Γεωργίου Κ. Ἐξάρχου
φιλολόγου
Ἂν ποτὲ τοῦτος ὁ δύσμοιρος τόπος ἀναδείξει πέντε-δέκα νεοέλληνες, σίγουρα ὁ Μακρυγιάννης θὰ καταταχθῆ ἀνάμεσά τους. Ὁ ρουμελιώτης στρατηγὸς ἀποτελεῖ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Ρωμηοῦ σὲ τοῦτον τὸν τόπο. Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς ἁγνότερες καὶ ἡρωικότερες μορφὲς ποὺ συνετέλεσαν στὸ «θαῦμα» τοῦ ‘21, προσωπικότητα ἀνιδιοτελῆ, ἑλληνορθόδοξη, μὲ ἔκδηλη τὴ λαϊκὴ εὐλάβεια.
Ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ μᾶς ἦταν γνωστά, ἂν ὁ γενναῖος στρατηγὸς δὲν συνέγραφε τὸ ἐκπληκτικὸ κείμενο τῶν Ἀπομνημονευμάτων του. Σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ Μακρυγιαννης σημειώνει ἀναμνήσεις καὶ κρίσεις ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Ἐπανάστασης ἕως τὸ ἔτος 1851. Τὸ ἔργο αὐτὸ ὁ ἀγωνιστὴς τὸ φύλαγε σὲ χειρόγραφες σημειώσεις στὸν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ του.
Ὁ Γ. Βλαχογιαννης τὸ 1904 ἐξέδωσε, ἀφοῦ βεβαίως πρῶτα μετέγραψε τὸ ἔργο τοῦ Στρατηγοῦ. Ὡστόσο τὸ ἔργο αὐτὸ θὰ ἔμενε περαιτέρω στὴν ἀφάνεια, ἂν ὁ Γ. Σεφέρης, τὸ 1943, δὲν διέγειρε μέσα ἀπὸ ἄρθρα καὶ ἐργασίες του τὸ ἐνδιαφέρον ὄχι μόνο μεγάλου κύκλου διαννοουμένων, ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐρυτέρου κοινοῦ γιὰ τὸν Μακρυγιάννη. Ὁ νομπελίστας μας ποιητὴς γράφει: «τὸ Α καὶ τὸ Ω στὴν ζωὴ μου εἶναι ὁ Μακρυγιάννης…». Ὁ Σεφέρης, λοιπόν, τολμᾶ νὰ ταυτίση τὸν Στρατηγὸ μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, καὶ θεωρεῖ πὼς τὰ Ἀπομνημονεύματα εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Παπαδιαμαντη τὸ μεγαλύτερο κατόρθωμα τοῦ πεζοῦ λόγου στὴν νέα ἑλληνική. Ὁ Κ. Ζουράρις ὑποστηρίζει «…ἐὰν τὸ γραπτό του εἶχε γραφῆ σὲ μία ἐποχὴ ὅπου ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἡ ἑλληνικὴ γραμματεία θὰ εἶχαν τὴν ἴδια καθολικότητα ἢ οἰκουμενικότητα μὲ τὴν ἐποχὴ τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδας, τότε ὁ Μακρυγιάννης θὰ ἐβάραινε τὸ ἴδιο –ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ἐπιστημονικῆς ἐγκυρότητας καὶ τῆς διαμορφώσεως τῶν σχημάτων τῆς πολιτικῆς– μὲ τὸν παγκόσμιο Θουκυδίδη [1].»
Τὸ 1983 ἕνα ἄλλο χειρόγραφο τετράδιο βλέπει τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας. Στὰ «Ὁράματα καὶ Θαύματα» ὁ Μακρυγιάννης περιγράφει προσωπικὰ βιώματα καὶ ἁγιοπνευματικὲς ἐμπειρίες μέσα ἀπὸ τὴν καθημερινότητα. Τὸ δεύτερο αὐτὸ «πόνημα» τοῦ Στρατηγοῦ καταδεικνύει περίτρανα πὼς ὁ ἴδιος ἦταν φορέας τῆς Κολλυβαδικῆς Ἀσκητικῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως (μαζὶ μὲ τὸν Παπουλάκο καὶ τὸν Κοσμᾶ Φλαμιάτο) καὶ ἄξιος συνέχιστὴς τοῦ ἁγίου Νικόδημου, τοῦ ἁγίου Μακαρίου Νοταρᾶ, τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων καὶ ἄλλων.
