ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ: ΦΙΛΟΚΑΛΟΥΜΕΝ ΜΕΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Μαρούλας Παπαευσταθίου – Τσάγκα
Σχολικῆς Συμβούλου Φιλολόγων

Οἱ Διδάσκαλοι τοῦ Γένους εἶναι περιληπτικὴ ὀνομασία γιὰ τοὺς φωτισμένους Ἕλληνες λογίους τῆς προεπαναστατικῆς περιόδου, καὶ πιὸ συγκεκριμένα γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔδρασαν στὸ β΄ μισό τοῦ 18ου αἰῶνα ἕως τὴν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης. Οἱ λόγιοι αὐτοί, προσβλέποντας στὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ Γένους, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε στὴν πολιτικὴ ἀναγέννηση, δίδαξαν στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα τοῦ ἐξωτερικοῦ ἢ τῆς τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδας, ἐνῷ παράλληλα ἐπιδόθηκαν στὴ συγγραφὴ ἔργων, ποὺ τυπώνονταν στὰ ἑλληνικὰ τυπογραφεῖα τῆς Βενετίας, τῆς Βιέννης, τῆς Μόσχας καὶ ἀλλοῦ. Ἐξέδωσαν πολλὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα, ἔγραψαν βιβλία φιλοσοφικά, μαθηματικά, τεχνικά, παιδαγωγικὰ καὶ γλωσσικά, μυθιστορήματα, ποιητικὲς συλλογὲς καὶ ἀναγνώσματα ψυχαγωγικοῦ περιεχομένου.

stayrosἈνάμεσα σ’ αὐτὴ τὴ φωτεινὴ ὁμάδα τῶν πνευματικῶν ἐργατῶν τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ ξεχωρίζουν κάποιοι ὡς ἀστέρες πολύφωτοι, καθὼς συνδύαζαν τὴν ἑλληνικὴ παιδεία μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἔφτασαν μέχρι τὴν ἁγιότητα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ «πεντάριθμοι διαλάμψαντες ἅγιο τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς»:

Ὁ Ἅγιος καὶ Ἰσαπόστολος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος

Ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Κουλακιώτης.

Ὀνομάζονται Φιλοκαλικοὶ Πατέρες γιατί στήριξαν τὸν Ἑλληνισμὸ μὲ τὸ φιλοκαλικὸ ἦθος τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς δημιουργώντας τὴ φιλοκαλικὴ ἀναγέννηση.

Οἱ Φιλοκαλικοὶ Πατέρες γνώριζαν ὅτι παιδεία ἀληθὴς εἶναι ἡ φιλοκαλική, αὐτὴ ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἀποκατάσταση τοῦ «ἀρχαίου κάλλους» τῆς μορφῆς τοῦ μαθητῆ, μὰ … πρῶτα τοῦ δασκάλου! Ἀντιτασσόμενοι στὴν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἰσήγαγε ὁ Διαφωτισμός, τολμοῦσαν νὰ διακηρύξουν μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο ὅτι «ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστι». Ἐπιαναν ξανὰ τὸ μίτο τῆς ἑλληνικῆς καὶ χριστιανικῆς ἀλήθειας (ἀ-λήθη). Διεγίγνωσκαν ποῦ καὶ πῶς ρέει τὸ ἀληθινὸ ποτάμι τῆς μαθήσεως, τῆς παράδοσης καὶ τῆς πίστης γιατί διακατείχοντο ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τοῦ δόγματος, τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. Καὶ αὐτὸ ἔδινε καθαρότητα βλέμματος. Ὀρθοτομοῦσαν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Σὰν τὸν ὀφθαλμὸ ποὺ δὲν δέχεται οὔτε ἕνα σκουπιδάκι. Τὸ ἀσυμβίβαστο, γιὰ τὸ ὁποῖο κατηγορήθηκαν δὲν ἦταν ἄκαρδο. Ἦταν μαρτυρικὰ εὐαίσθητο καὶ ταπεινὰ ἐπίμονο.

