόριο καὶ τὴν ψυχαγωγία. Ὄχι βέβαια πὼς καὶ αὐτὰ δὲν εἶναι μέρος τῆς ζωῆς μας καὶ θὰ πρέπει νὰ ἐξοβελιστοῦν ἀπὸ αὐτή, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἀσκοῦνται μὲ μέτρο καὶ νὰ δίδεται προτεραιότητα στὴν οὐσία ποὺ εἶναι ὁ ἑορτασμός του πιὸ σπουδαίου γεγονότος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ὡς ὑπέρτατη δωρεὰ τοῦ θείου ἐλέους γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία.
Τὸ κύριο «πρόσωπο» τῆς ἐμπορικῆς δραστηριότητας αὐτῶν τῶν ἡμερῶν εἶναι ὁ «Αϊ-Βασίλης», ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους μᾶς στρουμπουλός καλοσυνάτος γέρος, μὲ τὰ κόκκινα ροῦχα, ὁ ὁποῖος φορτωμένος μὲ σάκο ἔρχεται κάπου ἀπὸ τὸν ἀρκτικὸ Βορρᾶ καὶ μοιράζει (ὑποτίθεται) δῶρα στὰ παιδιά. Σὲ τηλεοπτικὲς διαφημίσεις μάλιστα οἱ ἀδίστακτοι ἔμποροι ἔφτασαν σὲ σημεῖο νὰ τὸν παρουσιάζουν ἀκόμα καὶ σὲ προκλητικὲς καὶ ἁμαρτωλὲς σκηνές, πρᾶγμα ἀπαράδεκτο γιὰ ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἔχει τονισθεῖ πολλὲς φορὲς ἀπὸ ἐκκλησιαστικοὺς παράγοντες πὼς ὁ ἀπίθανος αὐτὸς τύπος, πλάσμα τῆς φαντασίας τῶν δυτικοευρωπαίων, δὲν ἔχει καὶ οὔτε μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς σεβάσμιους καὶ σοβαροὺς ἁγίους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, παρόλο ποὺ αὐτὸς φέρει ὀνόματα ἐπιφανῶν ἁγίων μας, ὅπως τοῦ ἁγίου Νικολάου στοὺς ξένους (Santa Claus) καὶ τοῦ ἁγίου Βασιλείου σέ μας. Πρόσφατες ἔρευνες ἀπέδειξαν πὼς ἡ προέλευση αὐτοῦ τοῦ περίεργου πλάσματος τῶν Χριστουγέννων ἔχει τὶς ρίζες του στὴν προχριστιανικὴ παγανιστικὴ ἀρχαιότητα. Στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ὁ πληθωρικὸς Ποσειδῶν καὶ στοὺς Λατίνους ὁ ἀντίστοιχος Νέπτων «ἔφερναν» δῶρα στοὺς ἀνθρώπους. Στοὺς βορείους λαοὺς μοίραζε δῶρα ὁ γέρο – Χειμῶνας. Στὴ μεσαιωνικὴ Ἰταλία ἔφερνε τὰ δῶρα ἡ γριά – Μπεφάνα. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ «μασκότ» τῶν Χριστουγέννων, ὁ «Αϊ-Βασίλης», εἶναι ἕνα ξωτικό, μιὰ παγανιστικὴ φανταστικὴ φιγούρα, ἡ ὁποία ἔγινε ἀναπόσπαστο μέρος τῆς καταναλωτικῆς μανίας αὐτῶν τῶν ἡμερῶν.