Ὁ Μακρυγιάννης γεννήθηκε πάμπτωχος καὶ ἐπέζησε στὰ τέσσερα του χρόνια καθαρῶς ἀπὸ θαῦμα. Ὅταν «ἔπρεπε» μετὰ ἀπὸ «νουθεσίες» συγχωριανῶν της ἡ μάνα του νὰ τὸν ἀφήση μὲς στὸ δάσος γιὰ νὰ σωθῆ ἡ ἴδια καὶ ὅλο τὸ χωριό ἐξαιτίας τῶν κλαμάτων τοῦ τετράχρονου Γιαννάκη, αὐτὴ προτίμησε νὰ παραμείνη μὲ τὸ παιδί της κι ἂς πέθαιναν μαζί. Γι’ αὐτὸ θὰ πῆ ὁ ἴδιος ἀργότερα, «ἡ μητέρα μου καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε». Ὄχι ὅτι ἡ μάννα του ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅπως λένε καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει κάποιος νὰ ἔχη τὴν δεκτικότητα τῆς Χάριτος, οὕτως ὥστε νὰ ἐνεργήση ὁ Θεός, ἀλλιῶς ὁ Ἴδιος εἶναι «ἀνήμπορος» ἐπειδὴ σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Αὐτὴ ἡ φράση τοῦ Μακρυγιαννη δείχνει καὶ τὴν πρακτικὴ καὶ βιωματικὴ θεολογία ποὺ κάτειχε ὁ στρατηγός. Ἡ μάννα του λοιπόν, ἦταν τὸ πηγαῖο πρότυπό τοῦ Μακρυγιάννη. Τοῦ ἐνστάλλαξε τὴν Πίστη καὶ τὴν Προσευχὴ στὴ Ζωή του. Αὐτὴ τὴν καλὴ «συνήθεια» τῆς προσευχῆς κληρονόμησε βεβαίως ἀπὸ τὴν μάννα του. Εἶναι γνωστὲς οἱ συμφωνίες του μὲ τὸν Ἀηγιάννη. Δεκατεσσάρων χρόνων παιδὶ βρέθηκε στὸ βουνὸ σὲ ἕνα πανηγύρι κλέφτικο. Πάνω στὸ πανηγύρι πῆρε τὰ ἅρματα τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ τὰ φόρεσε. Ὅταν τὸν εἶδε νὰ φορᾶ τὰ σύνεργα τῆς ἐλευθερίας τὸν «ἔσπασε» στὸ ξύλο, ἐπειδὴ τὰ «μαγάρισε». Ὁ Μακρυγιάννης ἄρχισε νὰ κλαίη μὲ λυγμούς, ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἄντεξε τὸ ξύλο, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸν θεώρησε ἀνάξιο νὰ φορᾶ ἅρματα. Τρέχοντας τότε στὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἁϊ-Γιάννη τοῦ λέει, εἶδες τί ἔπαθα. Ἂν μὲ βοηθήσης καὶ πάρω δικά μου ἅρματα, θὰ σοῦ φέρω ἕνα μεγάλο καντήλι νὰ φωτίζη. Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Σὲ ἡλικία 17 ἐτῶν ἦταν ἕνας ἑκατομυριοῦχος πωλητὴς σιτηρῶν. Ἀπὸ αὐτὸ μόνο μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ κοφτερὸ μυαλό του, ποὺ ἂν καὶ τίμιος ἔκανε τόσο μεγάλη περιουσία. Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως «διηύθυνε» τὸ δικό του ἀσκέρι ἀπὸ ρουμελιῶτες, ποὺ χρηματοδοτοῦσε μό- νος του! Ὁ Μακρυγιαννης δὲν μποροῦσε καμμία στιγμὴ νὰ μείνει ἄεργος, ἀκόμη καὶ μὲς στὴ φωτιὰ τοῦ πολέμου! Ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία ἄφηνε γιὰ λίγο τὸ γιαταγάνι καί… πήγαινε γιὰ μεροκάματο! Κάπως ἔτσι λοιπὸν ἔμαθε καὶ γράμματα. Διηγεῖται ὁ ἴδιος: «ὁ σταθμός μου εἶναι ἐδῶ εἰς ἀργός. Κάθομαι καὶ ἀγρικιῶμαι μὲ τὴν Κυβέρνηση καὶ παντοῦ εἰς τὶς ἐπαρχίες μ’ ἀρχὲς κι ἀξιωματικοὺς καὶ ὅποτε κάνει χρεία, φέρνω καὶ γύρα σὲ ὅλα τὰ μέρη αὐτὰ διὰ τὴν γενικὴ ἡσυχία ξακολουθῶ τὰ χρέη μου καθήμενος τὸν περισσότερον καιρὸν ἐδῶ.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν τρέχω εἰς τοὺς καφενέδες καὶ σὲ ὅλα τοιοῦτα καὶ δὲν τὰ συνηθῶ –(ἤξερα ὀλίγον γράψιμο, ὅτι δὲν εἶχα πάγει εἰς δάσκαλο ἀπὸ τὰ αἰτία ὅπου θὰ ξηγηθῶ, μὴν ἔχοντας τοὺς τρόπους) περικαλοῦσα τὸν ἕνα φίλον καὶ τὸν ἄλλον καὶ μ’ ἔμαθαν κάτι περισσότερο ἐδῶ εἰς Ἄργος, ὅπου κάθομαι ἄνεργος. Ἀφοῦ λοιπὸν καταγίνηκα ἕνα δύο μῆνες νὰ μάθω ἐτοῦτα τὰ γράμματα ὅπου βλέπετε, ἐφαντάστηκα νὰ γράψω τὸν βίον μου… δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω εἰς αὐτὸν τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος…». Ὁ Στρατηγὸς ἔμαθε γράμματα μέσα σὲ δύο μῆνες! Τόσο ὀξυδερκὴς νοῦς ἦταν. Τὸ ἀξιοσημείωτο ὅμως εἶναι πὼς δὲν σύχναζε στὸν «ἐλεύθερο» χρόνο του στοὺς καφενέδες, ἀλλά ἤθελε νὰ κάνει κάτι πιὸ δημιουργικό, νὰ μάθη γράμματα! Ἀλήθεια πόσο διαφέρει ὁ μπαρμπα-Γιάννης ἀπὸ τοὺς Νεοέλληνες…