Γνώριζαν ὅτι «πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον» (Ἰάκωβ. α, 17). Πίστευαν στὸν Πατέρα τῶν Φώτων καὶ ὄχι στὸν αἰῶνα τῶν φώτων. Ἡ νηπτικὴ στάση καὶ θεώρηση τῆς ζωῆς ἔκανε τοὺς ἴδιους δασκάλους – πρότυπα, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη Χρυσοστόμου: «Τὸ πρότυπο τοῦ βίου νὰ εἶσαι ἐσύ, νὰ προβάλλεις σὰν εἰκόνα, σὰν ζωντανὸς νόμος, σὰν κανόνας καὶ ὁρόσημο ὑποδειγματικῆς ζωῆς.»

Ὁ ἡσυχασμὸς τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, συνεχιστὲς τοῦ ὁποίου ἦταν ἐκεῖνοι οἱ Πατέρες, μέσῳ τῆς διδασκαλίας τους δὲν εἶναι κάτι ἀπρόσιτο, τρομακτικὰ ἄπιαστο ἢ μυστικιστικό, ὅροι ποὺ στὶς μέρες μας συγχέονται μὲ τὴν παραφθορά τους ἀπὸ τοὺς χώρους τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καὶ τῶν ψευδομυστικιστικῶν ὀργανώσεων. Εἶναι ἡ νηφάλιος ἐκείνη μέθη ποὺ «χαίρει ἐν πάσει» καὶ ὅταν ἀκόμη περιπέσει «ποικίλοις πειρασμοῖς». Ἐπειδὴ ἔχει κατανοήσει ὅτι ἡ «ὑπομονὴ» εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐργάζεται ὥστε νὰ γίνουμε «τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι» καὶ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς homo universalis. Ἄλλωστε ποιός ἄλλος, παρὰ ὁ ἄνθρωπος τῆς «Μίας, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» μπορεῖ νὰ εἶναι «καθολικός»;!

Οἱ φιλοκαλικοὶ διδάσκαλοι τοῦ Γένους ἀντιτάχθηκαν στὸν «ἀδιαφορισμὸ» ποὺ διέπνεε τοὺς Ἕλληνες διαφωτιστές, στὶς ἀντιτριαδικές, ἀθεϊστικὲς ἀλλὰ καὶ εὐσεβιστικὲς (Κοραὴς) τάσεις ποὺ προκαλοῦσαν τὸν ρωμαίικο τρόπο ζωῆς καὶ πίστεως. Ἦταν ἱκανοὶ νὰ κατανοήσουν τὶς πνευματικὲς διαφοροποιήσεις τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κόσμου καὶ νὰ ἀγωνιστοῦν γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ ἑλληνορθόδοξου τρόπου, διατηρῶντας μία ἀπροσδόκητη γιὰ τὴν ἐποχὴ θεολογικὴ ἐγρήγορση καὶ ἐπίγνωση τῶν βιωματικῶν προτεραιοτήτων τῆς ἐκκλησίας.

Αὐτοὶ οἱ δάσκαλοι ἀφουγκράζονταν τὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ καὶ ἐξέφραζαν τὴ συνείδησή του μὲ ὅλες τὶς ἰδιαιτερότητές του, ἐνῷ παράλληλα ἐπιβεβαίωναν τὴ συνέχεια τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς θεματοφύλακα τῆς πατερικότητας. Ἡ ἀντίδρασή τους στὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς, δηλαδὴ στὴν εὐρωπαϊκὴ κοσμογονία, προδίδει μία ἱστορικὴ διορατικότητα καὶ ὀξυδέρκεια πραγματικὰ θαυμαστή.

Προσέφεραν μὲ τὴ στάση τους καὶ τὴ διδασκαλία τους μία «μαρτυρία πνευματικῆς καὶ πολιτισμικῆς αὐτοσυνειδησίας».