Εἶναι γνωστὸ πὼς ἡ καθιέρωση τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἔγινε τὸν Δ’ μ .Χ. αἰῶνα στὴ Δύση καὶ στὴν Ἀνατολὴ στὶς ἀρχὲς τοῦ Ἔ’ μ .Χ. αἰῶνα, κυρίως σὲ ἀντικατάσταση τῆς μεγάλης εἰδωλολατρικῆς ἑορτῆς τοῦ «Ἀήττητου Ἥλιου», τοῦ στρατιωτικοῦ ἰρανικοῦ θεοῦ Μίθρα, ὁ ὁποῖος ἑορτάζονταν μὲ μεγαλοπρέπεια στὶς 25 Δεκεμβρίου σὲ ὁλόκληρη τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅρισαν τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὡς τὴν ἡμέρα γέννησης τοῦ Χριστοῦ, τοῦ νοητοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης, καταφέρνοντας ἔτσι σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα νὰ ἐξοβελιστεῖ ἡ εἰδωλολατρικὴ ἑορτὴ καὶ νὰ ἐπικρατήσει ἡ χριστιανική. Ὅμως οἱ ἰσχυρὲς συνήθειες τοῦ εἰδωλολατρικοῦ παρελθόντος δὲν ἦταν εὔκολο νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτὸ πολλὰ παγανιστικὰ στοιχεῖα δευτερευούσης σημασίας μεταλλάχτηκαν καὶ ἐντάχθηκαν στὴ νέα πίστη καὶ κυρίως ὡς φολκλόρ στὶς λαμπρὲς πλέον χριστιανικὲς ἑορτές. Στὴν προκείμενη περίπτωση ὁ προχριστιανικὸς καλοσυνάτος γέρος ἔλαβε χριστιανικὸ ὄνομα καὶ ἐντάχθηκε στὴ λαϊκὴ ψυχὴ ὡς ἀναπόσπαστο μέρος τῆς θρησκευτικότητάς της.
Τὰ ὀνόματα ποὺ ἔλαβε, εἴτε τοῦ ἁγίου Νικολάου, εἴτε τοῦ ἁγίου Βασιλείου δὲν εἶναι τυχαῖα. Οἱ δύο αὐτοὶ σημαντικοὶ ἅγιοι τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξαν μεγάλοι ἀνθρωπιστὲς καὶ κοινωνικοὶ ἐργάτες τῆς κοινωνίας. Ἡ ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόλαο, ἐπίσκοπο Μύρων τῆς Λυκίας (+340) ὑπῆρξε παροιμιώδης. Τὸ ἱερό του συναξάρι εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ ἄπειρα περιστατικὰ πραγματικῆς βοήθειας τῶν αναξιοπαθούντων ἀνθρώπων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς ἐπισκοπῆς του καὶ ἀπὸ ἄτεγκτους ἐλέγχους κατὰ τῶν ἀδίκων ἰσχυρῶν. Γιὰ τοὺς πιστοὺς ὀρθοδόξους ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶναι ὁ ἅγιος τῆς καλοσύνης, τοῦ ἐλέους καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Βασίλειος (+379) εἶναι ὁ κατεξοχὴν κοινωνικὸς θεωρητικὸς καὶ πρακτικὸς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁλόκληρη ἡ ζωή του ὑπῆρξε ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας ἀνακούφισης τῆς ἀνθρώπινης ἔνδειας καὶ δυστυχίας. Ἡ περίφημη «Βασιλειάδα» τῆς Καππαδοκίας, ἔργο ζωῆς τοῦ ἁγίου καὶ πρότυπο φιλανθρωπικὸ ἵδρυμα γιὰ ὅλες τὶς ἐποχές, μαρτυρεῖ περίτρανα τὴν ὑπέρτατη προσφορὰ τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἄνδρα. Μέσα στή χριστιανικὴ συνείδηση οἱ δυὸ αὐτοὶ κοινωνικοὶ ἅγιοι πέρασαν ὡς οἱ ἀέναοι χορηγοὶ κάθε εἴδους φιλανθρωπίας καὶ γι’ αὐτὸ οἱ προχριστιανικοὶ μυθικοὶ διανομεῖς δώρων στοὺς ἀνθρώπους ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ αὐτούς.