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ ποὺ διακατεῖχε τὸν Μακρυγιάννη ἦταν καὶ ἡ αὐτοθυσία του, ποὺ συνοδευόμενη μὲ τὴ λεβεντιά του ἔκανε «θαύματα». Βρισκόμαστε στὴν πιὸ κρίσιμη καμπὴ τοῦ Ἀγῶνα. Τὸ Μεσολόγγι ἔχει πέσει, ὁ Ἰμπραὴμ σπέρνει τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο στὸν Μωριᾶ. Ἂν ὁ Ἰμπραήμ (τὸν ὁποῖο ὑποβοηθοῦσαν Γάλλοι ἀξιωματικοὶ μαζὶ μὲ τὸ πυροβολικὸ τους) κατελάμβανε τὸ Ναύπλιο ὁ Ἀγῶνας θὰ ἐθεωρεῖτο λῆξας. Τότε ὁ Μακρυγιάννης παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἀντιμετωπίση μὲ 350 παλληκάρια στοὺς Μύλους. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν μάχη εἶχε μία συνομιλία μὲ τὸν Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ. «Ἐκεῖ ὁπού ‘φτιαχνα τὶς θεσες εἰς τοὺς Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες. Τί πόλεμο θὰ κάνετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ; Τοῦ λέγω: εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσεις καὶ ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ὅπου μᾶς προστατεύει, καὶ θὰ δείξωμεν τὴν τύχη μας σ’ αὐτὲς τὶς θέσες τὶς ἀδύνατες. Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὥς τώρα ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε, τρῶνε ἀπό μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν, καὶ ὅταν κάνουν αὐτείνη τὴν ἀπόφασιν, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁπού εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη καὶ θὰ ἰδοῦμεν τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς. «Τρὲ μπιεν» μοῦ λέγει κι ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος». Ὁ Μακρυγιαννης σὰν ἄλλος Δαυίδ νικᾶ τὸν Γολιάθ. Ἡ Πίστη του στὸν Θεὸ τὸν ἔκανε νὰ μεγαλουργήση. Παρολίγον ὅμως νὰ χάση τὸ χέρι του, τὸ ὁποῖο χτυπήθηκε σοβαρά. Ἄλλο ἕνα παράσημο γιὰ τὸν γενναῖο Στρατηγό. «Ἔχω δύο πληγὰς εἰς τὴν κεφαλήν, ἄλλην εἰς τὸν λαιμόν, ἄλλην εἰς τὴν χείρα, ἥτις δὲν ἔχει κόκκαλα, ἄλλην εἰς τὸν πόδα καὶ ἄλλην εἰς τὴν γαστέρα καὶ εἶμαι ζωσμένος μὲ τὰ σιδερὰ καὶ φυλάττω τὰ ἔντερα ἐντὸς αὐτῆς… αὐτὰς τὰς πληγὰς τὰς ἔλαβα διὰ τὴν πατρίδα καὶ ὅταν ἀλλάζη ὁ καιρός, οἱ δριμύτατοι πόνοι μὲ κάνουν παράφρονα…».
Ὅμως ὁ Μακρυγιαννης στὸν Ἀγῶνα δὲν ὕπῆρξε μόνο γενναῖος πολεμιστὴς μὰ καὶ σώφρων καὶ τίμιος συνάνθρωπος. Εἶναι γνωστὲς πλέον urbi et orbi οἱ μηχανορραφίες πολλῶν πολιτικῶν ἔναντι τῶν στρατιωτικῶν. Ἂν καὶ ὁ Μακρυγιάννης τάχθηκε μὲ τὴν πλευρὰ τῶν πρώτων, ὡστόσο δὲν παραλείπει νὰ ἀντιμάχεται κάθε τους ἀτιμία καὶ ἰδιοτέλεια. Στὴν «δελεαστικὴ» πρόταση τοῦ Κωλέττη πρὸς τὸν Γκοῦρα νὰ σκοτώση τὸν καπετάνιο του, τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο, μὲ ἀντάλλαγμα χρήματα καὶ τὴν ἀρχηγία τῆς Λειβαδιᾶς, ὁ Γκοῦρας τὸ σκέφτεται. Ὁ Μακρυγιάννης τότε λέει στὸν Γκοῦρα: «τώρα βάνουν ἐσένα νὰ σκοτώσης τὸν Δυσσέα, αὔριο θὰ βάνουν ἐμένα νὰ σκοτώνω ἐσένα. Καὶ νὰ τὸ καρτερῆς! Κι ἐτζι θὰ μᾶς φᾶνε ὅλους». Ὁ Μακρυγιάννης ἔπεισε μία-δύο φορὲς τὸν Γκοῦρα νὰ μὴν προχωρήση στὸ ἔγκλημα, τελικὰ ὅμως ὁ τελευταῖος κάμφθηκε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση. Τότε ὁ Μακρυγιάννης ἐνῷ βρισκόταν μαζί του μὲς στὴν Ἀκρόπολη ποὺ ἐπολιορκεῖτο τοῦ λέει ἀνάμεσα στὰ πολλὰ: «Θυμήσου πόσα σοῦ εἶπα εἰς τὴν Ἀγόργιανη, ὅτι θὰ μᾶς βάλουν νὰ σκοτώνωμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Τότε μ’ ἄκουσες, δὲν τὸ κάμες, ὕστερα ἔγινε. Τώρα ὅμως νὰ γνωρίσης τοὺς φίλους σου καὶ τοὺς ἀπατεῶνες. Δὲν πλουταίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι ἀπὸ τὰ καλά του ἔργα.
Δάκρυσαν τὰ μάτια τοῦ καημένου, τὸν ἔτυπτε ἡ συνείδησή του διὰ τὸ κάμωμα ὅπουκαμεν εἰς τὸν Δυσσέα. Μοῦ εἶπε: ἂν ζήσω καὶ ἔβγω ἔξω, δὲν θέλω ματαξέρει ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μπερμπάντες. Καὶ τὰ χρήματα, μοῦ εἶπε, καταγίνομαι νὰ φκιάσω τὴν διαθήκη μου καὶ θὰ κάμω σχολεῖα κι ἄλλα καλὰ διὰ τὴν πατρίδα. Καὶ θὰ ἀφήσω ὅλων ἐσᾶς τὸ μερίδιόν σας. –Νά ζήσης νὰ τὰ χαρῆς ἀδελφέ, καὶ νὰ κάμης καλὰ πράγματα διὰ τὴν πατρίδα, νὰ βγάλης αὐτὸν τὸν λεκὲ ἀπὸ πάνου σου, ὅτι ὅποιος σὲ ἔχει φίλο λυπᾶται. Ἔγω δὲν θέλω ἀπὸ μέρους μου τίποτα.»