Οἱ φιλοκαλικοὶ διδάσκαλοι ἀπορρίπτουν ἐξολοκλήρου τὴν μετὰ τὸ σχίσμα Εὐρώπη, ἀρνούμενοι σ’ αὐτὴν κάθε σχέση μὲ τὴν πατερικὴ παράδοση, θεολογικὰ καὶ κοινωνικά, ὡς καὶ κάθε δυνατότητα ἀναγέννησης τοῦ Γένους μὲ τὰ δικά της «φῶτα». Ὁ τρόπος ὑπάρξεως, ποὺ αὐτὴ δημιουργεῖ, ἀνατρέπει τὸ ὀρθόδοξο ἦθος.

Δὲν πολέμησαν τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴ φιλοσοφία αὐτὲς καθεαυτές, ἀλλὰ τὴν νεοπλουτικὴ στάση τῶν «ἀπαιδεύτων» Ἑλλήνων νὰ γαντζωθοῦν ἀπὸ αὐτὲς καὶ νὰ ἐναποθέσουν ἐκεῖ ὅλη τους τὴν ἐλπίδα ἀντὶ στὴν «ἄνω» σοφία. Δηλώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἀθανάσιος Πάριος: «Ἡ ἔξω σοφία δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ ἐδικὴν τὴν φύσιν οὔτε καλή, οὔτε κακή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ μεταχείρισιν τῶν ἐχόντων αὐτὴν γίνεται καλὴ ἢ κακή».

Καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, «…Οὐδεμίαν, ὦ φίλοι, ὠφέλειαν δὲν εἶναι καλὴ νὰ προξενήση εἰς τὸν ἄνθρωπον ἡ παιδεία χωρὶς τὴν φρόνησιν καὶ τῶν ἠθῶν τὴν χρηστότητα. Ὅσον τις εἶναι πολυμαθέστερος, τόσον κινδυνεύει νὰ καταποντισθεῖ εἰς τὸ πέλαγος τῆς πολυμαθείας του, στερημένης τοῦ πηδαλίου τῆς ἀρετῆς. Ὁ μόνος καρπὸς τῆς παιδείας εἶναι ἡ τῶν ἠθῶν ἡμερότης καὶ ἀληθὴς φιλανθρωπία, χωρὶς τὴν ὁποίαν ὅστις καυχᾶται ὅτι εἶναι λόγιος καὶ πεπαιδευμένος ψεύδεται, καὶ διὰ τοῦτο μάλιστα γίνεται ἀξιοκατακριτώτερος. Ὁ ἀληθὴς πεπαιδευμένος γνωρίζεται ἀπὸ τὴν φρόνιμον διοίκησιν καὶ οἰκονομίαν τῶν περιστάσεών του, καὶ τὴν δυνατὴν προσοχήν του, μήτε αὐτὸς νὰ ἀπατηθεῖ, μήτε τοὺς ἄλλους ποτέ του νὰ ἀπατήσει. Ὁ ἀληθὴς πεπαιδευμένος καταπατεῖ τὰς ἀτίμους ἠδονάς, δὲν νικᾶται οὔτε ἀπὸ τὰς εὐτυχίας, οὔτε ἀπὸ τὰς δυστυχίας, ἀλλὰ ταύτας μὲν ὑποφέρει γενναίως, ἐκείνας δὲ μετριοφρόνως οἰκονομεῖ, καὶ δι’ ὅλης του τῆς ζωῆς ἀγωνίζεται νὰ διορθώνει ὅσον δύναται τὰ ἐλαττώματά του…».

Αὐτὴ ἡ θέση συνεχίζει ἐξ ἄλλου τὸ πνεῦμα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη, τοῦ Σόλωνα καὶ ὅλων τῶν σοφῶν τῆς ἀρχαιότητας. Στὸν ἀντίποδά της βρίσκεται ἡ σχολαστικὴ δυτικὴ «ἀνάγνωση» τῶν ἀρχαίων προγόνων μας. Ποιά ἄποψη, ἂν ὄχι αὐτή, προσεγγίζει περισσότερο τὸ «πολυνοΐη καὶ οὐχὶ πολυμαθΐη» τοῦ Ἠρακλείτου;

Πρότυπο τῶν φιλοκαλικῶν διδασκάλων τοῦ Γένους ἦταν ὁ Ἅγιος, ὁ θεούμενος ἄνθρωπος καὶ κατὰ χάριν θεάνθρωπος καὶ ὄχι ὁ «σοφὸς» τοῦ κόσμου.