Κατὰ τὴν γνώμη μου δὲν εἶναι κακό, κατ’ ἀρχήν, νὰ καλλιεργεῖται μέσα στήν λαϊκὴ ψυχὴ καὶ ἰδιαίτερα στὰ παιδιὰ ἡ ἰδέα ὅτι κάποιος ἅγιος μοιράζει καλοσύνη καὶ ἀγαθὰ στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ σκληρὴ πραγματικότητα μᾶς κάνει νὰ ἔχουμε τὴν ἀνάγκη τῆς ἐξωπραγματικῆς καὶ μεταφυσικῆς βοήθειας. Ὁ «Αϊ-Βασίλης» εἶναι ὁ «ἀπὸ μηχανῆς θεὸς» ποὺ νικᾶ τὶς ἀντικειμενικὲς δυσκολίες, ὅπως εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ἀνέχεια, καὶ φέρνει (ὑποτίθεται) τὴν εὐτυχία. Τὸ ἄσχημο τῆς ὑπόθεσης εἶναι πὼς ὁ εὐτραφὴς «Αϊ-Βασίλης», ὅπως εἰκονίζεται, δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν ασκητικότατο ἅγιο Βασίλειο, ὁ ὁποῖος πέθανε νέος, 49 ἐτῶν σκελετωμένος καὶ αποκαμωμένος ἀπὸ τὴν ἀέναη κοινωνικὴ ἐργασία καὶ προσφορά. Τὸ χειρότερο δὲ εἶναι πὼς ἡ εμπορευματοποίηση τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων μετέβαλλαν αὐτὸν τὸν μυθικὸ ἔστω «Αϊ – Βασίλη» σὲ μέσο διαφήμισης των πάσης φύσεως προϊόντων, ὅπως οἰνοπνευματωδῶν ποτῶν, ἀκόμα καὶ … γυναικείων ἐσωρούχων!
Ζοῦμε δυστυχῶς σὲ ἐποχὴ ἔντονου καταναλωτισμοῦ. Ὕψιστη ἀξία εἶναι πλέον τὸ κέρδος, στὸ βωμὸ τοῦ ὁποίου θυσιάζονται τὰ πάντα. Πίστη στὸ Θεό, ἠθική, σεβασμὸς τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας εἶναι παράμετροι ὑποδεέστεροι τῆς οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης, ποὺ εἶναι τὸ ὑπέρτατο ζητούμενο τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἐπιδιώκει νὰ καλύψει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερες οἰκονομικὲς ἀνάγκες του, νομίζοντας ἐσφαλμένα ὅτι ἔτσι μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὸ ὑπαρξιακὸ κενὸ ποὺ ἔχει στὴν ψυχή του. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ κύριος τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας, τοῦ ὁποίου τὴ θεία Γέννηση ἑορτάζουμε αὐτὲς τὶς ἡμέρες, εἶναι γιὰ ἐκεῖνον σχεδὸν ἄγνωστος. Ἡ λυτρωτικὴ Τοῦ δωρεὰ δὲν τὸν ἀγγίζει καθόλου. Γι’ αὐτὸ ἀρέσκεται σὲ λυτρωτικὰ ὑποκατάστατα ὅπως εἶναι ὁ μυθικὸς «Αϊ-Βασίλης» τῶν Χριστουγέννων. Αὐτὸς ὁ «ἅγιος» του ταιριάζει, διότι εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή του: καταναλωτικός, ἀνέμελος, απροβλημάτιστος, χαζοχαρούμενος… Εἶναι ὁ νέος τύπος – πρότυπο ἀνθρώπου τῆς «Νέας Ἐποχῆς», ὁ ὁποῖος λανσάρει τὸν απροβλημάτιστο (ζωώδη) βίο, ὑποταγμένο στὶς «ἐπιταγὲς» τῶν σύγχρονων καιρῶν καὶ ὁ ὁποῖος ἀναγάγει τὴν κατανάλωση ὡς ὕψιστη ἀξία. Τὸ εὐτραφὲς ξωτικό – καρικατούρα τῶν ἑορτῶν, ποὺ ἀκούει στὸ ὄνομα «Αϊ – Βασίλης», δείχνει τὸ δρόμο γιὰ ἕναν τέτοιο τρόπο ζωῆς, ἐπιφανειακὰ ὄμορφο καὶ φανταχτερό, κατὰ βάθος ὅμως φρικιαστικὸ καὶ ἀπάνθρωπο, προμηνύοντας τὸ μέλλον τοῦ κόσμου ζοφερὸ καὶ ἀβέβαιο!