Ὁ Μακρυγιάννης σκέπτεται, ἐνεργεῖ καὶ πράττει πάντοτε σὰν καλὸς πατριώτης. Πρῶτα ὅμως προσεύχεται. Εἶναι γνήσιο τέκνο καὶ «μαθητὴς» τῶν κολλυβάδων πατέρων. Ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ Πίστη του δὲν εἶναι καρπὸς ἰδεολογήματος, ἀλλὰ βίωμα καὶ καθημερινὸς τρόπος ζωῆς. Τὰ μυστήρια καὶ ἡ Λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ δύναμη ἀπὸ ὅπου ἀντλοῦν ὁ Στρατηγὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του τεράστια ψυχικὰ ἀποθέματα: «τὰ μεσάνυχτα περνῶντας ἔστειλα καὶ πῆρα τὸν παπᾶ καὶ μᾶς ξεμολόγησε καὶ λειτούργησε καὶ μεταλάβαμε». Γράφει ἀλλοῦ στὰ «Ἀπομνημονεύματα»: «Σήμερα Παρασκευή, ἀγω- νίστηκα ἀρκετὲς ὧρες καὶ μὲ ἁμαρτωλὰ δάκρυα, τὶς ἄλλες μέρες κάνω τέσσερις ὧρες, αὐγὴ καὶ βράδυ, εἰς τὴν προσευχή μου, καὶ ὅταν θὰ φύγω ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου, καὶ ὅταν θὰ γυρίσω, καὶ ὅταν θὰ ἀποφάγω». Στὸ δεύτερό του βιβλίο σημειώνει μὲ παιδικὴ ἀθωότητα καὶ χωρὶς ἴχνος ταπεινολογιας «Εἶπα, τὴν Μεγάλη Τετράδη καὶ τὴν Μεγάλη Παρασκευή, νὰ κάμω αὐτὲς τὶς δύο μέρες ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τρακόσες μετάνοιες τὸ μεριόνυχτον… ἄλλο τίποτας δὲν ἔχω νὰ εὐχαριστήσω (τὸν Θεόν), μόνον καὶ μόνον τὴν ἁμαρτωλή μου προσευχή, αὐγὴ καὶ βράδυ ἀπὸ χίλιες τρακόσες μετάνοιες καὶ ἑκατὸ μὲ τὸ κομπολόγι, καὶ ὅ,τι μπορέσω ὅταν θὰ πάγω εἰς τὴν δουλειὰ μου καὶ ὅταν γυρίσω ὀπίσω, νὰ τὸν εὐχαριστήσω ὁ ἁμαρτωλός». Τὸ 1941 ὁ Γ. Βλαχογιάννης, ὅταν ἔδειξε τὰ «Ὁράματα καὶ Θάματα» στὸν Γ. Θεοτοκά, τοῦ εἶχε πεῖ κατὰ λέξη: «εἶναι τὸ ἔργο ἑνὸς τρελλοῦ». Καὶ ὁ Λίνος Πολίτης προλογίζοντας τὴν ἔκδοση αὐτὴ σημειώνει: «ἡ ἐνοχλητικὴ γιὰ μᾶς θρησκοληψία τοῦ γερασμένου πιὰ Μακρυγιάννη [2] ». Βέβαια καὶ ὁ Πολίτης καὶ ὁ Θεοτοκᾶς καὶ ὁ Βλαχογιάννης δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὴν εὐλάβεια τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Τουρκοκρατίας, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι σπουδαγμένοι στὴ Δύση καὶ ἐρχόμενοι κατόπιν στὴν Ἑλλάδα (μὲ ὅλες τὶς συνέπειες τοῦ ἑλλαδισμοῦ, ἤτοι τὸ ψευτορωμαίικο κατὰ Πατρο-Κοσμᾶ) κομίζουν ἀντιλήψεις καὶ νοοτροπίες ξένες πρὸς τὴ Ρωμηοσύνη. Μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, ποὺ διασώζεται στὶς λαϊκὲς πρακτικές, μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὴν δυναμική τῆς Πίστεως μέχρι τὸν 19ο αἰῶνα. Παρόμοιες καταστάσεις παλαισμάτων καὶ Νοερᾶς Προσευχῆς συναντοῦμε σὲ ἱστορίες τοῦ γεροντικοῦ παλαιότερα καθὼς και στὸν Γέροντα Ἰωσήφ τὸν Ἡσυχαστή, πιὸ πρόσφατα. Ὁ Άγιος Παΐσιος εἶχε πεῖ γιὰ τὸν Μακρυγιάννη «ὁ Μακρυγιαννης ζοῦσε πνευματικὲς καταστάσεις. Ἂν γι- νόταν καλόγερος, πιστεύω ὅτι ἀπὸ τὸν Μ. Ἀντώνιο δὲν θὰ εἶχε μεγάλη διαφορά. Τρεῖς χιλιάδες μετάνοιες ἔκανε καὶ εἶχε καὶ τραύματα καὶ πληγές. Ἄνοιγαν οἱ πληγές του, ἔβγαιναν τὰ ἔντερά του, ὅταν ἔκανε μετάνοιες, καὶ τὰ ἔβαζε μέσα. Τρεῖς δικὲς μου μετάνοιες κάνουν μία δικὴ του. Ἔβρεχε τὸ πάτωμα μὲ τὰ δάκρυά του. Ἐμεῖς, ἂν ἤμασταν στὴν θέση του, θὰ πηγαίναμε στὸ νοσοκομεῖο νὰ μᾶς ὑπηρετοῦν. Θὰ μᾶς κρίνουν οἱ κοσμικοί [3] !».