«Ὑπογραμμίζουν τὴ σημασία τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, μέσα στὴν ὁποία διαμορφώνεται τὸ εὐχαριστιακὸ ἦθος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος». Ἡ λατρεία εἶναι ἡ κιβωτὸς τοῦ Γένους κατὰ τὴ δουλεία.

Συνειδητὰ ἡ συγγραφική τους παραγωγὴ ἐπικεντρώνεται σὲ πατερικὲς ἐκδόσεις [Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἱδρυτὴ τοῦ ἡσυχασμοῦ, Συμεὼν Νέο Θεολόγο, ἀναγεννητὴ τοῦ ἡσυχασμοῦ, σὲ ἔκδοση γεροντικῶν κειμένων (ἡ σοφία τῆς ἐρήμου), λειτουργικῶν (ὁμιλιῶν, ἀκολουθιῶν, συναξαρίων, ἐγκωμίων)] καὶ προπάντων τῆς Φιλοκαλίας. Ἡ Φιλοκαλία «προσφέροντας τὴ νηπτικοασκητικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπέβη πνευματικὴ τροφὴ ὅλων τῶν ὀρθοδόξων – καὶ σλαβικῶν- χωρῶν καὶ κριτήριο τῆς νεώτερης θεολογίας μας, ὡς ἐμπειρικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς γνησιότητας».

Συνιστᾶ πρόκληση ἀναμέτρησης δύο πολιτισμῶν. «Ἀπὸ τὴ μία ἡ φρενίτιδα τῆς προοόδου, ποὺ εἰδωλοποιεῖ θριαμβευτικὰ τὴν πιὸ στεγνὴ καὶ στεγανὴ ἀνθρωποκεντρικὴ αὐτάρκεια τοῦ φυσικοῦ καὶ θνητοῦ […] καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ προτεραιότητα τῆς ἀλήθειας καὶ ὄχι τῆς χρησιμότητας».

Στὶς δυτικόφρονες εὐσεβιστικὲς χρηστοήθειες, ἐν εἴδει «savoir vivre», ἔρχοναι νὰ ἀντιπαραβάλουν καὶ θεωρητικὰ τὴν «χρηστοήθεια» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου μὲ πατερικὲς καὶ ἁγιογραφικὲς ἀναφορές.

Ὁ «ἀντιευρωπαϊσμὸς» τῶν νηπτικῶν αὐτῶν διδασκάλων τοῦ Γένους δὲν εἶναι κατ’ ἀνάγκη «φιλοτουρκισμός». Συμπλέει μὲ τὴ γνωστὴ στάση τοῦ ἐθνομάρτυρα ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.

Σκοπός τους δὲν ἦταν ἡ παιδεία νὰ ὑπηρετήσει τὴν ἀλαζονεία καὶ τὴν, μακιαβελλικοῦ τύπου, κυριαρχία στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἡ ἀρετή.

Αὐτῶν τῶν ἀρχῶν καὶ τέτοιας πίστης θρέμμα ὁ Μακρυγιάννης, ἀντέτασσε στὸν Εὐρωπαῖο: «Ἂν δὲν ὑπάρχει σὲ σᾶς ἀρετή, ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ βασιλέα. Ὅτι ἐκείνου ἡ δικαιοσύνη μᾶς ἔσωσε καὶ θέλει μᾶς σώσει. Ὅτι ὅσα εἶπε αὐτὸς εἶναι ὅλα ἀληθινὰ καὶ δίκαια- καὶ τὰ δικά σας ψέματα δολερά. Καὶ ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες δὲν θέλει κανένας οὔτε νὰ σᾶς ἀκούσει, οὔτε νὰ σᾶς ἰδεῖ, ὅτι μᾶς φαρμάκωσαν οἱ κακίες σας… Ὑπερασπίζετε τοὺς ἄτιμους καὶ παραλυμένους καὶ καταντήσατε τὴν κοινωνία παραλυσία…».