Ἕνα ἄλλο γνώρισμα ποὺ χαρακτηρίζει τὸν Μακρυγιάννη εἶναι ἡ ἄκρα τιμιότητά του. Μᾶς διασώζει ὁ ἴδιος ἕνα περιστατικὸ ὅπου ἔπιασε κάποιον προύχοντα τῆς ἐποχῆς νὰ κλέβη. Ὁ Στρατηγὸς τὸν πιάνει ἐπ’ αὐτοφώρῳ! «Ὅσο νὰ σ’ ἀπολύσω,» τοῦ εἶπα, θὰ τρῶμε μαζί». Ἐγὼ εἶχα ἀνάγκη νὰ τὸν βαστήσω μαζί μου πέντ’-ἕξι ἡμέρες, νὰ μάθω γνώση αὐτόν, νὰ μὴ ματακλέψη ξένα χρήματα, καὶ νὰ λάβουν προσοχὴ οἱ ἄλλοι. Τὸ παζάρι εἰς τὴν Ἀθήνα, ὅπου συνάζονται τὰ χωριὰ κι’ ἄλλος κόσμος καὶ ψωνίζουν, γίνεται τὴν Δευτέρα, τὸν κλέφτη τὸν ἔπιασα τὴν Τρίτη τὸν εἶχα ἀνάγκη ἕξι μέρες ὡς τὴν Δευτέρα. Τὸν πῆρα, ἀφοῦ ἔλαβα τὰ χρήματα σωστὰ καὶ τά ‘δωσα τοῦ ἀνθρώπου ὁπού τὰ ‘χασε, καὶ φάγαμε ψωμὶ κατὰ τὴν συνφωνίαν μας. Τοῦ φκειάνω κ’ ἕνα γκιουλὲ ὡς πέντε ὀκάδες καὶ βάνω ἀπάνου εἰς τὸν γκιουλὲ αὐτὰ. Ὅποιος θέλει νὰ κλέβη, καθὼς ἡ ἀφεντειά του ἂς τηράγη τὸν ἴδιον κι’ ἂς «κλέβη ὅποιος ἀγαπάη». Τοῦ πέρασα εἰς τὸν λαιμὸν τὸν γκιουλέ, καὶ τὰ γράμματα ἀπάνου, τὸν πῆγα εἰς τὴν μέση τὸ παζάρι, ὅπου ‘ναι ἡ καμάρα τοῦ παζαριοῦ, τό ‘δωσα μόνος μου ἑκατὸ ξυλιὲς καὶ καμπόση ὥρα κρεμασμένος ἀπὸ τὰ χέρια -ὅτι ἐκεῖνα ἔκλεψαν. Τὸν κατέβαζα, πηγαίναμε τρώγαμε ψωμί. Τὸ δειλινὸ μισὴ ὥρα κρεμασμένος καὶ δέκα ξυλιὲς ὅσο ὅπου ‘ρθε ἡ Δευτέρα. Τελειώσαμε, φάγαμε μαζί, ἔπιαμε ὡς ἀδελφοί, τό ‘δωσα καὶ τ’ ἀγώγι καὶ τὸν ἔδιωξα. Εἰς τ’ Ἀνάπλι τὸν ἀντάμωσα καὶ μὸ ‘καμε ἕνα τραπέζι καὶ μοῦ συχώρεσε τὴν μάννα καὶ τὸν πατέρα, ὅτι ἔγινε τίμιος ἄνθρωπος καὶ καζάντησε ἀπὸ τὴν δουλειά του. Καὶ τ’ ἀργαστήρια τῶν Ἀθηναίων μέναν ἀνοιχτὰ τὴν νύχτα καὶ κλεψιὲς δὲν ματάγιναν.». Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ἔμπλεος παιδαγωγίας ἀλλὰ καὶ ἀγάπης συγχρόνως. Τὸν δένει στὴν ἀγορὰ ἐνώπιον ὅλων, τοῦ ρίχνει ἑκατὸ «ξυλιὲς» γιὰ νὰ τὸν ταπεινώση, ὅμως τὸ βράδυ σὰν ἀγαθὸς πατέρας τὸν κατεβάζει καὶ τοῦ κάνει τὸ τραπέζι! Μετὰ ἀπὸ καιρὸ τὸν ἀνταμώνει τυχαῖα στὸ Ναύπλιο καὶ τὸν εὐγνωμονεῖ μὲ ὅλη τὴν καρδιά του. Ἐδῶ «καταργοῦνται» ὅλες οἱ ἤπιες σύγχρονες παιδαγωγικὲς μέθοδοι ποὺ φοβοῦνται, μήπως τυχὸν πάθουν ψυχολογικὰ τὰ παιδιά μας! Ὅμως ἡ παιδαγωγική τοῦ Μακρυγιάννη κρίνεται ἐν τέλει ἄκρως ἐπιτυχής, ἀφοῦ διακρίνεται ἀπὸ τὴν Ἀγάπη, στοιχεῖο ποὺ λείπει ἀπὸ τὴ σύγχρονη ὀρθολογούμενη ἐποχή μας.
Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι συνεχιστὴς τῆς Παράδοσης τοῦ Γένους μας. Θεωρεῖ φραγκικὲς ἀρρώστιες αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν στὴν Ἑλλάδα. Πονάει γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ὑπάρχει. Θεωρεῖ πὼς μετὰ τὴν «ἀνεξαρτησία» της ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἔχει γίνη ὑποχείριο τῶν Εὐρωπαίων, καὶ δὴ τῆς ἀγγλικῆς πολιτικῆς, μέσῳ βεβαίως τῶν Βαυαρῶν. Κάποια στιγμὴ ξεσπᾶ καὶ λέει: «κάλλιο νὰ καθόμαστε μὲ κεῖνον τὸν Βασιλέα (Σουλτᾶνο) ὅπου χαμεν – καὶ εἴχαμεν καὶ τὴν τιμήν μας καὶ βαστούσαμεν καὶ τὴν θρησκεία μας, καὶ ὄχι τοιούτως ὅπου καταντήσαμεν». Ὁ Μακρυγιάννης τὰ λέει αὐτά, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι φιλότουρκος, ἀλλὰ ἐπειδὴ βλέπει τὰ μικρόβια ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Εὐρώπη νὰ βρίσκουν ἀγαθὴ γῆ στοὺς Νεοέλληνες. «…Τὸ Ἔθνος ἀφανίστη ὅλως-διόλου καὶ ἡ θρησκεία-ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. Οἱ φατρίες σας, τὸ ‘να τὸ μέρος καὶ τ’ ἄλλο, θέλετε θέατρο τὸ φκειάσετε κι’ αὐτὸ διὰ-νὰ μᾶς μάθη τὴν παραλυσία. Καὶ δι’ αὐτὸ «παίρνουν δύο ἀδέλφια δύο ἀδελφές. «Ὅ,τι τοῦ λὲς -» ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας!» Καὶ τὰ παιδιὰ ὅπου τὰ στέλνουν νὰ φωτιστοῦν γράμματα κι’ ἀρετή, ἀπὸμέσα τὸ κράτος κι’ ἀπόξω, φωτίζονται τὴν τραγουδικὴ καὶ ἠθικὴ τοῦ θεάτρου καὶ πουλοῦνε τὰ βιβλία τοὺς οἱ μαθηταὶ νὰ πᾶνε ν’ ἀκούσουνε τὴν Ρίττα-Βάσσω τὴν τραγουδίστρια τοῦ θεάτρου ὅτι παλαβώσανε οἱ γέροντες ὄχι τὰ παιδάκια νὰ μὴν πουλήσουνε τὰ βιβλία τους. Τὸν γέρο Λόντο, ὁποὺ δὲν ἔχει οὔτε ἕνα δόντι, τὸν παλάβωσε ἡ Ρίτα-Μπάσσω τοῦ θεάτρου καὶ τὸν ἀφάνισε τόσα τάλλαρα δίνοντας κι’ ἄλλα πισκέσια».
Στὸ θέμα τῆς Πίστης μας ὁ Μακρυγιαννης θὰ ἀποδειχθῆ καὶ θὰ ἀναδειχθῆ συγχρόνως μέγας ἀπολογητὴς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ἐρχόμενη ἡ Ἀντιβασιλεία στὴν Ἑλλάδα, ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα μελήματά της εἶναι νὰ ἐκπροτεσταντίση τοὺς «δεισιδαίμονες» Ρωμηούς! Ἂς θυμηθοῦμε τὰ προφητικὰ γιὰ σήμερα λόγια τοῦ Γάλλου περιηγητῆ Μαλὲρμπ πρὸς τὸν Μακρυγιάννη: «…Ἕνα θὰ σᾶς βλάψη ἐσᾶς, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὅπου εἶναι αὐτείνη ἡ ἰδέα σ’ ἐσᾶς πολὺ τυπωμένη». Ἡ Ἀγγλία στέλνει μισσιονάριους ἱεραποστόλους. Οἱ «κοραϊκοὶ» συνεργάζονται εὐχαρίστως μαζί τους. Ὁ Ἄγγλος Korck διορίζεται διευθυντὴς τοῦ Ἑλληνικοῦ Διδασκαλείου. Ὁ μισσιοναριος Leeves συνεργάζεται μὲ τὸν Φαρμακίδη καὶ ὁ Νεόφυτος Βάμβας μεταφράζει τὴν Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται παραποιημένη στὴ Λατρεία καὶ τὴν Ἐκπαίδευση. Τὸ ἔγκλημα ὅμως εἰς βάρος τῆς Ὀρθόδοξης πατρίδας ἦταν ἡ διάλυση 412 ἐπανδρωμένων μοναστηριῶν καὶ ἡ βίαιη ἀποσχημάτιση μοναζουσῶν! Οἱ Βαυαροὶ εἶχαν καταλάβη ποὺ ἔπρεπε νὰ χτυπήσουν. Στὴν καρδιὰ τοῦ Γένους, τὰ μοναστήρια. Αὐτὰ ἔπρεπε νὰ χτυπήσουν στὴ ρίζα τους. Αὐτὴ τὴ στάση τῶν Μοναστηριῶν στὸν Ἀγῶνα ὁμολογεῖ καὶ προσδιορίζει ὁ Μακρυγιάννης: «Τ’ ἅγια τὰ μοναστήρια, ὅπου ‘τρωγαν ψωμὶ oἱ δυστυχισμένοι […] ἀπὸ τοὺς κόπους τῶν Πατέρων, τῶν Καλογήρων. Δὲν ἦταν καπιτσίνοι δυτικοί, ἦταν ὑπηρέτες τῶν Μοναστηριῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν ἦταν τεμπέληδες· δούλευαν καὶ προσκυνοῦσαν (=λάτρευαν). Καὶ εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς πατρίδος σ’ αὐτὰ τὰ μοναστήρια γινόταν τὰ μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τὰ ὀλίγα ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, καὶ εἰς τὸν πόλεμον θυσίαζαν καὶ σκοτωνόταν αὐτεῖνοι, οἱ ‘περέτες τῶν μοναστηριῶν καὶ τῶν ἐκκλησιῶν. Τριάντα εἶναι μόνον μὲ μένα σκοτωμένοι ἔξω εἰς τοὺς πολέμους καὶ εἰς τὸ Κάστρο, τὸ Νιόκαστρο καὶ εἰς τὴν Ἀθήνα». Ἡ φράση «δὲν ἦταν καπιτσίνοι δυτικοὶ» γιὰ μᾶς σημαίνει: δὲν εἶχαν καμμιὰ σχέση μὲ τὰ δυτικὰ-μοναχικὰ τάγματα, ποὺ βρίσκονταν στὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Γένους, στὸ ὁποῖο καὶ ἀνῆκαν. Εἶναι πολὺ εὔκολο λοιπὸν νὰ καταλάβη κανεὶς γιατί καταδικάστηκε ἀργότερα ὁ Μακρυγιάννης (ὅπως ἄλλωστε κυνηγήθηκαν τόσο ἔντονα καὶ οἱ Φλαμιᾶτος καὶ Παπουλᾶκος). Ἦταν ἕνας ἀντιδραστικὸς Ρωμηὸς μὲ κοφτερὸ μυαλό. Μπορεῖ βέβαια νὰ τοῦ ἐδόθη χάρη, ἀλλὰ πέθανε στὸ τέλος πάμπτωχος, ἂν καὶ εἶχε δώση στὴν πατρίδα δώδεκα παιδιά! Οἱ τότε κυβερνήσεις κάλλιστα μπορεῖ νὰ παραλληλιστοῦν μὲ τὶς σημερινὲς ὅσον ἀφορᾶ τὴ ραγιαδοσύνη (ΜΗΠΩΣ ΑΛΛΗ ΛΕΞΗ;) τους (βλ. φορολόγηση παιδιῶν!).
Ἐντούτοις, δὲν φταῖνε σύμφωνα μὲ τὸν Μακρυγιάννη ἐξολοκλήρου οἱ Δυτικοί. Αὐτοὶ τὴ δουλειά τους κάνουν, ἁπλῶς βρίσκουν κάθε φορά καλοθελητὲς ποὺ τοὺς «διακονοῦν». «Ὥστε ὅποιος δὲν εἶναι εἰς τὴν σημαία τοῦ Μαυροκορδάτου φατριαστὴς κι Ἀγγλιστής, Κωλέττη καὶ Γαλλιστής, Μεταξᾶ καὶ Ρουσιστὴς καὶ εἶναι Ἕλληνας διὰ τὴν πατρίδα του καὶ θρησκεία του, αὐτὰ παθαίνει».
Ὁ σοφὸς Στρατηγὸς ὅπου βρεθῆ χτυπᾶ κάθε δυτικὸ νεωτερισμό, εἴτε αὐτὸς βάλλει κατὰ τῆς Πίστεως εἴτε κατὰ τῆς Παραδόσεως. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ἑξῆς πειστατικό: «Τοῦ ἁΓιαννιοῦ τοῦ Θεολόγου τὸ βράδυ», μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, «ἦταν κάτι λογιώτατοι εἰς τὸ σπίτι μου, μισομαθεῖς καὶ ἄθρησκοι…». Ἐκεῖ ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Σοφιανόπουλο γιὰ τὴν ἀειπαρθενιὰ τῆς Θεοτόκου. Ὁ Σοφιανόπουλος σπουδαγμένος στὴ Δύση, καὶ σαφῶς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν ἄθεο Διαφωτισμὸ ἀμφισβητοῦσε ἔντονα καὶ μὲ ἔπαρση (εἶχε σπουδάση φιλοσοφία στὴν Εὐρώπη) τὸν Μέγα Βασίλειο. Τότε ὁ Μακρυγιάννης τοῦ λέει: «Εἰς τὸ σχολεῖο ποὺ πάτε, θεολογία σπουδάζετε καὶ φιλοσοφία ἢ τὸ ἕνα;» Λέγει: «Φιλοσοφίαν μόνον» [.….] τοῦ λέω: «ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ γνωρίζεις, ὅτι εἶσαι κουτσός. Αὐτὸς ὁ Ἅγιος Βασίλειος καὶ οἱ ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὸ γνωρίζουν, ὅτι εἶχαν πρῶτα ἀρετή, ἠθική, καὶ σπούδαξαν καὶ τὴ θεολογία πρῶτα καὶ τὴν φιλοσοφία καὶ γνώρισαν μὲ τὴν ἐντέλειαν τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο καὶ ἔγιναν καὶ καλοὶ χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ καλοὶ φιλόσοφοι, καὶ τότε ἔλαβαν καὶ τὴν Φώτιση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλογίαν του…». Ὁ Σοφιανόπουλος ὀρθολογιστὴς ὤν, δὲν ἔδειχνε νὰ πείθεται. Θυμωμένος ὁ Μακρυγιάννης τὸν σηκώνει μὲ τὸ στανιὸ καὶ τοῦ λέει νὰ βάλει τὸ αὐτί του στὴν κλειδαρότρυπα. Ὁ ἴδιος φύσηξε μὲ δύναμη μέσα καὶ τοῦ λέει: «ἔβγα νὰ μᾶς εἰπῆς τί σοῦ εἶπα. Βγῆκε. Λέγει: ἕνας ἀγέρας μοῦ γιόμωσε τὸ αὐτί μου. Τοῦ λέγω: καὶ αὐτὸ τῆς Θείας πρόνοιας μὲ τὴν Θεοτόκο ἀγέρας εἶναι, εἶπε καὶ ἔγινε, δὲν εἶναι ἀθρώπινον ἔργο, καὶ διὰ τοῦτο ἐγεννήθη καὶ ἔμεινε παρθένος…. καὶ τοὺς εἶπα εἰς τὸ ἑξῆς νὰ πάψουν ἀπὸ αὐτὰ καὶ δὲν θέλω τέτοιες ὁμιλίες μπερμπάντικες καὶ καϊριστές». Ὁ Στρατηγὸς καταλαβαίνει πὼς ἐχθρὸς σὲ ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν οἱ πεφωτισμένοι τῆς Δύσεως (Κοραής, Καΐρης κ.