«Ἡ συμβολὴ τῶν ἡσυχαστῶν διδασκάλων τοῦ Γένους στὴ διαμόρφωση τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ εἶναι τεράστια γιατί ἔκαναν ὁρατὸ μὲ ὅλους τοὺς τρόπους ὅτι ἡ ὀρθοδοξία δὲν εἶναι θρησκευτικὴ ἰδεολογία ἢ μεταφυσικὸς στοχασμός, ἀλλὰ τρόπος ὑπάρξεως, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ θέωση, μοναδικὸ γιὰ ὀρθοδοξία προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἐνδοϊστορικὰ καὶ μεταϊστορικά».

Ἡ γλῶσσα ποὺ ὁμίλησαν καὶ ἔγραψαν εἶναι «ἐκκλησιαστικὴ ἑλληνική». Προσπάθησαν νὰ μὴ ξεστρατίσουν πρῶτα οἱ ἴδιοι καὶ οἱ μαθητές τους ἀπὸ τὴ ρότα τῆς Παράδοσης, ἀλλὰ καὶ ὁ Ρωμηὸς ποὺ ἀποροῦσε γιὰ τὰ ἐπισυμβαίνοντα. Προόδευαν ἐφαρμόζοντας τὸ «στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις» ἢ τὸ «μὴ μεταῖρε ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες σου». (Παροιμ. 22,28)

Τὰ κίνητρα τῶν ἐκκλησιαστικῶν αὐτῶν ἀνδρῶν δὲν ἦταν φιλολογικά, ἀλλὰ ὑπαρξιακά. Ὅσο αὔξαναν οἱ θεολογικὲς γνώσεις καὶ οἱ πνευματικές τους ἐμπειρίες τόσο βάθαιναν ἡ μυστικὴ καὶ νηπτικὴ βίωση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

«Καρπὸς τοῦ ἀγώνα τους εἶναι τὰ χαριτόβρυτα λείψανά τους, τὰ ἀπαράμιλλου ἀξίας δογματικά, ποιμαντικά, ἑρμηνευτικά τους ἔργα, τὰ μοναστήρια. Τὰ μοναστήρια αὐτὰ κράτησαν τὴν παράδοση τῶν ἁγιασμένων κτητόρων τους. Οἱ κατανυκτικὲς ἀγρυπνίες τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίδη στὸν ἅγιο Ἐλισαῖο τῆς Πλάκας, ἡ ἀφανὴς γιὰ τὰ μάτια τῶν «φωτισμένων» λάτρεων τῆς εὐρωπαϊκῆς σοφίας λατρευτικὴ καὶ ποιμαντικὴ δραστηριότης τοῦ ἁγίου παπα-Πλανᾶ, ὁ ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Πάρου, ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, ἦταν ἡ ὥριμη συνέπεια τῆς προηγηθείσης Φιλοκαλικῆς Ἀναγεννήσεως».