ἄ.) καὶ οἱ ἀντορθόδοξες δοξασίες τους. «Εἰς τὰ 1839 μάθαμεν κι’ ὁ περίφημος δάσκαλος Καγίρης δὲν πιστεύει τὴν Ἁγίαν Τριάδα κι’ ἄλλα τέτοια». Ὅπως λέει ὁ παπα-Γιώργης ὁ Μεταλληνός, ἡ φωτισμένη ἀπάντηση τοῦ Μακρυγιάννη θυμίζει τὸ θαῦμα τῆς κεράμου μὲ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα, καὶ τὴν εὐλογία ποὺ ἔδωσε ὁ ἅγιος Δημήτριος στὸν Νέστορα νὰ ἀντιμετωπίση τὸν Λυαῖο. Θεολογία κάνει ὁ ἅγιος Νέστορας. Ἡ Θεολογία του ἦταν τὸ σπαθὶ ἐκείνη τὴν στιγμή. Θεολογία κάνει καὶ ὁ Μακρυγιάννης. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα κινεῖται ὁ Στρατηγός.
Ἄξιον μνείας ὅσον ἀφορᾶ καὶ τὸ ἀστεῖον τοῦ πράγματος εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς περιστατικὸ. Εἶχε προσκληθῆ ὁ ἴδιος τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ τὸν γνωστὸ Ἀθηναῖο πρόξενο τῆς Ρωσίας [4] . Φθάνοντας στὸ σπίτι τοῦ Παπαρηγόπουλου μαζὶ μὲ τὸν φίλο του καὶ συναγωνιστή του Κῶτσο Λιδωρικιώτη, ὁ στρατηγὸς μὲ ἔκπληξη εἶδε ἕνα δίμετρο ἔλατο στὸ σαλόνι τοῦ προξένου, κούνησε τὸ κεφάλι του καὶ τοῦ εἶπε: «Ὡραῖο εἶναι κυρ Γιάννη. Καὶ τοῦ χρόνου νὰ εἴμαστε καλά. Ἀλλὰ τὰ δένδρα μου ἔγω δὲν τ’ ἀφήνω νὰ φυτρώνουν μέσα στὴν κάμαρά μου!… Μόνο τ’ ἅρματά μου φυτρώνουν ἐκεῖ!…» [5]. Ἀπὸ τότε τὸ Δένδρο ἐπεκτάθηκε στὶς λίγες ἀριστοκρατικὲς οἰκογένειες τῶν Ἀθηνῶν.
Ἡ μίμηση ποὺ ἔχουμε ἀκρίτως καὶ ἀδιακρίτως ὡς Νεοέλληνες, μᾶς κάνει νὰ πιθηκίζουμε! Ἔχουν καλλιεργηθῆ στὸν λαό μας σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ συναισθήματα μειονεξίας ἔναντι τῶν Εὐρωπαίων. Ὡς ἐπίλογο καὶ παρακαταθήκη ἂς ἔχουμε στὸν νοῦ μας τὰ λόγια τοῦ τίμιου καὶ πιστοῦ ἀγωνιστῆ: «…Ἴσως ἐσεῖς οἱ μεταγενέστεροι, σὰν ἰδῆτε τὴν ἀρετή μας, θὰ εἶστε εἰλικρινώτεροι διὰ τὴν πατρίδα. Γλυκώτερον πράμα δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία. Ὅταν δι’ αὐτὰ τὸν ἄνθρωπον δὲν τὸν τύπτη ἡ συ- νείδησή του, ἀλλὰ τὰ δουλεύει ὡς τίμιος καὶ τὰ προσκυνῆ, εἶναι ὁ πλέον εὐτυχὴς καὶ ὁ πλέον πλούσιος».
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. «Νὰ τὴν χέσω τέτοια λευτεριά, ὅπου θὰ κάμω ἐγὼ ἐσένα πασιά!» ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΖΟΥΡΑΡΙΣ
2. «Ὁράματα καὶ Θάματα», σελ. 114
3. Πνευματικὴ Ἀφύπνιση, ΛΟΓΟΙ Β΄ σελ. 206. (Ἀξιοσημείωτη εἶναι καὶ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Γέροντα γιὰ τὸν Μακρυγιάννη.
4. «Κείμενα -Ἐπιστολές Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου»)
5. Ὅπως ἔγραψε καὶ ὁ καθηγητὴς λαογραφίας Δ. Λουκᾶτος ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φόρα τὸ 1833 στὸ Ναύπλιο ἐπὶ Ὀθωνος, καὶ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1843 στὴν Ἀθήνα, στὸ σπίτι τοῦ Ἰ. Παπαρηγοπούλου, τοῦ προξένου τῆς Ρωσίας. Δ. Λουκάτου, «Χριστουγεννιάτικα καὶ τῶν ἑορτῶν» Καθημερινὴ 22/12/1996
3-8-2016