Ἡ πρόταση ζωῆς τοῦ Ἕλληνος ἀνθρώπου καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ σύμφωνα μὲ τοὺς «κολλυβάδες» βασιζόταν στὴ συνέχεια Ἀρχαιότητας- Βυζαντίου- Νεώτερης Ἑλλάδας. Ἀντίθετα, ὁ Κοραὴς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἀδυνατοῦσαν νὰ δεχθοῦν τὴ συνέχεια καὶ ἐπιβίωση τοῦ Ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ μέσα ἀπὸ τὴ σύνθεση μὲ τὸν Χριστιανισμὸ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ χιλιόχρονο πολιτισμὸ τοῦ Βυζαντίου. Τὸ Βυζάντιο, «πηγὴ ἀνανέωσης καὶ σκευοφύλαξ τῆς ἀρχαιότητος», ἦταν γιὰ τὸν Κοραὴ διαρκῆς κατάπτωση καὶ ὑποδούλωση, τροχοπέδη στὴν ἀναγέννηση τοῦ ἑλληνικοῦ Γένους. Ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν γιὰ κεῖνον χρήσιμος γιὰ τὴν ἠθικὴ καὶ κοινωνική του πλευρὰ ἐνῷ ὑποτιμοῦσε τὸ δόγμα, τὴ λατρεία καὶ κυρίως τὴ μυστικὴ θεολογία. Δύο «ἀλληλοσυγκρουόμενες ἐκδοχὲς τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἑλληνικότητας», ὅπως πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός.

Τὸ «συναμφότερον» τῆς ρωμαίικης ἐμπειρίας γεύσης ζωῆς ὑφίσταται χάρη σ’ αὐτὸ τὸ μυροβλύζον ρυάκι της, ποὺ ἔρεε δίπλα στὰ κοχλάζοντα ποτάμια τῆς θύραθεν σοφίας. Τὴν φαινομενικὴ ἰσχνότητά του ἀντιστάθμιζε ἡ ποιότητα τοῦ πόσιμου νεροῦ του. Ἀνέβλυζε ζωογόνο ἀπὸ τὴν ἴδια βρυσομάνα μὲ τὸ Δημοτικὸ τραγούδι, τοὺς Χαιρετισμούς, τὸν Σωκράτη καὶ τὸν Ὅμηρο…

Σήμερα ἂν συνεχίσουμε νὰ νιώθουμε, νὰ βιώνουμε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ νὰ ἀπολαμβάνουμε ἀληθινῆς παιδείας, παρόλες τὶς ἐξωγενεῖς καὶ ἐνδογενεῖς προσπάθειες στρεβλώσεώς της, ὀφείλεται στὴν ἀγάπη καὶ τὴ φιλοτιμία αὐτῆς τῆς πολύτιμης μαγιᾶς, ποὺ ὅλο τὸ φύραμα ἐζύμωσε. Στὸν καιρὸ τους πολεμήθηκαν καὶ στὸν 20ο αἰῶνα ὑποτιμήθηκαν. Ἡ μετανεωτερικότητα τοῦ 21ου αἰώνα ὅμως, τοὺς ἔχει πολὺ περισσότερο ἀνάγκη. Οἱ στεγνωμένες καρδιές μας ἀπὸ τὴν κουραστικὴ χρησιμοθηρία καὶ τὴν ἀγχώδη ἀναζήτηση τῆς πληροφορίας τῆς ἐποχῆς μᾶς, ἀναζητᾶ τὴ γνώση ποὺ τὴν διαπνέει ἔρως σοφίας.

«Ἡ παιδεία δὲν εἶναι γνωσιολογικὴ ἐπιχείρηση, ἀλλὰ φιλία, ἔρωτας, ἀγάπη. Οἱ μαθητὲς παρὰ τὰ φαινόμενα ὑποφέρουν γιὰ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν τάξη. Πάσχουν γιὰ τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ἀλήθεια». Ἂν ἔχουμε τὴ δυνατότητα ἀκόμη νὰ συνομιλοῦμε μὲ τὸν Σολωμό, τὸν Μακρυγιάννη, τὸν Παλαμᾶ, τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν Κόντογλου… καὶ νὰ καμαρώνουμε γιὰ τὴν προῖκα τῶν προγόνων μας εἶναι γιατὶ αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι Δάσκαλοι «ἔβαλαν πλάτη» γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ ἀλήθεια. Μ’ αὐτὴ θὰ πορευτοῦμε στοὺς δυσχείμερους καιροὺς ποὺ ζοῦμε καὶ αὐτὴ ἀξίζει νὰ «μετακενώσουμε» στοὺς μαθητές μας. Γιατί, ἡ ὀμορφιὰ θὰ σώσει τὸν κόσμο!